Η ηθική οικονομία του πλήθους στην Ευρώπη του 18ου αιώνα
E.P. Thompson
ΕΑΠ, 2020 | 160 σελίδες
Περίπου 1,5 χρόνο μετά την έκδοση στα ελληνικά του έργου Η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης [στο εξής «Συγκρότηση»] του E.P. Thompson από τις εκδόσεις του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Πειραιώς, κυκλοφορεί πλέον στα ελληνικά και το Η ηθική οικονομία του πλήθους στην Αγγλία τον 18ο αιώνα, από τις εκδόσεις ΕΑΠ, σε εισαγωγή-επιστημονική επιμέλεια του Νίκου Ποταμιάνου και μετάφραση του Γιάννη Βογιατζή.
Αν και σαφώς μικρότερο σε έκταση από τη Συγκρότηση, μιας και δημοσιεύτηκε ως άρθρο το 1971 στο περιοδικό Past and Present, υπήρξε κείμενο εξίσου επιδραστικό. Στο άρθρο αυτό ο E.P. Thompson αναπτύσσει την έννοια της «ηθικής οικονομίας», η οποία εισάγεται για πρώτη φορά στη Συγκρότηση, και έκτοτε θα χρησιμοποιηθεί ευρέως, με διαφορετικές ωστόσο συχνά συνδηλώσεις, στις κοινωνικές επιστήμες από ιστορικούς, κοινωνιολόγους, κοινωνικούς ανθρωπολόγους αλλά και πολιτικούς επιστήμονες.
Η έννοια της «ηθικής οικονομίας του πλήθους» χρησιμοποιείται από τον E.P. Thompson για την ερμηνεία των αντιλήψεων που τροφοδοτούσαν τις «ταραχές τροφίμων» (Food Riots· ο Thompson κριτικάρει στο κείμενό του τον όρο ως «χοντροκομμένο εργαλείο ανάλυσης» και «ανακριβή για την περιγραφή των λαϊκών κινητοποιήσεων) στην Αγγλία του 18ου αιώνα: Σε αντιδιαστολή με τη θεώρηση τους ως σπασμωδικών και μηχανιστικών αντιδράσεων του πλήθους στην έλλειψη τροφίμων ή τις υψηλές τιμές, o Άγγλος ιστορικός υποστηρίζει πως αποτύπωναν τις λαϊκές αντιλήψεις για τη «δικαιοσύνη» και την «κοινωνική νομιμοποίηση» των οικονομικών ανταλλαγών. Στοιχειοθετούσαν, δηλαδή, μια εξεγερτική πράξη του λαϊκού πλήθους σε περιόδους επισιτιστικής κρίσης, στη διάρκεια της οποίας οι άρχοντες καταπατούσαν ή δεν υπερασπίζονταν τις καθιερωμένες πατερναλιστικές σχέσεις αμοιβαιότητας. Οι σχέσεις αυτές περιλάμβαναν την υποχρέωση των αρχών να μεριμνούν για την επιβίωση των αρχόμενων, με προβλεπόμενο αντάλλαγμα τον σεβασμό και την υποταγή των τελευταίων.
Η χρήση του επιθετικού προσδιορισμού «ηθική» αποσκοπεί στην αντιπαραβολή της έννοιας έναντι αυτής της «Πολιτικής Οικονομίας» και τις, νέες κατά τον 18ο αιώνα, πολιτικές του οικονομικού φιλελευθερισμού που αντιμετώπιζαν την οικονομία, το εμπόριο και την κατανάλωση «από-ηθικοποιημένα» (δηλαδή, θα προσθέταμε, «τεχνοκρατικά», αν χρησιμοποιήσουμε την τρέχουσα ορολογία) για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία. Όπως επισημαίνει ο Νίκος Ποταμιάνος στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή του, η χρήση του προσδιορισμού «ηθική» δεν αποσκοπούσε στο να καταδείξει πως το λαϊκό πλήθος του 18ου αιώνα ήταν «ηθικότερο» έναντι των κλασικών οικονομολόγων, αλλά (όπως διευκρίνισε ο Thompson και στο κείμενο του «The moral economy reviewed»[1]) στο να καταδείξει πως στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του λαϊκού πλήθους δεν ήταν η εύρυθμη και απρόσκοπτη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς στη μακρά διάρκεια, όπως στην περίπτωση της φιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας, αλλά η ρύθμισή της, με απόλυτη προτεραιότητα την πρόσβαση των φτωχών σε επαρκή τρόφιμα σε προσιτές τιμές, ειδικά σε περιόδους επισιτιστικής κρίσης. Σύμφωνα με τον Thompson, αυτήν την προσέγγιση θα μπορούσε να την περιγράψει επιτυχημένα και η έννοια της «πολιτικής οικονομίας», αν δεν είχαν προλάβει να την κατοχυρώσουν και να τη νοηματοδοτήσουν οι κλασικοί οικονομολόγοι. Συνεπώς, η «ηθική οικονομία» περιγράφεται από τον Thompson ως μια εναλλακτική προς τη φιλελεύθερη οικονομική θεωρία που βασιζόταν στην επιλεκτική ανασκευή του πατερναλιστικού μοντέλου.
Στο πυρήνα του ενδιαφέροντος του κειμένου Thompson βρίσκεται η υπεράσπιση της «ορθολογικότητας» της δράσης του πλήθους των προβιομηχανικών κοινωνιών και ο φωτισμός αγνώστων πτυχών και διαδικασιών που τη συνείχαν: ο –υποτιμημένος– ρόλος των γυναικών, οι λαϊκές διατροφικές συνήθειες, η λειτουργία της θρησκευτικής σκέψης, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των επαγγελμάτων, οι τρόποι κινητοποίησης του πλήθους αλλά και η αποτελεσματικότητα της δράσης του, όπως επίσης και η αποτελεσματικότητα της απειλής για δράση του λαϊκού πλήθους.
Όπως και η Συγκρότηση, το εν λόγω άρθρο του Thompson συνέβαλε καθοριστικά σε μια ριζικά διαφορετική αντιμετώπιση του «πλήθους» και της δράσης του. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως η επιστημολογική αυτή μετατόπιση σχετίζεται με τις τομές που επέφεραν στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών οι συγκρουσιακοί κύκλοι, οι εξεγέρσεις και τα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του ’60.
Ενδεικτικά, την ίδια περίπου περίοδο κοινωνικοί επιστήμονες στις ΗΠΑ, με συμμετοχή στα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του ’60, διεκδικούν μια εκ νέου νοηματοδότηση της διαμαρτυρίας και της συλλογικής διεκδικητικής δράσης που θα αναιρούσε αυτό που ο Doug McAdam περιέγραψε ως «κλασικό μοντέλο» και έτεινε να αντιμετωπίζει τα κοινωνικά κινήματα ως ανορθολογικά φαινόμενα ψυχικών καταβολών που οφείλονταν στην «κοινωνική παρέκκλιση», τη «μαζική κοινωνία» και τη «σχετική αποστέρηση». Στον αντίποδα αυτής της προσέγγισης προτάχθηκε από τους επιστήμονες αυτούς η θεωρία της «κινητοποίησης πόρων», όπως ονομάστηκε αργότερα, που έθετε στο επίκεντρο μελέτης της τα κινήματα ως πολιτικό φαινόμενο. Παρά στην κριτική που ασκήθηκε στη θεωρία της «κινητοποίησης πόρων» από τη μεταγενέστερη θεωρία της «πολιτικής διαδικασίας»,[2] η μεγάλη συνεισφορά της ήταν πως αντιμετώπισε τη συμμετοχή σε διεκδικητικά κινήματα ως απόλυτα ορθολογική πράξη, εφόσον οι υπάρχουσες κοινωνίες ήταν κοινωνίες δομικής ανισότητας και θεσμοθετημένης καταπίεσης. Αντίστοιχα, στην Ευρώπη είχαμε την ανάπτυξη της θεωρίας των «Νέων Κοινωνικών Κινημάτων», όπου η έρευνα επηρεασμένη από τα «μετά-υλιστικά» κινήματα και διεκδικήσεις των δεκαετιών του ’60 και του ’70, οργανώνεται γύρω από τη μελέτη ζητημάτων κουλτούρας, ταυτότητας, φύλου κ.ά.
Συνεπώς, η συμβολή του Thompson στο πεδίο της ιστορικής επιστήμης συνομιλεί με την κοινωνιολογία των κοινωνικών κινημάτων της εποχής του, και συγκεκριμένα με την υπεράσπιση της ορθολογικότητας των εξεγέρσεων ως μέσου επιβίωσης στην Αγγλία της προβιομηχανικής εποχής. Σηματοδοτεί τη στροφή του ιστορικού ενδιαφέροντος στις παραδόσεις, την κουλτούρα και την πρόσληψη των οικονομικών ανταλλαγών από τα πληβειακά στρώματα. Εξάλλου, o ίδιος αποτέλεσε κεντρική φυσιογνωμία του χώρου της βρετανικής «Νέας Αριστεράς», ένθερμο υποστηρικτή των κοινωνικών κινημάτων της εποχής του και ηγετική φιγούρα του αντιπυρηνικού κινήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του ’80.
Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση του άρθρου, το κείμενο δεν έχει χάσει την επικαιρότητα του. Όχι μόνο επειδή η έννοια συνεχίζει να συγκινεί τους σύγχρονους κοινωνικούς επιστήμονες στην προσπάθεια τους περιγράψουν τις μη αγοραίες αντιλήψεις εν μέσω επιθετικής επέκτασης των αγορών, όσο και επειδή η ίδια η κυριαρχία των αγορών επί της πολιτικής και η συνακόλουθη «δημοκρατική συρρίκνωση» παράγουν διαμαρτυρίες, ξεσπάσματα και κινήματα, τα οποία ο καθεστωτικός λόγος και η συστημική πολιτική επικοινωνία επιχειρεί να εξοστρακίσει, με το ανάθεμα του λαϊκισμού, ως όψεις του διαχρονικού «ανορθολογισμού του όχλου».
Το κείμενο επιμελήθηκε η Δήμητρα Αλιφιεράκη.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο