Το ψιλικατζίδικο μπροστά στο φάσμα του εξευγενισμού
Οι γειτονιές, οι οποίες αποτελούν και συνθέτουν μια πόλη, είναι ζωντανές, μεταβαλλόμενες, δυναμικές. Μεγεθύνονται ή παρακμάζουν, ομογενοποιούνται ή ξεχωρίζουν. Ζωντανά κύτταρα ενός συνόλου. Υπάρχουν. Και μαζί τους υπάρχει και η πόλη και εντός του ιστού της υπάρχουμε και εμείς τόσο ως άτομα όσο -πολύ περισσότερο- ως κοινότητες.
Πόλεις και γειτονιές αλλάζουν και μετασχηματίζονται διαρκώς εξαιτίας αρκετών παραγόντων/λόγων (πολεοδομικών, οικονομικών, κοινωνικών κ.ά), συχνά μάλιστα με εκ διαμέτρου αντίθετες καταλήξεις (τουριστικοποίηση, ερήμωση κ.ά). Οι αλλαγές αυτές, όπως προαναφέρθηκε, είναι πολυεπίπεδες, αρκετές αριθμητικά και συχνά αστάθμητες. Στο παρόν σημείωμα, θα εστιάσουμε σε μία εξ αυτών: μια αλλαγή που αφορά την πρωταρχική βαθμίδα σύνδεσής μας με τη γειτονιά, με τις πρακτικές της πιάτσας, μια σχέση πυρηνική ανάμεσα στο άτομο και την κοινότητα, το πρόσωπο και το μέρος.
Ποιο στοιχείο λοιπόν είναι τόσο σημαντικό; Ποια σχέση μας επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό; Ποιο τέλος πάντων είναι αυτό το σημαίνον γειτονικό/συνοικιακό τοπόσημο; Η απάντηση είναι σχεδόν προφανής και αν δεν είναι ακριβώς μπροστά σας, ε, τότε, θα είναι στο επόμενο στενό. Αναφερόμαστε στα περίπτερα-ψιλικατζίδικα.
Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερα περίπτερα εξαφανίζονται, ενώ παράλληλα ξεφυτρώνουν συνεχώς αλυσίδες ψιλικατζίδικων. Αυτή είναι μια (απλουστευμένη) εμπειρική διαπίστωση που γίνεται εύκολα αντιληπτή αν περπατήσουμε στην καρδιά των μεγάλων αστικών κέντρων (ειδικότερα Αθήνας και Θεσσαλονίκης) ή αν απλώς ανατρέξουμε στις μνήμες που έχουμε από τις γειτονιές μας και τις συγκρίνουμε με το σήμερα.
Είναι κάτι τυχαίο αυτό; Είναι ένα αυτόνομο και αυτοτελές φαινόμενο; Ή, από την άλλη, αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου στόχου, μιας νέας συνθήκης που στήνεται πολυεπίπεδα;
Ένας εκ των στόχων του κειμένου, πέραν της περιγραφής του -spoiler alert- μετασχηματισμού γύρω από τα καταστήματα ψιλικών, είναι και η απόπειρα απάντησης των ερωτημάτων αυτών.
H διαχρονική σημασία των ψιλικών
Αρχικώς θεωρώ πως είναι σκόπιμο να ξεκαθαρίσω κάτι: στις περιγραφές μου στα περίπτερα και τα ψιλικατζίδικα αναφέρομαι στα βιώματα μου. Δεν αναφέρομαι δηλαδή, στα ψιλικατζίδικα ή μπακάλικα της γειτονιάς στα οποία μπορούσε κάποιος να αγοράσει τσιγάρα ή μπισκότα ανά τεμάχιο ή λειτουργούσαν και ως τηλεφωνικά κέντρα, υπό την έννοια πως μπορούσε να δεχτεί ένα τηλεφώνημα ή να πάρει τηλέφωνο κάποιος. Το ότι είχαν -και- αυτή την λειτουργία/χρησιμότητα τα περίπτερα και ακόμα περισσότερο τα ψιλικατζίδικα είναι αδιαμφισβήτητο, αλλά δεν είναι βιωμένο από από εμένα, οπότε θεωρώ περιττό να καταφύγω σε μια νοσταλγική αναδρομή επί του θέματος.
