Τεύχος #15 Το Δημογραφικό «Πρόβλημα»

«Ποιος Προσκυνάει το Δημογραφικό «Πρόβλημα» & Ποιος Φοβάται το Φύλο;» (ΙΙ Μέρος)

Το αφήγημα του δημογραφικού «προβλήματος» λειτουργεί ως κοινός παρονομαστής μιας παγκόσμιας λευκής και ετεροκανονικής κυριαρχίας που υποκρύπτει γενοκτονικές πρακτικές, στρατηγικές ελέγχου των σωμάτων και κατακερματισμό των κοινοτήτων.

Το αφήγημα του δημογραφικού «προβλήματος» λειτουργεί ως κοινός παρονομαστής μιας παγκόσμιας λευκής και ετεροκανονικής κυριαρχίας που υποκρύπτει γενοκτονικές πρακτικές, στρατηγικές ελέγχου των σωμάτων και κατακερματισμό των κοινοτήτων. Παρ’ όλη τη διαστρέβλωση και τον έλεγχο ωστόσο, οι αντιστάσεις που αναδύονται από τις κοινότητες των «περιθωρίων», των μεταναστών κάθε φύλου, των αναπήρων, των φεμινιστικών και LGBTQ κινημάτων, αποτελούν τις πραγματικές δυνάμεις ανατροπής και δημιουργίας ενός κόσμου όπου η ζωή, η επιθυμία και η ελευθερία δεν θα υπόκεινται στις δομές της βίας και της αποικιακότητας της εξουσίας (coloniality of power).

Η αποαποικιοποίηση, που έχει σαν σκοπό ν’ αλλάξει την τάξη του κόσμου, είναι, το βλέπουμε, ένα πρόγραμμα απόλυτης αταξίας. […] Η αποαποικιοποίηση είναι η συνάντηση δυό δυνάμεων από τη φύση τους ανταγωνιστικών, που η ιδιοτυπία τους έγκειται ακριβώς στο είδος της ουσίας, που ποτίζει και τρέφει την αποικιοκρατική κατάσταση. […] Και πραγματικά ο άποικος έχει δίκιο όταν λέει ότι «τούς» ξέρει. Γιατί ο άποικος είναι εκείνος που έφτιαξε και που εξακολουθεί να φτιάχνει τον αποικιοκρατούμενο. Ο άποικος αντλεί την αλήθεια του, δηλαδή, τ’ αγαθά του, από το αποικιοκρατικό σύστημα (σ. 10).

Το δημογραφικό πρόβλημα ως μεταπολεμική κατασκευή

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίζεται ένας παγκόσμιος λόγος περί δημογραφικού «προβλήματος»: Οι δυτικές δυνάμεις, οι ΗΠΑ και διεθνείς οργανισμοί (όπως ο ΟΗΕ και το Ίδρυμα Ροκφέλερ), διαμόρφωσαν την ιδέα ότι η ταχεία αύξηση του «Τρίτου» Κόσμου αποτελούσε απειλή για την παγκόσμια σταθερότητα, την οικονομική ανάπτυξη και την ειρήνη. Ειδικότερα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF) και η Παγκόσμια Τράπεζα, που ιδρύθηκαν το 1944 και το 1945 αντίστοιχα, άρχισαν να εντάσσουν τη δημογραφία των χωρών του Τρίτου Κόσμου στις αναλύσεις τους για την παγκόσμια οικονομική πρόοδο (σ.59), ενώ το 1947, στη Συνέλευση της Ουάσινγκτον, ανασυστάθηκε η Διεθνής Ένωση για την Επιστημονική Μελέτη του Πληθυσμού (IUSSP). 

Στην πραγματικότητα, το δημογραφικό «πρόβλημα» δεν είναι παρά μια έκφανση της αποικιοκρατικής μήτρας εξουσίας (colonial power matrix), μιας θεωρητικής έννοιας που αναπτύχθηκε από μελετητές όπως τον Περουβιανό κοινωνιολόγο Ανίμπαλ Κιχάνο (Aníbal Quijano), για να περιγραφεί το σύστημα εξουσίας που δημιουργήθηκε από τον ευρωπαϊκό αποικιοκρατισμό και συνεχίζει να διαμορφώνει τον σύγχρονο κόσμο. Αυτή η μήτρα εξουσίας βασίζεται σε μια σειρά διασυνδεδεμένων ιεραρχιών και δομών μιας αποικιοκρατικής μήτρας εξουσίας. Ένα σύστημα εξουσίας που δημιουργήθηκε με την έναρξη της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας τον 16ο αιώνα και συνεχίζει να λειτουργεί σήμερα. Δεν περιορίζεται μόνο στην πολιτική ή την οικονομική κυριαρχία, αλλά επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ύπαρξης, όπως οικονομία, εξουσία/θεσμοί, φύλο/σεξουαλικότητα και γνώση/υποκειμενικότητα, υποδηλώνοντας ότι αυτά τα πεδία λειτουργούν ταυτόχρονα και αλληλοενισχύονται. Για τον Κιχάνο ωστόσο, η φυλή δεν είναι ένα επιμέρους πεδίο, αλλά ο κεντρικός άξονας που διαπερνά όλα τα άλλα.

Έτσι, αν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πολλές αποικίες κέρδισαν την ανεξαρτησία τους, όπως επισημαίνει ο Κιχάνο, η αποικιακότητα της εξουσίας (coloniality of power) «είναι η κοινωνική ταξινόμηση του παγκόσμιου πληθυσμού γύρω από την ιδέα της φυλής, μια νοητική κατασκευή που εκφράζει τη βασική εμπειρία της αποικιακής κυριαρχίας και διαπερνά τις πιο σημαντικές διαστάσεις της παγκόσμιας εξουσίας, συμπεριλαμβανομένης της συγκεκριμένης λογικής της: του ευρωκεντρισμού, τοποθετώντας τις βορειοατλαντικές χώρες ως πρωτοπόρους και χαρακτηρίζοντας τις υπόλοιπες ως «υπανάπτυκτες».  

Η Ανάπτυξη είναι μια πολιτιστική, νοητική και ιστορική κατασκευή που στοχεύει στην εκδυτικοποίηση του κόσμου, τοποθετώντας στο κέντρο τις εμπειρίες και τη γνώση των καταπιεσμένων και φαντάζοντας Δυτικά μέλλοντα, ενώ η Μαρία Λουγκόνες (Marìa Lugones) στηριζόμενη στη θεωρία του Κιχάνο, αναδεικνύει ότι οι αποικιοκρατικές δομές επέβαλαν ένα δυαδικό σύστημα φύλου (άνδρας-γυναίκα) που αγνοούσε ή καταπίεζε τις πολυπολιτισμικές και μη δυαδικές έννοιες του φύλου που υπήρχαν σε πολλές αυτόχθονες κοινωνίες. Σε αυτό το πλαίσιο, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διεθνείς οργανισμοί (π.χ. Παγκόσμια Τράπεζα, UNFPA) χρηματοδοτούσαν προγράμματα γεννητικότητας στις «υποανάπτυκτες» χώρες για να ελέγξουν την αύξηση πληθυσμού από αυτόν τον «Τρίτο» Κόσμο, θεωρώντας την απειλή, όπως και το ίδιο το φύλο. 

Ο όρος του «Τρίτου Κόσμου» εισήχθη επίσημα το 1952 από τον Γάλλο δημογράφο και κοινωνιολόγο Αλφρέντ Σωβί (Alfred Sauvy) , με τον Τζον Ροκφέλερ τον Τρίτο  (John Rockefeller III) να συγκαλεί μια συνάντηση εμπειρογνωμόνων την ίδια χρονιά, η οποία οδήγησε στη δημιουργία του Συμβουλίου Πληθυσμού (Population Council) από την Εθνική Ακαδημία Επιστημών. Οι κύριοι στόχοι του Συμβουλίου ήταν η υποστήριξη της βιοϊατρικής έρευνας και η παροχή τεχνικής βοήθειας σε προγράμματα οικογενειακού προγραμματισμού.  Αυτά τα ζητήματα ήταν στενά συνδεδεμένα (σ. 59) με το γεγονός ότι τη δεκαετία του 1950, μεγάλα ποσά χρημάτων άρχισαν να ρέουν στα αμερικανικά πανεπιστήμια από το Ίδρυμα Φορντ, το Συμβούλιο Πληθυσμού και την οικογένεια Ροκφέλερ, ενώ όπως επισημαίνει ο Πολ Πρεθιάδο (Paul Preciado), οι Ηνωμένες Πολιτείες επένδυσαν περισσότερα χρήματα στην επιστημονική έρευνα για το φύλο και τη σεξουαλικότητα από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην ιστορία τη συγκεκριμένη περίοδο (σ.25). 

Την ίδια περίοδο, και πιο συγκεκριμένα στις 9 Φεβρουαρίου 1950, ο γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθι εκφωνεί μια ομιλία στο Γουίλινγκ της Δυτικής Βιρτζίνια, στην οποία ισχυρίζεται πως διαθέτει έναν κατάλογο με 205 γνωστά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος που εργάζονται στο αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών. Ο Μακάρθι πλαισιώνει τη σύγκρουση όχι απλώς ως πολιτική διαμάχη, αλλά ως βαθιά ηθική αντιπαράθεση ανάμεσα στον «κομμουνιστικό αθεϊσμό», τον χριστιανισμό και τη σεξουαλική διαστροφή. Ειδικότερα, ο Μακάρθι και άλλοι γερουσιαστές διατύπωναν θεωρίες που συνέδεαν τους κομμουνιστές με σεξουαλική «διαστροφή». 

Στο κλίμα αυτό, οι ομοφυλόφιλοι και οι λεσβίες αντιμετωπίστηκαν όχι απλώς ως «ανήθικοι», αλλά ως εν δυνάμει κομμουνιστές –άτομα που θεωρούνταν επιρρεπή στη χειραγώγηση, άρα επικίνδυνα. Το Υπουργείο Εξωτερικών τους ενέταξε στον κατάλογο των «ανατρεπτικών στοιχείων», δίπλα σε αναρχικούς/ές και κομμουνιστές/τριες. Οι συνέπειες ήταν τραγικές: 1.700 αιτήσεις για ομοσπονδιακές θέσεις απορρίφθηκαν, 4.380 στρατιώτες απολύθηκαν, και 420 δημόσιοι υπάλληλοι εκδιώχθηκαν από τις θέσεις τους απλώς και μόνο επειδή ήταν ύποπτοι/ες για ομοφυλοφιλία.[1] Εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, αυτό επανέφερε τη συζήτηση γύρω από το ευγονικό δίπολο «φύση-ανατροφή» (nature-nurture) και τη διαμόρφωση ενός νέου όντος με κοινωνική ηθική νοημοσύνη. Στο έργο του Hereditary Genius (1869), ο Γκάλτον (Galton) υποστήριξε ότι οι διανοητικές ικανότητες μεταδίδονται από γενιά σε γενιά και ότι η κληρονομικότητα παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο από το περιβάλλον στην πορεία ζωής ενός ανθρώπου. Μετά το πέρας του πολέμου, αυτό σήμαινε ότι η ευγονική (eugenics), η οποία υποστήριζε τη «καλλιέργεια» της ανθρώπινης φυλής μέσω της επιλεκτικής αναπαραγωγής, μπορούσε να προωθηθεί και μέσω της κοινωνικοποίησης, με στόχο την εκτροφή μιας τεχνητής και υπάκουης μάζας. 

Πάνω στο σχήμα «φύση-ανατροφή» θεμελιώνεται μια ολόκληρη κυβερνολογία της ανθρώπινης επιθυμίας, η οποία καλείται να καλουπωθεί στα δυτικά, λευκά πρότυπα. Έτσι μπορεί ο 33ος Πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Σ. Τρούμαν το 1947 να εξαγγέλει το δόγμα Τρούμαν,[2] παράλληλα όμως προτείνεται και το δόγμα του κοινωνικού φύλου, που φιλοδοξούσε να θέσει υπό έλεγχο την ανθρώπινη φύση μέσα από την παροχή επιστημονικής και τεχνικής βοήθειας με τη δημιουργία αναχωμάτων ενάντια του κομμουνισμού.

Τη δεκαετία του 1950, ο Αμερικανός κοινωνιολόγος (δομολειτουργιστής) Τάλκοτ Πάρσονς (Talcott Parsons) θα δει την κοινωνία ως ένα σύστημα όπου κάθε άτομο «μαθαίνει» ρόλους για να διατηρείται η ισορροπία και τάξη. Η ανισότητα δεν θεωρείται εγγενώς αρνητική, αλλά μια λειτουργική ανάγκη. Το 1955, ο Τζον Μάνεϊ (John Money), επηρεασμένος από τη θεωρία της κοινωνικοποίησης του Πάρσονς, επινόησε τον όρο «κοινωνικό φύλο» (μετάφραση του αγγλικού “gender”). Με αυτόν τον τρόπο, ο Money επιβεβαίωνε ότι είναι δυνατή η «αλλαγή» του φύλου οποιουδήποτε μωρού έως και 18 μηνών, μέσω χειρουργικών, ενδοκρινολογικών και πολιτισμικών τεχνικών. Συγκεκριμένα, μελετούσε επτά μεταβλητές του φύλου —το αποδιδόμενο φύλο, το γοναδικό φύλο, το χρωμοσωμικό φύλο, το ορμονικό φύλο, καθώς και την εξωτερική και εσωτερική μορφολογία των γεννητικών οργάνων και τις αναπαραγωγικές δομές— εφαρμόζοντας αυτή την προβληματική κυρίως σε ίντερσεξ βρέφη. Ο σκοπός ήταν η διασφάλιση ενός τεχνητού, σταθερού φύλου, ακριβώς μέσα από τον απόλυτο έλεγχο της επιστήμης στη βιολογία και στην «εκτροφή» ενός σταθερού κοινωνικού φύλου άρρεν-θήλυ.[3]

Σε αυτό το πλαίσιο, η Τζεμίνα Ρέπο (Jemina Repo) καταλήγει ότι, τη δεκαετία του 1950, το φύλο αναδύθηκε ως ένας μηχανισμός βιοεξουσίας. Σύμφωνα με την ίδια, το φύλο έγινε ένα εργαλείο που «σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή είχε την κύρια λειτουργία να ανταποκρίνεται σε μια επείγουσα ανάγκη», συγκεκριμένα την ανάγκη διατήρησης της κοινωνικής ηθικής και σεξουαλικής/έμφυλης/φυλετικής τάξης στη μεταπολεμική Αμερική. Σε αυτό το πλαίσιο, το σώμα δεν είναι παθητικό ζωντανό υλικό, αλλά μια τεχνοοργανική διεπαφή, ένα τεχνοζωντανό σύστημα που είναι τμηματοποιημένο και εδαφικοποιημένο από διαφορετικές (κειμενικές, επεξεργασίας δεδομένων, βιοχημικές) πολιτικές τεχνολογίες, όπως μάς θυμίζει ο Πωλ Πρεσιάδο. Εν ολίγοις, το κοινωνικό φύλο, πρακτικά, παράγει άτομα που όχι μόνο πλέον διαθέτουν «ανατομικά» το δυτικό φύλο, αλλά και μαθαίνουν πώς να «παίζουν» τον ρόλο του φύλου («άρρεν-θήλυ») σύμφωνα με όρους psychogender, εκπαιδευόμενα σε μια συγκεκριμένη δυτική και λευκή ηθική, κάτω από το βλέμμα του ειδικού. 

Αυτό οδηγεί σε πιο αποτελεσματικές μορφές κοινωνικού ελέγχου, καθώς το κοινωνικό φύλο επιτρέπει στα άτομα να αυτοκυβερνώνται μέσω της ανατροφής του φύλου. Έτσι μιλάμε και για μια μορφή θετικής ευγονικής, καλουπώματος της ζωής και της επιθυμίας στο κοινωνικό άρρεν-θήλυ.  Αν ωστόσο μια τεχνολογία φύλου μπορούσε από το 1955 να οριοθετεί αυτή την φυλετική-έμφυλη κάθαρση της ίδιας της επιθυμίας, οι τεχνολογίες υποκειμενοποίησης ελέγχου, γίνονται μέρος του σώματος: διαλύονται μέσα σε αυτό, μέσα και από το χάπι αντισύλληψης. 

Τη δεκαετία του 1950 ξεκινούν οι μεγάλες κλινικές δοκιμές του αντισυλληπτικού χαπιού. Αυτές οι δοκιμές αρχικά, διεξήχθησαν σε γυναίκες ψυχιατρικών ασθενών στο Worcester State Hospital και σε κρατούμενους άνδρες στην πολιτεία του Όρεγκον μεταξύ των ετών 1956 και 1957 (σ. 173). Ωστόσο, οι δοκιμές στο Worcester και στο Όρεγκον δεν ήταν αρκετές για να εξασφαλίσουν την έγκριση της FDA (Food and Drug Administration) για την εμπορία του χαπιού. 

Έτσι, η εταιρεία Searle ανέλαβε μια μεγάλη μελέτη που απαιτούσε η FDA, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Πουέρτο Ρίκο και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή Ρίο Πιέντρας, προάστιο του Σαν Χουάν. Έτσι, κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όπως σημειώνει ο Πρεθιάδο, το Πουέρτο Ρίκο θα γινόταν το μεγαλύτερο φαρμακευτικό δοκιμαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών. Το νησί ήταν το αόρατο εργοστάσιο πίσω από την έπαυλη του Playboy και τη λευκή απελευθερωμένη μεσοαστική Αμερικανίδα νοικοκυρά. Οι γυναίκες του Πουέρτο Ρίκο θεωρούνταν ιδανική ομάδα δοκιμής, καθώς χαρακτηρίζονταν ως φτωχές, αγράμματες και απειθάρχητες, παρόμοια με τα εργαστηριακά ζώα. 

Η λογική ήταν ότι αν αυτές οι γυναίκες μπορούσαν να ακολουθήσουν το πρόγραμμα λήψης του χαπιού, τότε το ίδιο θα μπορούσαν να κάνουν και οι λευκές φτωχές Αμερικανίδες —και, σε ό,τι αφορά τα καθ’ ημάς, οι λευκές Ελληνίδες— σε μια παγκόσμια προσπάθεια «εκκαθάρισης» των παραγκών του Τρίτου Κόσμου και «εκλογίκευσης», μέσω της φαρμακοβιομηχανίας του χαπιού (σ. 177).  Mε αυτόν τον τρόπο το χάπι γίνεται προσβάσιμο στις «μάζες» -εντός και εκτός της Δύσης. Το χάπι και η θεωρία των ορμονών που ενσωματώνει, παράγει μια άλλη μορφή μαζικής επικοινωνίας —μια προσπάθεια να εννοηθεί το σώμα ως ένα σύστημα βιοεπικοινωνίας (biocommunication) (σ.160), ελέγχου των «κατώτερων» στρωμάτων, φύλων, σεξουαλικοτήτων και φυλών. 

Αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με μια νέα κατανόηση της παραγωγής εξουσίας και υποκειμένου, αλλά και το πώς η επινόηση της κατηγορίας του κοινωνικού φύλου (gender) σήμανε την εμφάνιση και την εφαρμογή ενός νέου βιοπολιτικού καθεστώτος που προήλθε από τη βιοτεχνολογία και τις ιατρικές πρακτικές που αναπτύχθηκαν στις ΗΠΑ και έφτασαν σε εμπορικά αποκορύφωμα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όπως τα κονσερβοποιημένα τρόφιμα, οι υπολογιστές, οι πλαστικές καρέκλες, η πυρηνική ενέργεια, η τηλεόραση, οι πιστωτικές κάρτες, οι αναλώσιμες στυλογραφίδες, οι γραμμωτοί κωδικοί, τα φουσκωτά στρώματα και οι τηλεπικοινωνιακοί δορυφόροι, όπως καίρια επισημαίνει ο Πρεσιάδο (σ. 99), με στόχο τον έλεγχο της ανθρώπινης επιθυμίας. Και όλα αυτά σε μια περίοδο που το Συνέδριο του Μπαντούνγκ (1955) στην Ινδονησία έφερε κοντά 29 χώρες της Αφρικής και της Ασίας —πολλές από τις οποίες ήταν πρόσφατα ανεξάρτητες ή σε διαδικασία αποαποικιοποίησης, εκτός των αξόνων ΗΠΑ–ΕΣΣΔ, εισάγοντας ένα σημείο ρήξης στο μοντερνιστικό-αποικιακό αφήγημα.[4] 

Την ίδια περίοδο, από την άλλη, έχουμε τη Σφαγή του Φιλίπβιλ (Philippeville) τον Αύγουστο του 1955, κατά την οποία οι αλγερινές ανταρτικές δυνάμεις σκότωσαν 123 Γάλλους και οι Γάλλοι απάντησαν με την εκτέλεση χιλιάδων Αλγερινών, ενώ το το 1957 και μετά, η Association pour la formation de la jeunesse (AFJ, Εταιρεία για την Εκπαίδευση Νεολαίας) αναλαμβάνει εκατοντάδες Yaouleds (δηλαδή, παιδιά του δρόμου), στην Αλγερία και τα έστειλε στην ηπειρωτική Γαλλία.  Αυτές οι πρακτικές, που περιλαμβάνουν και τις Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής κυριαρχίας, με σκοπό ο «Τρίτος» Κόσμος να «βελτιωθεί» στις δυτικές αξίες μέσα από την κοινωνικοποίηση της ίδιας της επιθυμίας, σε ένα κοινωνικό «τρίτο» υπάκουο (κοινωνικό) κόσμο-γένος-φύλο

Τη δεκαετία του 1960 εξάλλου, όπως μάς θυμίζει ο Χρήστος Φιλιππίδης, ο Αμερικανός οικονομολόγος Γουόλτ Γουίτμαν Ρόστοου (Walt Whitman Rostow), δεινός αντικομμουνιστής (και στενά συνδεδεμένος με το Ινστιτούτο Ροκφέλερ), διατύπωσε την πιο γνωστή ίσως θεωρία περί εκσυγχρονισμού του «υπανάπτυκτου» κόσμου, έτσι όπως αυτή αναπτύχθηκε στο βιβλίο του The Stages of Economic Growth: A Non-Communist Manifesto (1960) (σ. 20). Σε αυτό προτείνει πέντε στάδια «ανάπτυξης» των κοινωνιών, με βάση τη δυτική ιστορική εμπειρία, αλλά και την ερμηνεία μιας φύσης που υποτίθεται εξελίσσεται γραμμικά, μέσα από οικουμενικά εξελικτικά στάδια που μπορούν να εφαρμοστούν στον «Τρίτο» Κόσμο. 

Την ίδια περίοδο και πιο συγκεκριμένα το 1960, εισέρχεται o όρος cybernetic organism (κοιν. cyborg) από τους Μάνφρεντ Ι. Κλάινς (Manfred E. Clynes) και Νέιθαν Σ. Κλάιν (Nathan S. Kline), πρoτείνοντας την ιδέα του ανθρώπινου οργανισμού με ενσωματωμένα τεχνολογικά μέσα που θα τον βοηθούσαν να προσαρμοστεί στο διάστημα. Αυτό σηματοδοτεί την πρώτη ολοκληρωμένη παρουσίαση της ιδέας ότι η ανθρώπινη συνείδηση και η οντότητα μπορούν να μεταφερθούν ή να ελεγχθούν μέσα από τεχνολογικά συστήματα, ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα εικονικής πραγματικότητας ή σε μηχανικές μορφές, αλλά και να προσαρμοστούν σε αφύσικα ή ελεγχόμενα περιβάλλοντα. Αυτό σηματοδοτεί μια αντίληψη της ζωής ως προγραμματιζόμενης τεχνικά. 

Kατά τη δεύτερη διάσκεψη για τον πληθυσμό που πραγματοποιήθηκε στο Βελιγράδι το 1965, οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ έδωσαν μια ομιλία για τον έλεγχο των γεννήσεων, που στοχεύει ρητά στον Τρίτο Κόσμο. Υποστήριξαν ότι η συνεχής αύξηση του πληθυσμού δημιουργεί μόνιμα προβλήματα και επαναστάσεις, οι οποίες αμφισβητούν την καθιερωμένη τάξη (σ. 59). Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα μόνο το 1967, το Κογκρέσο να διαθέσει απευθείας 35 εκατομμύρια δολάρια στην Αμερικανική Υπηρεσία για τη Διεθνή Ανάπτυξη για προγράμματα πληθυσμού, ενώ την ίδια περίοδο, τα νέα δημογραφικά περιοδικά, όπως τα Population Studies (1947), Demography (1964) και Population and Development Review (1975), χρηματοδοτούνταν από τους Rockefeller, Ford και το Population Council, συχνά με στόχο την προώθηση συγκεκριμένων αξιών και στρατηγικών (σ. 46), αλλά και της ίδιας της γνώσης, μέσω της εφαρμογής υποτιθέμενων αντικειμενικών δεδομένων. 

Από την άλλη, το Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Γονιμότητας του Πρίνστον (Princeton European Fertility Project), που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 υπό την καθοδήγηση του δημογράφου Άνσλεϊ Κόαλ (Ansley Coale) και στο οποίο ο Βαλαώρας συμμετείχε από την ελληνική πλευρά, υποτίθεται ότι ανέδειξε ότι η μείωση της γονιμότητας στην Ευρώπη συνέβη σε μια σχεδόν ταυτόχρονη βάση, παρά τις διαφορές στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες μεταξύ των χωρών και των περιοχών. 

Ωστόσο, τη δεκαετία του 1990, οι Τίμοθι Γ. Γκινάν (Timothy W. Guinnane), Μπ. Όκουν (B. Okun) και Τζ. Τράσελ (J. Trussell) αμφισβήτησαν την υποτιθέμενη «σχεδόν ταυτοχρονικότητα» των ευρωπαϊκών μειώσεων της γονιμότητας που αποκάλυψε το πρόγραμμα του Πρίνστον (σ. 30). Ακολούθως, οι Τζ. Σ. Μπράουν (J.C. Brown) και T. Γκινάν εξέφρασαν αμφιβολίες σχετικά με τις στατιστικές μεθοδολογίες του προγράμματος —μεθοδολογίες που είχαν ως αποτέλεσμα ομοιόμορφα συμπεράσματα, εν μέρει διότι, όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς, οι ίδιες εσφαλμένες μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν σε όλους τους υπομελετηθέντες τομείς, στο όνομα της ανάπτυξης. Η δε φεμινιστική κριτική του Παγκόσμιου Νότου την ίδια περίοδο, υπογραμμίζει ότι από τη δεκαετία του 1950, η έννοια της δημογραφικής μετάβασης έχει επικριθεί για την ψευδή καθολικότητά της, ενώ το Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Γονιμότητας του Πρίνστον απεικονίζει τις γυναίκες ως αναπαραγωγικούς πόρους σε εθνικό πλαίσιο ή στατιστικές οντότητες σε ποσοτικές αναλύσεις, αντί για ενεργούς και ενημερωμένους συμμετέχοντες. Στην πράξη, όμως, λειτουργεί ως ρυθμιστής του φυσιολογικού (μεταπολεμικού ευγονικού) φύλου μέσω αυστηρά ιατροτεχνικών ελέγχων της δυτικής τεχνολογίας και με πρότυπο ένα τεχνητό-κοινωνικό ολυμπιακό ιδεώδες.

Η περίπτωση της Πολωνής Ολυμπιονίκη Εύας Κλουμπουκόφσκα, η οποία αποκλείστηκε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968 και της αφαιρέθηκε το μετάλλιο του 1964, λόγω αποτυχίας στο τεστ Barr body —που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει το φύλο ενός ατόμου με βάση τα κύτταρα ΧΧ (θηλυκό) ή ΧΥ (αρσενικό), όπως είχε εισαχθεί από τη Διεθνή Ομοσπονδία Αθλητισμού (IAAF) ήδη από το 1966— μπορεί να αναλυθεί μέσα από αυτή τη λογική. Το τεστ, το οποίο ανίχνευε την παρουσία του χρωμοσώματος Χ, αποδείχθηκε ανακριβές, καθώς η Κλουμπουκόφσκα γέννησε ένα μωρό μετά τον αποκλεισμό της. Το ολυμπιακό ιδεώδες φαίνεται ότι αφορά αρτιμελή σώματα, σύμφωνα με τα φανταστικά ευγονικά, ευρωκεντρικά οράματα μιας οικουμενικής ανάπτυξης —μια «νόμιμη» έκφραση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης.

Ανάλογα, κατά την ίδια περίοδο, «​​αυτό σήμαινε ότι η στείρωση των Αφροαμερικανίδων στη Βόρεια Καρολίνα, αυξανόταν σταθερά μετά το 1954, ξεπερνώντας τον αριθμό των στειρώσεων λευκών Αμερικανών μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια» (σ. 60). Επιπλέον, το 1975, η Υπηρεσία Υγείας Ινδιάνων (IHS), μια ομοσπονδιακή υπηρεσία που εξυπηρετούσε τους Αμερικανούς Ινδιάνους, προχώρησε σε περίπου 25.000 στειρώσεις Αμερικανίδων Ινδιάνων (σ. 59). Ταυτόχρονα, στην Ινδία, κατά την περίοδο της Κατάστασης Έκτακτης Ανάγκης (1975–1977), υπό την πρωθυπουργία της Ίντιρα Γκάντι, και με την υποστήριξη των ΗΠΑ και διεθνών οργανώσεων, εφαρμόστηκε ένα πρόγραμμα ελέγχου πληθυσμού που περιλάμβανε υποχρεωτικές στειρώσεις, ιδιαίτερα ανδρών. Αυτό αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για τη μείωση του πληθυσμού, και λειτούργησε ως μια μορφή διαπλοκής και ελέγχου με παγκόσμιο αντίκτυπο. Ένα από τα πλέον σκοτεινά σημεία του προγράμματος μαζικής στείρωσης ήταν οι μέθοδοι εξαναγκασμού, ανάμεσά τους και η άρνηση βασικών κοινωνικών παροχών, όπως τροφή, στέγαση, ακόμα και πρόσβαση σε εκπαίδευση ή εργασία, για όσους αρνούνταν να υποβληθούν σε στείρωση. ​​Το ζήτημα της μαζικής στείρωσης στην Ινδία δεν μπορεί να αναλυθεί απλώς ως εσωτερικό πολιτικό λάθος ή αυταρχική υπερβολή, αλλά ως κομμάτι ενός διεθνούς, ρατσιστικοποιημένου, πατριαρχικού και ιμπεριαλιστικού σχεδίου που συνέδεσε τη γονιμότητα φτωχών γυναικών (και ανδρών) με την παγκόσμια ασφάλεια.

Επιπλέον, το σκάνδαλο στο Νησί της Ρεϊνιόν το 1970, όπου γιατροί πραγματοποίησαν χιλιάδες αμβλώσεις χωρίς τη συγκατάθεση των γυναικών και εισέπραξαν αποζημιώσεις από την Κοινωνική Ασφάλιση, αναδεικνύει τη διαφορετική διαχείριση της Γαλλίας εκτός της Μητρόπολης, στα υπερπόντια τμήματά της (DOM). Δεν πρόκειται παρά για ένα κομμάτι μιας ευρύτερης διαχείρισης αυτού του δημογραφικού «προβλήματος». Την ίδια περίοδο, εφαρμόζονταν καταναγκαστικές στειρώσεις σε ίντερσεξ βρέφη, σε γυναίκες Ρομά (ενώ υπάρχουν ελάχιστες αναφορές -ακόμη και στις μέρες μας- στη γενοκτονία των Ρομά υπό το καθεστώς των Ναζί) και σε γυναίκες με αναπηρίες σε διάφορα κράτη της Ευρώπης -και όχι μόνο. Αυτές οι πρακτικές συνεχίστηκαν, και στην εποχή μας, σε διάφορα μέρη του κόσμου

Αφίσα που διαμαρτύρεται για την πρακτική της αναγκαστικής στείρωσης γυναικών φυλετικών μειονοτήτων. Δημιουργήθηκε για μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια τη δεκαετία του 1970.

 

Από την άλλη, το 1974 πραγματοποιήθηκε η Διεθνής Διάσκεψη για τον Πληθυσμό στο Βουκουρέστι, όπου οι εκπρόσωποι των δυτικών κυβερνήσεων (συμμετείχαν 135 χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα) υπερασπίστηκαν ξανά την άποψη ότι η γρήγορη αύξηση του πληθυσμού εμποδίζει την ανάπτυξη (σ. 60). Έτσι, αναφερόμενος στην «προκεχωρημένη βιολογική καχεξία» (σ. 368), ο Βαλαώρας το 1973 στο «δημογραφικόν πρόβλημα της Ελλάδος (Ο ανθρώπινος παράγων)», κατέληγε στην ανάγκη μιας «Εθνικής Δημογραφικής Πολιτικής», με δύο κύριους άξονες: την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία και το Πανεπιστημιακό Κέντρο Βιομετρικών και Δημογραφικών Ερευνών (σ. 376). Και είναι εν μέσω αυτής της ερμηνείας της αύξησης του πληθυσμού του «Τρίτου» Κόσμου που διαβάσαμε τη δεκαετία του 1990 «για τη δήθεν υπογεννητικότητα» των Ελληνίδων (βλ. εισαγωγή). Την ίδια περίοδο δε αρχίζουν και καταγράφονται ακόμη και καταγγελίες μιας σιωπηρής, μη επίσημης πολιτικής, ήτοι της πρακτικής περιορισμού των γεννήσεων μεταξύ των Αιθιόπων Εβραίων μεταναστριών στο Ισραήλ μέσω της καταναγκαστικής χρήσης που δέχθηκαν την ένεση Depo-Provera, χωρίς να έχει υπάρξει μέχρι σήμερα επίσημη παραδοχή ή ανάληψη ευθύνης. Οι καταγγελίες δείχνουν ένα βαθύ πρόβλημα διακρίσεων και καταπάτησης δικαιωμάτων, ενώ όλες οι περιπτώσεις που εξετάστηκαν —από τις μαζικές στειρώσεις στην Ινδία την περίοδο της Κατάστασης Έκτακτης Ανάγκης, τις επεμβάσεις χωρίς συγκατάθεση στη Ρεϊνιόν, τις στοχευμένες παρεμβάσεις σε Αφροαμερικανές και Ινδιάνες γυναίκες στις ΗΠΑ, μέχρι τις καταγγελίες για τις Αιθίοπες Εβραίες στο Ισραήλ— συγκλίνουν σε ένα σαφές μοτίβο: ο έλεγχος της αναπαραγωγής χρησιμοποιήθηκε ως μηχανισμός εξουσίας πάνω σε συγκεκριμένους πληθυσμούς, φυλετικά, ταξικά, εθνοτικά, γεωπολιτικά ή σωματικά «στοχοποιημένους» ως πλεονάζοντα. Πέρα όμως από τον πολιτικό καταναγκασμό, αυτός ο έλεγχος λειτούργησε και ως μηχανισμός γνώσης: μια κανονιστική βιοπολιτική τεχνογνωσία που αντλεί νομιμοποίηση από την επίκληση μιας «σταθερής φύσης» των πληθυσμών του Τρίτου Κόσμου —μιας φύσης που η τεχνολογία, η επιστήμη και η εξουσία του Βορρά καλούνται να διαχειριστούν, να τιθασεύσουν και να αναμορφώσουν.

H μεταδομιστική και από-αποικιοκρατική φεμινιστική σκέψη αποδομεί το βιολογικό αφήγημα περί μιας σταθερής φύσης, καθώς και το ιδεολόγημα του «υπερπληθυσμού», γι’ αυτό και ενοχλεί. Μια και αναδεικνύει πώς η ίδια η έννοια της βιολογίας αποτελεί μια κατασκευή της δυτικής, λευκής σκέψης, που επιβάλλεται στο αποικιοκρατικό, πατριαρχικό και ευγονικό αφήγημα του κοινωνικού φύλου πάνω στο «τρίτο» γένος, φύλο, φυλή, σεξουαλικότητα, ηλικία, αλήθεια και επιθυμία αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιάθεσης. Ενοχλούν επίσης και τα ίδια τα σώματα και επιθυμίες που τολμούν να καταργήσουν την αποικιοκρατική-πατριαρχική-ευγονική εξουσία του άρρεν-θήλυ και του απόλυτου ελέγχου προσδιορισμού του φύλου από το κράτος και τους ειδικούς της Δυτικής λευκής επιστήμης. 

Η παγκοσμιοποίηση, ωστόσο, του (ύστερου) φιλελευθερισμού μετά το 1980 και ιδιαίτερα με την εκλογή του Ρόναλντ Ρέιγκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και της Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία, καθώς και με την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του 1990, δεν προώθησε μόνο πολιτικές λιτότητας, απορρύθμισης και ιδιωτικοποίησης, αλλά και τη λογική μιας ηγεμονικής λευκότητας προς την εκσυγχρονισμένη και πολιτισμένη Ευρώπη.  

Το κίνημα της ευγονικής ανέκτησε δυναμική μέσω του βιβλίου του Μπεν Βάτενμπεργκ (Ben Wattenberg) το 1987, The Birth Dearth: What Happens When People in Free Countries Don’t Have Enough Babies? , στο οποίο ο Βάτενμπεργκ υποστήριξε: «Το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ότι δεν γεννιούνται αρκετά λευκά παιδιά. Αν δεν κάνουμε κάτι γι’ αυτό και το κάνουμε τώρα, οι λευκοί θα είναι μειοψηφία και δεν θα είμαστε πλέον μια χώρα των λευκών ανδρών.»  

Αυτό σημαίνει μια σειρά από νέες μορφές βίας, όπως η αιματηρή καταστολή των ιθαγενών της Αμαζονίας στο Περού από την κυβέρνηση του Άλαν Γκαρσία, η οποία επιχείρησε να επιβάλει νόμους που παραδίδουν την πατρογονική γη των ιθαγενών σε πολυεθνικές εταιρείες για εκμετάλλευση φυσικών πόρων, ενώ όπως δείχνει και το έγγραφο Bringing Them Home, με την αναφορά της Εθνικής Έρευνας για τον Διαχωρισμό των Αβορίγινων και των Παιδιών των Νήσων του Στενού Τόρες από τις Οικογένειές τους (1996), το δημογραφικό «πρόβλημα» δεν καταργεί τις αποικιοκρατικές αφηγήσεις για τους «παρακμιακούς» ή «μη παραγωγικούς» λαούς, αλλά επανακωδικοποιεί συνεχώς έναν λόγο του λευκού προνομίου -του να ορίζει τη ζωή του «Τρίτου» Κόσμου.

Σε αυτό το σταυροδρόμι, ο όρος DSD (Disorders of Sex Development – Διαταραχές της Ανάπτυξης Φύλου, ΔΑΦ) αντικατέστησε ιατρικά τον όρο «intersex» ή «hermaphroditism», μετά από συνέδριο ιατρών και ειδικών, συνιστώντας το 2006 μια ιατρική «αντεπίθεση» στο χειραφετικό κίνημα των intersex ατόμων. Ενώ προβαλλόταν ως προσπάθεια ακριβείας ή προστασίας, ο όρος στην ουσία επανέφερε αποικιοκρατικού τύπου έλεγχο στα σώματα, αλλά και την ίδια την επιθυμία που δεν είναι άλλη από το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό, μέσω της γλώσσας περί οικουμενικότητας. 

Αυτή την περίοδο εξάλλου έχουμε την αναβίωση της θεωρίας της πληθυσμιακής μετάβασης (Demographic Transition Theory – DTT).[5] Τη δεκαετία του 2010, η θεωρία της πληθυσμιακής μετάβασης χρησιμοποιήθηκε πιο τεχνοκρατικά από διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Ίδρυμα Γκέιτς, για να προβλέψει και να επηρεάσει δημογραφικές πολιτικές στον Παγκόσμιο Νότο. Παράλληλα, η θεωρία της πληθυσμιακής αντικατάστασης, όπως διατυπώθηκε από τον Ρενό Καμί (Renaud Camus) το 2011, στο The Great Replacement: Introduction to Global Replacism, υποστηρίζει ότι ο πληθυσμός των μεταναστών αντικαθιστά τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές κοινότητες και αξίες. 

Με αυτό το πλαίσιο, το 2013, η νέα διάγνωση της Δυσφορίας Φύλου (Gender Dysphoria – GD), στην πέμπτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM), μετονομάζει τις διαταραχές φύλου σε «Διαταραχές της Ανάπτυξης του Φύλου» (Disorders of Sex Development – DSD), ως μια ειδική κατηγορία της GD, επαναφέροντας ένα λόγο περί εξελικτικών σταδίων και οικουμενικότητας, αλλά και ελέγχου της Δυτικής επιστήμης στην ίδια την αλήθεια, με τη Δύση να παρουσιάζεται ως μια προσθετική για την έλλειψη σωμάτων, οργάνων, αλήθειας, εξέλιξης και μνήμης.

Την ίδια περίοδο, όπως μας θυμίζει το[6] Τζούντιθ Μπάτλερ (Judith Butler), το 2015, ο Πάπας Φραγκίσκος προειδοποίησε για τη σύγχρονη «θεωρία του φύλου», που σχεδιάζει σχέδια θανάτου, αφού παραμορφώνει το πρόσωπο του άνδρα και της γυναίκας, καταστρέφοντας τη δημιουργία. To Μπάτλερ υποστηρίζει ότι το «φύλο» έχει μετατραπεί σε ένα «φάντασμα» που συγκεντρώνει γύρω του, τους βαθύτερους φόβους. Σύμφωνα με το Μπάτλερ, αυτή η δαιμονοποίηση του φύλου είναι ουσιαστικά ένας τρόπος οργάνωσης του φόβου, σαν να πρόκειται για ένα «δαιμόνιο» που πρέπει να εξοβελιστεί από τη δημόσια σφαίρα για να διασωθεί το «κοινό καλό». Το Μπάτλερ ξεκινά με κριτική στο Βατικανό, εξετάζοντας έγγραφα του Πάπα Φραγκίσκου και κείμενα όπως το αμφιλεγόμενο Male and Female He Created Them (2019). Aν και αναγνωρίζει το πιο «ήπιο» ύφος του Πάπα Φραγκίσκου, επικρίνει την παρομοίωση της «ιδεολογίας φύλου» με τα πυρηνικά όπλα. Επιπλέον, το Μπάτλερ δείχνει πώς η έννοια της «ιδεολογίας φύλου» διαμορφώνεται μέσα σε αποικιακά πλαίσια, με τους Δυτικούς θεσμούς να κατηγορούνται πώς επιβάλλουν τις αντιλήψεις τους για το φύλο στον Παγκόσμιο Νότο. Παράλληλα, το Μπάτλερ ιχνηλατεί πώς αυτό το φάντασμα διασχίζει κράτη και ιδεολογικά στρατόπεδα —από την ξενοφοβική πολιτική του Όρμπαν στην Ουγγαρία μέχρι τις τρανς-ιντερ-φοβικές TERF φεμινίστριες στο Ηνωμένο Βασίλειο—  καθώς η επιδίωξη είναι να διατηρηθεί η κοινωνική πειθαρχία και ο έλεγχος των αντιστάσεων. Το φύλο λειτουργεί εξ αρχής ως κομβικό σημείο ελέγχου της ανθρώπινης ανυπακοής, ενώ παράλληλα αναπαράγει —μέσα και από τη γενοκτονία της ίντερσεξ ζωής— ένα «ανθεκτικό φύλο» και αντίστοιχα έναν επιβιώσιμο ψυχισμό. Την ίδια περίοδο, εισάγεται και το λεγόμενο πρόγραμμα περί «ανθεκτικότητας» (resilience). 

 Το 2016, η Claudia Juech —CEO και Πρόεδρος του Cloudera Foundation— αναφέρθηκε στο πρόγραμμα που χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Ροκφέλερ και αφορούσε τη συγκέντρωση μιας ομάδας κορυφαίων στοχαστών, δημιουργών και ενεργών ατόμων από διάφορα μέρη του κόσμου για ένα μήνα, με στόχο να εξερευνήσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά ως μέσο αντιμετώπισης των αναγκών των πιο φτωχών και ευάλωτων του κόσμου, σε συνεργασία με τη μη κερδοσκοπική οργάνωση ideas42. Από την άλλη, το 2016, το Ινστιτούτο Παγκόσμιων Υποθέσεων (IGA) προσκάλεσε ειδικούς επιστήμονες από το LSE να υποβάλουν προτάσεις χρηματοδότησης για ερευνητικά έργα υπό την ευρεία θεματική «Ανθεκτικότητα», η οποία θα χρηματοδοτείται από το IGA-Rockefeller Research and Impact Fund. Η πρόσκληση ορίζει την «ανθεκτικότητα» ως «την ικανότητα ατόμων, κοινοτήτων και συστημάτων να επιβιώνουν, να προσαρμόζονται και να αναπτύσσονται απέναντι σε στρες και σοκ, καθώς και να μετασχηματίζονται όταν οι συνθήκες το απαιτούν». 

Και είναι ακριβώς με ζητούμενο την εκτροφή μιας ανθεκτικής «μάζας» στο όνομα της ομογενοποίησης, που εισέρχεται και η υποχρεωτική συνεπιμέλεια (2021) στην Ελλάδα και η οποία δεν έφερε, όπως παρατέθηκε λανθασμένα, την από κοινού επιμέλεια που ήταν ήδη θεσμοθετημένη στα ελληνικά δικαστήρια. Αντίθετα, ανακωδικοποιήθηκε η θέση του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης, κ. Κωνσταντίνου Τσιάρα, ο οποίος σε εκπομπή του ΑΝΤ1 στις 31 Ιανουαρίου 2020 είχε τονίσει ότι το προτεινόμενο νομοσχέδιο είχε ως κύριο στόχο το καλό του παιδιού, σημειώνοντας ότι σύμφωνα με επιστημονικά συμπεράσματα, τα παιδιά που μεγάλωσαν κυρίως με τις μητέρες τους μπορεί να εκδηλώσουν παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, 

Την ίδια περίοδο, ο όρος «Παγκόσμιος Νότος» (Global South), που είχε ήδη εισαχθεί από το 1969 από τον Αμερικανό πολιτικό οικονομολόγο και ακτιβιστή Carl Oglesby, αρχίζει να χρησιμοποιείται συστηματικά τη δεκαετία του 1980, αντικαθιστώντας παλαιότερους όρους όπως ο «Τρίτος Κόσμος» (Third World), οι «υπανάπτυκτες χώρες» (underdeveloped countries) ή ο «αναπτυσσόμενος κόσμος» (developing world), ως πατερναλιστικοί ή αποικιοκρατικοί. Ωστόσο, θεσμοί όπως το Institute Carnegie, επαναπροτείνουν στις μέρες μας όρους όπως «αναπτυσσόμενες χώρες», «χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος», ή «χώρες του Νότου», επαναφέροντας την ταξινόμηση και κυρίως τη δρομολόγηση μιας ηγεμονίας από τον Βορρά προς τον Νότο.

Ο χάρτης από τη Wikipedia

 

Από την άλλη, στις μέρες μας, η συζήτηση επικεντρώνεται στην έκταση και την επίμονη αναπαραγωγή της λευκής αποικιοκρατικής βίας μέσω του φύλου, τόσο σε φανερά όσο και σε αόρατα επίπεδα. Η απόφαση του Βρετανικού Ανώτατου Δικαστηρίου στη Σκωτία, που αποκλείει τις τρανς και ίντερσεξ γυναίκες[7] από τις ποσοστώσεις, ενώ συνεχίζονται οι καταναγκαστικές στειρώσεις σε ίντερσεξ βρέφη, αναδεικνύει πως το φύλο λειτουργεί ως εργαλείο αποικιοποίησης και κοινωνικής καταπίεσης, αναπαράγοντας διακριτές και ιεραρχικές δομές που διαμορφώνουν την έκφραση, την επιθυμία και την ταυτότητα, ενώ όσον αφορά την ελληνική πραγματικότητα ήδη από το 2023 έχουμε τη δημιουργία του Υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας για να δικαιολογήσει μέσω προγραμμάτων οικογενειακής πολιτικής την καταπίεση, την εκμετάλλευση, αλλά και τον αφανισμό συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων που δεν χωράνε σε τούτη τη δημογραφικά άρ(τ)ια κοινωνία, στο όνομα της συνοχής, με μητρόπολη το άρρεν-θήλυ. 

Γι’ αυτό, χρειαζόμαστε έναν απο-αποικιακό φεμινισμό, όπως μας προτείνει η Φρανσουάζ Βερζές Françoise Vergès (σ. 35), αλλά και, θα προσθέσω, —μέσα από τον τρανς-ιντερ-φεμινισμό— ότι χρειάζεται να συνδέσουμε μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων, όπως την πατριαρχία, το κράτος, το κεφάλαιο, την περιβαλλοντική δικαιοσύνη, τα δικαιώματα των μεταναστών και προσφύγων (όλων των φύλων), τις γυναικοκτονίες, το Ανθρωπόκαινο, το Κεφαλαιόκαινο (Capitalocene) και την ποινικοποίηση της αλληλεγγύης.  Αυτή η προσέγγιση δεν επιδιώκει απλώς να συνδέσει τα ζητήματα αυτά με έναν αφηρημένο τρόπο, αλλά να αναδείξει τις πραγματικές, ιστορικές και κοινωνικές συνδέσεις που τα ενώνουν. Δεν προτάσσει μια ιεραρχία μεταξύ των αγώνων ούτε τα υποτάσσει σε μια μονοδιάστατη λογική αποικιακότητας —όπως γίνεται συχνά στον λευκό φεμινισμό, που μοιράζει προνόμια με βασικό άξονα τις καθαρά βιολογικές οντότητες.

Η απο-αποικιοκρατική φεμινιστική σκέψη, ιδίως αυτή που προέρχεται από μαύρες και φεμινίστριες του Παγκόσμιου Νότου, έχει αναδείξει πώς οι όροι όπως «υπανάπτυκτος» ή «αναπτυσσόμενος» υπονοούν μια γραμμική και ευρωκεντρική αντίληψη της ανάπτυξης σε επίπεδο φύλου, φυλής, τάξης, ηλικίας, πολιτισμού. Αυτή η αντίληψη αγνοεί τις ιστορικές, πολιτιστικές και οικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μέσα από την αποικιοκρατία, όπως εξάλλου και της ίδιας της φύσης. Παράλληλα, αυτές οι φεμινίστριες τονίζουν την ανάγκη για μια ριζοσπαστική επανεκτίμηση των αξιών και των πρακτικών που προέρχονται από τον Παγκόσμιο Νότο προς τον Βορρά, προκειμένου να ανατραπεί η επιβεβλημένη γεωπολιτική και πολιτισμική ιεράρχηση.

Εν κατακλείδι, η  χρήση του όρου δημογραφικού «προβλήματος» και των ανάλογων πολιτικών δεν είναι απλώς η εκστρατεία του «ήθους του θριαμβευτικού καπιταλισμού», όπου, με ποικίλες μορφές, συγχωνεύονται ο Σμιθ, ο Μάλθους, ο Δαρβίνος, ο Κοντ και ο Σπένσερ —ήτοι το «laissez-faire», η «αρχή του πληθυσμού», η θεωρία της επιλογής και ο θετικιστικός, εξελικτιστικός ντετερμινισμός.  Αυτή η θεωρία, που εύλογα αποδίδεται στον Λούκατς ως «ψευδοβιολογική υπεράσπιση των ταξικών προνομίων» (σ. 75), και που εν μέσω της γενοκτονίας της Παλαιστίνης,[8] επαναφέρει έναν υποτιθέμενο οικουμενικό λόγο για τη διευθέτηση της (ανθρώπινης) φύσης και του Παγκόσμιου Νότου, θυμίζοντας μας εν τέλει, αυτό που πρόσφατα μάς θύμισε το Μπάτλερ, ότι δηλαδή «υπάρχουν δύο φύλα: οι φασίστες και οι αντιφασίστεςς» (“There are two genders: Fascists and Anti-Fascists”), αλλά και ότι αν το σύστημα βρυχάται είναι ακριβώς για τις αντιστάσεις του Παγκόσμιου Νότου.[9]  

Η μετατροπή της ζωής σε δεδομένα μπορεί και διασφαλίζεται μέσα από ταυτότητες όπως το φύλο, αλλά και τη συνεχή καταγραφή που επιτρέπει σε ένα φασιστικό καθεστώς αντίληψης, σύγκρισης και ομοιότητας οριζόντια μέτρα όχι πλέον ενός πανοπτικού, αλλά ενός τύπου εξουσίας οριζόντιου και διεσπαρμένου, όπως αυτό που προτείνει ο «Πύργος» του Έρβιν Κουντς  (βλ. κείμενο 1 στο αφιέρωμα).[10] Σε αυτό το καθεστώς, η πυκνή διακίνηση σωματικών υγρών, ιστών και οργάνων παίζει καθοριστικό ρόλο. Στο παρελθόν, αυτές οι βιολογικές ουσίες χρησιμοποιούνταν σε επιστημονικές απόπειρες παραγωγής «φύλου», με την εξαγωγή ορμονών από σφαγμένα ζώα για τη δημιουργία όρχεων ή ωοθηκών. Αυτή η ζωική βιομηχανία, ωστόσο, έχασε τη δεσπόζουσα θέση της, καθώς —όπως μας θυμίζει ο Πωλ Πρεσιάδο— τη θέση της κατέλαβαν οι ίδιες οι ανθρώπινες ορμόνες, τα φάρμακα, αλλά και το γονιδίωμα. Πλέον, η εξουσία ασκείται από απόσταση: μέσα από τη χορήγηση ενός αντισυλληπτικού χαπιού, από την κατανάλωση τεστοστερόνης, ή ακόμη και από την κωδικοποίηση του ίδιου του DNA (βλ. Κείμενο 8). Όλα αυτά εντάσσονται σε μια συνολική βιοπολιτική στρατηγική, με τελικό στόχο την «εκτροφή» ενός ελεγχόμενου κόσμου, όπου τα σώματα και οι επιθυμίες υπόκεινται σε διαχείριση σαν πληροφορίες, ρυθμίζονται σαν υλικό και επιτηρούνται σαν δεδομένα.

Από το προσωπικό αρχείο του Ανδρέα Ζακαλκά

 

Ο ψηφιακός πόλεμος δεν είναι μόνο μια αναλογία για την ανταγωνιστική φύση της ψηφιακής εποχής, αλλά και μια πραγματική μορφή σύγκρουσης, όπου τα δεδομένα, οι πληροφορίες και οι τεχνολογίες γίνονται το πεδίο μάχης, διασφαλίζοντας μέσω της συλλογής και ανάλυσης δεδομένων, καθώς και μέσω της διαχείρισης του δημογραφικού προβλήματος την φυλετική/έμφυλη καθαρότητα της Δύσης. Ο Πύργος του Κουντζ αντιπροσωπεύει τη μορφή εξουσίας, που βασίζεται σε αποκεντρωμένους και δικτυωμένους μηχανισμούς, και οδηγεί σε έναν ψηφιακό πόλεμο που επηρεάζει τη φύση της σύγχρονης πολιτικής εξουσίας, αλλά και που μπορεί όπως και το φύλο να εφαρμοστεί από παντού, σε έναν κόσμο που για να υπάρξεις πρέπει να είσαι δυτικός, εντάσσοντας το σώμα σε έναν ατομικό γενετικό χάρτη —πηγή προηγμένης βιοπληροφορικής γνώσης και ελέγχου.

Harragas[11]

Η διαδρομή μετανάστευσης στη Μεσόγειο είναι γνωστή ως η «πιο θανατηφόρα στον κόσμο»: εκτιμάται ότι από το 2014 έχουν πνιγεί ή έχουν χαθεί πάνω από 20.000 άνθρωποι.  Το ḥarrāga, αραβική λέξη που σημαίνει «καίω» και μπορεί να αποδοθεί ως «αυτοί που καίνε». Από τη μια, δηλώνει άτομα που «καίνε» τις ταυτότητές τους για να αποφύγουν την επαναπροώθηση· από την άλλη, μεταφορικά, σημαίνει αυτούς που «καίνε τη θάλασσα», δηλαδή «καίνε τις γέφυρες τους» και ταυτίζεται με την απόρριψη των κοινωνικών και κρατικών δομών. Το ḥarrāga από την άλλη, «φέρνει τα γεγονότα των νεκρών και των ζωντανών μαζί» και «αμφισβητεί τι είναι απορριπτέο και ποιοι είναι αναλώσιμοι». 

Έτσι, κλείνοντας, μέσα από τη σύνδεση με τον πίνακα «Η Σχεδία της Μέδουσας» του Ζερικώ, με τον οποίο ξεκίνησε αυτό το αφιέρωμα, η σχεδία μπορεί να θεωρηθεί ως μεταφορά για τη Μεσόγειο: όχι, ωστόσο, ως μια θάλασσα-τάφος, μια υπαρξιακή οριακή κατάσταση ανάμεσα στην ορατότητα και την εξάλειψη, αλλά ως μια φρεγάτα Méduse που ναυάγησε εξαιτίας ενός ανίκανου κυβερνήτη διορισμένου για πολιτικούς λόγους, κουβαλώντας έναν «Τρίτο» κόσμο. Αντίθετα, η σχεδία μπορεί να γίνει αντιληπτή ως εκείνη που καταφέρνει να ανοίξει οδούς ενάντια της γενοκτονίας, ενάντια του κρατικού εγκλήματος στα Τέμπη, στην Πύλο, της γενοκτονίας στην Παλαιστίνη, καταβυθίζοντας τους αυστηρούς κανόνες των συστημάτων-συνόρων και βίζας, καθώς και του φασισμού ενός δημοκρατικού ιμπεριαλισμού/καπιταλισμού που προβάλλεται κάτω από το περίβλημα ενός δημογραφικού «προβλήματος». Αυτό το σύστημα διασφαλίζει έναν πόλεμο βιολογικής, φυλετικής, έμφυλης και μισαναπηρικής καθαρότητας, ενώ η σχεδία γίνεται σύμβολο της αντίστασης και της δυνατότητας να ξεπεραστούν αυτά τα απάνθρωπα όρια.

Για να κατανοήσουμε πλήρως την έννοια του δημογραφικού «προβλήματος», είναι απαραίτητο να δούμε πώς το παρελθόν και το παρόν είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Οι ιστορικές κληρονομιές της αποικιοκρατίας, της σκλαβιάς και της βίας δεν είναι απλώς γεγονότα του παρελθόντος, αλλά ζωντανές δυνάμεις που συνεχίζουν να διαμορφώνουν τις ζωές μας, τις κοινότητές μας και τις αντιστάσεις μας. Αυτές οι αντιστάσεις δεν είναι απομονωμένες, αλλά πολλαπλασιάζονται και ενισχύονται μέσα από τα μαθήματα του Παγκόσμιου Νότου και των σωμάτων που κινούνται έξω από τα όρια και στον δημόσιο χώρο. Όπως μας θυμίζει το σύνθημα ḥarrāga, αλλά και τα σώματα των ίντερσεξ, των τρανς και κάθε σώματος που διαφεύγει της ιμπεριαλιστικής κανονικότητας, υπάρχει ανάγκη για ρήξη με τον δημοκρατικό ιμπεριαλισμό/καπιταλισμό. 

Αυτή η ρήξη υπογραμμίζει την αντίσταση εκείνων που τολμούν να διαπεράσουν με τα ίδια τους τα σώματα και την επιθυμία τα απάνθρωπα όρια της συνεχούς γενοκτονίας του «Τρίτου» γένους, αλλά και της ιμπεριαλιστικής εξουσίας που χρησιμοποιεί τη βιολογία μέσω μηχανισμών όπως του δημογραφικού προβλήματος, του κοινωνικού φύλου, για να μετατρέπει συνεχώς τη ζωή σε ζώνες συγκρούσεων εντός και εκτός της Δύσης. Παράλληλα, αυτή η ρήξη αντικατοπτρίζει και τις δικές μας αντιστάσεις, που εκδηλώνονται έξω και στον δημόσιο χώρο, όπου οι συλλογικές πράξεις και η επιθυμία για ελευθερία διαμορφώνουν νέους χώρους αντίστασης και επανάστασης, ακόμη και μέσω του θανάτου, αλλά και μέσω του δικαιώματος στον αυτοπροσδιορισμό και στην αυτοδιάθεση των λαών.

 


Το κείμενο της Δήμητρας Τζανάκη επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Δήμητρα Τζανάκη

Η Δήμητρα Τζανάκη είναι ιστορικός (δρ. Ιστ. Παν. Οξφόρδης) και πολιτική επιστημόνισσα (μεταδιδακτορικό ΠΕΔΔ, ΕΚΠΑ). Διδάσκει στο Κριτικές Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕ.ΔΙ.ΒΙ.Μ., ΕΚΠΑ), ενώ στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων της, είναι η ιστορία και θεωρία του φύλου και της σεξουαλικότητας και το πώς αυτή συμπλέκεται με την επιστήμη και την βιοπολιτική, μέχρι τις μέρες μας, αναπαράγοντας ένα ευγονικό αφήγημα πολλαπλών Λόγων.

Secured By miniOrange