Οι μεγάλοι οικονομολόγοι –Δέκα οικονομολόγοι που άλλαξαν τη ζωή μας
Phil Thornton
Μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου
Εκδόσεις Πατάκη, 2017 | 281 σελίδες
Παιδιόθεν μου άρεσε η προτροπή να είμαστε «κόκκινοι και όχι ειδικοί». Από αυτήν την άποψη, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος πως αυτό με υποχρεώνει να έχω αρκετή έως πολλή ανοχή στους «μη ειδικούς», γενικώς. Πρόκειται, όμως, για προφανή παρεξήγηση.
Γιατί το γνωστό σύνθημα δεν καλεί σε ελαφριά αντιμετώπιση των ζητημάτων της γνώσης. Το αντίθετο. Αν θέλει κάτι να επισημάνει είναι πως ακριβώς η τεχνοκρατικά εγκωμιαζόμενη ακραία εξειδίκευση σημαίνει ογκώδη άγνοια, στο μέτρο που η προσέγγιση των καίριων ζητημάτων του κόσμου απαιτεί μια μεθοδολογική στάση επαρκούς ευρύτητας. Διαφορετικά, αντί της εξειδίκευσης, είναι αναγκαίο πολλές «εξειδικεύσεις» να αξιοποιηθούν, αν θέλουμε να αποκτήσουμε ουσιώδη άποψη. Εύκολα κατανοεί αυτήν την ιδέα όποιος έχει διαβάσει Μαρξ, Βέμπερ ή Φρόιντ, μεταξύ άλλων.
Στην περίπτωση του βιβλίου του Θόρντον έχουμε συγγραφέα «μη ειδικό» και μεταφράστρια ακόμη περισσότερο «μη ειδική». Το γεγονός πως δεν είναι «κόκκινοι» είναι το μικρότερο κακό.
Ας μην προτρέχω, όμως.
Οι μεγάλοι οικονομολόγοι είναι ένα βιβλίο «ευχάριστης» εισαγωγής στα …economics, από αυτές που συνηθίζονται στην αγγλοσαξωνική αγορά, η οποία, ως γνωστόν, αγαπάει ιδιαίτερα τους «οδηγούς εξερεύνησης» ποικίλων θεμάτων σε στυλ Readers’ Digest. Ο Θόρντον, δημοσιογράφος και νυν διευθυντής της Clarity Economics, συμβουλευτικής εταιρείας στους τομείς της επιχειρηματικότητας και της οικονομίας επιχειρεί, όπως ενημερωνόμαστε από το οπισθόφυλλο, να δώσει μια «σύνοψη του έργου και των θεωριών των μεγάλων οικονομολόγων, αναλύοντας τις βασικές τους θέσεις, τις ρίζες και την ιδιαιτερότητα του καθενός και κάνοντας έναν κριτικό απολογισμό της παρακαταθήκης τους». Γιατί επιλέγει τους συγκεκριμένους –Άνταμ Σμιθ, Ντέιβιντ Ρικάρντο, Καρλ Μαρξ, Άλφρεντ Μάρσαλ, Τζον Μέυναρντ Κέυνς, Φρίντριχ Χάγεκ, Μίλτον Φρίντμαν, Πολ Σάμιουελσον, Γκάρυ Μπέκερ και Ντάνιελ Κάνεμαν- και όχι (και) άλλους δεν διευκρινίζεται με σαφήνεια. Δεν έχει, ωστόσο, και μεγάλη σημασία. Στο κάτω κάτω, όταν κάνεις «οδηγό» και πρέπει να έχεις δέκα παραδείγματα, οποιαδήποτε επιλογή δεκάδας θα μπορούσε να τεθεί σε επερώτηση.
Αν κάτι, βέβαια, μπορεί να επισημανθεί είναι το γεγονός πως η επιλογή, χωρίς αμφιβολία, «μπατάρει δεξιά». Νόμιμο και θεμιτό, θα πει κάποιος. Αν, μάλιστα, είναι και επιστημολογικά ριζοσπάστης θα υποστηρίξει πως μια ορισμένη συνειδητή και σκόπιμη «μεροληψία», υπό όρους, μπορεί, κάλλιστα, να είναι πλεονέκτημα του βιβλίου.
Δυστυχώς, δεν πρόκειται περί αυτού. Αυτό που έχουμε είναι μια πρόχειρη δουλειά του Θόρντον, που, σε συνδυασμό με την πρόχειρη μετάφραση της Τριανταφύλλου, οδηγεί τον αναγνώστη το λιγότερο σε σύγχυση, αν όχι σε απόγνωση. Πόσα οφείλονται στο συγγραφέα και πόσα στη μεταφράστρια δεν είναι σαφές πάντοτε -και η ποιότητα του έργου δεν μας δημιουργεί καμία υποχρέωση προσφυγής στην αγγλική έκδοση, προκειμένου να διευκρινιστούν οι «ευθύνες». Όποιος και αν φταίει πάντως, φταίει ασύγγνωστα.
Σταχυολογώ μερικά παραδείγματα.
Ήδη στην εισαγωγή (σ. 15) μαθαίνουμε πως «κοινό σημείο των [Ντέιβιντ Ρικάρντο, Καρλ Μαρξ και Άλφρεντ Μάρσαλ] είναι η εστίαση στους ατομικούς παράγοντες της οικονομίας». Όποιος στοιχειωδώς ξέρει από αυτά, δεν μπορεί παρά να μείνει εμβρόντητος από την απόδοση στον Μαρξ -αλλά και στον Ρικάρντο- της «κατηγορίας» του μεθοδολογικού ατομικισμού. Θα πέσει φωτιά να μας κάψει.
Ας δούμε, όμως, μια ακόμη θέση, με «ουσιαστικό» και όχι «μεθοδολογικό», αυτήν τη φορά, περιεχόμενο -γιατί, ακόμη κι αν ο συγγραφέας στα «μεθοδολογικά» τα έχει λίγο μπερδεμένα δεν αποκλείεται, ως άνθρωπος της αγοράς που είναι, να ξέρει τα πιο ουσιώδη. Να, λοιπόν: «Ομοίως, αν οι μισθοί μειωθούν, οι εταιρείες υποκαθιστούν την εργασία με κεφάλαιο» (σ. 52). Προσέξτε! Όταν μειώνονται οι μισθοί, όταν η εργασία γίνεται φθηνότερη, τότε οι καπιταλιστές, αντί να προσλάβουν περισσότερους φθηνούς εργάτες, τους απολύουν και τους αντικαθιστούν με τα συγκριτικά ακριβότερα μηχανήματα. Κοινώς, με τη γλώσσα των νεοκλασικών, αντικαθιστούν τον φθηνότερο με τον ακριβότερο «συντελεστή παραγωγής». Είναι προφανές πως αυτό «δεν υπάρχει». Κι όμως λέγεται και γράφεται στον «οδηγό» μας. Εδώ, βέβαια, η ευθύνη είναι της μεταφράστριας και όχι του συγγραφέα, η οποία είναι -ως «μη ειδική»- λογικό να μπερδευτεί με τα διάφορα substitutions. Είναι φανερό για κάποια που αποδίδει την ένταση κεφαλαίου ως …«ενίσχυση κεφαλαίου» (σ. 67).
Μάλλον, δική της ευθύνη είναι και τα «ορολογικά» του κεφαλαίου για τον Μαρξ, όπου μαθαίνουμε πως «οι κεφαλαιοκράτες κατακρατούν την υπεραξία των κερδών» -κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε. Ή αναφέρεται η «νεκρή» εργασία ως «κρυμμένη». Ή, ακόμη χειρότερα, η, καταστατικότατη για τον μαρξισμό, έννοια «αξία της εργασιακής δύναμης» αποδίδεται ως «εργασιακή αξία» -όλα τα προηγούμενα μόνο από τη σ. 75.
Ενώ ο συγγραφέας φαίνεται να είναι ο αποκλειστικός αυτουργός εκφράσεων, όπως η διατύπωση της σελίδας 87, όπου γράφεται πως [ο Μαρξ] «θα αποτροπιαζόταν βλέποντας ότι το προλεταριάτο στη Σοβιετική Ένωση και σε χώρες όπως η Βόρεια Κορέα δεν είχε ούτε πλούτο ούτε δύναμη» ή ασυναρτησιών, όπως «το χρήμα είναι ένα εργαλείο ανταλλακτικής αξίας» (σ. 81), «η ιδέα της υπεραξίας […] δείχνει την “εκμετάλλευση” των υφισταμένων εκ μέρους των διευθυντικών στελεχών» (σ. 86) ή «[Συσσώρευση κεφαλαίου είναι] η διαδικασία μέσω της οποίας οι καπιταλιστές επενδύουν στην επιδίωξη της ανάπτυξης μέχρις ότου η ζήτηση καταρρεύσει» (σ. 85) –ήτοι, άρες μάρες.
Όπως φαντάζομαι κυρίως στον Θόρντον -αλλά εδώ όχι μόνο- οφείλεται και το αριθμητικό παράδειγμα, όπου, για να μας κατατοπίσει πραγματολογικά, μας πληροφορεί πως «[ο] Κέυνς υποστήριζε ότι η Γερμανία έπρεπε να αποπληρώνει 7,5 δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά το χρέος να είναι άτοκο και να καταβληθεί σε δέκα ετήσιες δόσεις των 250 εκατομμυρίων δολαρίων αρχίζοντας από το 1923» (σ. 117). Πάει να πει, δηλαδή 250 εκ. επί 10 δεν κάνει 2,5, όπως νομίζουν στο ελληνικό δημοτικό, αλλά 7,5 δις. –όπως ο Βαμβακούλας, που έκανε τριμελείς επιτροπές με 5-6 άτομα η καθεμιά.
Ας μείνω, όμως, λίγο περισσότερο στα αριθμητικά, γιατί ο συγγραφέας φαίνεται να είναι εξαιρετικά «μη ειδικός» -αρκετά, ωστόσο, τολμηρός, ώστε όχι μόνο να επιμένει στον κατατοπισμό των αναγνωστών του, αλλά και να διευθύνει …τη συμβουλευτική Clarity Economics. Στις σελίδες, λοιπόν, 55-58, επιχειρώντας να μας ενημερώσει για την θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος γράφει τα εξής:
«[Α]ς υποθέσουμε ότι δύο χώρες, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν, παράγουν κυρίως δύο πράγματα: ακουστικά και ΜΡ3 players.
Στην Ταϊβάν χρειάζονται 120 ανθρωποώρες για την παραγωγή 1000 ακουστικών και 100 ώρες για την παραγωγή 1000 ΜΡ3 players. Αν η Νότια Κορέα χρειάζεται μόνο 80 ώρες για την παραγωγή της ίδιας ποσότητας ακουστικών και 90 ώρες για τα ΜΡ3 players, τότε η Νότια Κορέα έχει το απόλυτο πλεονέκτημα και στα δύο. Ένας μη οικονομολόγος θα έλεγε ότι η Νότια Κορέα θα έπρεπε να συνεχίσει να παράγει και τα δύο και να μην εισάγει κανένα. Ο Ρικάρντο το αντέστρεψε, δείχνοντας ότι η αντίθεση στην αυθόρμητη ιδέα -ότι η Νότια Κορέα πρέπει να εγκαταλείψει ένα από αυτά και να το εισάγει από την Ταϊβάν- όχι μόνο είναι λογική από μαθηματική άποψη, αλλά επίσης οδηγεί σε υψηλότερη παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα».
Και ακολουθεί ένα μαθηματικό ένθετο, προκειμένου να εξηγηθούν τα παραπάνω:
«Αν υποθέσουμε ότι οι δύο χώρες δαπανούν 900 ώρες παραγωγής για κάθε αγαθό, μπορούμε να προσθέσουμε το σύνολο της παραγωγής. Σε 900 ώρες η Ταϊβάν θα παράγει 7500 ακουστικά (900:120=7,5 παρτίδες των 1000 μονάδων) και 9000 ΜΡ3s (900:90= 10 παρτίδες). Στον ίδιο χρόνο, τα εργοστάσια της Νότιας Κορέας παράγουν 11250 ακουστικά (900:80= 11,25 παρτίδες) και 10000 ΜΡ3s (900:90= 10 παρτίδες). Η συνολική παραγωγή είναι 37750. Αν η Κορέα κλείσει το εργοστάσιό της που παράγει ΜΡ3s και μετακινήσει τους εργάτες στα ακουστικά σε 2000 ώρες θα παράγει 25000 μονάδες. Αν η Ταϊβάν κλείσει το εργοστάσιο των ακουστικών και επικεντρωθεί στα ΜΡ3s, όπου οι εργάτες της σε 2000 ώρες φτιάχνουν 20000 ΜP3s, η συνολική παραγωγή θα είναι τώρα 45000 μονάδες, δηλαδή θα παρουσιάσει αύξηση κατά σχεδόν 20%».
Το εντυπωσιακό στο παραπάνω δεν είναι ο απίστευτος αριθμός λαθών, αλλά η πραγματικά προκλητική περιφρόνηση του Thornton και όσων ενεπλάκησαν σε αυτό το πόνημα απέναντι στους αναγνώστες –μια στοιχειώδης δεύτερη ματιά ή επιμέλεια θα διόρθωνε εύκολα τα μισά. Ας εξηγηθώ: όπως είναι προφανές, βάσει των δεδομένων, η παραγωγή MP3s στην Ταϊβάν είναι 900:100, άρα 9000 –και όχι 10000, όπως νομίζει ο Thornton- και, συνεπώς, η συνολική παραγωγή είναι 36750 και όχι 37750. Ας είναι! Του ξέφυγε του ανθρώπου –ανθρώπινο, τόσο ανθρώπινο, έστω και για εκατομμυριούχους συγγραφείς. Αυτό που κυριολεκτικά «δεν υπάρχει» είναι το επόμενο: Τι μας λέει ο συγγραφέας στην αρχή του μαθηματικού ένθετου; Πως η κάθε χώρα δαπανά 900 ώρες για την παραγωγή του κάθε αγαθού, δηλαδή 1800 ώρες συνολικά. Τότε πώς γίνεται και στο δεύτερο μέρος τόσο η Ταϊβάν όσο και η Κορέα δαπανούν 2000 ώρες εργασίας; Έλα, ντε! Αν ήταν έτσι καμιά σύγκριση των δύο εκδοχών δεν θα ήταν δυνατή. [Για όποιον ενδιαφέρεται, τα σωστά αποτελέσματα είναι 22500 (και όχι 25000) ακουστικά στην Κορέα και 18000 (και όχι 20000) MP3s στην Ταϊβάν, ήτοι σύνολο 40500 –και όχι 45000].
Το πιο καλό; Ο ερίφης εισαγωγέας μας στα «οικονομικά» ονομάζει το ένθετο …«Λίγη επιστήμη»!
Η μαθηματική προχειρότητα και αδαημοσύνη του συγγραφέα εξηγεί και το γεγονός πως κρίσιμες έννοιες, όπως ο πολλαπλασιαστής στην κεϋνσιανή θεωρία (σ. 125), είναι αδύνατο να γίνουν κατανοητές από τον αναγνώστη, αν δεν είναι ήδη καλός οικονομολόγος. Με αποτέλεσμα γκροτέσκο –σχεδόν Monty Pythons κατάσταση: «Ο Σάμιουελσον έλεγε ότι καθώς η οικονομική [;! Χ.Λ.] παραγωγή επεκτείνεται, οι επιχειρήσεις πρέπει να επενδύουν σε νέο κεφάλαιο. Αυτοί οι παράγοντες [ποιοι; Χ.Λ.] τροφοδοτούν ο ένας τον άλλο, ενώ η αύξηση των επενδύσεων οδηγεί σε μεγαλύτερη παραγωγή χάρη στον πολλαπλασιαστή, που με την σειρά τους οδηγεί σε ευρύτερες [;!] επενδύσεις. Στην ύφεση, το φαινόμενο του πολλαπλασιαστή-επιταχυντή λειτουργεί αντιστρόφως διότι η μείωση των επενδύσεων οδηγεί σε μείωση της παραγωγής (μέσω του πολλαπλασιαστή), που με τη σειρά της οδηγεί σε συρρίκνωση των επενδύσεων (μέσω του επιταχυντή)» (σ. 201). Ακατανόητο; Λογικό, εφόσον πρόκειται για άρες μάρες του συγγραφέα προκειμένου, ίσως, να κάνει τον επαρκή και σε τεχνικά θέματα.
Με δεδομένα αυτά, μάλλον, δεν έχει και πολύ νόημα να σταχυολογηθεί ότι «[οι μονεταριστές] αντιστρέφ[ουν] τις έννοιες της ιδιοτέλειας και της αυτορρύθμισης» (σ. 135), η χρηματική αυταπάτη των μισθωτών γίνεται «κόλλημα των μισθών» (σ. 141), ότι «[ο Φρίντμαν] απέδειξε την πολυπλοκότητα της πολιτικής σταθεροποίησης» (σ. 172), «ο Σάμιουελσον περιέγραφε τον εαυτό του ως «κεϋνσιανή καφετέρια»» (σ. 197). Όπως δεν έχει νόημα να επισημανθεί πως δεν λέμε «οριακός δείκτης υποκατάστασης», αλλά «οριακός λόγος υποκατάστασης» (σ. 207), δεν λέμε «φανερή προτίμηση», αλλά «αποκαλυπτόμενη προτίμηση» (σ. 209), δεν λέμε «μέτρα», αλλά «δείκτες οικονομικής ανάπτυξης» (σ. 214), δεν λέμε «ελαστικότητα της τιμής», αλλά «ελαστικότητα ως προς την τιμή» (σ. 238), δεν λέμε «αποδοτικότητα», αλλά «αποτελεσματικότητα» κατά Παρέτο, δεν λέμε «μεγιστοποίηση συμπεριφοράς», αλλά «μεγιστοποιητική συμπεριφορά» (σ. 245), «δεν λέμε… αλλά…», σε δεκάδες ακόμη περιπτώσεις.
Όπως καταλαβαίνετε, το βιβλίο αποτελεί πραγματικό σκάνδαλο.
Ακόμη περισσότερο, όταν οι συντελεστές του, εντός κι εκτός, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης για την αριστεία, αυτή τη μείζονα αρετή όλων των μάχιμων φιλελέδων ή σκέτων δεξιών. Anyway.
Προσθέστε σχόλιο