Για δεκαετίες τα μαγαζιά αυτά αποτελούσαν άλλωστε τον συνδετικό αρμό μεταξύ μικρών κοινοτήτων, υπήρξαν σημεία συνάντησης και έως κάποιο βαθμό τόσο «σχολεία» κοινωνικοποίησης, όσο και πολιτισμική αναφορά για διαφορετικές χρονικές περιόδους.[1] Ήταν με λίγα λόγια, οικεία καταστήματα και για μεγάλο αριθμό κόσμου όπως για παράδειγμα τους εσωτερικούς μετανάστες της εποχής της αντιπαροχής, μαζί με τα συνοικιακά καφενεία ή τις ταβέρνες με ονομασίες όπως ΡΟΥΜΕΛΗ ή ΤΟ ΑΙΤΩΛΙΚΟΝ, ήταν, πέρα από μια σύνδεση με το παρελθόν και το Εκεί, και ένας πυλώνας αφομοίωσης με το παρόν και το Εδώ.
Παράλληλα, αν και δεν είναι επίδικο αυτού του κειμένου, δεν μπορεί να παραβλεφθεί και το οικονομικό στοιχείο, καθώς τέτοιου ύφους και μικροκλίμακας μαγαζιά αποτέλεσαν -ίσως και τη μοναδική- εισοδηματική πηγή για χιλιάδες οικογένειες που μετανάστευσαν στα αστικά κέντρα, για αναπήρους πολέμου και για άλλες μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες.
Κατά την πάροδο των χρόνων και σε βάθος δεκαετιών παρατηρούμε πως ο «ρόλος» των πιο κοντινών μας μαγαζιών αλλάζει, γίνεται πιο σύνθετος, αλλά ταυτόχρονα παραμένει βαθιά λαϊκός και ανθρώπινος.
Ερχόμενοι στο πρόσφατο παρελθόν και πιο συγκεκριμένα στα παιδικά και εφηβικά χρόνια μας -την δεκαετία του 1990 και τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας-, διαπιστώσαμε σε μεγάλο βαθμό το ανθρώπινο πρόσημο και το αλληλέγγυο στίγμα τέτοιων μαγαζιών. Προφανώς ο χαρακτήρας των ψιλικών δεν γινόταν να μείνει αναλλοίωτος στο πέρασμα του χρόνου, ειδικότερα από τη στιγμή που οι γενιές που ακολούθησαν τα «αθώα χρόνια» των δεκαετιών του 1950 και 1960 για παράδειγμα, παρουσιάζουν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους.
Με βεβαιότητα ωστόσο υποστηρίζουμε πως οι περιπτεράδες με τους οποίους «συνδιαλέχθηκε» η γενιά μας διατήρησαν έως κάποιον βαθμό τα στοιχεία αυτά που θα τους έφερναν κοντά στον δικό μας ανθρωποτύπο, σε έναν ανθρωπότυπο δηλαδή που εναντιώνεται στην πλήρη αλλοίωση του από τα νεοφιλελεύθερα προτάγματα και συνεχίζει να έχει κοινωνικά αλληλέγγυα, ανθρωπιστικά και λαϊκά στοιχεία.[2]
Γιατί δεν μπορεί να μην θεωρηθεί σχέση εμπιστοσύνης αυτή που διατηρεί ο υποφαινόμενος συγγραφέας με την ψιλικατζού της γειτονιάς του όταν ακόμα και τώρα -όντας πια μεσήλικας- διατηρεί τεφτέρι.
Δεν μπορεί επίσης να θεωρηθεί μία ακόμη επιχείρηση το περίπτερο του χωριού στο οποίο έβρισκε κανείς πέραν των κλασικών και συνηθισμένων αγαθών και τοπικό κρασί. Ή -πάλι για το ίδιο περίπτερο- όταν αυτό λειτουργούσε ως σημείο στο οποίο μπορούσε κάποιος να αφήσει καρπούς, λαχανικά κ.λπ. και ο παραλήπτης του να περάσει αρκετές ώρες μετά από εκεί να τα πάρει. Και αν φαντάζουν τα παραπάνω μακρινά, τόσο από άποψη χρονική όσο και από χωρική, να διευκρινίσω πως μιλάμε για το πολύ πρόσφατο χθες αναφερόμενοι σε ψιλικατζίδικο στη Νεάπολη Εξαρχείων και σε περίπτερο στο Δίστομο.
Το να δέχομαι εν είδει δώρου-κεράσματος λοιπόν πορτοκάλια από το χωριό της κυρίας Αθηνάς το 2021 είναι για τον γράφοντα ένα ακόμα δείγμα της ανθρώπινης σχέσης που μπορεί να χτιστεί με αφετηρία ένα κατάστημα ψιλικών ή -αν το δούμε και πιο διευρυμένα- είναι η πραγμάτωση της αδιαμεσολάβητης, αυθεντικής και ουσιαστικής σχέσης ανάμεσα σε άτομα από την ίδια γειτονιά.
Το απρόσωπο σήμερα
Πλέον φαίνεται πως περνάμε -είναι προς συζήτηση το αν έχουμε ήδη περάσει και έως ποιο βαθμό- σε κάτι άλλο, σε μια -όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε- διαδικασία μετασχηματισμού των ψιλικών και όλων όσων τα συνόδευαν.
Σήμερα, τα περίπτερα των οποίων λήγουν οι άδειες, βγαίνουν σε δημοπρασία από τις τοπικές αρχές και τα περισσότερα μένουν αδιάθετα καθώς αφενός έχουν μικρό περιθώριο κέρδους και αφετέρου είναι δύσκολο και απαιτητικό να κρατηθεί ένα τέτοιο μαγαζί: απαιτείται πολύ πρωινό ξύπνημα, χρειάζονται 3-4 άτομα σε βάρδιες κ.λπ. Με όρους αγοράς, είναι ασύμφορο. Αυτός είναι ο βασικότερος λόγος του μαρασμού των περιπτέρων, της αισθητής μείωσης του αριθμού τους και της εν γένει απαξίωσης τους. Έτσι είναι πολύ πιο εύκολο για τον εκάστοτε δήμο να ξηλώσει ένα περίπτερο νεκρό, ένα κουτί που πιάνει δημόσιο χώρο και αποτελεί κίνδυνο για την υγεία.[3] Είναι για το καλό μας το ξήλωμά τους αφού. Σχεδόν αναίμακτα λοιπόν σβήνουν τα συνυφασμένα με την σύγχρονη πολιτισμική σφαίρα των πόλεων «κτήρια».
Το παρόν για τα περίπτερα φαντάζει να είναι μοιρασμένο σε λίγες επιλογές:
Ή μαρασμός και κλείσιμο ή, στη χειρότερη, μια σταθερή κακόγουστη διαφήμιση τσιγάρων ή στην ακόμα χειρότερη πωλητήριο σιγαρέτων ατμού.
Σταματάει όμως εκεί το φαινόμενο; Κατά την άποψη μας κατηγορηματικά όχι. Όπως ήδη αναφέραμε έχει πολυεπίπεδες διαστάσεις.
Ο μετασχηματισμός των ψιλικών είναι ριζικός, ορατός σε όλους και κάπως βίαιος τόσο ως προς την αισθητική, όσο και ως προς τις αναμνήσεις, εφόσον τις διαλύει. Ταυτόχρονα, πλήττει και την ίδια την έννοια της γειτονιάς καθώς αποστερεί, απαλείφει, αρκετά ανθρωπολογικά ή κοινωνιολογικά στοιχεία της πιάτσας που βρισκόταν μέσα σε αυτό (τεφτέρι, εχεμύθεια σε «πονηρές αγορές», όπως προφυλακτικά κ.λπ.). Το παραπάνω είναι για εμάς μια πολύ σημαντική και όχι αθώα εξέλιξη, μια αλλαγή στην οποία οφείλουμε να εστιάσουμε και σε δεύτερο επίπεδο, ει δυνατόν, να αποτρέψουμε.
Στις μέρες μας, αντί να συναντήσουμε, συνομιλήσουμε και συναναστραφούμε τον κύριο Κώστα, μπορούμε -και αρκετοί το κάνουν ήδη- να παραγγείλουν μέσω εφαρμογών τα τσιγάρα τους από την αλυσίδα ψιλικών και να τους έρθει η παραγγελία στο σπίτι. Ακόμα όμως και αν κάποιος αποφύγει την tracking διαδικασία του «τα πατατάκια σας βρίσκονται στο φανάρι Πανόρμου και Κηφισίας» και πάει μέχρι το κοντινότερο υπέρλαμπρο κατάστημα, θα εξυπηρετηθεί όχι από έναν άνθρωπο της γειτονιάς, αλλά συνήθως από έναν βασικώς αμειβόμενο υπάλληλο με ομοιόμορφη στολή και ασορτί καπέλο με το λογότυπο της εταιρείας πλαισιωμένο με ένα ταμπελάκι με το όνομα του στο πέτο -έτσι, για να μην είναι τάχα άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Το αν θα πληρώσει κάποιος με κάρτα ή μετρητά είναι ακόμα θέμα επιλογής, καθώς η (υπερ)δικτύωση και η επέκταση της τεχνολογίας ναι μεν έχουν προχωρήσει αρκετά, αλλά όχι τόσο για να επιβληθεί -τουλάχιστον για την ώρα- εκτός από την απρόσωπη συνδιαλλαγή και η ανέπαφη πληρωμή.
Η καταστατική αλλαγή γύρω από τα ψιλικά είναι εν εξελίξει και μάλλον οριστική: φεύγουμε από το μοντέλο της μικρής οικογενειακής επιχείρησης που παράλληλα ήταν ένας από τους σταθερούς παράγοντες της έννοιας «Γειτονιά» και πάμε -ολοταχώς- προς αλυσίδες ψιλικών τα οποία εκτός των άλλων συνηθισμένων εμπορεύονται -και αυτό είναι κάτι νέο και δείχνει τον επεκτατικό τους χαρακτήρα- και καφέδες ή/και τρόφιμα, ό,τι θες, όποια ώρα θες. [4]
Προφανώς, μερτικό ή μερίδιο της αγοράς (sic) που απώλεσαν οι μικρομεσαίοι, επιδιώκουν να καρπωθούν για τον εαυτό τους οι μεγαλομπακάληδες-ιδιοκτήτες super market, αλλά και οι γκουρού των νεοφυών επιχειρήσεων και «έξυπνων εφαρμογών». Η σκέψη αυτή μπορεί για μας να γίνεται κάπως αυτόματα όντας πια πονηρεμένοι, αποκτά όμως περαιτέρω σημασία ακριβώς γιατί υπάρχει και στα «συστημικά ΜΜΕ». Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι πως εάν είμαστε περιθωριακοί, πάει κι έρχεται να ασχοληθούμε με το θέμα. Όμως εν προκειμένω ο μετασχηματισμός των ψιλικών δεν είναι μια σκέψη προερχόμενη από την -στρατευμένη ας πούμε- οπτική μας, αλλά κάτι που (υπό άλλο μανδύα βέβαια) βλέπουμε να αναφέρεται -σχεδόν- παντού. Όπως πάντα δηλαδή.
Για παράδειγμα, στο εξώφυλλο του οικονομικού ένθετου του Θέματος (Business stories, 21.2.2021) αναφέρεται χαρακτηριστικά πως «Και νέοι παίχτες στην πίτα των 8 δισ. ευρώ της μικρής λιανικής». Ποιοι είναι όμως αυτοί οι νέοι παίχτες; Εκτός των πιο γνωστών αλυσίδων super market που μπαίνουν στο παιχνίδι για την πλούσια αν μη τι άλλο πίτα, το ρεπορτάζ μας ενημερώνει πως «Efood και Wolt θέλουν να κάνουν disrupt με την ανάπτυξη των δικών τους μίνι μάρκετ». Στο δισέλιδο ρεπορτάζ-προπομπό του μέλλοντος, περιγράφεται σε αδρές και εξευγενισμένες γραμμές το επενδυτικό πλάνο όλων των παραπάνω ομίλων για να κατακτήσουν-κλείσουν (σσ : αυτό δεν αναφέρεται στο ρεπορτάζ) το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς σου.
Ξέρουμε πως δεν χρειάζεται να υπεισέλθουμε σε λεπτομερείς περιγραφές του πλάνου αυτού καθώς είναι ορατό και βιώσιμο από όλους μας. Ξέρουμε πως η οπτική τους δεν εμπεριέχει ίχνος της δικής μας και πως η νεοφιλελευθεροποίηση είναι ξανά καμουφλαρισμένη με λέξεις όπως επενδύσεις, start up, smart app, ορθολογισμός κ.λπ. Ξέρουμε επίσης πως φαντάζει μη αναστρέψιμη η μετεξέλιξη των ψιλικών.[5] Δεν ξέρουμε όμως αν στην περίπτωση αυτή ταιριάζει πιο πολύ η έκφραση «όταν τσακώνονται τα βουβάλια την πληρώνουν τα βατράχια» ή το «δουλειά δεν είχε ο διάολος γαμούσε τα παιδιά του».
Για να κάνουμε τα πολλά λίγα -ή και τα λίγα, λιγότερα- θεωρούμε πως αφενός τα ψιλικατζίδικα βρίσκονται στο φάσμα του εξευγενισμού, αφετέρου πως η διαδικασία μετασχηματισμού τους εμπεριέχει πολυεπίπεδες μεταβολές –άρα και κινδύνους– για την κοινωνία, όπως ο εντονότερος παρεμβατικός ρόλος της τεχνολογίας στις ζωές μας, η αποξένωση μεταξύ γειτόνων, η περιστολή λαϊκών πρακτικών (τεφτέρι), η εξαφάνιση παραδοσιακών τόπων συνδιαλλαγής-κοινωνικοποίησης (περίπτερα, υπαίθριοι πάγκοι) κ.ά. Όλα τα παραπάνω δείχνουν πως πρακτικά -αργά ή γρήγορα- θα αλλάξει και το ανθρωπολογικό παράδειγμα των λιανεμπόρων, των ιδιοκτητών μικρομάγαζων, των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Γιατί τέτοιοι είναι -ή ήταν τέλος πάντων- οι ψιλικατζήδες και οι περιπτεράδες.
Όταν λοιπόν ως συντακτική ομάδα του περιοδικού Kaboom αφιερώσαμε μερικές σειρές στο editorial του 6ου τεύχους για τον Γιώργο Καρούτζο του «Οινομαγειρείου» έναντι της Θύρας 13 ως φόρο τιμής, το κάναμε ακριβώς γιατί πρέσβευε έναν ανθρωπολογικό τύπο λαϊκό, της πιάτσας και της γειτονιάς. Έναν ανθρωπολογικό τύπο που βρισκόταν κοντά μας και σίγουρα απειλείται από τις εξελίξεις σε διάφορους τομείς (οικονομικό, κοινωνικό, τεχνολογικό κ.ά).
Εκκινούμε την πολιτική μας θεώρηση και κλείνουμε το κείμενο αυτό υποστηρίζοντας πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μια απλή οικονομική διαδικασία, αλλά αντιθέτως μια ολιστική προσπάθεια διαμόρφωσης των ανθρώπων και των κοινωνιών υπό συγκεκριμένα πλαίσια. Θεωρούμε πως καταδείχθηκε επαρκώς στην ανάλυση μας, πως ο μετασχηματισμός των ψιλικατζίδικων, πέραν των οικονομικών αλλαγών έχει πολιτισμικές, πολιτικές, κοινωνικές και ανθρωπολογικές προεκτάσεις. Επομένως, οφείλουμε αφενός να εντάξουμε την ριζική αλλαγή γύρω από τα περίπτερα και ψιλικατζίδικα ως μία ακόμη πτυχή της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης, αφετέρου να εντάξουμε την κριτική μας σε αυτήν στο συνολικό πλαίσιο εναντίωσης μας στο νεοφιλελεύθερο πρόταγμα.
Περαιτέρω αναγνώσματα
- Κωνσταντίνα Δελημήτρου, Η Ψιλικατζού, IntroBooks, Αθήνα, 2007, σ. 230
- Νίκος Ποταμιάνος, Οι νοικοκυραίοι – Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880 –1925, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης, 2016, σ. 547
Το κείμενο του Θανάση Δημάκα επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο