Το βιβλίο «Στην Κόλαση των Δύο Πολέμων. Ευρώπη, 1914–1949» του Ίαν Κέρσοου (Ian Kershaw) εντάσσεται στην ολοένα και πιο διαδεδομένη πρακτική ενιαίας εξέτασης της περιόδου από τον Α´ έως και τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο στην ευρωπαϊκή ιστορία. Αυτή η ενιαία πραγμάτευση πηγάζει από τη θεώρηση της περιόδου αυτής ως ενός λίγο-πολύ συνεχούς «ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου». Η έννοια αυτή του διεθνούς «εμφυλίου πολέμου» ως διεθνούς σταυροφορίας εναντίον της Γαλλικής Επανάστασης ανάγεται στην αντεπαναστατική ρητορική του Έντμουντ Μπερκ (Edmund Burke) σε συνέχεια των θρησκευτικών πολέμων στην Ευρώπη, μόνο που στη θέση των αιρετικών βρίσκονται τώρα οι επαναστάτες (Losurdo 2006, 120–121). Στην αντεπαναστατική αυτή παράδοση εντάσσεται και το έργο που δημοσίευσε το 1987 ο Νόλτε (Nolte) με τον τίτλο «Ο ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος (1917–1945)» και τον εύγλωττο υπότιτλο «Εθνικοσοσιαλισμός και Μπολσεβικισμός». Το χρονικό όριο του 1917 εντοπίζει σαφώς την κινητήρια αρχή του ευρωπαϊκού εμφυλίου στην επανάσταση των Μπολσεβίκων και όχι στο σφαγείο του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η προέλευση της έννοιας του «ευρωπαϊκού εμφυλίου» δεν καθιστά απαγορευτική τη χρήση της ως ερμηνευτικού εργαλείου για την περίοδο 1914–1945 εφόσον δεν αποκρύπτει την πολλαπλότητα των αντιθέσεων εντός της (Losurdo 2006, 129). Μια πρόσφατη τέτοια μελέτη είναι και το βιβλίο του Έντσο Τραβέρσο (Enzo Traverso) Δια πυρός και σιδήρου. Περί του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου 1914–1945. O Τραβέρσο αναγνωρίζει τη χρησιμότητα της έννοιας του «ευρωπαϊκού εμφυλίου» ως ερμηνευτικού πλαισίου ενός ιστορικού κύκλου με τη μπροντελιανή έννοια:
«Η έννοια του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου δεν δηλώνει ούτε συμβάν ούτε αιωνόβια τάση, αλλά ακριβώς έναν κύκλο στον οποίο μια αλυσίδα καταστροφικών συμβάντων –κρίσεις, συγκρούσεις, πόλεμοι, επαναστάσεις– συμπυκνώνει μια ιστορική μεταβολή, της οποίας οι προϋποθέσεις είχαν συσσωρευτεί –στη μακρά διάρκεια– μέσα στον προηγούμενο αιώνα.» (Traverso 2013, 63)
O Κέρσοου επιλέγει μια άλλη εκδοχή χρονολόγησης, το διάστημα μεταξύ του 1914 και του 1949 και προεκτείνει έτσι προς τα μπρος την «κόλαση των δύο πολέμων». Δεν υπάρχει ωστόσο κάποια ισχυρή επιχειρηματολογία για την τοποθέτηση του τέλους του κύκλου το 1949. Άλλωστε το έργο αυτό είναι το πρώτο μέρος μιας διλογίας για την Ευρώπη του 20ού αιώνα. Ο συγγραφέας αναφέρει στην εισαγωγή του ότι προτίμησε να περιλάβει την περίοδο 1945–1949 στον πρώτο τόμο, γιατί τότε διαμορφώθηκε οριστικά η διαιρεμένη Ευρώπη που θα διατηρηθεί για τα επόμενα σαράντα χρόνια.
Ο Κέρσοου, συνεπής σε μια αγγλοσαξονική μέθοδο συγγραφής, δεν επιμένει ιδιαίτερα σε θεωρητικά ζητήματα αλλά προσπαθεί να δημιουργήσει μια ιστορία εύληπτη στον μέσο αναγνώστη πλαισιώνοντας τα μεγάλα γεγονότα με τις ευρύτερες εξελίξεις ανά την Ευρώπη, δίνοντας ενδιαφέροντα στοιχεία για χώρες που δεν ήταν στο επίκεντρο, από την Πορτογαλία ως τη Φινλανδία και από την Ιρλανδία ως την Ελλάδα.
Αυτή η πανοραμική άποψη προφανώς αφήνει χώρο για ανισότητες, στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως πετυχαίνει το σκοπό μιας ενδιαφέρουσας ιστορικής περιήγησης χωρίς –σε μια πρώτη ανάγνωση– οφθαλμοφανή σφάλματα που βρίσκονται σε κάθε εγχείρημα τέτοιου βεληνεκούς που στηρίζεται σε δευτερογενή βιβλιογραφία. Η απαρίθμηση των εξελίξεων σε μια σειρά χωρών δεν είναι για κάθε περίοδο το ίδιο επιτυχημένη και ορισμένες φορές δεν αποφεύγει μια στεγνή παράθεση στοιχείων.
Ένα άλλο στοιχείο της αφήγησης είναι η χρήση προσωπικών μαρτυριών, πρακτική χαρακτηριστική του αγγλοσαξονικού τρόπου συγγραφής που έχουν χρησιμοποιήσει αρκετά επίσης μεταξύ άλλων ο Μαρκ Μαζάουερ (Mark Mazower) και ο Ρίτσαρντ Έβανς (Richard Evans). O Κέρσοου κάνει χρήση μαρτυριών από μια ευρεία γκάμα πηγών αντικατοπτρίζοντας αντιλήψεις και προσδοκίες από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και δίνοντας ζωντάνια στην αφήγησή του.
Δεν είναι φυσικά εφικτή μια συνολική παρουσίαση και σχολιασμός του εκτεταμένου αυτού έργου που ξεπερνά τις 500 σελίδες στην ελληνική έκδοση. Ο Κέρσοου όπως είπαμε δεν επιμένει σε θεωρητικά ζητήματα και ως εκ τούτου μπορούμε να διαπιστώσουμε πως το έργο αυτό λειτουργεί ως μια ικανοποιητική σύνθεση των πρόσφατων ιστορικών ερευνών –στις περισσότερες περιπτώσεις– και όχι ως εισαγωγή σε κάποια καινοφανή προσέγγιση της εξεταζόμενης περιόδου. Γραμμένο περί το 2015, έχει την πολυτέλεια να εμφανίζεται πιο αποστασιοποιημένο και ψύχραιμο σε σύγκριση με τα έργα που γράφτηκαν στο κατώφλι του 20ού αιώνα, όπως Η σκοτεινή ήπειρος του Μαζάουερ (1998) που μπορεί να διαβαστεί ως απολογισμός κατίσχυσης του φιλελευθερισμού.
Το ισχυρό ατού του Κέρσοου είναι η βαθιά γνώση της γερμανικής ιστορίας, αποτέλεσμα της πολυετούς πρωτογενούς έρευνάς του, που άλλωστε τον καθιέρωσε παγκοσμίως ως τον σημαντικότερο ιστορικό-βιογράφο του Χίτλερ. Αυτή η ειδίκευση του συγγραφέα μαζί με μια εξίσου βαθιά γνώση της βρετανικής ιστορίας είναι οι δύο πυλώνες που δίνουν βάθος στην εξιστόρηση της ευρωπαϊκής περιδίνησης από την κόλαση του ενός «μεγάλου πολέμου» στον ακόμη μεγαλύτερο. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μια πειστική σύνδεση της πολιτικής ιστορίας με τις οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις τόσο στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος και των αποφάσεων που πάρθηκαν όσο και στο επίπεδο της ίδιας της κοινωνίας. Για να αναφέρουμε ένα μονάχα παράδειγμα, είναι πολύ ενδιαφέρουσα η παρουσίαση των επιπτώσεων της μεσοπολεμικής οικονομικής κρίσης στις κοινωνικές αντιλήψεις και την πολιτική δράση στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Δυστυχώς για τον συγγραφέα όσο και για τον αναγνώστη, δεν υπάρχει το ίδιο βάθος στην περίπτωση της σοβιετικής ιστορίας. Ως ιστορικός ο Κέρσοου νιώθει την ανάγκη να ευθυγραμμιστεί με την εμπεριστατωμένη πλέον απόρριψη της έννοιας του «ολοκληρωτισμού» και την άκριτη σύγκριση σοβιετικού κομμουνισμού με τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό ναζισμό. Στην ουσία όμως αυτή η ταύτιση επανέρχεται με άλλο όνομα: αντί των «ολοκληρωτικών καθεστώτων» έχουμε τη σύγκριση των «δυναμικών δικτατοριών». Μια αμήχανη κατηγοριοποίηση σε μια εποχή που η Ευρώπη έβριθε δικτατοριών της Δεξιάς. Δυστυχώς η παρουσίαση του σοβιετικού καθεστώτος φτάνει σε επίπεδα άλλων εποχών σοβιετολογίας όταν ο Στάλιν παρουσιάζεται ως παρανοϊκός που εκτελεί, εκτός των άλλων, τον … παπαγάλο του. Το εύλογο συμπέρασμα είναι ότι η παρουσίαση της Σοβιετικής Ένωσης ως ενός «κανονικού κράτους» όπως προτείνουν οι εξειδικευμένοι ιστορικοί –και τα αντίστοιχα ιστορικά έργα είναι πλέον ευάριθμα– θα αργήσει μάλλον ακόμα να βρει τη θέση της σε αντίστοιχες συνθέσεις. Είναι όμως ίσως και η τελευταία ψηφίδα –ή μάλλον πυλώνας– για μια πραγματικά άλλου επιπέδου ιστοριογραφία του ευρωπαϊκού 20ού αιώνα.
Σε ένα κεφάλαιο προς το τέλος του βιβλίου με τον τίτλο «αθόρυβες μεταβάσεις», ο Κέρσοου καταπιάνεται με τις μακρές τάσεις που συνέχισαν να λειτουργούν κάτω από την εκρηκτική επιφάνεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Η ευσύνοπτη πραγμάτευση της οικονομίας, της δημογραφίας, του ρόλου του πολέμου και των κοινωνικών επιπτώσεών του, του φύλου, της κοινωνικής κινητικότητας, του ρόλου του χριστιανισμού, των διανοουμένων και της μαζικής κουλτούρας λειτουργεί ως μια πολύτιμη αναπλαισίωση της εξιστόρησης και ανακεφαλαίωσή της.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, που λειτουργεί και ως εισαγωγή στον επόμενο τόμο, ο Κέρσοου αναφέρεται επιγραμματικά σε ορισμένες σταθερές μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ενδιαφέρον στις αναφορές αυτές έγκειται πως πλέον βρισκόμαστε σε μια φάση μεγαλύτερης ή μικρότερης αμφισβήτησης των σταθερών αυτών, όπως το τέλος των γερμανικών φιλοδοξιών ως πηγής ισχυρών γεωπολιτικών αναταραχών, η περιθωριοποίηση των βίαιων πολιτικών της άκρας Δεξιάς, η καθυπόταξη του εθνικισμού από τον εξαμερικανισμό και το Σιδηρούν Παραπέτασμα, ακόμα και η επίτευξη μεγαλύτερης εθνοτικής ομοιογένειας. Ελπίζουμε πως η εξέταση των ζητημάτων αυτών στον δεύτερο τόμο της ευρωπαϊκής ιστορίας του Κέρσοου θα φωτίσει περισσότερο τα φλέγοντα αυτά ζητήματα από την ιστορική τους σκοπιά.
Προσθέστε σχόλιο