Από όσο μπορούμε να ξέρουμε όλοι οι πολιτισμοί ως τώρα είχαν κάποιας μορφής «πορνογραφία», αν και ως συστηματικό λογοτεχνικό είδος αυτή εμφανίζεται μαζί με την νεοτερικότητα, όπου μάλιστα υπήρξε όργανο πολιτικής διαμαρτυρίας κατά των «αρχαίων» καθεστώτων, των αριστοκρατών και των παπάδων (αυτή πρέπει να είναι η κατεξοχήν ανάγνωση του ντε Σαντ). Λίγο αργότερα άρχισε να κανονικοποιείται από την κρατική εξουσία: ο πρώτος νόμος περί ασέμνων είναι βικτωριανός, του 1857.
Ποτέ όμως δεν ήταν τόσο διαδεδομένη σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, τόσο μέινστριμ, μαζικά αναπαραγόμενη, άμεσα προσβάσιμη σε όλους και απενοχοποιημένη (αν σκεφτούμε τις σχέσεις του πρόεδρο των ΗΠΑ με αυτήν…), όσο είναι σήμερα. Για παράδειγμα, το pornhub, ένα από τα μεγαλύτερα σάιτ πορνογραφικού περιεχομένου, σύμφωνα με τις δικές του στατιστικές δέχτηκε 34 δις επισκέψεις το 2018, δηλαδή κατά μέσον όρο 92 εκατομμύρια επισκέψεις την ημέρα[1] – και μιλάμε για μόνο ένα σάιτ από τα πολλά. Πάνω από 12% του περιεχομένου που διατίθεται στο ιντερνετ είναι πορνογραφικό, ενώ 1 στις 5 αναζητήσεις που γίνονται σε κινητά είναι για πορνογραφικό περιεχόμενο.
Διάφορες εκτιμήσεις για τον τζίρο της πορνογραφίας υπάρχουν και κυμαίνονται από 10 δις $ μέχρι 95 δις $ ετησίως μόνο για την Αμερικανική αγορά. Μια συντηρητική επομένως εκτίμηση για 15 δις $, θα σήμαινε ότι μιλάμε για μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες που σχετίζονται με το θέαμα, μια βιομηχανία μεγαλύτερη από το Netflix ή ολόκληρο το Χόλιγουντ (που εκτιμάται στα «μόλις» 11 δις $ ετησίως). Και φυσικά αν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές ακόμα ανθούσες αγορές στον πλανήτη εκτός από την αμερικανική, καταλαβαίνουμε το μέγεθος του φαινομένου.
Μπορεί εύλογα να υποθέσει κανείς ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή κάτοικος του πλανήτη γη που έχει περάσει την εφηβεία και να μην έχει δει ποτέ στη ζωή του έστω ένα πορνογραφικό κλιπ, μια πορνογραφική αναπαράσταση. Πρόκειται μάλλον περί ιστορικής πρωτοτυπίας: δεν θα μπορούσε να υποθέσει κανείς το ίδιο για -ας πούμε- τον μεσαίωνα ή ακόμα-ακόμα την Ευρώπη του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Η πορνογραφία για καλό ή για κακό είναι πλέον ένας κατοχυρωμένος μηχανισμός παραγωγής σεξουαλικών –και επομένως ιδεολογικών– αναπαραστάσεων.
Δημόσιος και ιδιωτικός χώρος
Σε ένα βαθμό η τέτοια διάδοση είναι αποτέλεσμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης της δεκαετίας του 60 και της απενοχοποίησης του σώματος. Έτσι, εκτός από τις φιλότιμες προσπάθειες του Γουόρχολ να γυρίσει πορνό,[2] οι πρώτες ευρύτερα διαδεδομένες ταινίες πορνογραφίας ήταν το «πόρνο σικ» της δεκαετίας 70: το «Βαθύ λαρύγγι», το «Green doοr» έγιναν τόσο δημοφιλείς σε αστικά κοινά που οι τίτλοι τους έμειναν ως παροιμιώδεις εκφράσεις. Και γρήγορα μετά από αυτό, με τη διάδοση των νέων μέσων (βίντεο, dvd), η βιομηχανία απογειώθηκε.
Εδώ να σημειώσουμε έναν ίσως όχι τυχαίο παραλληλισμό: από τη μία τα τελευταία 40-50 χρόνια είχαμε όλο και περισσότερες τομές στο επίπεδο της ηθικής που προκλήθηκαν από τα «νέα κινήματα». Από την άλλη, η όλο και μεγαλύτερη διαθεσιμότητα πορνογραφίας σε ευρύτερα ακροατήρια μπορούσε να επιτευχθεί από την εξέλιξη της τεχνολογίας. Οι «ειδικοί» κινηματογράφοι γρήγορα αντικαστάθηκαν από το βίντεο της δεκαετίας 80, αυτό από τo dvd στα 90 και τέλος από το internet στα 2000. Σε κάθε ένα από αυτά τα άλματα, ο ρόλος της πορνογραφίας ήταν κομβικός για την ανάδειξη των νέων μέσων –κάτι που ίσως ξανασυμβεί στο επόμενο διάστημα με τις τεχνολογίες virtual reality, αν βέβαια αυτές δεν αποδειχθούν φούσκα.
Κάθε ένα από αυτά τα βήματα σήμαινε επίσης και το βάθεμα μιας αντίθεσης. Η όλο και μεγαλύτερη κοινωνική αποδοχή της πορνογραφίας και η διεύρυνση του καταναλωτικού της κοινού, συνοδεύονται από τη μείωση του πραγματικού χώρου της αγοράς, του φυσικού χώρου στον οποίο μπορεί να γίνεται το εμπόριο πορνογραφίας: από τον «ειδικό» κινηματογράφο μερικών εκατοντάδων θέσεων περνάμε στον ειδικά σημασμένο χώρο του βίντεο κλαμπ για να καταλήξουμε στην έσχατη ιδιωτικότητα του χώρου μπροστά στον υπολογιστή ή στο κινητό τηλέφωνο, που, αντίθετα από τον υπολογιστή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί παντού: η εξάπλωση του πορνογραφικού εμπορεύματος, η κοινωνικοποίησή του, συνοδεύεται από την όλο και μεγαλύτερη περιχαράκωση της κατανάλωσής του στον προσωπικό, ιδιωτικό χώρο (ακόμα και αν ο τελευταίος είναι μια δημόσια τουαλέτα).
Έχουμε έτσι την σταδιακή διάβρωση του δημόσιου από τον ιδιωτικό χώρο λόγω της εξάπλωσης της πορνογραφίας, τη σταδιακή κατάργηση των ορίων μεταξύ των δύο (που ούτως ή άλλως είναι πορώδη και δυσδιάκριτα), και κυρίως την διαρκή επανακανονικοποίηση και νομιμοποίηση του τι είναι αποδεκτό δημόσια και τι όχι – και μάλιστα κριτήριο είναι τα οικονομικά συμφέροντα ενός κλάδου της βιομηχανίας θεάματος.
Τέλος, παράλληλα με αυτήν την εμπορευματοποίηση της σεξουαλικότητας υπάρχει και η «σεξουαλικοποίηση» του εμπορεύματος: όλο και περισσότερο η διαφήμιση χρησιμοποιεί εικόνες που παλιότερα θα χαρακτηρίζονταν πορνογραφικές, προωθώντας τα εμπορεύματά της ως την ελλείπουσα επιθυμία (το αντικείμενο μικρό α του Λακάν), αυτό που δεν μπορεί να αποκτηθεί. Το («φετιχιστικό») εμπόρευμα συνδέεται με την γυναικεία, ως επί το πλείστον, σάρκα· η επιθυμία, η συμβολικά ρυθμισμένη επιθυμία, είναι μια πιεστικότατη βιολογική ανάγκη, τόσο ανελαστική όσο και η τροφή.
Υπάρχει μια παλιά αντίληψη της διαφήμισης ως «πλύσης εγκεφάλου» που, διεγείροντας ψευδείς επιθυμίες, βαθαίνει την υποδούλωσή μας στο κεφάλαιο και τον καταναλωτισμό. Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, η αποκάλυψη του ψεύδους, μια καταγγελτική παρέμβαση σε επίπεδο, για παράδειγμα, των ΜΜΕ που να επιδεικνύει το ψέμα είναι το πρώτο αναγκαίο βήμα για την απεξάρτηση από την κοινωνία του θεάματος. Δυστυχώς, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν παραπάνω, η ερμηνεία αυτή είναι λάθος, αφού δεν υφίσταται η απλοϊκή διχοτομία μεταξύ φυσικών αναγκών και ψευδών φανταστικών επιθυμιών.[3]
Και ο Μαρξ ίσως να μην διαφωνούσε: η δεύτερη κιόλας παράγραφος του Κεφαλαίου αρχίζει ως εξής: «Το εμπόρευμα είναι ένα εξωτερικό σε μας αντικείμενο, ένα πράγμα που με τις ιδιότητές του ικανοποιεί οποιοδήποτε είδος ανθρώπινες ανάγκες. Η φύση αυτών των αναγκών, αν για παράδειγμα προέρχονται από το στομάχι ή από τη φαντασία, δεν αλλάζει σε τίποτα την υπόθεση.»[4] Άρα, η απεξάρτηση από το κεφάλαιο και την χρήση που αυτό κάνει των επιθυμιών μας ίσως και να είναι μια αρκετά πιο δύσκολη δουλειά από την απλή καταγγελία και αποκάλυψη – και το ίδιο ισχύει και για την «απεξάρτηση» από την τσόντα.
Φεμινισμός, πολιτικές ταυτοτήτων και πορνογραφία
Οι θέσεις του φεμινιστικού κινήματος για την πορνογραφία διαμορφώθηκαν βασικά στον Αγγλοσαξωνικό χώρο τη δεκαετία του 80. Η βασική θέση του «δεύτερου κύματος» φεμινισμού ήταν ότι η πορνογραφία είναι μια καταπιεστική, πατριαρχική βιομηχανία της οποίας το μήνυμα είναι, όπως το έθεσε η MacKinnon, «πάρ’ την»· μήνυμα που μιλάει «κατευθείαν στο πέος, διαμέσου της στύσης και τελικά ξεσπάει πάνω στη γυναίκα στον πραγματικό κόσμο».[5] Ή αλλιώς, «η πορνογραφία είναι η θεωρία, ο βιασμός η πράξη» και επομένως πρέπει να απαγορευτεί.[6]
Μία από τις κυριότερες εκπροσώπους αυτής της γενιάς, η Gail Dines,[7] έχει «διορθώσει» κάπως τη θέση αυτή, βλέποντας ως σημαντικότερη συνέπεια την εμπορευματοποίηση της γυναίκας, την εκμετάλλευσή της για κέρδος εκ μέρους μιας βιομηχανίας η οποία, ας μην ξεχνάμε, λειτουργεί σε ένα καθεστώς βαθιά εμπεδωμένης πατριαρχίας όπου οι γυναίκες είναι η καταπιεσμένη “sex class” (σεξουαλική τάξη). Η όλο και περισσότερη βία στην πορνογραφία (πχ στο gonzo, ένα είδος ομαδικού βιασμού) είναι από τη μια καταστροφική για τις ίδιες τις εργαζόμενες-εκμεταλλευόμενες πρωταγωνίστριες (ο μέσος όρος αντοχής στο επάγγελμα είναι όντως περίπου 2 χρόνια) και από την άλλη αλλάζει προς το βιαιότερο την πρόσληψη των ανδρών-καταναλωτών για τη σεξουαλικότητα. Επιπρόσθετα, η τσόντα συνεισφέρει μέσω της «εκπαίδευσης» νέων γενιών αγοριών και κοριτσιών στη διαιώνιση αυτής ακριβώς της καπιταλιστικής πατριαρχίας: για τα κορίτσια σήμερα, σε μια εποχή από παντού ορατότητας λόγω των κοινωνικών μέσων, ισχύει ότι «ή θα είσαι γαμήσιμη [fuckable], ή θα είσαι αόρατη».
Είναι γεγονός ότι η διείσδυση της τσόντας στην καθημερινή ζωή, μια διαδικασία που συνέπεσε εν πολλοίς με την εποχή του νεοφιλελευθερισμού, είναι ένας από τις πολλούς μετασχηματισμούς των τελευταίων δεκαετιών, μετασχηματισμούς που έχουν να κάνουν με την εμπορευματοποίηση (και άρα και τη βίαιη και βαθιά διείσδυση των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας) σε αυτό που ονομάστηκε «ελεύθερος χρόνος». Το κυρίαρχο πορνογραφικό πρότυπο αντικειμενοποιεί και τεμαχίζει το γυναικείο σώμα προκειμένου να το σεξουαλικοποιήσει· εκμηχανίζει και τυποποιεί την πράξη του σεξ, προτιμώντας την ποσότητα και την επίδοση από την ποιότητα. Ποσοτικοποιεί το σεξ ως έναν τελικό σκοπό (το money shot, την αυνανιστική δηλαδή εκσπερμάτιση κατά προτίμηση στο πρόσωπο ή το στήθος της πρωταγωνίστριας). Ο τεμαχισμός του σώματος φτάνει σε βιομηχανικά επίπεδα με την διάδοση αυνανιστικών συσκευών (πχ τα Fleshlight™), τα οποία είναι αντίγραφα των πιο ενδιαφερόντων τμημάτων συγκεκριμένων σταρ. Για παράδειγμα, με μόνο 69.95 € μπορείτε να προμηθευτείτε ένα ανατομικά ακριβές αντίγραφο του αιδοίου ή του ορθού πολλών διάσημων πορνοστάρ (τα έξοδα αποστολής δεν περιλαμβάνονται).
Υπάρχει όμως μια σειρά από αδυναμίες σε αυτήν την προσέγγιση που υποστηρίζει ότι η πορνογραφία: α. είναι ηθικά λάθος, β. ότι είναι βία κατά των πρωταγωνιστριών και γ. ότι οδηγεί σε εν γένει βία κατά των γυναικών. Πρώτον, η ηθική είναι γενικά κοινωνική κατασκευή: η ηθικολογία είναι δουλειά της θρησκείας, όχι των κινημάτων. Δεύτερον η βία κατά των εργαζομένων δεν είναι προνόμιο της πορνογραφίας· μια βόλτα στο εργοστάσιο (ειδικά αν αυτό είναι στον τρίτο κόσμο) αρκεί για να το καταδείξει. Τέλος, η μηχανιστική εξίσωση απεικονιζόμενης και πραγματικής βίας (κατά των γυναικών κυρίως, αλλά όχι πάντα) αδυνατεί να εξηγήσει το (σχετικά μικρότερο από των αντρών αλλά πάντως) υπαρκτό ποσοστό γυναικών που παρακολουθούν πορνό. Τα όλο και πιο διαδεδομένα ερασιτεχνικά κλιπ πορνογραφίας από γυναίκες που τα νέα μέσα επιτρέπουν και η όλο και πιο διαδεδομένη γκέι πορνογραφία που δεν εντάσσεται στο κυρίαρχο ετεροκανονιστικό πλαίσιο, οπωσδήποτε αποδυναμώνουν τα μονολιθικά περί βίας κατά των γυναικών επιχειρήματα.
Φεμινιστικές πορνογραφίες;
Αλλά επίσης το κεντρικό επιχείρημα του «δεύτερου κύματος», η σύνδεση της τσόντας με την σεξουαλική βία δεν επιβεβαιώνεται εμπειρικά· τα στοιχεία δείχνουν ότι οι κοινωνίες που ανέχονται την πορνογραφία, άρα και την αύξηση της διάδοσής της, τείνουν να έχουν επίσης μια μικρή μεν, αλλά σταθερή και μακροπρόθεσμη μείωση της σεξουαλικής βίας κατά των γυναικών. Προφανώς και δεν είναι η αύξηση της πορνογραφίας που ευθύνεται για τη σχετική μείωση της βίας: η σταδιακή αύξηση της ανεκτικότητας ως προς την πρώτη, συμβαδίζει με την αύξηση και του κοινωνικού ελέγχου ως προς τη δεύτερη.[8] Αντίστροφα, η πορνογραφία, γενικά μιλώντας, απαγορεύεται αυστηρά σε χώρες με ιδιαίτερα νομιμοποιημένη την σεξουαλική βία.[9]
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν και μειοψηφικές περιπτώσεις που η πορνογραφία όντως συνδέεται με την βία: όπως λέει και ένας ερευνητής του θέματος, «Το πορνό είναι σαν το αλκοόλ: αυξάνει την επιθετικότητα σε λίγους ανθρώπους, όχι στους περισσότερους· τους περισσότερους τους ηρεμεί.»[10] Από την άλλη μεριά, υπάρχουν σοβαροί λόγοι να είναι κανείς επιφυλακτικός στην επιβολή λογοκρισίας –και όχι μόνο για λόγους καταρχήν αντίθεσης στην κρατική παρέμβαση εν γένει: ως προς το ζήτημα της λογοκρισίας ισχύει η Φουκωική θέση ότι οποιαδήποτε προσπάθεια (κρατικού) περιορισμού και καταστολής της πορνογραφίας (που πλέον είναι ο καθαυτόν σεξουαλικός Λόγος) θα οδηγούσε αναγκαστικά σε γιγάντωση, αυτονόμηση και περαιτέρω διάδοση και αναπαραγωγή του.[11]
Ένα άλλο ζήτημα είναι η σεμνότυφη στάση που συνδέεται με το αίτημα της απαγόρευσης. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε την καρναβαλική πλευρά της πορνογραφίας.[12]
Έτσι, αντιδρώντας στις ρωγμές και αντιφάσεις της αντι-πορνογραφικής στάσης των φεμινιστριών της δεκαετίας του 80, το τρίτο ή/και τέταρτο κύμα φεμινισμού άρχισαν να διαμορφώνουν φιλικότερες προς την τσόντα πολιτικές. Η χρήση του όρου “sex-positive feminist”, (θετικές προς το σεξ φεμινίστριες) εκ μέρους τους, ίσως θα πρέπει να βάλει σε υποψίες τον εξωτερικό παρατηρητή, αφού υπονοεί σαφώς ότι όσες αντιτίθενται στην πορνογραφία είναι συλλήβδην αρνητικά διακείμενες ως προς το σεξ εν γένει.
Δεν θα μπούμε σε λεπτομέρειες της τεράστιας, εξαιρετικά ανομοιογενούς και ενδιαφέρουσας βιβλιογραφίας·[13] επιχειρώντας να ερμηνεύσουμε (και με προφανή τον κίνδυνο η ερμηνεία αυτή να χαρακτηριστεί mansplaining[14]) το κοινό νήμα που συνδέει έστω και ως τάση τις προσεγγίσεις αυτές, θα ισχυριστούμε ότι αυτό είναι η ελευθερία επιλογής της γυναίκας ως (νεοφιλελεύθερου) υποκειμένου. Σε ένα υστερο-φεμινιστικό ή μεταφεμινιστικό περιβάλλον, που κεφαλαιοποιεί τα «κέρδη» της προηγούμενης γενιάς, μια νέα, ανεξάρτητη γυναίκα που έχει μια καλή δουλειά, έχει κερδίσει το δικαίωμα της επιλογής εμφάνισης, σεξουαλικότητας, διαμόρφωσης του εαυτού. Η απομάκρυνση από συλλογικές (πολιτικές-πολιτισμικές) ταυτότητες, η ατομικότητα, η οικονομική ανεξαρτησία, η ελευθερία εν τέλει είναι τα χαρακτηριστικά της.
Πρόκειται για τον φεμινισμό που απλοποίησε και εκλαΐκευσε το «Sex and the City», γυναίκες που έχουν δικαίωμα να εξερευνήσουν τη σεξουαλικότητά τους, να κατασκευάσουν οι ίδιες τον εαυτό – και ταυτόχρονα, να εξακολουθούν να φαντασιώνονται τον γάμο με τον «κύριο Σωστό», όντας επίσης βυθισμένες στην κουλτούρα του καταναλωτισμού (ειδικά αν πρόκειται για πολλαπλά φορτισμένα με φετιχιστικές συνδηλώσεις εμπορεύματα όπως τα παπούτσια). Είναι μια κοινωνική πραγματικότητα, όπου οι έννοιες της σεξουαλικής χειραφέτησης και της υποκειμενικότητας από τη μια και της ηδονιστικής ελευθεριότητας και κατανάλωσης από την άλλη, νοούνται αν όχι ως ταυτόσημες, τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις ως συμπληρωματικές και συν-εννοούμενες ως «ελευθερία επιλογής».
Η αντίρρηση στα παραπάνω έχει να κάνει με το γεγονός ότι η κυριαρχία του ατομικού αυτοπροσδιορισμού (σε αντίθεση με τον συλλογικό), η δυνατότητα του ατόμου (και όχι της τάξης, ή ακόμα και του έθνους) να διακηρύσσει τις ταυτοτικές του προτιμήσεις χωρίς να περιορίζεται από κανενός είδους περιορισμούς εκτός από την υποκειμενικότητά του, δεν σημαίνει κάποιου είδους πρόοδο ή ελευθερία πέρα από την ελευθερία να ξοδευτούν χρήματα, την ελευθερία της αγοράς, ένα προνόμιο των ανώτερων τάξεων.
Ο καπιταλισμός δεν έχει καταρχήν, a priori λόγο να διαχωρίζει τους ανθρώπους ανάλογα με το φύλο, τη φυλή, το χρώμα του δέρματος, το έθνος. Η πατριαρχία είναι μια διάκριση προκαπιταλιστική, την οποία με χαρά του χρησιμοποιεί ο καπιταλισμός, εφόσον, για παράδειγμα, του επιτρέπει να δίνει μικρότερο ημερομίσθιο στις γυναίκες (και τα παιδιά). Ο αστικός φεμινισμός που παλεύει για την ισότητα των αστών γυναικών με τους αστούς άντρες, που παλεύει μαζί με τη Χίλαρυ για το σπάσιμο του «γυάλινου ταβανιού», πολύ λίγο ενδιαφέρεται για την ισότητα όλων των γυναικών με όλους τους άντρες – κάτι που λογικά θα σήμαινε αναγκαστικά και την κατάργηση των ταξικών διαφορών, και που προφανώς δεν είναι ένα ζήτημα που τίθεται για συζήτηση από αυτά τα φεμινιστικά ρεύματα. Η αντίθεση των δύο ρευμάτων φεμινισμού δεν είναι καινούργια: «Για ποιόν λόγο επομένως, θα έπρεπε η εργάτρια να παλέψει για ενότητα με την αστή φεμινίστρια; Ποιες θα είχαν να κερδίσουν εάν μια τέτοια ενότητα γινόταν πραγματικότητα; Σίγουρα όχι οι εργάτριες.»[15]
Πορνογραφικές πολιτικές, επιτήρηση, επιθυμία
Η «πορνογραφικοποίηση» σταδιακά διαπερνά το κοινωνικό μέσο· γίνεται όμως ιδιαίτερα εμφανής σε δημοφιλείς πρακτικές των ΜΜΕ. Ένα παράδειγμα, το βλέμμα του θεατή ενός ριάλιτι, βλέμμα που (υποτίθεται) βρίσκεται στο πανοπτικό σημείο (η πραγματικότητα είναι ακριβώς η αντίστροφη), ερωτικοποιεί την επιτήρηση: ο ηδονοβλεψίας-θεατής αναζητά κάτι που δεν πρόκειται να βρει, καταναλώνοντας διαρκώς ένα θέαμα που συνίσταται στην αυτο-αποκάλυψη και εκμυστήρευση των παικτών, οι προσωπικές στιγμές και οι τετριμμένες αντιδράσεις των οποίων μετατρέπονται μέσω της σκηνοθεσίας και του μοντάζ σε εμπορεύσιμο και κερδοφόρο θέαμα. Είναι ένα θέαμα που δεν αλλάζει ποτέ μέσα στη βαρετή επαναληψιμότητά του, αλλά συνεχίζει εντούτοις να καταναλώνεται ως αντικείμενο επιθυμίας από τον «παντοδύναμο» θεατή –όλη αυτή η περιγραφή ταιριάζει και στην τσόντα. Μπορούμε επίσης να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες στην τηλεόραση οφείλουν να είναι γυναίκες, με υπέρμετρο, τεχνητό τονισμό των «πρωταρχικών σημαινόντων» της έμφυλης διαφοράς, στήθος, γλουτούς, χείλη· ή την αύξηση της ορατότητας της πλαστικής χειρουργικής ως ζήτημα ελεύθερης επιλογής.
Αντίστροφα, οι τεχνολογίες επιτήρησης και χαρτογράφησης των χρηστών του ίντερνετ, πριν να χρησιμοποιηθούν ευρύτατα από το facebook και το google (τεχνολογίες που σε ένα βαθμό στηρίζονται στη διάδοση αντίστοιχων συμπεριφορών σεξουαλικοποίησης από τους χρήστες, παραδείγματος χάριν duckface, σέλφι με μαγιό, εφηβικό sexting), είχαν ήδη αναπτυχθεί και διαδοθεί από τα μεγάλα σάιτ πορνογραφικού περιεχομένου που τις χρησιμοποιούν για να κατηγοριοποιούν το περιεχόμενό τους με βάση τα γούστα των πελατών.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η τσόντα, όσο περνάει ο καιρός και κανονικοποιείται η ίδια από την «αγορά», κανονικοποιώντας με τη σειρά της σεξουαλικότητες, αντιμετωπίζεται όλο και λιγότερο ως κοινωνικό πρόβλημα και όλο και περισσότερο ως πολιτισμική πρακτική, ενταγμένη στην κανονικότητα.[16] Η βασική μακροπρόθεσμη τάση είναι η εμπέδωση της εμπορευματοποίησης του εαυτού, της ιδιωτικότητας: πρόκειται για τον τελευταίο χώρο είχε ως τώρα μείνει ανεκμετάλλευτος από την «ελεύθερη αγορά». Η σεξουαλικότητα είναι ο τελευταίος χώρος ο οποίος περιφράσσεται από το κεφάλαιο σε ένα είδος πρωταρχικής συσσώρευσης, μιας συσσώρευσης που ρυθμίζεται και επιτηρείται από την πορνογραφικοποίηση –στα πλαίσια της πατριαρχίας.
Η επικράτηση του «πορνογραφικοποιημένου» καταναλωτισμού, μια επικράτηση που βασίζεται ιστορικά στην ήττα των ευρύτερων απελευθερωτικών αιτημάτων του 20ού αιώνα, έχει τη βαθύτερη θεμελίωσή του στην πλαστικότητα, την φευγαλέα φύση, τη μετωνυμικότητα της επιθυμίας, όπως αυτή διαπλάθεται από τη διαχείριση του φαντασιακού και της υπόσχεσης της απόλαυσης (μιας απόλαυσης που αναγκαστικά ποτέ δεν θα έρθει) από την εξουσία.
Αν λοιπόν η αποδοχή της πορνογραφίας είναι υποταγή σε έναν θεμελιακά κρατικό Λόγο περί σεξουαλικότητας και επιθυμίας, η πάλη κατά της πορνογραφίας από μόνη της είναι ανεπαρκής (και, τουλάχιστον σε κάποιες πλευρές της, λάθος). Οι πορνογραφικές πολιτικές δεν πρόκειται να εκλείψουν αν το κίνημα παλέψει να τις απαγορέψει νομικά, το αντίθετο. Και αυτό επειδή όσο βαθαίνει ο ιδεολογικός και οικονομικός εναγκαλισμός της καπιταλιστικής συνθήκης πάνω στις καθημερινές ζωές των ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου, το αποτέλεσμα είναι η αναδιαμόρφωση, η «ανακαλωδίωση» της επιθυμίας στα κεφάλια των ανθρώπων. Παραφράζοντας το γνωστό (και ταλαιπωρημένο) γνωμικό του Μαρξ, η τσόντα είναι ο λυγμός του σεξουαλικά καταπιεσμένου πλάσματος, η τρυφερότητα ενός σκληρού κόσμου, η ηδονή μέσα σε ανηδονικές συνθήκες. Η πορνογραφία είναι η κοκαΐνη του λαού.
Ο δρόμος για να αλλάξουμε αυτή την κατάσταση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικός. Ο πόλεμος για την επανακατάκτηση της αγάπης και την επανα-κοινωνικοποίηση της οικειότητας συνδέεται άμεσα με τις διεκδικήσεις για έναν αξιοπρεπή μισθό και ελεύθερο χρόνο. Η ανακατάληψη της σεξουαλικότητας δεν μπορεί να διαμεσολαβηθεί από τη συμμετοχή στην βιομηχανία της πορνογραφίας (έστω και στα περιθώριά της) ούτε μπορεί να επιτευχθεί με την κρατική απαγόρευση. Γιατί το σεξ στο φιλμ (ή και άλλες μορφές σεξουαλικής εργασίας), μπορεί να ενδυναμώνει μερικές και να καταστρέφει άλλες, όπως ανάλογα μπορεί να συμβαίνει και με άλλες μορφές πώλησης εργατικής δύναμης (με τις ιδιαιτερότητες που φυσικά εμφανίζει κάθε χώρος). Η απελευθέρωση από τα δεσμά αυτής της σκλαβιάς όμως δεν είναι ζήτημα που μπορεί να επιτευχθεί δίνοντας μόνο μια μερική μάχη, αλλά παλεύοντας για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Επιμέλεια κειμένου: Στέλιος Χρονόπουλος
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο