Σε ένα βίντεο που έχει αναρτηθεί στη σελίδα της συνέλευσης 8ης Μάρτη στο facebook μιλά η Ελένη, συμβασιούχος οδοκαθαρίστρια στον Δήμο Καλλιθέας. Η Ελένη αναφέρεται σε ένα θέμα ζωτικής σημασίας. Το γεγονός ότι στην καραντίνα – που μετρά πάνω από ένα χρόνο – έχουμε ως γυναίκες επιφορτιστεί με ακόμη περισσότερα βάρη. Με διπλή καταπίεση. Τόσο στο σπίτι όσο και στον χώρο της εργασίας, στον οποίο ανήκει και το κίνημα #metoo. Το τελευταίο, όπως αναφέρει η Ελένη, δεν έχει ξετυλιχτεί ακόμη μέσα στις εργαζόμενες, μια και «μιλούν μόνο οι γυναίκες που ήδη έχουν λόγο, όπως οι ολυμπιονίκες και οι ηθοποιοί». Ας αναλογιστούμε για μια στιγμή το τι γίνεται στους άλλους χώρους, εκεί όπου οι γυναίκες, παραδοσιακά, μιλούν ακόμη λιγότερο. Η Ελένη στο βίντεο αυτό προσκαλεί σε δραστηριοποίηση, σε κινητοποίηση τόσο τα σωματεία όσο και την κάθε γυναίκα χωριστά.
Στο κείμενο που ακολουθεί θα ήθελα να σταθώ σε ορισμένα βασικά σημεία σε σχέση με το κίνημα #metoo στην Ελλάδα. Αυτό ξεκίνησε με τη Σοφία Μπεκατώρου στον αθλητισμό, πέρασε με τη Ζέτα Δούκα στον χώρο του θεάτρου, ακολούθησαν αλυσιδωτές αντιδράσεις και από άλλες και άλλους συναδέλφους της και με τη συνδρομή του Σ.Ε.Η. Το ζήτημα απασχόλησε την επικαιρότητα και τον δημόσιο λόγο από τις αρχές του 2021. Αυτή τη χρονική στιγμή, στα τέλη Μάρτη του ’21, ακόμη δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τον βαθμό στον οποίο το κίνημα #metoo θα συνεχίσει να εξαπλώνεται και να έχει εξίσου σημαντικά αποτελέσματα στην καταπολέμηση της κακοποίησης και της διαφθοράς, με αυτά που είχε ως τώρα. Αλλά είναι, θεωρώ, τρομερά σημαντικό να κάνουμε συλλογικά την προσπάθεια να κρατήσουμε τη συζήτηση ζωντανή. Στα πλαίσια αυτά, κάθε κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας.
Το πρώτο σημείο στο οποίο θα επιθυμούσα να σταθώ έχει να κάνει με τα βαθύτερα αίτια της σεξουαλικής εκμετάλλευσης αλλά και της πάσης φύσεως κακοποιητικής συμπεριφοράς στον χώρο της εργασίας, που συνδυάζεται με κατάχρηση της εξουσίας από την πλευρά του κακοποιητή και συνήθως έχει ως θύματα γυναίκες ή μέλη της lgbtqi κοινότητας. Ένα λοιπόν από τα βαθύτερα αίτια αυτών των φαινομένων βίας είναι η βαθιά, πολύχρονη κρίση στον χώρο της παιδείας και του πολιτισμού. Η κρίση αυτή συνίσταται στη μεθοδευμένη καλλιέργεια της συσσώρευσης άχρηστης γνώσης έναντι της πρωτοβουλίας, της δημιουργίας και της κριτικής σκέψης. Η συσσώρευση αυτή έχει συντελέσει σε ένα συλλογικό τρόπο θεώρησης του κόσμου βασισμένο σε αναμασημένα στερεότυπα, τα οποία αναπαράγονται – ελλείψει μιας οποιασδήποτε άλλης κυρίαρχης εναλλακτικής. Τα στερεότυπα αυτά – για τη γυναίκα, για τη γυναίκα στην εργασία, για τη γυναικεία σεξουαλικότητα, για τον έρωτα, για τα παιδιά, για την ηλικία, για τα διαφορετικά επαγγέλματα και για το ποιοι «κάνουν» για ποια επαγγέλματα – αποτελούν συνήθως οχήματα των εξουσιών, καταπιέζουν, διαμορφώνουν συνειδήσεις, συμπεριφορές, ακόμη και στους πιο ανοιχτόμυαλους, πόσο μάλλον στα πιο συντηρητικά στοιχεία μιας κοινωνίας.
Έτσι, για γιατρός, δικηγόρος, βουλευτής, διευθυντής και σκηνοθέτης, ανάμεσα στα πολλά παραδείγματα επαγγελμάτων με κύρος, «κάνει» – οπωσδήποτε – ο άντρας, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα περιορισμένο τρόπο αντίληψης, ο οποίος βασίζεται στην κρίση της παιδείας και του πολιτισμού· αντίθετα, για νοσοκόμα, γραμματέας, βοηθός «κάνει» πιο πολύ μία γυναίκα.
Σύμφωνα με την παράλογη αυτή αντίληψη, έχει εδώ και χρόνια διαμορφωθεί, στον χώρο του θεάτρου και των τεχνών γενικότερα, αλλά και της ανώτατης εκπαίδευσης, το στερεότυπο του σκοτεινού, dark, καταραμένου καλλιτέχνη. Το πρότυπο αυτό ταιριάζει στον σκηνοθέτη, στον ζωγράφο, στον καθηγητή. Όσον αφορά στο θέατρο συγκεκριμένα, για να μιλήσω για το περιβάλλον εργασίας μου, αυτό που προσφέρει αναγνώριση σε έναν ή μία σκηνοθέτη είναι να ασκεί εξουσία στηριγμένος/η σε μία αυθαίρετη ανωτερότητά του/της απέναντι σε όλες, σε όλους και στα πάντα: στους συνεργάτες, στο κοινό, ακόμη και στα κείμενα με τα οποία δουλεύει. Αντιθέτως, αν θες να γίνεις αποδεκτή ή αποδεκτός στον χώρο αυτό, απαγορεύεται να διαθέτεις ανθρωπισμό, ή ο ανθρωπισμός σου να αποτελεί – έστω – κομμάτι της καλλιτεχνικής σου έρευνας και έκφρασης. Απαγορεύεται επίσης απλώς να κάνεις τη δουλειά σου. Γιατί τότε κανένας δε θα σε πάρει στα σοβαρά. Όλοι θα σε ειρωνεύονται, γιατί όλοι γνωρίζουν από αληθινούς καλλιτέχνες και αυτοί και δεν έχουν κανένα έλεος και μεγαλύτερη σημασία από τη δουλειά έχει γι’ αυτούς η καλλιέργεια του «βάθρου της εκτίμησης που στήνουν για τον εαυτό τους», όπως λέει ο Μολιέρος στο Μισάνθρωπο.[1]
Τους τελευταίους μήνες έχει διαφανεί πως το στερεότυπο του καταραμένου καλλιτέχνη δεν είναι απλώς μία αποκριάτικη στολή που μπορεί να τη φορέσει ο καθένας και η καθεμία από μας για να γίνει αποδεκτή ή αποδεκτός στον καλλιτεχνικό χώρο – και όταν λέω ο καθένας και η καθεμία από μας, εννοώ και τον πλέον ακίνδυνο και μη επιθετικό άνθρωπο.
Εδώ αποδεικνύεται καθημερινά – και ελπίζω με όλη μου την ψυχή σε κάποιες από τις πάμπολλες περιπτώσεις που πραγματικά υπάρχουν να αποδειχθεί και στα δικαστήρια – πως πέρα από την αρεστή, επιθυμητή, αποδεκτή εικόνα του καταραμένου καλλιτέχνη, σε κάποιες περιπτώσεις η εικόνα αυτή μεταφράζεται και σε κυριολεκτική έκνομη, επιθετική, κακοποιητική συμπεριφορά κατά προσώπων, με βαθιά, μη επανορθώσιμα τραύματα.
Έχουμε δηλαδή κακοποιητές που δρουν με το πρόσχημα της τέχνης – αλλά και, προσοχή, και με το πρόσχημα της διδασκαλίας – αλλά και με το δόλωμα της βοήθειας για την επαγγελματική ανέλιξη και τελικά την επιβίωση του ατόμου που γίνεται στόχος – και τα τρία παραπάνω πράγματα σπουδαία (και η τέχνη και η διδασκαλία και η επιβίωση) και στα οποία, εξ ορισμού, μπορεί πραγματικά να συνδράμει ένας ισχυρός κοινωνικά σκηνοθέτης. Έχουμε ανθρώπους οι οποίοι κάνουν πραγματικότητα κομμάτια από τις φαντασιώσεις τους, όχι στο δρόμο, όχι στο μπαρ – με την έννοια ότι συχνά δεν προσεγγίζουν άσχετα με το θεατρικό χώρο άτομα, αλλά άτομα με λιγότερο από αυτούς επαγγελματικό στάτους – μέσα στον ίδιο το χώρο της εργασίας τους. Έτσι, εκμεταλλεύονται το μυαλό και το σώμα αυτών των ατόμων, πολύ συχνά γυναικών, είτε ατόμων νεότερων σε ηλικία, είτε γενικότερα ατόμων ευάλωτων με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, έστω και λόγω της ίδιας της ευαισθησίας τους.
Οι σκηνοθέτες αυτοί και οι πρωταγωνιστές, με τους οποίους βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από τις ειδήσεις, αλλά και άλλοι – άνθρωποι με εξουσία, που μπορεί τελικά να μην ακούσουμε ποτέ τίποτε γι’ αυτούς και για τις συστηματικές και από αυτούς κακοποιήσεις ανθρώπινων ψυχών και σωμάτων – αλλά και για την πολύ απτή επαγγελματική βλάβη που συχνά επιφέρουν – είχανε, οι κακοποιητές αυτοί, πολύ συχνά, και μάρτυρες. Μάρτυρες που σιωπηλά κοιτούσαν εκείνους να κακοποιούν και οι οποίοι είτε δεν έλεγαν τίποτε, κατά τη διάρκεια ή αργότερα, είτε και πήραν ενεργά το μέρος του κακοποιητή, μια που ήταν ο ισχυρότερος.
Όλοι – αυτοί – οι μάρτυρες. Στο χώρο του θεάτρου. Που αποτελεί το παράδειγμα για το οποίο μιλώ. Μοιράζονται και αυτοί μέρος της ενοχής.
«Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους / αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…» λέει ο Καρυωτάκης.[2]
Σίγουρα αυτό που συμβαίνει το τελευταίο διάστημα – το ότι αρχίσαμε να μιλάμε για την κακοποίηση που έχουμε υποστεί, για την κακοποίηση στο χώρο της εργασίας μας, για την κατάχρηση της εξουσίας, για την εκμετάλλευση μιας θέσης για να ικανοποιηθούν σαδιστικές φαντασιώσεις – ως φλέγοντα ζητήματα που πρέπει οπωσδήποτε να μας απασχολήσουν, είναι στην κατεύθυνση της θεραπείας, της ίασης των ζητημάτων αυτών.
Ωστόσο, το να μιλάμε, αυτή δηλαδή η σπουδαία συνθήκη και συγκυρία, μπορεί να είναι κάτι που θα κρατήσει και θα ανθίσει και θα γίνει ασπίδα προστασίας των θυμάτων κακοποίησης και έναυσμα για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Πρώτον, είναι ανάγκη να μιλήσουμε όλες. Και όλοι. Είτε για τα προσωπικά μας αντίστοιχα βιώματα του παρελθόντος, είτε, με το που παραστεί εκ νέου ανάγκη, για κάτι που θα συμβεί σε εμάς ή για κάτι που θα συμβεί σε κάποιον άλλο άνθρωπο, μπροστά στα μάτια μας.
Δεύτερον, θα πρέπει ιδανικά να μιλήσουμε για όλους. Ανεξαρτήτως δύναμης. Ανεξαρτήτως εξουσίας. Ανεξαρτήτως της προστασίας που γνωρίζουμε πως απολαμβάνουν οι άνθρωποι αυτοί.
Ωστόσο, τρίτον, ας μη μιλήσουμε ποτέ επειδή πρέπει – να μιλήσουμε. Ας μη μιλήσει καμιά μας και κανείς μας έτσι. Επειδή κάποιοι μας λένε «γιατί δεν παίρνετε θέση, τώρα είναι η ώρα». Τα θύματα μιλούν όταν το επιθυμήσουν και εκφράζονται με τη θέλησή τους, αυθόρμητα. Αυτό γέννησε το κίνημα #metoo. Καμιά μας και κανένας μας δεν έχει δικαίωμα να πιέσει κανένα θύμα κακοποίησης να μιλήσει, όπως φυσικά δεν έχει κανένα δικαίωμα να το κάνει να σιωπήσει. Οι υπόλοιπες και οι υπόλοιποι από μας, πιστεύω, είναι ωφέλιμο να μιλάμε αυθόρμητα, με τη δική μας φωνή και θέληση και μόνο όταν μας ωθεί κάτι εσωτερικά, μια μεγάλη ανάγκη. Να επικοινωνήσουμε, να αφηγηθούμε, να βοηθήσουμε, να πιάσουμε το χέρι των άλλων. Αν δε σεβαστούμε αυτόν τον εσωτερικό ρυθμό της φωνής μέσα μας, κινδυνεύουμε να πάρουμε απλώς μέρος σε έναν χορό από θέσεις, σε έναν χορό από γνώμες ίδιες και απαράλλαχτες η μία με την άλλη, προϊόντα του συρμού ή του συμφέροντος, που τελικά δεν προάγουν τον διάλογο και δε δίνουν στο νεογέννητο στην Ελλάδα κίνημα #metoo την ποθητή ώθηση για να μπορέσει να προχωρήσει προς τα μπροστά.
Συνοψίζοντας. Ανάγκη να μιλάμε. Να αγκαλιάζουμε όσες και όσους μιλάνε. Να μην τις αντιμετωπίζουμε, να μην τους αντιμετωπίζουμε με καμία προκατάληψη. Τέλος, κυρίως, να μη συμμετέχουμε με κανένα τρόπο στην καλλιέργεια της άδικης ενοχής τους.
Ακόμη: ανάγκη για παιδεία. Ανάγκη για πολιτισμό, που καταπιέζεται, που βάλλεται και μέρα τη μέρα γίνεται πολυτέλεια, ενώ είναι οδηγός επιβίωσης και οδηγός για τη ζωή μας.
Συμπληρωματικά, ας ακούμε το ένστικτό μας. Το γυναικείο μας ένστικτο, το ανθρώπινό μας ένστικτο. Να αισθανθούμε, να συμπονέσουμε, να ακούσουμε, να συμπράξουμε, να συνδημιουργήσουμε. Και ας σταθεί αυτό ως το αντίπαλον δέος απέναντι σε αυτούς που, χρησιμοποιώντας απαρχαιωμένα στερεότυπα, βομβαρδίζουν τις ψυχές και τα μυαλά μας, έτσι ώστε να μπορούν να μας εξουσιάζουν, χωρίς μέτρο και χωρίς δικαιοσύνη, να μας καταστρέφουν, να κάνουν πράξη τα πιο σκοτεινά τους ένστικτα. Ας σταθεί αυτό ως το αντίπαλον δέος απέναντι σε αυτούς που εκμεταλλεύονται την ανάγκη της γυναίκας να υπάρξει, να εργαστεί, να φέρει λεφτά στο σπίτι, να εκτιμηθεί η εργασία, ο χρόνος και ο κόπος της, να επιβραβευθεί σύμφωνα με τις πραγματικές της δυνατότητες, να εκτιμηθεί, δηλαδή, αξιοκρατικά και ανεξάρτητα από το πώς βλέπει η κοινωνία το φύλο της.
Γιατί το ερώτημα της αξιοκρατίας παραμένει πάντα, και αποτελεί και κομμάτι του θλιβερού παζλ της επαγγελματικής κακοποίησης. Αντί ένα αφεντικό να δώσει μια δουλειά σε μια εργαζόμενη με βάση την αξία της, τα προσόντα της, το μυαλό της, τις ικανότητές της, την αξιολογεί ως γυναίκα – ως ον δηλαδή με γυναικείο σώμα, που γι αυτό της αξίζει μόνο η γυναικεία υποταγή. Αλλά ταυτόχρονα με τη σκέψη του αυτή, εξωτερικά το αφεντικό της τάζει δουλειά, υποτίθεται με κριτήρια αντικειμενικά. Και όταν η γυναίκα αντισταθεί σε μια κακοποιητική συμπεριφορά, ή και αν δεν αντέξει την πίεση και υποκύψει, όταν – κάθε φορά – βλέπει πως η εργασία που της έταξαν ήταν ένα ψέμα και το αφεντικό ενδιαφερόταν μόνο να κακοποιήσει τη γυναικεία της φύση, τότε – κάθε φορά – η γυναίκα αυτή που ήθελε αξιοκρατικά να κριθεί και – αν της αξίζει και μόνο – να δρέψει τους καρπούς των επαγγελματικών της κόπων και προσπαθειών νιώθει πως δεν αξίζει. Αδικεί τον εαυτό της. Κι εκείνη. Όπως οι άλλοι. Εσωτερικεύει το βλέμμα τους. Λέει «δεν άξιζα».
Γι’ αυτό το ζήτημα της κακοποίησης στο χώρο της εργασίας είναι τόσο σημαντικό. Επηρεάζει τη γυναίκα ή γενικότερα το άτομο τόσο σωματικά και σεξουαλικά – όπου το τραυματίζει, του επιφέρει μεγάλες και δύσκολα ιάσιμες πληγές – όσο και σε επίπεδο επαγγελματικής υπόστασης, αξιοπρέπειας και αυτοεκτίμησης. Πρόκειται, λοιπόν, για έγκλημα. Για έγκλημα σε βάρος των θυμάτων, με μαχαίρι δίκοπο.
Βρισκόμαστε εν μέσω μιας φριχτής πανδημίας και συγκυρίας που έχει «παγώσει» και παρακωλύσει σε σοβαρότατο βαθμό τον πολιτισμό, με αποτελέσματα που θα τα καταλάβουμε μέσα στα επόμενα χρόνια. Ωστόσο μπορεί ακόμη να έχει συνέχεια και το στοιχείο της ίασης που προκύπτει μέσα από όλη αυτή την περίοδο. Θα κλείσω με μία φράση του ευαίσθητου και χιλιοβασανισμένου από την κοινωνία, ωστόσο ιδιαίτερα επιδραστικού καλλιτέχνη του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, του Αντονέν Αρτώ, που θα ήθελα να χρησιμεύσει εδώ ως παραίνεση για να ενώσω κι εγώ τη φωνή μου με τόσες άλλες φωνές στο κοινό σημαντικό, φλέγον ζητούμενο του #metoo: να μην του επιτρέψουμε να συμβεί ξανά. Ακολουθεί η φράση του:
«Με πίεζαν
ακόμα και στο σώμα μου
και μέχρι μέσα στο σώμα
και τότε ήταν
που τίναξα στον αέρα τα πάντα
γιατί το σώμα μου
δε θ ‘αφήσω να τ’ αγγίξει
κανένας πια.»
Το κείμενο επιμελήθηκε ο Στέλιος Χρονόπουλος
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο