Η Αντιδραστική Ρητορική
Hirschman, Albert O.
μτφρ. Κώστα Σπαθαράκη
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο-Αθήνα, 2017
Στο σημαντικό έργο του Η Αντιδραστική Ρητορική, το οποίο κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σε μετάφραση Κώστα Σπαθαράκη (2017), ο κοινωνιολόγος και οικονομολόγος Άλμπερτ Ο. Χίρσμαν ανατέμνει υποδειγματικά την αντιδραστική σκέψη στις ποικίλες εκφάνσεις της από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα. Από τη μια πλευρά, αξιοποιεί την κλασική ανάπτυξη του Τ. Χ. Μάρσαλ,[1] επισημαίνοντας τον παραπληρωματικό ρόλο της αστικής, της πολιτικής και της κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη. Από την άλλη, διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις σχετικά με την –υπέρμετρα αισιόδοξη– γραμμική, διαρκώς προωθητική, απεικόνιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως σκιαγραφείται από τον Μάρσαλ. Επεξηγηματικά, ο Μάρσαλ στη μελέτη του προσεγγίζει την πολιτική ιδιότητα (citizenship) με εμβαθυμένο περιεχόμενο (κοινωνική ιδιότητα του πολίτη) και όχι απλώς ως τυπική-αριθμητική ισότητα ενώπιον του νόμου (φιλελεύθερη αντίληψη για την ισότητα). Η κοινωνική ανανοηματοδότηση της ίσης πολιτικής ελευθερίας, όμως, κατά τον Marshall αποτελεί μια αδιαπραγμάτευτη ιστορική κατάκτηση και όχι έναν διαρκώς (επανα)διεκδικούμενο στόχο.[2]
Η ανάλυση του Χίρσμαν περιστρέφεται γύρω από τις τρεις βασικές θέσεις της αντιδραστικής σκέψης διαχρονικά: α) τη θέση του αντίστροφου αποτελέσματος, β) τη θέση της ματαιότητας και γ) τη θέση της διακινδύνευσης. Όπως επισημαίνει ο Χίρσμαν, «σύμφωνα με το επιχείρημα του αντίστροφου αποτελέσματος, κάθε εμπρόθετη δράση που έχει σκοπό να βελτιώσει κάποιο στοιχείο της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής τάξης απλώς επιδεινώνει την κατάσταση που επιχειρεί να θεραπεύσει. Το επιχείρημα της ματαιότητας υποστηρίζει ότι οι απόπειρες κοινωνικού μετασχηματισμού είναι ανώφελες και αδυνατούν να προκαλέσουν έστω και την παραμικρή αλλαγή. Τέλος, κατά το επιχείρημα της διακινδύνευσης, το κόστος της προτεινόμενης αλλαγής ή μεταρρύθμισης είναι υπερβολικά υψηλό, αφού θέτει σε κίνδυνο κάποιο πολύτιμο επίτευγμα του παρελθόντος».[3]
Οι τρεις παραπάνω θέσεις συνιστούν την κεντρική ιδέα της αντιδραστικής σκέψης, είτε στη νεοσυντηρητική είτε στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της. Όπως διαφαίνεται στην ανάπτυξη της καθεμιάς θέσης, τα τρία επιχειρήματα (αντίστροφο αποτέλεσμα, ματαιότητα, διακινδύνευση) δεν παρουσιάζονται αυτοτελώς, αλλά αλληλεπιδρούν τόσο σε εμπειρικό όσο και σε ηθικοπολιτικό επίπεδο.[4] Επιπλέον, οι τρεις αυτές θέσεις δεν αποτελούν κατασκευές εργαστηρίου, αλλά αντιστοιχούν σε ad hoc αντιδράσεις απέναντι σε τρεις θεμελιακές «στιγμές» του ριζοσπαστικού και εν γένει του προοδευτικού κινήματος (Γαλλική Επανάσταση, καθολική ψηφοφορία, κοινωνικό κράτος).
Το επιχείρημα του αντίστροφου αποτελέσματος, εμφανίζεται αρχικά ως αντίδραση στον φιλελεύθερο εξισωτισμό της Γαλλικής Επανάστασης και μπορεί να συνοψισθεί στην παρακάτω κινδυνολογική διατύπωση του Έντμουντ Μπούρκε:μια πληβειακή ολιγαρχία στηριζόμενη στην καταστροφή του στέμματος, της εκκλησίας, της αριστοκρατίας και του λαού θα θέσει τέρμα σε όλα τα απατηλά όνειρα και οράματα της ισότητας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου.[5]
Με μια πιο μεταφυσική διατύπωση, η θεωρία του αντίστροφου αποτελέσματος επικαλείται τη «θεία δίκη» που αναμένεται ως αντίδραση απέναντι στη διατάραξη της θείας πρόνοιας, ήτοι της –ιεραρχικά δομημένης- φυσικής τάξης του κόσμου.[6]
Στο πεδίο της έντονης αμφισβήτησης των καθολικών πολιτικών δικαιωμάτων, η θέση του αντίστροφου αποτελέσματος υπερτονίζει την ανορθολογική μανία του ετερόκλητου πλήθους («μάζα»),[7] το οποίο, μέσω των αντιπροσώπων του, αυξάνει την ανθρώπινη δυστυχία στην προσπάθειά του να τη θεραπεύσει.[8]
Όσον αφορά την άρνηση της αναγνώρισης και εμβάθυνσης των κοινωνικών δικαιωμάτων, η θεωρία του αντίστροφου αποτελέσματος μπορεί να συνοψισθεί στο ακόλουθο παράδειγμα του μονεταριστή εκπροσώπου της Σχολής του Σικάγο, Μίλτον Φρίντμαν:
οι νόμοι για τον κατώτατο μισθό είναι το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα μέτρου τα αποτελέσματα του οποίου είναι ακριβώς τα αντίθετα από εκείνα που επιδιώκουν οι καλόπιστοι υποστηρικτές του.[9]
Κοινό τόπο της πρώτης αντιδραστικής θέσης, κατά τον Χίρσμαν, αποτελεί η υιοθέτηση μιας υπερβολικά απαισιόδοξης οπτικής για την αντικοινωνική κοινωνικότητα.[10] Συγκεκριμένα, η κοινωνική συνύπαρξη δεν παρουσιάζεται ως εξελικτικό στάδιο του ανθρώπινου είδους (Καντ) ή, έστω, ως «αναγκαίο κακό» για τον τερματισμό της βαρβαρότητας της φυσικής κατάστασης (Χομπς). Αντιθέτως, ο άνθρωπος θεωρείται εκ φύσεως ιδιοτελές ον, οπότε κάθε προσπάθεια βελτίωσης των διατομικών του δεσμών ή των κοινωνικών του σχέσεων είναι καταδικασμένη να οδηγήσει στην αναίρεση της -εγωιστικά ιδωμένης- προσωπικής του αυτονομίας. Στην πράξη, πάντως, η θεωρία του αντίστροφου αποτελέσματος διαψεύδεται, καθώς η αστική κοινωνία διαρρυθμίζεται με μη γραμμικό μεν, προοδευτικό δε τρόπο. Εξάλλου, όπως διατυπώνει εύστοχα ο συγγραφέας, «ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι και ο πιο διεστραμμένος απ’ όλους τους δυνατούς κόσμους».[11]
Το επιχείρημα της ματαιότητας χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως επιφύλαξη κατά των κυμάτων ενθουσιασμού που προκάλεσε το χειραφετητικό όραμα της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Τοκβίλ, κρίνοντας a posteriori τις «τυραννικές» πτυχές του απελευθερωτικού γεγονότος, τόνιζε αφοριστικά πως «κάθε φορά που θελήσαμε έκτοτε (ενν. μετά την Επανάσταση) να καταλύσουμε την απόλυτη εξουσία, το μόνο που καταφέραμε ήταν να τοποθετήσουμε το κεφάλι της Ελευθερίας στο σώμα ενός σκλάβου».[12]Ο Παρέτο επικαλέστηκε τη θέση της ματαιότητας, προκειμένου να αντιδράσει προς τη διαφαινόμενη καθολίκευση του δικαιώματος ψήφου, επισημαίνοντας ότι «ελάχιστη σημασία έχει αν η κυρίαρχη τάξη είναι ολιγαρχική, πλουτοκρατική ή δημοκρατική», καθώς, σε τελική ανάλυση, «το μεγάλο γεγονός που κυριαρχεί σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας είναι η προσπάθεια ορισμένων ατόμων να λεηλατήσουν τον πλούτο που παράγουν οι άλλοι».[13]
Με τη σειρά του, ο Φρίντμαν αξιοποίησε το αναλυτικό εργαλείο της ματαιότητας, προκειμένου να αμφισβητήσει, με βάση το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, την αποτελεσματικότητα του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας. Διαστρέφοντας, έτσι, την –ταξική- διάκριση μεταξύ πλούσιων και φτωχών, ο Φρίντμαν προχώρησε στον παρακάτω διαισθητικό συλλογισμό:
πολλά προγράμματα τείνουν να ωφελούν τα μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια και όχι τους φτωχούς για τους οποίους υποτίθεται ότι θεσπίστηκαν. Οι φτωχοί συνήθως δεν διαθέτουν ούτε τα προσόντα που έχουν αξία στην αγορά ούτε την ικανότητα να επικρατήσουν στις πολιτικές μάχες για τη διάθεση των κονδυλίων.[14]
Κατά τον Χίρσμαν, η θέση της ματαιότητας στηρίζεται σε κάποιον –προκαθορισμένο- νόμο που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις (π.χ. την κατά Παρέτο βέλτιστη διανομή των πόρων). Υπό αυτό το πρίσμα, όμως, η οργουελική «Φάρμα των ζώων» δεν είναι μια de facto δυστοπική βιοτική συνθήκη συγκεκριμένων προσώπων εντός ορισμένης κοινωνίας, αλλά αποτελεί εγγενή ροπή του ανθρώπινου είδους. Κατά συνέπεια, η θέση της ματαιότητας «δεν παίρνει στα σοβαρά ούτε τον εαυτό της ούτε τις πιθανές συνέπειες που η ίδια έχει πάνω στα πράγματα», καθώς «ενεργοποιεί μια δυναμική η οποία οδηγεί είτε στην αυτοεκπλήρωση είτε στην αυτοακύρωση».[15]
O φιλελευθερισμός, τόσο στην πολιτική όσο κυρίως στην οικονομική του διάσταση, μεταχειρίστηκε το επιχείρημα της διακινδύνευσης, προκειμένου να φρενάρει κάθε περαιτέρω εμβάθυνση της πολιτικής ελευθερίας και της κοινωνικής δημοκρατίας.Στο πολιτικό πεδίο, οι δημοκρατικοί θεσμοί έγιναν αντιληπτοί ως απειλή για την ελευθερία των προσώπων, καθώς η «θετική» εκδοχή της ελευθερίας (ελευθερία προς) παρουσιάζεται αντιπαραθετικά προς την «αρνητική» εκδοχή της ελευθερίας (ελευθερία από).[16] Έτσι, η «ελευθερία των σύγχρονων» φέρεται να εξαντλείται στην απουσία καταναγκασμού κατά τη διαμόρφωση και εκδήλωση της προσωπικής αυτονομίας, σε αντίστιξη προς την «ελευθερία των αρχαίων», η οποία υπέτασσε την ατομικότητα στο «κοινό καλό», ήτοι την ευημερία της πόλεως.[17]
Στο οικονομικό πεδίο, η θέση της διακινδύνευσης έβαλε στο στόχαστρό της το κράτος πρόνοιας, θεωρώντάς το θανάσιμη απειλή για την ελευθερία και τη δημοκρατία. Σύμφωνα με τον Χάγιεκ, το κράτος δεν πρέπει να αναλαμβάνει (ανα)διανεμητικές αποστολές, καθώς πλήττει τόσο την ατομική ελευθερία όσο και τη συναίνεση των πολιτικών υποκειμένων.[18] Από εμπειρική σκοπιά, ο Χάγιεκ χρησιμοποιεί το επιχείρημα της διακινδύνευσης για να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου απέναντι στο ενδεχόμενο -εκούσιου ή ακούσιου- σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της αστικής κοινωνίας.[19] Παράλληλα, το κράτος πρόνοιας ψέγεται, καθώς φέρεται να οδήγησε σε «κρίση διακυβέρνησης», επεκτείνοντας υπέρμετρα τα πεδία άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής.[20]
Σύμφωνα με τον Χίρσμαν, η θέση της διακινδύνευσης προβαίνει σε λήψη του ζητουμένου, καθώς επιχειρεί με αντιφατικό τρόπο να ισορροπήσει ανάμεσα στη -δήθεν- γραμμική πορεία της κοινωνικής εξέλιξης και στη μη ανατροπή του αμέσως προηγούμενου βήματος. Μια τόσο σταδιακή προσέγγιση, όμως, ενέχει πάντοτε τον κίνδυνο της μόνιμης καθήλωσης σε πολιτικές κοινωνίες εκτεταμένης ανελευθερίας και ανισότητας.[21]
Εν κατακλείδι, ο Χίρσμαν ασκεί, με εξαιρετικά μεθοδολογικά εργαλεία, οξεία κριτική στην αντιδραστική σκέψη, κινούμενος, πάντως, αποκλειστικά και μόνο στο εμπειρικό επίπεδο. Μένει, συνεπώς, εκκρεμής, η ηθικοπολιτική και κανονιστική αποδόμηση της «αντιδραστικής ρητορικής» βάσει –αυτόνομα διαμορφωμένων- συνεκτικών αρχών δικαιοσύνης.Παρά την ανεπιφύλακτη κατάταξη του συγγραφέα στο μέτωπο της προόδου κρίνεται αξιέπαινη η αυτοκριτική στην «προοδευτική ρητορική», ενόψει αναλυτικών ολισθημάτων, αδιάλλακτων επιχειρημάτων και ιδεολογικών προβολών στο μέλλον εν μέρει ανάλογων προς τις δομικές αντιφάσεις της «αντιδραστικής ρητορικής». Έτσι, ο Χίρσμαν παίρνει ξεκάθαρες αποστάσεις τόσο από τον ιστορικιστικό βολονταρισμό («η ιστορία είναι στο πλευρό μας»)[22] όσο και από τον οιονεί μεταφυσικό ορθολογισμό ως τελικό προορισμό της εν κοινωνία ανθρώπινης ύπαρξης.[23] Σε αμφότερους τους αντίθετους πόλους, και στον ιστορικό υλισμό και στον αφηρημένο ιδεαλισμό, καταλογίζει απονέκρωση των κριτικών αντανακλαστικών του ελεύθερου και υπεύθυνου πολίτη που σκέφτεται και δρα στο εσωτερικό μιας πλουραλιστικής δημοκρατίας. Στο σημείο αυτό, πάντως, αποκαλύπτεται η –εντέχνως υπόρρητη- ουσιώδης μεθοδολογική αφετηρία του Χίρσμαν. Στρεφόμενος προς έναν ιδεότυπο του πράττειν («ελεύθερος και υπεύθυνος πολίτης») δίνει προτεραιότητα στον αφηρημένο εαυτό, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την κοινωνική αλληλεπίδραση των προσώπων.[24]
Μολονότι η αυτοκριτική στην «προοδευτική ρητορική» είναι σαφώς ευπρόσδεκτη, η κατακλείδα του συγγραφέα μοιάζει να τηρεί ίσες αποστάσεις ανάμεσα στις υφολογικές και ηθικοπολιτικές πλημμέλειες της προοδευτικής και της αντιδραστικής σκέψης. Η τήρηση των ίσων αποστάσεων, όμως, απονευρώνει τον πλουραλιστικό ορίζοντα της (έστω, και περιορισμένης) φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο ζωτικός ρόλος που επιτελεί η πολιτική ελευθερία και οι ιδεολογικές (στη βάση τους, κοινωνικοοικονομικές) συγκρούσεις[25] υποκαθίστανται από ένα σχέδιο συναίνεσης μεταξύ -άχρωμα διατυπωμένων- «προοδευτικών» και «συντηρητικών» θέσεων. Όπως συμπεραίνει, μάλλον αυτοενοχοποιητικά, ο Χίρσμαν, «σε σύγκριση με τον αρχικό μου στόχο, που περιοριζόταν στο να εκθέσω τις απλουστεύσεις της αντιδραστικής ρητορικής, καταλήγω σε ένα πολύ πιο ισορροπημένο αποτέλεσμα, που ίσως έχει εντέλει τη δυνατότητα να υπηρετήσει έναν ακόμη πιο φιλόδοξο στόχο».[26] Πρόκειται για ένα υπέρμετρα μετριοπαθές καταληκτικό πόρισμα που βρίσκεται σε ανακολουθία προς τον κεντρικό άξονα του βιβλίου, δηλαδή την ταξινόμηση, την παρουσίαση και την κριτική ανασκευή των χαρακτηριστικών εκείνων που συγκροτούν την «αντιδραστική ρητορική» κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο