Κριτική Τεύχος #07

Ο λαθρέμπορος και ο επαναστάτης: δίκαιο, εκνομίες και κριτική στάση

John Perivolaris, CCTV, Palace of Justice, Bilbao, Spain, 28 October 2007

Η σύγκρουση με το νόμο ως έμπρακτη κριτική του δικαίου και το συναίσθημα ενοχής
Μανόλης Λαμπρίδης
Έρασμος, 2003 | 70 σελ.

Το κείμενο είναι επεξεργασμένη εκδοχή της παρουσίασης του δοκιμίου του Μανόλη Λαμπρίδη «Η σύγκρουση με το νόμο ως έμπρακτη κριτική του δικαίου και το συναίσθημα ενοχής», στα πλαίσια της διημερίδας που διοργανώθηκε από τους «φίλους του περιοδικού Σημειώσεις» («Το περιοδικό “Σημειώσεις”: Άνθρωποι, πολιτικές, θεωρίες», 27-28.10.2017). Η παρουσίαση έγινε από κοινού με τον Μπάμπη Κουρουνδή.[1]. Στο κείμενο επιχειρείται μια αναδρομή στα σημαντικότερα σημεία του δοκιμίου, με σκοπό να αναδειχθεί η σημασία του για μια ριζοσπαστική κατανόηση του Δικαίου, και καταλήγει σε μια διαφορετική ανάγνωση της σημασίας της έρευνας για την εκνομία και τη συμμόρφωση με το νόμο.


Ι. Το Δίκαιο είναι άδικο

Το δοκίμιο του Μανόλη Λαμπρίδη Η σύγκρουση με το νόμο ως έμπρακτη κριτική του δικαίου και το συναίσθημα ενοχής επιχειρεί μια κριτική του Δικαίου, μέσα από σκέψεις για το κατά πόσο η παραβίασή του συνιστά έμπρακτη αμφισβήτησή του, ή εγγράφεται στο λόγο που το ίδιο το κράτος επιδιώκει με τη θέσπισή του. Κεντρική ιδέα του η παραδοχή ότι ο επαναστάτης ανατρέπει ή επιδιώκει να ανατρέψει μια άδικη τάξη πραγμάτων, για την οικοδόμηση ενός άλλου κόσμου, που θα βασίζεται σε ιδέες και πρακτικές ολωσδιόλου αντίθετες από τις υπάρχουσες, ενώ η παραβατική πράξη που δεν εμφορείται από προθέσεις κριτικής και ανατροπής του συστήματος δεν μπορεί να θεωρηθεί κριτική του Δικαίου και του καπιταλισμού.

Και ενώ η παραπάνω σκέψη, ίσως, έχει περάσει από όλους-ες μας, άρα θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν είναι «πια πρωτότυπη» ή ότι εν πάση περιπτώσει δεν είναι πια κάτι που εκπλήσσει (τουλάχιστον, σήμερα- γιατί, ας μην ξεχνάμε, το κείμενο γράφτηκε το 1975, στον απόηχο της επταετούς δικτατορίας), εντούτοις η μεθοδικότητα της σκέψης του Λαμπρίδη, και η ελευθεριακότητά του, αν μπορώ να το πω έτσι (η κριτική του στο Κόμμα, στην ΕΣΣΔ και τις εξουσιαστικές της πρακτικές) καθιστά την ανάγνωση του κειμένου χρήσιμη και αναγκαία.

Έτσι, για τον συγγραφέα «το Δίκαιο είναι άδικο. Η “νομιμότητα” είναι υποταγή στην εκμετάλλευση, παραδοχή της αδικίας. Η μη συμμόρφωση προς το Δίκαιο της κυρίαρχης τάξης είναι η αντίδραση στην αδικία. Η “παρανομία”, η κατάλυση του Δικαίου είναι καταστροφή των δομών της εκμεταλλευτικής ταξικής κοινωνίας» (σελ. 20)· αντίθετα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται τόσο στο δοκίμιο, όσο και στη συζήτηση που εν είδει επιμέτρου ακολουθεί, μεταξύ του Αφεντόπουλου (ψευδώνυμο του Μαρκίδη), του Λαυραντώνη και του Μυλωνά, «ο λαθρέμπορος δεν εννοεί έναν κόσμο λαθρεμπόρων» (σελ. 21, 63), καθώς η συντήρηση του συστήματος, το οποίο αυτός εκμεταλλεύεται με τις εκτός νόμου πρακτικές του, είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη διατήρηση της θέσης του. Επομένως, η παραβίαση του Δικαίου, για να συνιστά έμπρακτη κριτική του, οφείλει να εκπορεύεται από μια συνειδητοποίηση του ρόλου του για τη συντήρηση του καπιταλισμού, ενώ οι απλές παραβατικές πράξεις δεν είναι απόρροια αμφισβήτησης του καθεστώτος. Κι όμως, στο τέλος του δοκιμίου, o Λαμπρίδης αναγνωρίζει πως η ακαθόριστη λαϊκή εχθρότητα προς το νόμο, η ικανοποίηση του κοινού όταν κάποιος εγκληματίας γλιτώνει από την αστυνομία, αποτελεί μια, έστω εκπορευόμενη από «παράλογους και ενστικτώδεις δρόμους», κριτική του Δικαίου (σελ. 40).

Κατά βάση, όμως, για το Λαμπρίδη, «αυτό που διακρίνει το επαναστατικό κίνημα [από το οργανωμένο έγκλημα]… [είναι η πρόθεση για] εκ βάθρων ανακατασκευή της κοινωνίας… πάνω σε νέες βάσεις και καινούριες αρχές αντίθετες από αυτές που χαρακτηρίζονται από την αλλοτρίωση της ανθρώπινης προσωπικότητας…» (σελ. 22). Δηλαδή, η παράβαση του Δικαίου, δεν σημασιοδοτείται «άνευ ετέρου» ως κριτική του συστήματος που το Δίκαιο στηρίζει και κατ’ αυτόν καθορίζει. Βέβαια, είναι αναγκαία μια διάκριση (ακόμη και μέσα στο πεδίο των πράξεων που -καίτοι παραβιάσεις του νόμου- δεν συνιστούν έμπρακτη κριτική του): η κλοπή από έναν φτωχό σημαίνει πως το σύστημα είναι άδικο, καθώς αποτυγχάνει στην επίτευξη της κοινής ευημερίας, κατά συνέπεια η πράξη του θα μπορούσε να ιδωθεί ως κριτική απέναντι στην ιδιοκτησία· δεν ισχύει όμως το ίδιο στην περίπτωση της «πλούσιας κλεπτομανούς κυρίας», για την οποία το σύστημα της ιδιοκτησίας έχει λειτουργήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και η οποία κατά συνέπεια δρα με πλεονασμό, δίχως κριτική απέναντι στους κανόνες που είναι -σε τελική ανάλυση- σε όφελος της τάξης της (σελ. 18).

ΙΙ. Η μη ενοχή του επαναστάτη

Εδώ είναι που εισβάλλει στην επιχειρηματολογία του συγγραφέα η ψυχανάλυση και η επιστράτευση του ρόλου του «βαθμού συμμετοχής», όπως ο ίδιος λέει, του Εγώ (σελ. 18), αλλά και του είδους των αξιών που υπερασπίζεται ο δράστης μέσω της πράξης του. Είναι η ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης, που περνά και μέσα από την έμπρακτη αμφισβήτηση του Δικαίου, ή πρόκειται περί της «…ηθικής και πνευματικής αθλιότητας [της αστικής τάξης, της οποίας η ζωή] θεμελιώνεται στην εκμετάλλευση άλλων ανθρώπων, στην απαλλοτρίωση της ύπαρξής τους…» (σελ. 38);

Στο σημείο αυτό, ο Λαμπρίδης διερωτάται μήπως και ο επαναστάτης έχει άλλες, μύχιες σκέψεις, και άλλα κίνητρα, πέραν της ανατροπής του υπάρχοντος κόσμου και της δόμησης ενός άλλου, δικαιότερου· αξίζει να σημειωθεί ότι στο έργο ασκείται κριτική στις ψυχαναλυτικές ερμηνείες για την λεγόμενη ψυχοπαθολογία του επαναστάτη, και στο πώς η θεωρία του Φρόιντ υποβιβάζεται σε χυδαία ιδεολογία στην υπηρεσία του καθεστώτος. Το δοκίμιο είναι μια ενδιαφέρουσα και γόνιμη συνύπαρξη του μαρξισμού και της ψυχανάλυσης, όχι όμως με την έννοια της Σχολής της Φρανκφούρτης (όχι δηλαδή σαν ελληνική εκδοχή του φροϋδομαρξισμού), καθώς η σκέψη του Λαμπρίδη χρησιμοποιώντας τα εργαλεία που προσέφερε ο Φρόιντ, όπως αυτά ήταν εργαλεία ελάχιστης ως τότε αξιοποίησης από την αριστερά στην Ελλάδα, μας δείχνει ότι είναι αναγκαία η προσφυγή σε στοχασμούς που δεν έχουν άμεση σχέση με τον ιστορικό υλισμό.

Αναρωτιέται ο συγγραφέας, λοιπόν, μήπως τελικά η στόχευση του επαναστάτη εκπορεύεται από «έφεση για ταύτιση, ενσωμάτωση, ολοκλήρωση, προβολή και ανάδειξη, μέσα σε αυτήν την κοινωνία που μας ποδοπατεί…» (σελ. 23), κατηγορία που αποδίδεται ως αναπαραγωγή του οιδιπόδειου συμπλέγματος, με τον επαναστάτη να θέλει να σκοτώσει τον πατέρα του· σύμφωνα με την αστική αντίληψη, το να εξεγείρεσαι είναι παραφροσύνη, ασθένεια, κοινωνική δυσπροσαρμοστικότητα, ψυχοπαθολογία (σελ. 24 επ.). Τους προβληματισμούς αυτούς τους αναπτύσσει με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τρόπο στο Παράρτημα, στο σχολιασμό του για το Μπαλκόνι του Ζαν Ζενέ, κείμενο που, σημειωτέον, γράφτηκε το 1962, δηλαδή πριν τη δικτατορία και πριν τη συγγραφή του κυρίως δοκιμίου της έκδοσης, κάτι που σημαίνει ότι αυτοί οι προβληματισμοί βρίσκονταν στο μυαλό του Λαμπρίδη για πολλά χρόνια. Άλλωστε, αποτελούν βασική προβληματική όλης της αριστεράς, προβληματική για την οποία οι απαντήσεις δεν βρίσκονται κάπου έτοιμες, αλλά προκύπτουν από το μεταβαλλόμενο πεδίο των σχέσεων εξουσίας και τη δυνατότητα κριτικής αξιοποίησής τους.[2]

Ο Λαμπρίδης απαντά εδώ, με σαφήνεια που δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τη θέση του σχετικά με την ελάχιστη σημασία που παίζουν τα ασυνείδητα κίνητρα στην αξιολόγηση μιας πράξης ως έμπρακτης κριτικής του Δικαίου και του καπιταλισμού, ως επαναστατικής πράξης: ο ένοχος εγκλημάτων κατά της καθεστηκυίας τάξης φέρει «την υψηλότερη ηθική  συνείδηση που μπορεί να φανταστεί κανείς, και πραγματώνουν την κατ’ εξοχήν ηθική Πράξη» (σελ. 21). Αυτό προκύπτει από το ότι «… τα συνειδητά κίνητρα για την υπέρβαση της κατεστημένης καταπιεστικής μορφής πολιτισμού… είναι και τα πραγματικά κίνητρα. Τα συνειδητά κίνητρα δεν αφίστανται των ασυνείδητων κινήτρων… είναι τα πραγματικά και επαρκή κίνητρα της επαναστατικής πράξης. Ο ηθικός χαρακτήρας της επαναστατικής στάσης είναι καθαρός και διαφανής» (σελ. 27).

Έτσι, και το συναίσθημα ενοχής είναι άγνωστο για τον επαναστάτη, καθώς η ενοχή προϋποθέτει μια συμμόρφωση με το νόμο ως εσωτερίκευση του έξωθεν και άνωθεν τεθειμένου δέοντος, με την παράβαση του νόμου εδώ να είναι είτε μια εξαίρεση, είτε μια παρέκκλιση από τις επιταγές του Υπερεγώ.

ΙΙΙ. Δίκαιο, κράτος, εκνομίες και αντιστάσεις

Η σκέψη λοιπόν του Λαμπρίδη, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στο κείμενο, ταυτίζει τελικά το κράτος με το Δίκαιο και το τελευταίο με τον καπιταλισμό. Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Το σύγχρονο Κράτος είναι η οργάνωση που πήρε η αστική κοινωνία για να προφυλάξει με ασφάλεια τους όρους της καπιταλιστικής μορφής παραγωγής κατά των προσβολών των εργατών βασικά -αλλά και των ίδιων των μεμονωμένων καπιταλιστών. Και το Δίκαιο, το σύνολο των κανόνων συμπεριφοράς, που το κράτος εξουσιαστικά επιτάσσει, είναι η νομική και επίσημη έκφραση της εκμετάλλευσης, της κυριαρχίας μιας τάξης πάνω στα λαϊκά στρώματα του πληθυσμού. Το Κράτος… εξασφαλίζει τους όρους εκείνους που χρειάζονται για να λειτουργήσει η κοινωνική μηχανή σύμφωνα με τους σκοπούς της κυρίαρχης καπιταλιστικής τάξης» (σελ. 33).

Ο Πασουκάνις θα διαφωνούσε ως προς την ταύτιση της εξουσίας με το κράτος και του κράτους με το Δίκαιο: με τα δικά του λόγια «η ταξική κυριαρχία… είναι πολύ πιο πλατιά από το χώρο που μπορούμε να αποκαλέσουμε επίσημη κυριαρχία της κρατικής εξουσίας… [καθώς η νομική αντίληψη είναι] μια μονόπλευρη αντίληψη της οποίας οι αφαιρέσεις εκφράζουν μόνο μία από τις όψεις του πραγματικού υποκειμένου, δηλαδή της κοινωνίας της εμπορευματικής παραγωγής»·[3] «ξέρουμε πολύ καλά ότι το δίκαιο δεν περιγράφει την εξουσία».[4]

Σύμφωνα με μια άλλη αντίληψη, ελάχιστα προγενέστερη του δοκιμίου, αλλά προσφάτως προσβάσιμη στο ελληνικό κοινό, και με την οποία, εικάζω, ο Λαμπρίδης δεν θα διαφωνούσε, η άσκηση της λαϊκής εκνομίας «δεν είναι μια στάση που λαμβάνεται άπαξ και διαπαντός». Ο Φουκώ στις διαλέξεις του για την «Τιμωρητική Κοινωνία» (1972-73) μας μιλάει για την στρατηγική της κριτικής υποστήριξης του νόμου, φέρνοντας ως παράδειγμα την επανενεργοποίηση από τα λαϊκά στρώματα νόμων ενάντια στην απορρύθμιση της αγοράς σιτηρών, ως «… μέρος του παιχνιδιού εκνομίας που διεξάγουν στο πλαίσιο των συμμαχιών και των συγκρούσεών τους με τις άλλες τάξεις».[5] Και ο Λαμπρίδης κάνει λόγο για την υπεράσπιση του Δικαίου από την πλευρά των αδυνάτων, όταν το τελευταίο (αφού έχει ιδεολογικό χαρακτήρα, που λειτουργεί για την συγκάλυψη του ταξικού του ρόλου) παραβιάζεται από τους κυρίαρχους, στις περιόδους που αποβαίνει ενάντια στα συμφέροντά τους, κάτι που- σε αντίθεση, θα μπορούσε να πει καμία, με την κεντρική ιδέα του βιβλίου, και με σκωπτική διάθεση από το συγγραφέα- παρουσιάζεται ως η από τη δική τους μεριά παράβαση του Δικαίου, και για την επιβίωση αυτών και των συμφερόντων τους (σελ. 37).

Μήπως τελικά δεν είναι έτσι τα πράγματα, μήπως φταίει το ερώτημα (δηλαδή το κατά πόσο η σύγκρουση με το νόμο συνιστά έμπρακτη κριτική του δικαίου), ή μήπως θα τολμούσαμε να πούμε πως, έτσι τεθειμένο, είναι ξεπερασμένο; Μια θέαση της εξουσίας που εστιάζει μόνο στις αρνητικές πλευρές της, στην καταστολή, στην άρνηση, δεν μας επιτρέπει να ανιχνεύσουμε παρά τις προφανείς εκφάνσεις της, μας εγκλωβίζει σε μια θεώρηση της εξουσίας ως ταυτισμένης με το κράτος (ή άμεσα εξαρτημένης από αυτό).

Σύμφωνα με τη φουκωική αναλυτική των σχέσεων δύναμης, η εξουσία δεν εκφράζεται μέσα από το σχήμα «εντολή- υπακοή», δεν λέει απλά «όχι», ενώ δεν έχει σχέδιο ούτε είναι σχέδιο, αλλά ενεργεί ως ικανότητα διαχείρισης σωμάτων και πληθυσμών και παραγωγής υλικών αποτελεσμάτων, ούσα «δράση επί δράσεων»·[6] συνεπώς, πρέπει να την αναλύουμε όχι «κάτω από την αρνητική και άσαρκη μορφή του απαγορευμένου»[7] υποβιβάζοντας τους μηχανισμούς της «αποκλειστικά στη διαδικασία του νόμου και της απαγόρευσης», καθώς «… η απαγόρευση, η απόρριψη, η άρνηση δεν είναι ουσιαστικές μορφές της εξουσίας, αλλά τα όριά της, οι τραχιές ή ακραίες μορφές της».[8] Έτσι, θα πρέπει μάλλον να δούμε την εξουσία ως ένα σύνολο στρατηγικών, που λειτουργεί με συγκεκριμένες τακτικές, τεχνικές και λειτουργίες, όχι ως στάσιμη κατάσταση, αλλά ως αδιάκοπη μάχη.

Έτσι, αυτό που ίσως αξίζει να αποκομίσουμε από το εξαιρετικό δοκίμιο του Λαμπρίδη,  είναι η ανάγκη όχι για μια «εκπαραθύρωση» της μαρξιστικής κριτικής του Δικαίου, αλλά για μια τρόπον τινά οριοθέτηση της αναλυτικής της ισχύος· είναι αναγκαία, δηλαδή, μια ανακατεύθυνση της έρευνάς μας προς την αξιολόγηση της πολλαπλότητας των πηγών, των πομπών και δεκτών του εξουσιαστικού φαινομένου- του μη, όπως είπαμε, ταυτιζόμενου με το Δίκαιο· μια στρατηγική μεθοδολογικά γενεαλογικοποίηση των παροντικών εκφάνσεων των σχέσεων εξουσίας, που αναπόφευκτα συνδέονται, χωρίς να ταυτίζονται, με το δικαιικό φαινόμενο.

Ενδεχομένως κάθε παράβαση του δικαίου, τουλάχιστον οι εκ προθέσεως και με γνώση της απαγόρευσης παραβάσεις, να αποτελεί έμπρακτη, συνειδητή ή ασυνείδητη, κριτική του Δικαίου (κάτι που φαίνεται ως τάση και μέσα στο δοκίμιο) -ακόμα και αυτές των ισχυρών: οι μίζες και οι υπεξαιρέσεις του Τσοχατζόπουλου, αλλά και η καταστρατήγηση των νόμων για την προστασία του περιβάλλοντος, είναι και αυτές έμπρακτες αμφισβητήσεις των κανόνων που θέτουν όρια στην εξουσία των ανώτερων τάξεων, στη δυνατότητα μεγιστοποίησης του πλουτισμού τους χωρίς έξωθεν τεθειμένα όρια. Ίσως, δηλαδή, το σημαντικό να μην είναι η παράβαση του Δικαίου καθεαυτή, αλλά το πρόσημο, με την κριτική, ταξική έννοια, της εκάστοτε πράξης· και το ζήτημα εάν αυτή αποτελεί παράβαση ή όχι του νόμου, ή και υπεράσπιση αυτού, όταν το επιλέγουν οι καταπιεζόμενοι-ες στη διαρκή μάχη απέναντι στους εκμεταλλευτές τους, στις περιόδους που οι τελευταίοι αντλούν όφελος από την καταστρατήγηση του Δικαίου, να αποτελεί απλώς ένα στοιχείο της εκδήλωσης των σχέσεων εξουσίας και ταυτόχρονα σημάδι της στρατηγικής εκδίπλωσης των αντιστάσεων και των πρακτικών ελευθερίας.

Στην κατεύθυνση αυτή, ο προβληματισμός του Λαμπρίδη αξίζει να διαβαστεί, και αξίζει να εμβαθύνουμε στη σκέψη του, στο δρόμο για την αναζήτηση και τον προβληματισμό περί του δικαίου, της αμφισβήτησής του, και της πορείας για το μετασχηματισμό των σχέσεων εξουσίας.

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Δημήτρης Κόρος

Ο Δημήτρης Κόρος είναι δικηγόρος, μέλος του συνεργατικού γραφείου «Συνεργάτες Δικηγόροι» και μέλος της Νομικής Υπηρεσίας του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, όπου ασχολείται κυρίως με ζητήματα διοικητικής κράτησης. Το 2016 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Συστήματα και μηχανισμοί πειθαρχίας στις ελληνικές φυλακές: Ζητήματα και προοπτικές» στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό και σε ερευνητικά προγράμματα σχετικά με τη φυλακή και τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Επιμελήθηκε (μετάφραση και επίμετρο) την έκδοση M. Foucault «Φυλακή/Κυβερνολογική. Δύο κείμενα» που εκδόθηκε το 2017 από τις συνεργατικές εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες

Σχόλια

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

  • Ενδιαφέρον το σχόλιο και το σκεπτικό στις προεκτάσεις του. Η παραβίαση δηλαδή μιας νομικής διάταξης είναι δικαιολογημένη εξωνομικά αναλόγως της ποιότητας ενός υποκειμενικού στοιχείου (πρόθεσης, σχεδίου ή άλλης τέτοιας φύσης δικαιολόγησης). Αντιστρέφοντας όμως το σκεπτικό, ανακύπτει το θέμα του κύκλου των επιτρεπτών πράξεων για έναν “επαναστάτη” (αφήνω κατά μέρος την δυσκολία ορισμού του κύκλου προσώπων που φέρουν την ιδιότητα). Είναι οι παραβιάσεις οποιωνδήποτε νόμων επιτρεπτές; Αν όχι, πώς προσδιορίζεται ποιες είναι και ποιες όχι; Μια ιδέα είναι να προσδιοριστούν και αυτές (όπως και η άρση του άδικου χαρακτήρα τους) από την ίδια υποκειμενική παράμετρο. Δηλαδή το “μέγεθος της αδικίας” στην οποία αποτελεί αντίδραση η πράξη ή το “επαναστατικό σχέδιο” εντός του οποίου εντάσσεται η παραβίαση προσδιορίζουν κάθε φορά (αφήνω κατά μέρος την ανακύπτουσα ανασφάλεια και συγκυριακότητα) το επιτρεπτό ή μη της συγκεκριμένης πράξης για τον επαναστάτη. Πρακτικά μιλάμε είτε για εντελώς προσωπικές αντιλήψεις ατόμων είτε για τα σχέδια ενός συλλογικού υποκειμένου. Τα δύο αυτά καλούνται να υπερακοντίσουν τα προσβαλλόμενα έννομα αγαθά στα οποία έχει υπάρξει μια κάποια διυποκειμενική συμφωνία, έστω και ατελής ταξική κλπ.
    Γενικώς μιλάμε με όρους αναστοχασμού, δηλαδή έχουμε μια πράξη που έγινε και μετά σαν καλά εποπτικά υποκείμενα την κρίνουμε. Διαφεύγει τελείως η φύση του νόμου ως προσδιορισμού της ελευθερίας για το μέλλον και η εντεύθεν ανάγκη περιορισμού του υποκειμενικού παράγοντα στον καθορισμό των εννόμων συνεπειών αλλά και εξωνομικών κρίσεων. Ο υποκειμενικός παράγοντας πρέπει να καθορίζεται από τον νόμο και δεν κείται πέραν αυτού. Οι άνθρωποι δηλαδή καλούνται εν γένει να διαμορφώσουν αξίες και συμπεριφορές με βάση τους νόμους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στην δικαστική ή ηθική κρίση δεν παίζει ρόλο και ο υποκειμενικός παράγοντας, όχι όμως πάντοτε στο άδικο.
    Περαιτέρω συνέπεια είναι ότι στην αταξική κοινωνία προφανώς οι άνθρωποι θα έχουν συνενωθεί σ’ ένα ενιαίο συλλογικό-ιδιαίτερο υποκείμενο, οπότε αυτές οι παράμετροι (διάσταση υπάρχοντος υποκειμενικού και διαμορφούμενου από τον νόμο, διάσταση υποκειμενικού και επιτρεπτού ηθικά και νομικά και πάνω απ’ όλα διάσταση υποκειμενικών προθέσεων μεταξύ των ατόμων, των εθνώ κλπ) θα έχουν εκλείψει. Σαν ένα hive-mind που βέβαια μάλλον θα το ελέγχουν κάποιοι λίγοι και απλά οι άλλοι δε θα χουν άλλο χώρο παρά αυτόν της συμμόρφωσης.

    • Σας ευχαριστώ για το σχόλιό σας και με συγχωρείτε για την καθυστερημένη απάντηση, αλλά δεν μου το επέτρεψαν μέχρις στιγμής οι υποχρεώσεις μου. Η αλήθεια είναι πως οι προβληματισμοί σας είναι πολύ ενδιαφέροντες, ωστόσο, το σχόλιό μου είχε να κάνει πιο πολύ με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της πράξης που παραβιάζει το δίκαιο, και αν αυτά προσδίδουν σε αυτή τον χαρακτηρισμό ως επαναστατικής πράξης, και όχι το αν αυτό καθιστά την πράξη καθεαυτό δικαιολογήσιμη. Δηλαδή, κατά την άποψή μου, μπορεί μια πράξη να είναι επαναστατική, τούτο όμως δεν την καθιστά εκ προοιμίου ορθή, κάτι που βέβαια εξαρτάται και από τα κριτήρια που θέτει κανείς-καμία για αυτό. Το δοκίμιο- που σας καλώ να το διαβάσετε, αν δεν το έχετε ήδη κάνει, διότι είναι πολύ ενδιαφέρον- εξετάζει κατά πόσο η παράβαση του δικαίου συνιστά έμπρακτη (με την έννοια της επαναστατικής, ταξικής) αμφισβήτησης αυτού, και εκεί στοχεύει και η παρουσίαση- σχολιασμός μου. Μην ξεχνάμε ότι το ίδιο το δίκαιο επιτρέπει εξαιρέσεις σε κύριους κανόνες του, το εύρος των οποίων μόνο in concreto μπορεί να κριθεί ως προς το κατά πόσο είναι δικαιολογήσιμο, όπως και το ότι υπάρχουν αντινομίες που το ίδιο το θετό δίκαιο δεν μπορεί (φρονώ) να λύσει, όπως το ότι η παράτυπη διέλευση των συνόρων συνιστά τόσο ποινικό αδίκημα, όσο και διοικητική παράβαση, η οποία μπορεί να οδηγήσει στη στέρηση της ελευθερίας του προσώπου για διάστημα μέχρι 18 μήνες, ενώ μπορεί αργότερα να αναγνωριστεί αυτό ως δικαιούχο διεθνούς προστασίας, και κατά συνέπεια «ορθώς, δικαίως» πέρασε τα σύνορα παρανόμως. Σας ευχαριστώ για το χρόνο σας και την ευκαιρία να προβληματιστώ με τον προβληματισμό σας.

Secured By miniOrange