Το κείμενο του Γιάννη Ευσταθίου «Ο Λαός, το Πλήθος, και ο Λαός που έρχεται: Μια αντι-αφήγηση του Δημογραφικού Πολέμου» επιχειρεί μια κριτική ανάλυση της κυρίαρχης συζήτησης για το «δημογραφικό» πρόβλημα στην Ελλάδα, αποδομώντας τον τρόπο με τον οποίο αναπαράγεται ένας λόγος «δημογραφικής ανησυχίας», μέσα από βιοπολιτικές και ευγονικές στοχεύσεις του κράτους και των θεσμών του. Αναλύεται η θεωρία της «δημογραφικής μετάβασης» σε συνδυασμό με τις σύγχρονες αναπαραστάσεις πληθυσμιακής απειλής, όπου διαμορφώνεται ένα δίπολο: «επιλέξιμοι» και «ανεπιθύμητοι» πληθυσμοί.
Πρέπει να αποκτήσουμε νοοτροπία Ισραήλ. Για να επιβιώσουμε ως κράτος και έθνος, θα χρειαστεί να πολεμήσουμε. Η εκτίμησή μου είναι ότι μέσα στα επόμενα 10 χρόνια είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί να πολεμήσουμε.[1]
Χρίστος Μανωλάς, 2016, επίτιμος αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, υπεύθυνος σύμβουλος ασφαλείας του ελληνο-τουρκικού αγωγού TAP.
Σύμφωνα με τη γεωστρατηγική μου αντίληψη, το Ισραήλ είναι σαν τον Τιτανικό […] H πίεση στα σύνορά μας θα είναι απαίσια. Θα είναι ένας τρομερός πόλεμος. Αν θέλουμε να επιβιώσουμε, θα πρέπει να σκοτώνουμε και να σκοτώνουμε και να σκοτώνουμε.. Κάθε μέρα, όλη μέρα.[2]
Arnon Soffer, 2004, καθηγητής δημογραφίας στο πανεπιστήμιο της Χάιφα, και κρατικός σύμβουλος της κυβέρνησης Νετανιάχου.
Έλληνες ειδικοί δηλώνουν ανήσυχοι για το «Δημογραφικό Πρόβλημα»
Τα τελευταία χρόνια, το «δημογραφικό πρόβλημα» της Ελλάδας απασχολεί όλο και περισσότερο το ελληνικό κράτος, τα «επιστημονικά συνέδρια γονιμότητας», διάφορους ειδικούς της κοινωνικής μηχανικής και διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη θεωρία της «δημογραφικής μετάβασης» (demographic transition), ένας εθνικά προσδιορισμένος πληθυσμός διέρχεται από ορισμένες φάσεις αναμενόμενης και ομαλής αύξησης, περαιτέρω αύξησης, ακμής, στασιμότητας και παρακμής του δημογραφικού του μεγέθους (Max Roser, 2023). Σύμφωνα με τους δημογράφους και οικονομολόγους, η Ελλάδα, αλλά και η Ευρώπη, έχουν διέλθει στις τελευταίες, ανεπίστρεπτες φάσεις της δημογραφικής τους μετάβασης.
Η καμπύλη αυτή, όμως, αφορά μόνο τον κυρίαρχο ελληνικό και ευρωπαϊκό λαό, ενώ η δημογραφική πολιτική ορίζεται ως «έλεγχος της γεννησιμότητας, της θνησιμότητας, και της μετανάστευσης». Όταν μιλάμε για τη «δημογραφική πολιτική», θα πρέπει να διακρίνουμε δύο όψεις -ή, καλύτερα, κόψεις της: μια κρατική βιοπολιτική διαχείρισης και επαύξησης του εθνικού πληθυσμού, και μια κρατική θανατοπολιτική απέναντι στον μη εθνικό ή «αντεθνικό» πληθυσμό. Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να διακρίνουμε μια «θετική δημογραφική πολιτική» και μια «αρνητική δημογραφική πολιτική», όπως διακρίνουμε μια θετική και μια αρνητική ευγονική (Gotz Aly, 2003, Κόκκινος, 2018).
Σύμφωνα με τον Αντώνη Λιάκο, ο οποίος εκφράζει πειστικά τη σχετική κεντρο-αριστερή άποψη στο πεδίο: «Μπορεί να φαίνεται αντιδημοφιλές αλλά πρέπει να ειπωθεί κατηγορηματικά. Η Ελλάδα έχει ανάγκη τουλάχιστον ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Για να αντιμετωπίσει την πληθυσμιακή κατάρρευση. Εκείνο που θα έπρεπε να μας απασχολεί είναι το πώς θα τους ενσωματώσουμε. Πού θα τους στεγάσουμε, πώς θα απασχοληθούν, πώς θα τους εκπαιδεύσουμε, πως θα τους μάθουμε τη γλώσσα μας και πως θα τους εξοικειώσουμε με τον πολιτισμό μας. Αυτό είναι το μεγάλο ζήτημα των επόμενων χρόνων».
Πιο πρόσφατα, για το «πρόβλημα του δημογραφικού», ένας άλλος επιφανής Έλληνας ιστορικός, ο Κώστας Κωστής, υποστηρίζει:
«Η πορεία γήρανσης των Ελλήνων είναι μη αναστρέψιμη, και όσοι υποστηρίζουν ότι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες θα λύσουν το πρόβλημα γονιμότητας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αφελείς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να έχει κάποια, ίσως και πολλά, οφέλη αν οι πολιτικές επιλογές της στο μεταναστευτικό και στο προσφυγικό ήταν πιο επιδέξιες και έξυπνες, Οι επόμενες γενιές θα περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό ανθρώπων που οι γονείς τους ή και οι ίδιοι δεν θα έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα. Αυτό, ακόμη και αν δεν αρέσει, θα συμβεί. Όλες οι μελέτες για τη μετανάστευση αυτό μας δείχνουν. Είναι καθαρά θέμα πολιτικής να επωφεληθεί η Ελλάδα και να αφομοιώσει τους μετανάστες οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά με τρόπο αποτελεσματικό. Μόνο κέρδος θα υπάρξει. Φοβάμαι μόνο ότι οι λίγες προσπάθειές μας στον τομέα αυτό αντιβαίνουν στην κοινή λογική και προσδιορίζονται από επιλογές κοντόθωρες» (Κωστής, 2024: 317-318).
Στο ίδιο μήκος κύματος, σε βίντεο του δημοφιλούς και προοδευτικού καναλιού Greekonomics στο Youtube, του καθηγητή οικονομικών στη Σιγκαπούρη, Κοσμά Μαρινάκη, με θέμα το Συνταξιοδοτικό, εμφανίζεται το ίδιο επιχείρημα, σύμφωνα με τον εξής συλλογισμό: αν οι μετανάστες καλύπτουν «πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας», αν «είναι νόμιμοι ώστε να πληρώνουν κανονικά τις εισφορές» και αν «η κοινωνία είναι σε θέση να τους απορροφήσει χωρίς άλλα προβλήματα», τότε αποτελούν τη «δραστικότερη λύση» για το ελληνικό δημογραφικό πρόβλημα.[3] Επομένως, αν οι πρόσφυγες/ισσες δεν πληρούν τις τρεις παραπάνω εθνικές προϋποθέσεις, είναι μάλλον το αντίθετο από επιλέξιμοι, αφού όχι απλώς δεν λύνουν κανένα εθνικό πρόβλημα, αλλά, αντίθετα, εμφανίζονται να αποτελούν οι ίδιοι εθνικό πρόβλημα.
Στην άλλη, δεξιόστροφη πλευρά του εθνικού πολιτικού φάσματος, για τους Μελέτη Μελετόπουλο, Γεώργιο Γρίβα και Ιωάννη Μάζη, το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας έχει να κάνει κυρίως με τη «woke ατζέντα», δηλαδή τα έκτροπα του τρανσ-φεμινισμού και του αντιρατσισμού – αντι-αποικιοκρατισμού, αλλά και την παρακμή των πατροπαράδοτων οικογενειακών και εθνικών αξιών της Ελλάδας, ενώ και η Ευρώπη συνολικά, ιδιαίτερα δε η Ελλάδα, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της εξόρμησης των μουσουλμάνων. Θέση που απηχεί, φυσικά, τις θεωρίες της «μεγάλης αντικατάστασης πληθυσμού» στον ευρωπαϊκό χώρο, όπως αυτές προωθούνται από κεντροδεξιές, ακροδεξιές και φασιστικές πλευρές.
Ωστόσο, είναι μάλλον ο Αναστάσιος Λαυρέντζος εκείνος που αρθρώνει το επιχείρημα της «δημογραφικής απειλής» που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στην πλέον «καθαρή» και «διεπιστημονική» του μορφή. Στο βιβλίο του Σιωπηρή Άλωση. Το δημογραφικό και το μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδας, το οποίο πέρασε από την εποικοδομητική ανάγνωση του Άγγελου Συρίγου, ο Λαυρέντζος διαπιστώνει πως η δημογραφική και οικονομική δυναμική της Ευρώπης είναι φθίνουσα, ενώ εκείνη της Ασίας και της Αφρικής αύξουσα. Έτσι, υπογραμμίζει, δημιουργείται ένα φαινόμενο μεταναστευτικών ροών, από τις δεύτερες, νεαρότατες ηπείρους προς τη Γηραιά Ήπειρο: «Ενώ στα τέλη του 20ου αιώνα η Δύση εξήγε μαζικά κεφάλαια και θέσεις εργασίας προς τις αναπτυσσόμενες χώρες (κυρίως της Ασίας), είναι τώρα η σειρά της Ασίας και της Αφρικής να εξαγάγουν αυτό που διαθέτουν «εν αφθονία»: το ανθρώπινο δυναμικό τους» (Λαυρέντζος, 2016: 82).
Μια «βαθμιαία αντικατάσταση» θα «μεταβάλει άρδην τη σύνθεση του ελλαδικού πληθυσμού», ξεκινώντας από τις νεαρές ηλικίες, διότι εκεί είναι εντοπισμένος ο κύριος όγκος μεταναστών, και πρώτα στα μεγάλα αστικά κέντρα» (όπ.π: 68, 69).
Όπως υπερθεματίζει ο Λαυρέντζος, η δημογραφική μείωση και γήρανση της Ευρώπης -που στην Ελλάδα εμφανίζεται με ιδιαίτερη ένταση- συνοδεύτηκε τις περιόδους 1990-2000 και 2000-2015, με κορύφωση το 2015, από δύο μεγάλα κύματα εισερχόμενων μεταναστευτικών πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο: από τα Βαλκάνια, και από την Ασία και Αφρική. «Η βαθμιαία δημογραφική συρρίκνωση του γηγενούς ελληνικού πληθυσμού σε συνδυασμό με τη συνεχή και ανεξέλεγκτη εισροή μεταναστών συνιστούν μια διαδικασία πληθυσμιακής αντικατάστασης», υποστηρίζει, ενώ κάνει λόγο για τον κίνδυνο «τερματισμού» της ελληνικής κοινωνίας όπως αυτή διαμορφώθηκε ιστορικά τα τελευταία 200 χρόνια (όπ.π: 135, 136).
Ο Λαυρέντζος θέτει, κατά συνέπεια, τον ευγονικό στόχο μιας «εθνικής πληθυσμιακής στρατηγικής» για τα «επιθυμητά δημογραφικά χαρακτηριστικά», δηλαδή «ικανό μέγεθος», «κατάλληλη ηλικιακή δομή», και «πολιτιστική ιδιοπροσωπία του ελλαδικού πληθυσμού» (όπ.π: 136, 137), τα οποία πρέπει να συμπράξουν αποτελεσματικά με συγκεκριμένους «συντελεστές ισχύος» (όπως θεσμοί, οικονομία, τεχνολογία, διεθνής θέση κ.α).
Η Ελλάδα οφείλει λοιπόν, αφού προσδιορίσει και αξιολογήσει τη βαρύτητα της δημογραφικής απειλής, να εκπονήσει μια κατάλληλη «εθνική πληθυσμιακή στρατηγική», πράγμα που θα την οδηγήσει να μιμηθεί τα βέλτιστα διαθέσιμα μοντέλα πληθυσμιακής πολιτικής. Και εδώ οι «βέλτιστες πρακτικές», δεν είναι φυσικά ευρωπαϊκές, αλλά έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο, δικαιολογημένα φορτισμένο ονοματεπώνυμο: το Μεγάλο Ισραήλ.
Το Ισραήλ, «το οποίο έχοντας διαχρονικά να αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις και απειλές, αξιοποιεί μεν στο έπακρο παράγοντες όπως η στρατιωτική ισχύς, η τεχνολογία, η οικονομική δύναμη, η διπλωματία, παράλληλα όμως καθόλου δεν παραβλέπει να ασκεί μια πολύ συνειδητή και ενεργή δημογραφική πολιτική, διότι ο πληθυσμός μιας χώρας αποτελεί τη θεμελιώδη εκτατική μεταβλητή από την οποία θα “λάβουν μέγεθος” και τα όποια ποιοτικά πλεονεκτήματα» (όπ.π: 138).
Η ευγονική πληθυσμιακή στρατηγική του Λαυρέντζου αφορά όχι μόνο τον έλεγχο του φυσικού και ηλικιακού ελληνικού ισοζυγίου, αλλά, φυσικά, και τον έλεγχο του μεταναστευτικού ισοζυγίου: προτείνεται έτσι ο περιορισμός της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης, η εισαγωγή μεταναστών μόνο για εργασιακούς λόγους, και η εθνική αφομοίωση όσων έχουν αποδείξει ψυχικώς και με επάρκεια ότι νιώθουν Έλληνες (όπ.π: 141). Το ελληνικό Κράτος οφείλει να αποτρέπει τους «κλειστούς θύλακες» μεταναστευτικών κοινοτήτων, αναγνωρίζοντας μόνο όσους μετανάστες θέλουν να ενσωματωθούν στον «ελληνικό τρόπο ζωής» (όπ.π: 97). Ανάμεσα στα μέτρα «πληθυσμιακής πολιτικής» που προτείνει, ο Λαυρέντζος ζητά και τη προβολή «οικογενειακών προτύπων» που θα τονώσουν τους «δείκτες γονιμότητας των γυναικών».[4]
Η «πληθυσμιακή πολιτική» του Λαυρέντζου εμφανίζεται ως ιστορική αναγκαιότητα και μονόδρομος, αν κανείς είναι στρατευμένος στον σκοπό της συμπαγούς αναπαραγωγής του Ελληνικού Έθνους-Κράτους. Απέναντι σε όσους/ες οραματίζονται, αντ’ αυτού, μια πολυεθνική και πολύ-πολιτισμική κοινωνία, ο Λαυρέντζος αντιπαραθέτει ένα πρόσθετο επιχείρημα που αφορά όχι τις αξίες, αλλά τη «λειτουργία»: «μπορεί ένα κατακερματισμένο κοινωνικό σύνολο, σχηματισμένο μέσα από μια ταχεία διεγρασία πληθυσμιακών προσχώσεων, να αποτελέσει ένα βιώσιμο συλλογικό υποκείμενο;».
Ο ίδιος φυσικά απαντάει αρνητικά, ανατρέχοντας στην λογοτεχνική εικόνα του Φρανκενστάιν, αλλά και στην ιστορική εικόνα του Λιβάνου μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου, σύμφωνα με τον Λαυρέντζο, η ετερογένεια μεταξύ χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών «έλαβε τη μορφή ενός καταστρεπτικού εμφυλίου πολέμου [….] Τηρουμένων των αναλογιών, αυτή θα μπορούσε να είναι μια πιθανή εξέλιξη για την Ελλάδα» (όπ.π: 95-96).
Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τον Λαυρέντζο, αλλά και με μια ευρύτερη συνομοταξία κρατικών και επιχειρηματικών συμβούλων, ειδικών και αξιωματούχων, για την Ελλάδα, ο Λίβανος σηματοδοτεί το αρνητικό, καταστρεπτικό δημογραφικό παράδειγμα προς αποφυγή, ενώ το Ισραήλ είναι το θετικό, ανανεωτικό παράδειγμα προς μίμηση.
Σε όσα ακολουθούν, θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω ένα πρωτόλειο εννοιολογικό σχήμα αυτού ακριβώς του δημογραφικού πολέμου στον ελλαδικό χώρο. Από ποια σκοπιά όμως μιλώ; Όχι από τη σκοπιά των μεταναστών/στριών, αφού είμαι Έλληνας προνομιούχος πολίτης, ούτε όμως από τη σκοπιά του ιδεώδους Έλληνα Πολίτη, τον οποίο προϋποθέτει η δημογραφική αφήγηση όλων των παραπάνω εμπειρογνωμόνων. Μιλάω λοιπόν εδώ από τη σκοπιά ενός υποκειμένου που θέλει να ερμηνεύσει το συσχετισμό δύναμης Ελλήνων – μεταναστών/στριών στον ελλαδικό χώρο, με σκοπό να τον αλλάξει.
Λαός, Πλήθος και Νέος Λαός: Για μια θεωρία του δημογραφικού πολέμου
«Τη στιγμή που ο αφέντης, ή ο αποικιοκράτης, διακηρύσσει: «Δεν υπήρξαν ποτέ άνθρωποι εδώ», οι λαοί που λείπουν είναι ένα γίγνεσθαι, επινοούν τους εαυτούς τους, μέσα σε παραγκουπόλεις και σε στρατόπεδα, ή σε γκέτο, σε νέες συνθήκες αγώνα, στον οποίο μια αναγκαστικά πολιτική τέχνη πρέπει να συμβάλλει.»
Ζιλ Ντελέζ, Ο Κινηματογράφος 2 – Η χρονοεικόνα (Deleuze, 1989: 217)
Κάθε έθνος-κράτος επιδίδεται σε έναν εσωτερικό πατριαρχικό πόλεμο απέναντι στα γυναικεία, queer, εμφυλοποιημένα σώματα, προσπαθώντας να πατάξει την απειθαρχία και να υποτάξει τα σώματα αυτά στις απαιτήσεις της εθνο-κρατικής δημογραφικής αναπαραγωγής. Αν περιορίσουμε όμως τη κριτική μας σε αυτόν τον ορίζοντα, κινδυνεύουμε από μια αποικιακή αφασία (Ann Stoler, 2011). Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να διαβάσουμε κάθε δημογραφική ιστορία, και τη δημογραφική ιστορία της Ελλάδας, ως ένα είδος «κινούμενης αντίφασης» και ενός «κινούμενου ανταγωνισμού» πάνω στον διπλό ιστορικό άξονα του εμφυλίου πολέμου και του αποικιακού πολέμου.
Στις διαλέξεις του για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, ο Χέγκελ μίλησε για τους ιθαγενικούς λαούς της αφρικής, της αμερικής, της ασίας ως «λαούς χωρίς ιστορία». Τελικά, «λαοί χωρίς ιστορία» υπάρχουν, και γράφουν οι ίδιοι την ιστορία τους, μέσα από τις πράξεις τους (Buck-Morss, 2009). Σύμφωνα με τον Αντόνιο Νέγκρι (Antonio Negri), αν οι Ρουσό, Χόμπς, Χέγκελ, Βέμπερ, Σμιτ και άλλοι, επιχείρησαν να προστατέψουν τον κυρίαρχο και υπερβατικό Λαό ως φορέα συντεταγμένης κρατικής εξουσίας απέναντι στο ακρατικό και εμμενές Πλήθος, οι Μακιαβέλι, Σπινόζα, Μάρξ, Λένιν, μεταξύ άλλων, ιχνηλάτησαν το υποτελές Πλήθος ως φορέα παραγωγικής και συντάσσουσας δύναμης-εξουσίας, με τη δημιουργία νέων μορφών της ζωής ενάντια στο Κράτος και πέρα από το Κράτος (Negri, 1999).
Αντίθετα με τον Νέγκρι, ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν (Giorgio Agamben), στο έργο του Homo Sacer υποστηρίζει ότι είναι αδύνατη η διάκριση ανάμεσα σε μια αρνητική, κατασταλτική, συντεταγμένη εξουσία και μια προγενέστερη καταφατική, δημιουργική συντάσσουσα εξουσία (Agamben, 2005: 78-80). Ενώ για τον Νέγκρι το Πλήθος είναι ενεργό, συντακτικό και δημιουργικό, φορέας της συντάσσουσας εξουσίας, για τον Αγκάμπεν η «γυμνή ζωή» δεν αποτελεί καταφατική δύναμη και συντάσσουσα πράξη, αλλά αρνητικό όριο της Κυριαρχίας. Ενώ ο Νέγκρι συλλαμβάνει τη γυμνή ζωή καταφατικά, ως έρωτα και φτώχεια, παραγωγική σύνθεση και συντάσσουσα πλεονασματική δύναμη του Πλήθους πέρα από το Κράτος, ο Αγκάμπεν τη συλλαμβάνει τη γυμνή ζωή κατά βάση αρνητικά, ως αποσύνταξη και απενεργοποίηση του συντεταγμένου Κράτους.
Σε μια από τις δημόσιες κριτικές του στον Αγκάμπεν, ο Νέγκρι τόνισε πως ο πρώτος θα πρέπει να μας πει επιτέλους: ποιος/α είναι τελοσπάντων αυτή η «γυμνή ζωή», όταν τελικά δρα, αντιστέκεται, αγωνίζεται, οργανώνεται; (Negri, 2004, Negri, 2007). Κατά μήκος της εργογραφίας του, ο Αγκάμπεν επιχείρησε διαφορετικές απαντήσεις στο ερώτημα, ποια είναι η θετική μορφή της γυμνής ζωής: είναι οι πρόσφυγες, οι μάρτυρες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι πρωτοχριστιανικές κοινότητες, η «κοινότητα που έρχεται», όπως εμφανίστηκε στην Πλατεία Τιενανμέν, ή/και ένα «πλήθος καθολικών ανθρώπινων δυνατοτήτων» (Agamben, 2005, 2007, 2013, 2015, Agamben, 2019).
Έτσι, ανάμεσα στον κυρίαρχο Λαό και το καταπιεσμένο Πλήθος, αναδύεται μια τρίτη δυνατότητα, ιστορικά παραγόμενη από τον δημογραφικό πόλεμο και τον μεταξύ τους ανταγωνισμό: για αυτό ο Ντελέζ μιλά, σε έργα του όπως το Τι είναι Φιλοσοφία και στον Κινηματογράφο, για τον «λαό που έρχεται» και τον «λαό που λείπει», δημιούργημα της τέχνης και της πολιτικής, έναν νομαδικό λαό που ο Ντελέζ αντιπαραθέτει στον προδεδομένο λαό, την Volksgemeinschaft του Μάρτιν Χάιντεγκερ (Deleuze & Guattari, 2004: 128-130). Φέρνοντας, μάλιστα, το παράδειγμα της παλαιστινιακής αντίστασης απέναντι στη σιωνιστική εποικιστική-αποικιακή Κατοχή (Deleuze, & Kamal, 1998, Deleuze & Murphy, 1998).
Λαός, Πλήθος, και ένας Νέος Λαός: Μια διαδικασία απελευθερωτικών αγώνων και δημιουργίας ενός νέου Εμείς, μέσα στο δημογραφικό και τον κοινωνικό πόλεμο, μια διαδικασία που έχει όμως βαθύτερους έμφυλους, ταξικούς, αντιαποικιακούς και κοινοτικούς προσδιορισμούς, από ό,τι αναγνωρίζουν οι Νέγκρι, Αγκάμπεν και Ντελέζ.
Όπως υποστηρίζει η Μπουτς Λι (Butch Lee), σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας υπήρξαν στη πραγματικότητα δύο κοινωνίες, δύο πολιτισμοί: η κυρίαρχη, ένοπλα οργανωμένη κοινωνία των ανδρών, και η σκιώδης κοινότητα των γυναικών και των παιδιών, ο κοινοβιακός πολιτισμός. Αυτή η δεύτερη κοινότητα δεν εμφανίζεται στην επίσημη Ιστορία· επιβιώνει, ενεργεί και αντιστέκεται στο σκοτάδι, κάτω από το βλέμμα της κυρίαρχης εξουσίας.
Ο δεύτερος αυτός, σκιώδης πολιτισμός, είναι παλιότερος από τον πατριαρχικό, ταξικό, ιμπεριαλιστικό πολιτισμό των κυρίαρχων: είναι η «πρωταρχική κοινωνία, ο πρώτος πολιτισμός της ανθρωπότητας». «Ο πατριαρχικός ιμπεριαλισμός είναι ο μόνος αποκαλούμενος πολιτισμός που χρησιμοποιούσε πάντοτε τη γενοκτονία ως το πρωταρχικό του καύσιμο, ως την πρωταρχική θεριστική του μηχανή. Δεν είναι δύσκολο να απλώσεις τα αγαθά στο τραπέζι και να καλέσεις τους φίλους σου για δείπνο, όταν έχεις κλέψει και όταν έχεις σκοτώσει τους παραγωγούς. Η επαναστατική κουλτούρα των γυναικών γενικά, όταν εγκαταλείψουμε αυτό το τραπέζι» (Lee, 2003: 16- 18).
Στα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος, λέει γράφει η Λι, βρίσκεται η Γενοκτονία, όπως φαίνεται στο Κυνήγι των Μαγισσών, στο Εμπόριο των Σκλάβων, στην απλήρωτη καπιταλιστική συσσώρευση και απαλλοτρίωση των περιθωριοποιημένων πληθυσμών (όπ.π: 21-22). Η Λι ανασύρει ιστορικά παραδείγματα για να καταδείξει αυτή τη δυνατότητα της απωθημένης κοινότητας απέναντι στην κυριαρχία της καπιταλιστικής αποικιακής-πατριαρχικής κοινωνίας, από τις αντιστάσεις και αναπαραγωγικές απεργίες των γυναικών Νάμα και Χερέρο απέναντι στη Γερμανική Αποικιοκρατία, και τις ένοπλες μυστικές οργανώσεις κινέζων γυναικών, όπως της Jiu Jin, που εκτελέστηκε από την κινεζική κυβέρνηση το 1907, μέχρι τον πόλεμο δεκάδων χιλιάδων γυναικών της κοινότητας Ίγκμπο ενάντια στη Βρετανική Αποικιοκρατία στη σημερινή ανατολική Νιγηρία το 1929.
Ο λόγος που χρειαζόμαστε μια «επιστήμη της πολεμικής στρατηγικής των γυναικών και των παιδιών», λέει η Λι, είναι ότι, παρά το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον υλικό πολιτισμό της κυριαρχίας και τον υλικό πολιτισμό της κοινότητας, οι αγώνες μας λαμβάνουν χώρα, «όχι σε ένα ουδέτερο περιβάλλον, αλλά μέσα στον πολιτισμό των μαζικών δολοφόνων» (όπ.π: 74). Ενώ η Λέσλι Φέινμπεργκ (Leslie Feinberg), στο δικό της έργο για μια τρανσφεμινιστική ανακατασκευή του ιστορικού υλισμού, συμπεραίνει τα εξής: «Κάθε φορά που οι άνθρωποι που έχουν φιμωθεί και εκδιωχθεί για χιλιετίες αρχίζουν να οργανώνονται και να εκφράζουν τα αιτήματά τους, άλλοι που έχουν πληγωθεί από την καταπίεση σηκώνουν το κεφάλι τους και μυρίζουν τον αέρα, νιώθοντας ενστικτωδώς ότι φυσάει ένας νέος άνεμος αλλαγής. Το κίνημα απελευθέρωσης των τρανς ατόμων εισάγει ακριβώς μια τέτοια αλλαγή.» (Feinberg, 1996: 121)
Ελληνικό Κράτος και δημογραφικός πόλεμος: Χθες και σήμερα
Ο ισχυρισμός του Ζόζεφ Μάσσαντ (Joseph Massad), πως ο ελληνικός πόλεμος της ανεξαρτησίας ήταν «ο πρώτος σύγχρονος ισλαμοφοβικός πόλεμος», σίγουρα δεν απέχει πολύ από τη πραγματικότητα.[5] Αν, απέναντι στο γράφημα της ομαλής δημογραφικής ακμής και παρακμής του κυρίαρχου Ελληνικού Λαού, φτιάχναμε ένα γράφημα του ποσοστού του μουσουλμανικού πλήθους σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό στον ελλαδικό χώρο, αυτό το γράφημα θα έμοιαζε περίπου με το εξής:[6]
Ενώ, ένα γράφημα του απόλυτου αριθμού του μουσουλμανικού πλήθους στον ελλαδικό χώρο, θα έμοιαζε κάπως έτσι:
Είναι φανερό πως ο κρατικός δημογραφικός πόλεμος απέναντι στους μουσουλμάνους/ες στον ελλαδικό χώρο, σε πλήρη αντίθεση με την αναπαράσταση της κυρίαρχης και ομαλής «δημογραφικής μετάβασης», είναι άγριος, αδυσώπητος και ακανόνιστος, και έχει τρεις μεγάλες ιστορικές καμπές: Την περίοδο 1821-1830 (ελληνική επανάσταση), την περίοδο 1881-1923 (Προσάρτηση Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Θράκης, Συνθήκη της Λωζάνης), και την περίοδο από το 1975 μέχρι σήμερα, με έναν δημογραφικό-φυλετικό πόλεμο όλο και υψηλότερης έντασης, όπως αποτυπώνεται και στην στρατηγική εξέλιξη της ελληνικής (αντι)-μεταναστευτικής πολιτικής των τελευταίων 25 χρόνων.
Από τη μια πλευρά, το ελλαδικό πλήθος δείχνει μια διαχρονική και επαναληπτική τάση αύξησης των μουσουλμανικών και άλλων μη χριστιανο-ορθόδοξων πληθυσμών στη δημογραφική σύνθεσή του. Και αυτό γιατί ο ελλαδικός χώρος ανήκει σε έναν ευρύτερο χώρο κίνησης, κυκλοφορίας και επικοινωνίας του ελληνικού με το βαλκανικό, το αραβικό, το μουσουλμανικό, το ευρύτερο μεσογειακό στοιχείο, σε μια μεμβρανώδη και ιστορικά κυμαινόμενη σχέση τριών ηπείρων.
Από την άλλη, το ελληνικό κράτος, επιχειρώντας να επιβάλλει μια κυρίαρχη ταυτότητα στον ελλαδικό χώρο, πραγματοποιεί επαναληπτικά έναν δημογραφικό πόλεμο απέναντι στην παραπάνω πληθυσμιακή τάση υβριδοποίησης του ελλαδικού πλήθους, με γενοκτονικές πράξεις (όπως στην Τριπολιτσά το 1821), πράξεις εκτοπισμού, εγκλεισμού, απαλλοτρίωσης και εθνοκάθαρσης (όπως με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923), για να κρατήσει το ποσοστό των μουσουλμάνων στον ελλαδικό πληθυσμό, σχηματικά μιλώντας, κάτω από το 10%.
Στη τρέχουσα ιστορική περίοδο, και στο φόντο της δημογραφικής παρακμής του κυρίαρχου ελληνικού λαού, τρία τουλάχιστον φυλετικοποιημένα και ανοδικά ποσοστά «μη Ελλήνων» φαίνεται να απασχολούν ιδιαίτερα το ελληνικό κράτος και τους ειδικούς του -πλάι στα ανοδικά ποσοστά μιας φεμινιστικής, κουίρ και τρανς ορατότητας που ταυτοποιείται επίσης, στις πιο ριζοσπαστικές της εκδοχές, ως «εθνική απειλή»: το ποσοστό των Ρομά, Ελλήνων και μη, το ποσοστό των μεταναστών/στριών, με ή χωρίς χαρτιά, και το ποσοστό των μουσουλμάνων, μεταναστών/στριών ή Ελλήνων, επί του γενικού ελλαδικού πληθυσμού. Σε απόλυτους αριθμούς, η Ελλάδα έχει σήμερα τον μεγαλύτερο αριθμό μουσουλμάνων στην ιστορία της, ενώ η αύξηση του ποσοστιαίου σχετικού βάρος των μουσουλμάνων στον ελλαδικό χώρο, αναμένεται να συνεχιστεί.
Με βάση λοιπόν την ιστορική εμπειρία, μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε πως το βαθύ ελληνορθόδοξο κράτος εξετάζει πιθανά εναλλακτικά σχέδια μιας νέας εθνοκάθαρσης στον ελλαδικό χώρο, αν όχι το ενδεχόμενο νέων γενοκτονικών πράξεων, όπως αποτυπώνεται καθαρά στη σφαγή, με δράστη το ελληνικό λιμενικό, πάνω από 700 μεταναστών/στριών εν μία νυκτί στη Πύλο μετά τα μετάνυχτα της 14ς Ιουνίου του 2023. Σχέδια όχι αντιπαραθετικά, αλλά βάναυσα συμπληρωματικά προς τα καπιταλιστικά σχέδια ανώτερης εργασιακής εκμετάλλευσης των πιο προσαρμόσιμων, ευγονικά επιλέξιμων και οικονομικά αφομοιώσιμων στον ελληνικό εθνικό κορμό, καθώς ο ελληνικός, ο ευρωπαϊκός και ο δυτικός καπιταλισμός εισέρχονται και επίσημα πλέον, στην πολεμική και φυλετική οικονομία που αντιστοιχεί στον παγκόσμιο πόλεμο.
Πώς όμως το ελληνικό κράτος επιχειρεί να χαράξει μια αποτελεσματική διάκριση ανάμεσα στο αφομοιώσιμο, το εκτοπίσιμο, και το εξοντώσιμο τμήμα του μουσουλμανικού, και ευρύτερα του μεταναστευτικού πληθυσμού; Για να το πετύχει αυτό, το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στην εθνοφυλετική, ρατσιστική προκατάληψή του. Και αυτό γιατί δεν μπορεί να γνωρίζει a priori το ποιοι και ποιες ακριβώς θα αποδειχθούν «ικανοί» για αφομοίωση, ενσωμάτωση, εργασία.
Οι μετανάστριες θα πρέπει λοιπόν να περάσουν από την υπολογισμένη και μεθοδικά επαναλαμβανόμενη δοκιμασία μιας ακολουθίας από crash tests επιλεξιμότητας, από τα σύνορα και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ελέγχου, μέχρι τις επιχειρήσεις σκούπα και την εργασία στην πόλη. Όσα άτομα επιβιώνουν σωματικά και ψυχικά και ανταποκρίνονται στις ελληνικές απαιτήσεις, έχουν μια πιθανότητα να επιλεγούν ως κομμάτι ενός πιο «συμπεριληπτικού» εθνικού κορμού, ενώ όλα τα υπόλοιπα σώματα στιγματίζονται και κρίνονται ποινικοποιήσιμα, φυλακίσιμα, απελάσιμα και εξοντώσιμα.
Έτσι λοιπόν, ο πόλεμος κατά της «ανεξέλεγκτης μετανάστευσης», όπως τον διακήρυσσε ο Λαυρέντζος το 2014, χρόνο με τον χρόνο κλιμακώνεται. Και είναι αλήθεια πως, από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2009 και τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ το 2015 μέχρι τη κυβέρνηση της ΝΔ το 2025, παρατηρούμε ακριβώς την ανοδική τροχιά κλιμάκωσης αυτού του πολέμου, που διαπερνά τα πιο διαφορετικά κυβερνώντα κόμματα και κυβερνητικά σχήματα. Ο ρατσιστικός πόλεμος της ΝΔ σήμερα, αποτελεί τον τελευταίο πολεμικό κόμβο στην ίδια ανοδική τροχιά, στην οποία εντάσσονται και οι εσωτερικοί μετασχηματισμοί του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και οι μεταβολές στις αντι-μεταναστευτικές πολιτικές της Γερμανίας και των ΗΠΑ.
Μόνο για το 2023, στον Ελλαδικό χώρο, περισσότερα από 70.000 φυλετικοποιημένα άτομα, αφού επέζησαν του ρατσιστικού πολέμου στα σύνορα, έζησαν υπό διαφορετικές μορφές αποικιακής-ρατσιστικής στρατοπέδευσης, εγκλεισμού και θεσμικού εκβιασμού, πέρα από τις ρατσιστικές διακρίσεις που διαπερνούν πολύ μεγαλύτερα κομμάτια του ελλαδικού πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων μεταναστών δεύτερης γενιάς και Ελλήνων Ρομά.[7]
Στις ποινικές γενικές φυλακές, το 60% από τους περίπου 11.500 κρατούμενους δεν έχουν ελληνική υπηκοότητα, ενώ ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων έγκλειστων είναι Ρομά. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, κατά τη διάρκεια της σιωνιστικής γενοκτονίας των Παλαιστίνιων, 623 άτομα από την Παλαιστίνη αντιμετωπίστηκαν από το Ελληνικό Κράτος με εντολές «απέλασης και επιστροφής» και 607 άτομα υποβλήθηκαν σε διοικητική κράτηση. Την ίδια περίοδο, 1.249 Παλαιστίνιοι/ες ζήτησαν άσυλο από το ελληνικό κράτος και 790 έγιναν δεκτοί, λίγοι περισσότεροι/ες μόνο από τον αριθμό των Παλαιστινίων που κρατούνταν.
Θα έπρεπε να γνωρίζουμε ήδη, ότι τα φυλακίσιμα, στρατοπεδεύσιμα και εκτοπίσιμα σώματα του φυλετικού καπιταλισμού σήμερα, είναι τα εξοντώσιμα σώματα αύριο. Κανένα «Ποτέ Ξανά» δεν μπορεί να σταθεί, λοιπόν, σήμερα, αν θεμελιώνεται σε μια επιλεκτική και θεσμοποιημένη μνήμη ιεράρχησης των θυμάτων του μακρινού παρελθόντος, εμποδίζοντάς μας να δούμε τους τρέχοντες μηχανισμούς καταπίεσης και θυματοποίησης του πρόσφατου παρόντος: τα σώματα των σημερινών και αυριανών εθνοκαθάρσεων και γενοκτονιών, έχουν ήδη μαρκαριστεί μέσα στα αποικιακά και ρατσιστικά σκόπευτρα του κοινωνικού πολέμου χαμηλής και μεσαίας έντασης που διεξάγεται ήδη και εδώ, καθημερινά.
Κάθε ρητορική «επίλυσης του δημογραφικού προβλήματος», αλλά και «διαχείρισης» και «ελέγχου» πληθυσμιακών ροών και δημογραφικών μεταβλητών, εξωραΐζει τη κυρίαρχη και ωμή πραγματικότητα. Η κρατική δημογραφική πολιτική δεν είναι απλά «έλεγχος» ή «διαχείριση» ροών και μεταβλητών: είναι ένας δημογραφικός πόλεμος, πόλεμος πατριαρχικός και ταξικός, πόλεμος εθνοκρατικός και ευγονικός, πόλεμος αποικιακός και φυλετικός. Η μετανάστευση, όπως και η γήρανση, δεν αποτελούν «πρόβλημα» παρά μόνο στο πλαίσιο των ηλικιακών, έμφυλων, μισαναπηρικών, και εθνοφυλετικών ιεραρχιών που αξιοποιεί ο καπιταλισμός, καθώς πολεμά, εκμεταλλεύεται και κερδοφορεί πάνω τα σώματα και τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις.
Σε πλήρη αντίθεση με τις κεντροαριστερές και δεξιές «δημογραφικές» αφηγήσεις, μπορούμε να αντιπαρατάξουμε μια άλλη αξιακή στράτευση, άρα και μια διαφορετική εκτίμηση της κυρίαρχης κατάστασης. Οι ζωές των μεταναστών/στριών έχουν αυταξία. Η ηθική και πολιτική νομιμοποίησή τους δεν πρέπει να εξαρτάται από δημογραφικούς-οικονομικούς υπολογισμούς. Και η γραμμή του ελληνικού κράτους δεν είναι πόλεμος ή ενσωμάτωση, είναι πόλεμος και ενσωμάτωση, δηλαδή πρώτα πολεμική και φυλετική καταστολή της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης, και ύστερα εργασιακή και εθνική εκμετάλλευση της ελέγξιμης. Όχι, οι μετανάστες/στριες δεν πρέπει να λύσουν κανένα πρόβλημα των Ελλήνων, δημογραφικό, οικονομικό ή εθνικό. Έχουν πρώτα από όλα να λύσουν τα προβλήματα της δικής τους ζωής, απέναντι σε ένα ελληνικό και ευρωπαϊκό καθεστώς ατέλειωτης εξόντωσης, εξουθένωσης και υπερεκμετάλλευσης. Αν αναζητά κανείς ρεαλισμό στις απόψεις του για τη μετανάστευση, μπορεί να πει κάτι πολύ διαφορετικό, όπως για παράδειγμα το εξής:
Η εθνο-δημογραφική κρίση του ελληνικού φυλετικού καπιταλισμού, ανοίγει ρεαλιστικά ένα παράθυρο ευκαιρίας ώστε να αποκτήσουν οι αγώνες των μεταναστών/στριών και οι πολυεθνικοί αγώνες των καταπιεσμένων, που είναι ως τέτοιοι σωστοί, ηθικοί και δίκαιοι, μεγαλύτερη υλική και διαπραγματευτική ισχύ, απέναντι στο κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας στον ελλαδικό και ευρωπαϊκό χώρο.
Επίλογος
Αν το Ελληνικό Κράτος αντιμετωπίζει τα τελευταία δέκα χρόνια ένα μεταναστευτικό ρεύμα που έχει ιστορικά πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά, σε ποιά άραγε θεσμική μνήμη θα μπορούσε να ανατρέξει για την αντιμετώπισή του; Αν η πλειονότητα των νέων μεταναστών/στριών στην Ελλάδα είναι μουσουλμάνοι/ες, τότε ως θεσμικό προηγούμενο εμφανίζεται η κρατική διαχείριση των μουσουλμανικών πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο. Και αν το πρότυπο είναι η συνεργασία Ελλάδας – Ισραήλ απέναντι σε μουσουλμανικούς πληθυσμούς, τότε η «πληθυσμιακή στρατηγική» θα είναι ένας χριστιανο-σιωνιστικός κρατικός δημογραφικός πόλεμος απέναντι στους μουσουλμανικούς και άλλους μεταναστευτικούς πληθυσμούς.
Υπό αυτή την προοπτική, η σχετικά άγνωστη ιστορία της συνεργασίας του ελληνικού, του σερβικού και του σιωνιστικού κράτους (επί της ηγεσίας του δήθεν «ειρηνοποιού» Γιτζάκ Ράμπιν) στον γενοκτονικό πόλεμο κατά των Βόσνιων μουσουλμάνων με επίκεντρο τη Σρεμπρένιτσα την περίοδο 1991-1995, φωτίζεται έτσι με έναν νέο τρόπο.[8] Ο παγκόσμιος «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», μια παγκόσμια αντι-εξέγερση που διακηρύχθηκε από το κράτος των ΗΠΑ μετά τα χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 απέναντι στην «ισλαμική εξέγερση» (Anonymοus [Michael Scheuer], 2004, Kilcullen, 2010), είχε δοκιμαστεί ήδη στα πεδία των μαχών, στα Βαλκάνια και στην Παλαιστίνη, πολύ νωρίτερα: ένας αντιμουσουλμανικός πόλεμος ενάντια στους πιο φτωχοποιημένους πληθυσμούς, με δράστες το ελληνικό, το σιωνιστικό κράτος, το σερβικό κράτος. Ένας πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, που προετοίμασε το έδαφος της κλιμάκωσης σε έναν γενοκτονικό πόλεμο, όπως είδαμε μετά την 7η Οκτωβρίου στην περιοχή της ιστορικής Παλαιστίνης, και ειδικά στη Γάζα.
Όπως σημειώνει o Ζόζεφ Μάσσαντ (Joseph Massad), «η ισραηλινή γενοκτονία στη Γάζα είναι ένας δημογραφικός πόλεμος. Πίσω από τη μαζική δολοφονία και εκτόπιση των Παλαιστίνιων βρίσκεται μια στρατηγική επιταγή: η ανάκαμψη της εβραϊκής δημογραφικής κυριαρχίας κατά μήκος όλης της επικράτειας που βρίσκεται υπό ισραηλινή αποικιακή κατοχή». Από το 2000, το ισραηλινό κατεστημένο των κρατικών αξιωματούχων, στρατιωτικών, δημογράφων, κοινωνιολόγων κ.α, έκρινε πως χρειάζεται πλέον μια δραστική ισραηλινή πολιτική ενάντια στη δημογραφική τάση ανατροπής της σιωνιστικής κυριαρχίας στην ιστορική Παλαιστίνη. Άλλωστε, από την αρχή του σιωνιστικού εποικισμού και την εθνοκάθαρση του 1948 μέχρι τη γενοκτονία του 2023-2025, στρατηγικός σκοπός ήταν πάντοτε η «λύση του παλαιστινιακού ζητήματος», με θανάτωση ή εκτοπισμό (Massad, 2025, Israel’s genocide in Gaza is a war on demographics | Middle East Eye).
Όπως αφηγείται ο Τάσος Κωστόπουλος (Κωστόπουλος, 2008: 131, 132), σύμφωνα με μια απόρρητη ελληνική απογραφή του 1921, και παρά τις περί αποκλειστικής ελληνικότητας εντυπώσεις ή διακηρύξεις, η πόλη Αξάρι (Ακ Χισάρ) κατοικούνταν από 5.079 Έλληνες, 8.196 Τούρκους, 489 Αρμένιους και 403 Εβραίους. Κατά την επιστροφή του διαλυμένου εκστρατευτικού σώματος του ελληνικού στρατού, οι ελληνικές αρχές έδωσαν εντολή οι στρατιώτες να το κάψουν, όπως και πολλά ακόμα χωριά, καθώς οπισθοχωρούσαν προς τα παράλια της Μικράς Ασίας. Τελικά, όπως προκύπτει από τις διαθέσιμες μαρτυρίες, η πόλη σώθηκε μόνο χάρη στη συνεννόηση των ντόπιων προκρίτων, Ελλήνων, Αρμενίων, Τούρκων, χριστιανών και μουσουλμάνων, για αμοιβαία προστασία των κοινοτήτων τους. Αυτή η συνεννόηση μπορεί να έσωσε την πόλη, δεν απέτρεψε όμως αργότερα τη σφαγή των κατοίκων της από τους κεμαλικούς, κλείνοντας έναν κύκλο βίας που άρχισε με την ελληνική μικρασιατική καταστροφή, και ολοκληρώθηκε με την καταστροφή των πολυεθνικών κοινοτήτων αλληλεγγύης στην περιοχή.
Σήμερα, ένας κρατικά οργανωμένος δήθεν «πόλεμος των πολιτισμών», καταβάλλει μια τρομαχτικά αιματηρή προσπάθεια να αποτρέψει την επανάληψη-με-διαφορά της Απωθημένης Κοινότητας.[9] Τον αγώνα ενάντια στις εξώσεις και την εργοδοτική τρομοκρατία σε βάρος μεταναστριών και ντόπιων, τον αγώνα των ανθρώπων της Παλαιστίνης, του Σουδάν και του Κονγκό στον ελλαδικό χώρο που ακολούθησαν την 7η Οκτώβρη.[10] Πράγματα που συμβαίνουν ήδη, αρκεί να θέλει κανείς να τα δει και να συνδεθεί μαζί τους.
Αυτό που συμβαίνει ήδη είναι, τελικά, μια πραγματικά «Σιωπηρή Άλωση», η πιο τέλεια υλιστική αντιστροφή αυτής που τρέμει το Ελληνικό Κράτος, και περί της οποίας δεν παύει να τερατολογεί το επιστημονικό του προσωπικό. Είναι η πραγματική κίνηση του παγκόσμιου παρόντος, είναι η κίνηση της απωθημένης κοινότητας που καλείται να πολεμήσει απέναντι στο εχθρικό καθεστώς για να φέρει τον εαυτό της στην ύπαρξή της. Στην Ελλάδα. Στην Παλαιστίνη. Στον κόσμο όλο.
Το κείμενο του Γιάννη Ευσταθίου επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις