Αν η σύγχρονη εθνικιστική ρητορική στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας προκαλεί σε πολλούς/ες θυμηδία για τα επιχειρήματα περί αρχαίας καταγωγής του μακεδονικού έθνους ή για την υιοθέτηση συμβόλων, μύθων και ηρώων που έχουν ήδη «καπαρώσει» άλλες εθνικές ιδεολογίες της περιοχής, θα έκανε ακόμα περισσότερο εντύπωση το γεγονός ότι τα ίδια σχεδόν επιχειρήματα έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από έλληνες και σέρβους εθνικιστές διανοούμενους και αξιωματούχους, προκειμένου να αποδείξουν τη συγγένεια Σλαβομακεδόνων και Ελλήνων ή, αντίστοιχα, Σέρβων. Μπορεί αυτές οι προσεγγίσεις εκ μέρους ελλήνων εθνικιστών να μην υιοθετήθηκαν ποτέ επίσημα από το ελληνικό κράτος, στην περίπτωση όμως της Σερβίας τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Η σερβική πολιτική στη Μακεδονία στον 19ο αιώνα
Οι εθνικές βλέψεις της Σερβίας διαμορφώθηκαν σταδιακά, όπως συνέβη και με τους υπόλοιπους βαλκανικούς εθνικισμούς, υπό την επιρροή τόσο της γαλλικής όσο και της γερμανικής, ρομαντικής αντίληψης για το έθνος αλλά και μέσα από τις ευρύτερες εξελίξεις στα Βαλκάνια και τις επιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Το πρόγραμμα για την επέκταση της Σερβίας («Načertanije») διατύπωσε αρχικά ο συντηρητικός πολιτικός Ιλίγια Γκαράσανιν το 1844, ταυτόχρονα δηλαδή με την ελληνική «Μεγάλη Ιδέα», με την οποία μοιραζόταν αρκετά κοινά, κυρίως την αντίληψη της ένταξης όλων των αλύτρωτων αδελφών στη μητέρα πατρίδα. Οι εθνολογικές και γεωγραφικές, ωστόσο παράμετροι του σερβικού εθνικισμού διέφεραν από τον ελληνικό, ως προς το ότι ο πρώτος είχε βλέψεις σε περιοχές όχι μονάχα οθωμανικές αλλά και αυστριακές, στις οποίες κατοικούσε ένας μεγάλος αριθμός Νοτιοσλάβων. Συνεπώς, η ιδέα της Μεγάλης Σερβίας διαπλέκονταν με τις απόψεις περί γιουγκοσλαβισμού, της ενοποίησης δηλαδή όλων των νοτιοσλαβικών εθνοτήτων. Για τους σέρβους εθνικιστές οι δύο προσεγγίσεις είχαν ως κοινό παρονομαστή τη σερβική υπεροχή και κυριαρχία.
Στο πλαίσιο αυτό η Μακεδονία δεν αποτελούσε πρωταρχικό μέλημα του σερβικού επεκτατικού προγράμματος. Η Načertanije ήταν προσανατολισμένη περισσότερο προς τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και προς την απόκτηση εξόδου στην Αδριατική. Οι βλέψεις προς το νότο, τη λεγόμενη «Παλιά Σερβία», συμπεριλάμβαναν το Κόσοβο, τη Ράσκα και βορειοδυτικά μακεδονικά εδάφη, χωρίς πάντως καθορισμένα όρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις συνομιλίες ανάμεσα στον Garašanin και τον διπλωμάτη και ακαδημαϊκό Μάρκο Ρενιέρη στην Κωνσταντινούπολη, την άνοιξη του 1861, για τη σύναψη ελληνοσερβικής συμμαχίας, το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας παραχωρήθηκε στη σφαίρα επιρροής της Ελλάδας. Ο προσανατολισμός αυτός, ωστόσο, θα άλλαζε σύντομα.
Καταρχήν, εξαιτίας της δημιουργίας της βουλγαρικής Εξαρχίας και της επακόλουθης διάδοσης της βουλγαρικής εθνικής προπαγάνδας στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, γεγονός που για ορισμένους σέρβους διανοούμενους και πολιτικούς απειλούσε να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων στην Βαλκανική. Και ακόμα περισσότερο στη συνέχεια, μετά το τέλος της Ανατολικής Κρίσης (1875–1878), που οδήγησε βέβαια στην ανεξαρτησία της Σερβίας, αλλά ταυτόχρονα σήμαινε την κατάληψη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία και την ίδρυση της αυτόνομης βουλγαρικής ηγεμονίας με την υποστήριξη της Ρωσίας. Η απώλεια της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της ρωσικής υποστήριξης έστρεψε αναγκαστικά το Βελιγράδι προς τη Βιέννη, η οποία ενθάρρυνε τη μετατόπιση των σερβικών βλέψεων προς το νότο. Έτσι, το σερβικό κράτος υποστήριξε και χρηματοδότησε προπαγανδιστικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες στο βόρειο κυρίως τμήμα της Μακεδονίας, επιχειρώντας παράλληλα τη συνεργασία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την Υψηλή Πύλη αλλά και το ελληνικό βασίλειο. Το 1886 ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο σύλλογος «Σερβομακεδόνων» και στο Βελιγράδι η Εταιρεία «Άγιος Σάββας» για την προώθηση της σερβικής εκπαίδευσης στη Μακεδονία. Στα επόμενα χρόνια ιδρύθηκαν σερβικά προξενεία στα Σκόπια, το Μοναστήρι και τη Θεσσαλονίκη, ενώ μετά την εξέγερση του Ίλιντεν, (1903) που οργανώθηκε από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), στάλθηκαν στα βιλαέτια Κοσόβου και Μοναστηρίου τα πρώτα σερβικά ένοπλα σώματα. Έτσι, μέχρι το 1908 οι Σέρβοι ανέπτυξαν τον δικό τους «Μακεδονικό Αγώνα» για την ενίσχυση της επιρροής τους στις περιοχές της βόρειας κυρίως Μακεδονίας και με αντιπάλους πρωτίστως την αλβανική και τη βουλγαρική ένοπλη, εκπαιδευτική και προπαγανδιστική δραστηριότητα.
Την περίοδο αυτή η σερβική προπαγάνδα επικεντρώθηκε σε –αμφιλεγόμενα– ιστορικά γλωσσολογικά και εθνολογικά επιχειρήματα, τα οποία πάντως καθόρισαν την εξέλιξη της «μακεδονικής» σερβικής πολιτικής μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα: την κληρονομιά της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας του Στέφανου Δουσάν, την καταγωγή των σύγχρονων κατοίκων της Μακεδονίας από τους αρχαίους Μακεδόνες, τα κοινά στοιχεία της σερβικής γλώσσας και των σλαβομακεδονικών διαλέκτων, την παρουσίαση των Σλαβομακεδόνων ως «μεταβατικού σταδίου» μεταξύ Σέρβων και Βουλγάρων. Τα επιχειρήματα αυτά βασίστηκαν σε έργα και μελέτες διανοουμένων, όπως οι Βουκ Στεφάνοβιτς Κάρατζιτς, Μίλος Μιλόγεβιτς, Στόγιαν Νοβάκοβιτς και Γιόβαν Τσβίγιτς. Η υποστήριξη ενός διακριτού «σλαβομακεδονισμού» από τα think tanks της Σερβίας της εποχής δεν συνδεόταν πάντως με τις αντίστοιχες προσπάθειες που εξέφραζε η ΕΜΕΟ και ιδιαίτερα η αριστερή της πτέρυγα. Αποτελούσε περισσότερο κίνηση τακτικής, προκειμένου να υπονομευθεί η βουλγαρική προπαγάνδα στη Μακεδονία και να γίνει περισσότερο ελκυστική η σερβική στον τοπικό πληθυσμό.
Η σερβική πολιτική στη Μακεδονία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους
Σε κάθε περίπτωση δεν ήταν η αποτελεσματικότητα της σερβικής προπαγάνδας, αλλά η δύναμη των σερβικών όπλων και η ελληνοσερβική συμμαχία κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων εκείνη που καθόρισε την επέκταση της Σερβίας στη Μακεδονία. Αν όμως η κατοχύρωση των εδαφών αυτών υπήρξε επιτυχής, η διοίκησή τους αποδείχθηκε πολύ πιο περίπλοκη υπόθεση.
Το Βελιγράδι αντιμετώπισε τα ίδια προβλήματα με την Αθήνα στη διοίκηση των «Νέων Χωρών», αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και σχεδόν αποκλειστικά με στρατιωτική λογική. Η κυβέρνηση δεν εφάρμοσε τους νόμους του κράτους στις μακεδονικές επαρχίες, δεν επέκτεινε τα πολιτικά δικαιώματα που ίσχυαν στην υπόλοιπη επικράτεια, και κυβερνούσε με διατάγματα. Η πολιτική αυτή, πέρα από τον εξόφθαλμα αυταρχικό χαρακτήρα της και την προφανή διάκριση εις βάρος των κατοίκων της Βόρειας Μακεδονίας και του Κοσόβου, εμπόδιζε την αντιμετώπιση των οξυμένων κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων της περιοχής, όπως ήταν το αγροτικό ζήτημα και η διανομή των τσιφλικιών, και, επιπλέον συντηρούσε την πολιτική επιρροή των στρατιωτικών.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η πλειοψηφία του πληθυσμού φάνηκε αδιάφορη, καχύποπτη ή εχθρική απέναντι στις νέες αρχές, γεγονός που επέτρεψε την επαναδραστηριοποίηση της βουλγαρικής προπαγάνδας. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η ΕΜΕΟ –που την εποχή εκείνη υποστήριζε σαφώς την προσάρτηση των μακεδονικών εδαφών στη Βουλγαρία– διεξήγαγε ανταρτοπόλεμο εναντίον των σερβικών στρατευμάτων. Μετά την κατάρρευση του σερβικού μετώπου, τον Οκτώβριο του 1915, ο βουλγαρικός στρατός κατέλαβε την περιοχή, επέβαλε τον στρατιωτικό νόμο, αντικατέστησε τις τοπικές αρχές, εκπαιδευτικούς και ιερείς και εκτόπισε Σέρβους και Έλληνες κατοίκους στο εσωτερικό της Βουλγαρίας.
Την ίδια περίοδο, ο σερβικός στρατός και η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας βρήκαν καταφύγιο στην ελληνική επικράτεια, με την υποστήριξη της Αντάντ. Η εξορία και η ξένη κατοχή της Σερβίας δεν απέτρεψαν τη σερβική προπαγανδιστική δραστηριότητα, αυτή τη φορά στην ελληνική Μακεδονία. Η παρουσία σερβικών στρατευμάτων στο Μακεδονικό Μέτωπο διευκόλυνε τη διεξαγωγή προπαγάνδας, ιδιαίτερα μεταξύ του σλαβομακεδονικού πληθυσμού: σε αρκετές περιπτώσεις στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι άλλαξαν τοπικούς προύχοντες και δασκάλους, εκδίωξαν την ελληνική χωροφυλακή και διαβεβαίωναν τους κατοίκους ότι τα χωριά τους θα παραχωρούνταν μεταπολεμικά στη Σερβία. Ωστόσο, μετά την επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία και την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο (1917), οι δραστηριότητες αυτές υποχώρησαν κατόπιν εντολών της σερβικής κυβέρνησης και της στρατιωτικής ηγεσίας.
Η γιουγκοσλαβική περίοδος
Μετά το τέλος του πολέμου, τα σερβικά μακεδονικά εδάφη εντάχθηκαν στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Ο σλαβομακεδονικός πληθυσμός δεν αναγνωρίσθηκε ως συστατική εθνότητα του νέου γιουγκοσλαβικού κράτους ούτε ως διακριτή μειονότητα, ενώ η περιοχή ονομάστηκε «Νότια Σερβία» (αργότερα Επαρχία του Βαρδάρη). Η κυβέρνηση εφάρμοσε, με περιορισμένη επιτυχία, πρόγραμμα εποικισμού των μακεδονικών εδαφών με Σέρβους από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και την Βοϊβοντίνα, εκδίωξε από τις θέσεις τους εκπαιδευτικούς και ιερείς που θεωρούσε φιλοβούλγαρους και προσπάθησε να καταστείλει τις φιλοβουλγαρικές κινήσεις.
Σύντομα η ΕΜΕΟ, που επανιδρύθηκε στη Σόφια το 1919, άρχισε και πάλι την ένοπλη δράση της στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Για την αντιμετώπισή της το Βελιγράδι αναγκάστηκε να διατηρεί μεγάλες στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις στην περιοχή. Στα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου, η ΕΜΕΟ διατηρούσε σημαντική πολιτική επιρροή στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Μάλιστα, η υποστήριξη από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ) του αιτήματος της μακεδονικής αυτονομίας (κατόπιν οδηγιών από την Κομιντέρν, η οποία θεωρούσε το γιουγκοσλαβικό κράτος κατασκευή της Αντάντ με αντισοβιετικό προσανατολισμό) οδήγησε σε εκλογική συνεργασία με την ΕΜΕΟ στις εκλογές του 1920, και χάρισε στο κόμμα την πρωτιά σε ψήφους στην περιοχή. Το 1923, όμως, η συνεργασία διακόπηκε εξαιτίας της συνέχισης της ένοπλης δράσης της ΕΜΕΟ και της ρήξης της με την Κομιντέρν. Η αδυναμία εξεύρεσης συμμάχων εντός της Γιουγκοσλαβίας και η κόπωση του τοπικού πληθυσμού από τη δράση των ανταρτικών σωμάτων περιόρισε σταδιακά την επιρροή της ΕΜΕΟ, ενισχύοντας αντίστροφα τις φιλοσερβικές τάσεις.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η κατοχή και η διάλυση της πρώτης Γιουγκοσλαβίας από τις δυνάμεις του Άξονα, επανέφεραν και πάλι στο προσκήνιο το Μακεδονικό Ζήτημα: Η βουλγαρική κατοχή στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία αντιμετωπίστηκε αρχικά ως απελευθέρωση από μεγάλο μέρος του πληθυσμού, και η ΕΜΕΟ συνεργάστηκε στενά με τις βουλγαρικές αρχές. Ωστόσο, το φιλοβουλγαρικό κλίμα άρχισε γρήγορα να υποχωρεί, εξαιτίας του συγκεντρωτισμού της Σόφιας, της μη ένταξης ντόπιων στη διοίκηση, της επιβολής της βουλγαρικής γλώσσας, των αυθαιρεσιών και της διαφθοράς των βούλγαρων υπαλλήλων, αλλά και της επισιτιστικής κρίσης. Τα δεδομένα αυτά άλλαξαν τους συσχετισμούς στην περιοχή, ενισχύοντας τις τάσεις αυτονόμησης από τη Σόφια. Καθοριστικό ρόλο βέβαια έπαιξε η ανάπτυξη του παρτιζάνικου Λαϊκού Μετώπου με επικεφαλής τον Τίτο, που αντικατέστησε την τοπική ηγεσία του ΚΚΓ (η οποία το 1941 είχε σπεύσει να ενταχθεί στο βουλγαρικό ΚΚ), αναγνώρισε την ισοτιμία του «μακεδονικού λαού» με τις υπόλοιπες γιουγκοσλαβικές εθνότητες και υποσχέθηκε τη δημιουργία μακεδονικού κράτους στο πλαίσιο της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. Η θέση αυτή σήμαινε την οριστική εγκατάλειψη του σερβικού μεγαλοϊδεατισμού και της πολιτικής ενσωμάτωσης των Σλαβομακεδόνων στο σερβικό έθνος, που εξακολουθούσε να υποστηρίζει το ανταγωνιστικό με τους παρτιζάνους στρατόπεδο των τσέτνικς του Ντράζα Μιχαήλοβιτς.
Έτσι, μετά την απελευθέρωση και την ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΛΔΜ), η νέα εξουσία στο Βελιγράδι μετέτρεψε το Μακεδονικό από εσωτερικό πρόβλημα της χώρας σε παράγοντα επιρροής στους Σλαβομακεδόνες της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, υποστηρίζοντας τις αλυτρωτικές διακηρύξεις της ΛΔΜ για ενοποίηση όλων των μακεδονικών εδαφών. Η επιθετική πολιτική αλυτρωτισμού δεν είχε πάντως μεγάλη διάρκεια, καθώς η ρήξη Τίτο-Στάλιν το 1948, η διακοπή των σχέσεων με τη Σόφια και η επαναπροσέγγιση με την Αθήνα, στην ουσία την ακύρωσε. Ούτως ή άλλως όμως ο ρόλος της ήταν κυρίως εσωτερικός, αφού συνέβαλε τόσο στη διαδικασία διαμόρφωσης του μακεδονισμού ως εθνικής ιδεολογίας όσο και στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους Σλαβομακεδόνες και το Βελιγράδι.
Αντί επιλόγου
Η εξέλιξη της σερβικής πολιτικής για τη Μακεδονία δεν υπήρξε γραμμική και ως ένα σημείο ετεροκαθορίστηκε από άλλες εξελίξεις και δυναμικές, κυρίως τον ρωσο-αυστριακό ανταγωνισμό στα Βαλκάνια και την ανάπτυξη του βουλγαρικού εθνικισμού. Κύριο μέλημα της πολιτικής αυτής για έναν περίπου αιώνα ήταν η αποτροπή της βουλγαρικής κυριαρχίας στην περιοχή και, με αυτήν την έννοια, η υποστήριξη του μακεδονισμού –με διαφορετικές εκδοχές– αποτέλεσε την αποτελεσματικότερη εναλλακτική λύση. Αυτό δεν σημαίνει ότι το σερβικό κράτος δεν επιχείρησε τον εκσερβισμό των Σλαβομακεδόνων, όταν του δόθηκε η δυνατότητα, αλλά αυτή η προσπάθεια απέτυχε παταγωδώς. Αυτό όμως που το Βελιγράδι σε βάθος χρόνου κατάφερε ήταν να αποτρέψει την ενσωμάτωση των Σλαβομακεδόνων στο βουλγαρικό έθνος και να διατηρήσει μία προνομιακή σχέση μαζί τους σε σύγκριση με τη Σόφια, τουλάχιστον μέχρι το 1991.
Για περαιτέρω διάβασμα
Κωστόπουλος, Τ., «Από το ζύγισμα των συνειδήσεων στη μέτρηση των κρανίων: παραλλαγές του ελληνικού εθνικού λόγου περί Σλαβομακεδόνων στη διάρκεια του 20ού αιώνα», στο Ε. Αβδελά κ.ά. (επιμ.), Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα. Προσλήψεις και χρήσεις στις επιστήμες, την πολιτική, τη λογοτεχνία και την ιστορία της τέχνης κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, ΠΕΚ, 2017.
Lampe, J. R., Yugoslavia as History. Twice there was a Country, Cambridge University Press, 1996.
Pettifer, J. (επιμ.), The New Macedonian Question, Palgrave, 1999.
Σφέτας, Σπ., Η διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας, Βάνιας, 2003.
Stavrianos, L., Τα Βαλκάνια από το 1453 και μετά (μτφρ. Ε. Δελιβάνη), Βάνιας, 2007.
Χασιώτης, Λ., Οι ελληνοσερβικές σχέσεις, 1913-1918. Διπλωματικές προτεραιότητες και πολιτικές αντιπαλότητες, Βάνιας, 2004.
Προσθέστε σχόλιο