Η μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας είναι συναφής για την εξέταση κρίσιμων φεμινιστικών ζητημάτων, συμπεριλαμβανόμενης της έμφυλης καταπίεσης, της κοινωνικής αναπαραγωγής, της σχέσης μεταξύ παραγωγικής και αναπαραγωγικής εργασίας και της σχέσης μεταξύ πληρωμένης και απλήρωτης εργασίας. Η Λιζ Βόγκελ επισημαίνει: «Ο Μαρξ, ο Ένγκελς και οι άμεσοι διάδοχοί τους συνέβαλαν στην κατανόηση της γυναικείας καταπίεσης περισσότερο απ’ όσο συνήθως αναγνωρίζει το σύγχρονο γυναικείο κίνημα».[1] Σε αντίθεση με υπεριστορικές προσεγγίσεις που τείνουν να διαχωρίζουν τη σχέση μεταξύ καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και έμφυλης καταπίεσης, παρουσιάζουμε εδώ διαφορετικές κατευθύνσεις της θεωρίας κοινωνικής αναπαραγωγής, που αναλύουν ειδικούς προσδιοριστικούς παράγοντες της έμφυλης καταπίεσης, παράγοντες που αλληλεπιδρούν με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Παρότι ο Μαρξ δεν αναλύει συστηματικά στα έργα του το ζήτημα της καταπίεσης, το εξηγητικό μεθοδολογικό του μοντέλο (κυρίως στο Κεφάλαιο και εν μέρει στα Grundrisse) είναι καθοριστικό για την ανάλυση της σχέσης μεταξύ εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Η κριτική των υπεριστορικών υποθέσεων της κλασικής πολιτικής οικονομίας από τον Μαρξ, ο ορισμός του της ιδιαιτερότητας των καπιταλιστικών κοινωνιών ως «γιγάντιων συλλογών εμπορευμάτων»[2] καθώς και η αναπαράσταση του συνόλου της κυκλοφορίας της καπιταλιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής, είναι κρίσιμα στοιχεία της θεωρίας κοινωνικής αναπαραγωγής. Με αφετηρία τις επιστημολογικές καινοτομίες του Μαρξ στο Κεφάλαιο, η θεωρία κοινωνικής αναπαραγωγής εστιάζει σε μια συγκεκριμένη όψη της σχέσης μεταξύ παραγωγικής και αναπαραγωγικής εργασίας, που, όπως έχει επισημάνει η Τίτι Μπατατσάρια, δεν έχει αναπτυχθεί ή αναλυθεί επαρκώς από τον Μαρξ.[3]
Σοσιαλιστικός φεμινισμός: πρώιμη θεωρία κοινωνικής αναπαραγωγής
Οι γυναίκες σοσιαλίστριες που συσπειρώθηκαν γύρω από τη Δεύτερη Διεθνή βάσισαν τα καθολικά αιτήματά τους σε κοινωνικο-οικονομικά θεμέλια, με πλήρη κατανόηση της σύνδεσης μεταξύ εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Σε αντίθεση με τον αστικής αντίληψης φεμινισμό της ίδιας εποχής που, με τα αιτήματά του για ίσα δικαιώματα, ενδυνάμωσε τον εαυτό του στη βάση της έμφυλης καταπίεσης των ανώτερων τάξεων, οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες απέρριψαν την ιδέα της πάλης που βασίζεται αποκλειστικά στην ταυτότητα και διακήρυξαν την επικείμενη σύνδεση μεταξύ φύλου και τάξης. Στο πλαίσιο της κριτικής του αστικής αντίληψης φεμινισμού από μαρξιστική σκοπιά, τέσσερις υπήρξαν μεταξύ άλλων οι επαναστάτριες θεωρητικοί που ανέδειξαν έντονα το ζήτημα της τάξης και της αναπαραγωγικής εργασίας: η Κλάρα Τσέτκιν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η Ναντέζντα Κωνσταντίνοβα Κρούπσκαγια και η Αλεξάνδρα Κολοντάι. Τα συμπεράσματά τους θα πρέπει να ερμηνευτούν ως «πρώιμη» θεωρία κοινωνικής αναπαραγωγής. Η Κλάρα Τσέτκιν, έχοντας πλήρη συνείδηση της θέσης των γυναικών της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό, τόνισε κάποτε ότι «οι γυναίκες καταπιέζονται διπλά, από τον καπιταλισμό και από την εξάρτησή τους από την οικογενειακή ζωή».[4] Στο κείμενό της «Σοσιαλδημοκρατία και Γυναικείο Δικαίωμα Ψήφου» συνοψίζει το καίριο ζήτημα της αναπαραγωγικής εργασίας και την αξία της, και υπογραμμίζει ότι είναι λάθος να ταξινομούμε την αναπαραγωγική εργασία στην «ιδιωτική ανακατανομή», διότι η ίδια εργασία διαδραματίζει έναν «γενικό κοινωνικό ρόλο»: «η υπηρεσία που παρέχεται από τη μητέρα στο σπίτι δεν είναι απλά ιδιωτική υπηρεσία προς τον σύζυγό της, αλλά αποτελεί δραστηριότητα τεράστιας κοινωνικής σημασίας».[5] Αργότερα στο ίδιο κείμενο, η Τσέτκιν οριστικοποιεί τη βασική προκείμενη της θεωρίας κοινωνικής αναπαραγωγής, επιβεβαιώνοντας ότι η αναπαραγωγική και η παραγωγική εργασία θα πρέπει να γίνονται αντικείμενο ανάλυσης με ισότιμους όρους: «Όλα αυτά αποδεικνύουν την υψηλή κοινωνική αξία της εργασίας που προσφέρει η γυναίκα στη γέννηση και το μεγάλωμα των παιδιών».
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ερευνά το ζήτημα της κοινωνικής αναπαραγωγής μέσα από παρόμοιο μονοπάτι. Παρότι δεν έγραψε πολλά κείμενα πάνω στο λεγόμενο «γυναικείο ζήτημα» και δεν συμμετείχε άμεσα σε γυναικείες ομάδες, υποστήριξε ενεργά τις γυναικείες εργατικές οργανώσεις.[6] Η ευθεία στήριξή της ήταν εκφραζόταν κυρίως μέσω της συνεργασίας με τη στενή της φίλη Κλάρα Τσέτκιν. Στις περιπτώσεις, ωστόσο, που έθεσε ευθέως το λεγόμενο «γυναικείο ζήτημα», το έκανε θέτοντας στο επίκεντρο δομικά ζητήματα της αναπαραγωγικής εργασίας. Για παράδειγμα, στην ομιλία της το 1912, στην οποία (αναφερόμενη στον Ένγκελς) άσκησε κριτική στην καπιταλιστική δομή της οικογένειας, επισημαίνει η Λούξεμπουργκ:
Όσο κυβερνούν ο καπιταλισμός και το μισθωτικό σύστημα, μόνο εκείνη η εργασία που παράγει υπεραξία, που δημιουργεί καπιταλιστικό κέρδος, θεωρείται παραγωγική. Από αυτή τη σκοπιά, ο χορευτής ενός χορευτικού κέντρου, του οποίου τα πόδια αποθέτουν κέρδος στις τσέπες του εργοδότη του, είναι παραγωγικός εργάτης, ενώ όλος ο μόχθος των προλεταριακών γυναικών και μητέρων στους τέσσερις τοίχους των σπιτιών τους θεωρείται μη παραγωγική εργασία. Αυτό φαντάζει κτηνώδες και παράλογο, αλλά ανταποκρίνεται πλήρως στην κτηνωδία και τον παραλογισμό της παρούσας καπιταλιστικής οικονομίας μας. Και πρωταρχική αποστολή της προλετάριας γυναίκας είναι να δει αυτήν την κτηνώδη πραγματικότητα με ευκρίνεια.[7]
Η Ναντέζντα Κρούπσκαγια, μια μεγάλη επαναστάτρια, συγγραφέας και παιδαγωγός, έγραψε το 1899 το Η εργαζόμενη γυναίκα. Είχε αρχικά δημοσιευθεί και κυκλοφορήσει το 1901 υπό το ψευδώνυμο «Sablina», μέχρι να απαγορευθεί κατόπιν της καταστολής της επανάστασης του 1905. Επαναδημοσιεύθηκε το 1925 με νέο πρόλογο της Κρούπσκαγια. Η σημασία του προέρχεται από το γεγονός ότι υπήρξε μια από τις πρώτες μαρξιστικές εργασίες που ασχολήθηκαν με την κατάσταση των γυναικών στη Ρωσία. Στο φυλλάδιό της αυτό περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τα δεινά των αγροτισσών στην οικογένεια. Δείχνει πώς οι προλετάριες γυναίκες υποφέρουν όχι μόνο ως εργάτριες αλλά και από το γεγονός ότι είναι γυναίκες που φροντίζουν το σπίτι και τα παιδιά.[8] Σε ένα σημείο γράφει: «Για την εργαζόμενη γυναίκα, οικογενειακή ζωή σημαίνει να είναι δέσμια της ακατάπαυστης φροντίδας των παιδιών. […] Με τη γέννηση ενός παιδιού, η αγρότισσα γυναίκα βρίσκεται αντιμέτωπη με αυξημένες υποχρεώσεις. Ωστόσο, δεν μπορεί ταυτόχρονα να εργάζεται και να φροντίζει τα παιδιά. Αναλύοντας το πρόβλημα των γυναικών και της ανατροφής των παιδιών, η Κρούπσκαγια διακρίνει ξεκάθαρα μεταξύ προλετάριων και αστών γυναικών: «Οι αστοί, που δεν επιβαρύνονται με την έγνοια της τροφής και ανατροφής των παιδιών τους […], μπορούν να παρέχουν όλων των ειδών τις ανέσεις, να προσλάβουν όλων των ειδών τις τροφούς, καμαριέρες, γκουβερνάντες, υπηρέτες […]».[9] Σύμφωνα με την Κρούπσκαγια, οι γυναίκες πρέπει να απελευθερωθούν όχι μόνο από την κυριαρχία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αλλά κι από τους περιορισμούς του νοικοκυριού και των οικογενειακών εργασιών. Η χειραφέτηση της προλετάριας γυναίκας περνάει μέσα από την απόκτηση οικονομικής ανεξαρτησίας και μέσα από την αντικατάσταση του καπιταλισμού από ένα σοσιαλιστικό σύστημα.
Η Κολοντάι ήταν από όλες τις σοσιαλίστριες γυναίκες εκείνη που αφιέρωσε τη μεγαλύτερη προσοχή στην ανάλυση του ζητήματος της αναπαραγωγικής εργασίας. Στο Κομμουνισμός και Οικογένεια επισημαίνει ότι η επένδυση χρόνου και ενέργειας στη διευθέτηση οικοκυρικών εργασιών είναι «στο τέλος της μέρας χαμένη», με άλλα λόγια δεν παράγει αξία. Τον τύπο αυτό εργασίας τον αποκαλεί «μη παραγωγικό»:
Η νοικοκυρά μπορεί να δαπανήσει όλη τη μέρα καθαρίζοντας το σπίτι της, από το πρωί μέχρι το βράδυ […] χωρίς να έχει παράξει οποιαδήποτε αξία. Παρά τη φιλοπονία της, δεν θα έχει παράξει τίποτα που θα μπορούσε να θεωρηθεί εμπόρευμα. […] Η εργασία των γυναικών γίνεται λιγότερο χρήσιμη στην κοινωνία ως σύνολο. Γίνεται μη παραγωγική.[10]
Εάν θέλουμε να σκιαγραφήσουμε τη συνέχεια μιας θεωρητικής γενεαλογίας του μαρξιστικού φεμινισμού που να εκτείνεται από το δέκατο ένατο αιώνα, να διασχίζει τον εικοστό και να καταλήγει σε σύγχρονες θεωρητικές πραγματείες και στο πρόβλημα της κοινωνικής αναπαραγωγής, θα παίρναμε ως αφετηρία την Τσέτκιν, τη Λούξεμπουργκ, την Κρούπσκαγια και την Κολοντάι. Παρότι η θέση των σοσιαλιστριών γυναικών της Δεύτερης Διεθνούς ίσως να φαίνεται μερικές φορές λειτουργιστική, προσφέρει ωστόσο σταθερή βάση για μια ξεκάθαρη θεωρητική γενεαλογία, που περικλείει με συγκεκριμένους τρόπους και τις τρεις προαναφερθείσες ιστορικές πηγές της θεωρίας κοινωνικής αναπαραγωγής. Η θεωρητική προσέγγιση που εισήγαγε το ζήτημα της «διπλής καταπίεσης» (καταπίεσης στην οικονομική και την οικιακή σφαίρα), όπως αναπτύχθηκε από τις σοσιαλίστριες γυναίκες της Δεύτερης Διεθνούς, υιοθετήθηκε και αναπτύχθηκε περαιτέρω με πιο συστηματικό τρόπο κατά τη δεκαετία του ’70 από τις «αυτονομίστριες φεμινίστριες».
Αυτονομιστικός φεμινισμός: θεωρία κοινωνικής αναπαραγωγής της δεκαετίας του 1970
Ο αυτονομιστικός φεμινισμός συνήθως συνδέεται με τη διεθνή εκστρατεία «Μισθοί για την οικιακή εργασία». Η εκστρατεία ξεκίνησε στην Ιταλία τη δεκαετία του 1970 ως επιμέρους πρωτοβουλία της φεμινιστικής οργάνωσης Lotta Femminista («Φεμινιστική πάλη»), η οποία σχετιζόταν θεωρητικά και πολιτικά στενά με την Potere Operaio («Εργατισμός», παγκοσμίως γνωστός και ως operaismo) και την Autonomia operaia («εργατική αυτονομία»). Η επικέντρωση στην «εργατική μάζα», τον τακτικό αυτονομισμό και τον αντισυνδικαλισμό, ο οποίος υποκαταστάθηκε από την ιδέα της ανάληψης από τους εργάτες της υπεραξίας με βάση τις αρχές της άμεσης δράσης, όλα αυτά αποτέλεσαν αφετηρίες που άσκησαν ισχυρή επίδραση σε διάφορα κινήματα της περιόδου, συμπεριλαμβανομένου του φεμινισμού. Η «φεμινιστική πάλη» με τις εργατιστικές και αυτονομιστικές της τάσεις διαμορφώθηκε εν μέσω αυτών των περιστάσεων.
H Λεοπολντίνα Φορτουνάτι, μια από τις ιδρύτριες της «Φεμινιστικής πάλης», παρατηρεί ότι ο εργατισμός ανέπτυξε ένα χρήσιμο επιστημολογικό πλαίσιο και κρίσιμα θεωρητικά και πρακτικά εργαλεία για τους μελλοντικούς πολιτικούς αγώνες, αλλά ότι αυτός ο μαρξιστικός αγώνας δεν έλαβε υπόψη του τη «γυναικεία εμπειρία», παρά τους προοδευτικούς του στόχους.[11] Η Φορτουνάτι θεωρούσε, επιπλέον, ότι ο εργατισμός «επανεξέτασε τον ορθόδοξο μαρξισμό» με αποτελεσματικό τρόπο, παρότι «συνέχιζε να παραμένει τυφλός μπροστά στην πραγματικότητα που ζούσαν οι γυναίκες».[12] Ο εργατισμός και η θεωρία του περιλάμβαναν αναλύσεις της ζωής στο εργοστάσιο και της αποξενωμένης εργατικής τάξης εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά τελικά παρέλειψε, όπως τονίζει η Φορτουνάτι, το ζήτημα της οικιακής εργασίας, της σεξουαλικότητας και των οικογενειακών ρόλων που ανήκουν στον καπιταλισμό και τoν τρόπο που αυτός αναπαράγεται. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι φεμινίστριες αποφάσισαν να εργαστούν πάνω στην «αυτονομιστική» φεμινιστική οργάνωση που είχε τις ρίζες της σε βασικές εργατιστικές αρχές. Στην πράξη, οι αυτονομιστικές φεμινίστριες συσπειρώθηκαν γύρω από της εκστρατεία «Μισθοί για την Οικιακή Εργασία», ενώ σε θεωρητικό επίπεδο ο αυτονομιστικός φεμινισμός προέκυψε από την μελέτη του Κεφαλαίου του Μαρξ και από μια κριτική της πολιτικής οικονομίας με φεμινιστικό πρόσημο.
Οι συζητήσεις γύρω από το ζήτημα του μισθού για την οικιακή εργασία που έλαβαν κατά κύριο λόγο χώρα σε αμερικανικούς, ιταλικούς και βρετανικούς φεμινιστικούς κύκλους, κορυφώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το φυλλάδιο των Μαριαρόζα Νταλα-Κόστα και Σέλμα Τζέημς «Η δύναμη των Γυναικών και η Κοινωνική Ανατροπή»[13], δημοσιευμένο το 1972, άνοιξε τον διάλογο για την απλήρωτη οικιακή εργασία. Ήδη το 1975 η Φεντερίτσι δημοσίευσε το άρθρο «Μισθοί ενάντια στην Οικιακή Εργασία», που την περίοδο εκείνη επείχε θέση μανιφέστου στην εκστρατεία «Μισθοί για την Οικιακή Εργασία»[14].
Με αφετηρία την εργασιακή θεωρία της αξίας του Μαρξ, ο αυτονομιστικός φεμινισμός υπογραμμίζει την απουσία ενός «μυστηριώδους» στοιχείου από τη μαρξιστική θεωρία, απαραίτητου για την παραγωγή και αναπαραγωγή του πλεονάσματος: την «κρυμμένη» ιστορία της απλήρωτης εργασίας:
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι το κεφάλαιο έχει καταφέρει με μεγάλη επιτυχία να κρύβει την εργασία μας. Δημιούργησε ένα πραγματικό αριστούργημα εις βάρος των γυναικών. Αρνούμενο την απόδοση μισθού στην οικιακή εργασία και μετατρέποντας την τελευταία σε πράξη αγάπης, το κεφάλαιο σκότωσε μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. […]. Η απαίτηση μισθού για την οικιακή εργασία από μέρους μας ισοδυναμεί με την αποκάλυψη του γεγονότος ότι η οικιακή εργασία αποτελεί ήδη χρήμα για το κεφάλαιο, ότι το κεφάλαιο έχει βγάλει και βγάζει χρήμα από το μαγείρεμά μας, το χαμόγελό μας, το σεξ μας.[15]
Σύμφωνα με τις αυτονομίστριες φεμινίστριες, η οικιακή εργασία παράγει αξία και συνεπώς συμμετέχει πάντοτε στην παραγωγή της υπεραξίας. Στο κείμενό της «Μισθοί ενάντια στην Οικιακή Εργασία», η Φεντερίτσι προσπάθησε να ξεκαθαρίσει το μπέρδεμα που προκλήθηκε από τις ανεπαρκείς και στενές ερμηνείες της απαίτησης για μισθό. Παρότι είναι δύσκολο να θέσουμε υπό αμφισβήτηση την εστίαση της καμπάνιας στο ζήτημα της χρηματικής αμοιβής, που μας οδηγεί στην πεποίθηση ότι η «αμοιβή» για την οικιακή εργασία είναι, εδώ, η μόνη απαίτηση, τα μέλη της καμπάνιας «Μισθοί για την Οικιακή Εργασία» τονίζουν τη σημασία της πολιτικής πρόθεσης πίσω από την καμπάνια:
Όταν παλεύουμε για μισθούς, παλεύουμε χωρίς περιστροφές και ευθέως ενάντια στον κοινωνικό μας ρόλο.[16]
Επιπλέον, η αναθεώρηση του πιο κρίσιμου μέρους του τίτλου της καμπάνιας από τη Φεντερίτσι (το «για μισθούς» διορθώθηκε σε «ενάντια στους μισθούς» για την οικιακή εργασία) απέχει πολύ από το να είναι τυχαία. Η υπογράμμισή της είναι σχεδόν παιδαγωγική: η οικιακή εργασία είναι εργασία, κι ο ταυτόχρονος έμφυλος διαχωρισμός διασφαλίζει με επιτυχία τα θεμέλια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Οι αυτονομίστριες φεμινίστριες εντοπίζουν τα θεμέλια του καπιταλισμού στην καταπίεση των γυναικών στην «πατριαρχία». Όμοια με την ανάλυση της Κλάρα Τσέτκιν που συζητήθηκε παραπάνω, ο αυτονομιστικός φεμινισμός εστιάζει στο φαινόμενο του «διπλού φορτίου» (double burden) για τις γυναίκες.
Ο αυτονομιστικός φεμινισμός ρευστοποίησε τη μαρξική εργασιακή θεωρία της αξίας και την έννοια της «εργατικής τάξης», εστιάζοντας αντ’ αυτού στο ζήτημα της «νοικοκυράς», και τον ρόλο της στο νοικοκυριό, τον καπιταλισμό και τις αριστερές οργανώσεις. Η Φορτουνάτι πρότεινε αναλυτική ενότητα εντός του πλαισίου της θεωρίας κοινωνικής αναπαραγωγής.[17] Η κριτική της κλασικής πολιτικής οικονομίας από τη Φορτουνάτι περνάει μέσα από έναν όρο που εγκαινίασε η ίδια, την «προφανή αντίθεση» (apparent antithesis): η παραγωγή σε αντίστιξη με την αναπαραγωγή. Σύμφωνα με την υπόθεση της συγγραφέα, δεν είναι εφικτό να εξετάσουμε τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και την κυκλική του φύση ως όλον εάν εφαρμόσουμε μια δυαδική οντολογία, στην οποία η παραγωγή αναφέρεται στην αξία και η αναπαραγωγή στη μη-αξία. Η κριτική της αρχής της φυσικοποίησης (που υπαινίσσεται ότι η αναπαραγωγική εργασία προκύπτει, δήθεν, από φυσικές περιστάσεις, παρά από τις σχέσεις αναπαραγωγής) θέτει υπό δοκιμασία την υπόθεση της παραγωγικής εργασίας, η οποία -σε αντίθεση με την αναπαραγωγική εργασία- δημιουργεί υπεραξία.
Περίπου δέκα χρόνια μετά την καμπάνια «Μισθοί για την Οικιακή Εργασία» και τις ιδέες που έθεσε προς συζήτηση ο αυτονομιστικός μαρξισμός, η Λιζ Βόγκελ εξέδωσε το Μαρξισμός και η Καταπίεση των Γυναικών (Marxism and the Oppression of women), ένα βιβλίο που καταπιάνεται με την καταπίεση των γυναικών, και ανέπτυξε τη λεγόμενη «ενοποιητική» θεωρία. Κατά κάποιον τρόπο, η «ενοποιητική θεωρία», ή, τρόπον τινά, η θεωρία κοινωνικής αναπαραγωγής του «τρίτου κύματος», εκπροσωπεί τη συνέχεια της συζήτησης περί αναπαραγωγής, η οποία εξακολουθεί σήμερα να είναι επίκαιρη.[18] Σε αντίθεση με τη θεωρία των δυαδικών συστημάτων του αυτονομιστικού μαρξισμού, η ενοποιητική μεθοδολογική προσέγγιση επιμένει στην αχώριστη φύση του συστήματος της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, με τον απολύτως βάσιμο ισχυρισμό ότι οι κατηγορίες του φύλου και της τάξης οφείλουν να αναλυθούν ενιαία ή «ως ενότητα» (uniformly or ‘unitarily’).
Επιστρέφοντας στον Μαρξ: ενοποιητική θεωρία κοινωνικής αναπαραγωγής
Σε αντίθεση με την αντίληψη της θεωρίας κοινωνικής αναπαραγωγής ως μεθοδολογικού σχήματος δυαδικών συστημάτων, η «ενοποιητική» θεωρία ανέπτυξε μια προσέγγιση που επιμένει σε μια συμπεριληπτική και ενιαία κατανόηση της διαδικασίας παραγωγής εμπορευμάτων και της διαδικασίας αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Σε αντίθεση με τις συζητήσεις του αυτονομιστικού μαρξισμού της δεκαετίας του ’70 και του ’80, οι σύγχρονες μαρξιστικές θεωρίες κοινωνικής αναπαραγωγής συμφωνούν γενικά ότι ο καπιταλισμός και η πατριαρχία είναι αναπόσπαστα από αναλυτική σκοπιά.[19] Σε πιο αυστηρές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, οι θεωρητικοί έως και απορρίπτουν τον όρο πατριαρχία, εάν πρόκειται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η καταπίεση των γυναικών εδράζεται σε σύστημα διαφορετικό από τον καπιταλισμό. Σε μια πολύ ειδική προσέγγιση του ζητήματος της γυναικείας οικιακής εργασίας, γράφει η Λίντα Μπρίσκιν:
Η «πατριαρχία» είναι παραπλανητικός όρος επειδή δεν κατέχει καμία ξεχωριστή δομική πραγματικότητα, κι άρα μια θεωρία της πατριαρχίας δεν είναι σε θέση να μας προσφέρει μια ικανοποιητική εξήγηση της καταπίεσης των γυναικών. Από τη στιγμή που η οικογένεια αλλάζει μαζί με την αλλαγή του τρόπου παραγωγής, είναι πιο χρήσιμο να εξετάσουμε τις πατριαρχικές ιδέες και να εντρυφήσουμε στον τρόπο που η έκφραση και η μορφή τους μεσολαβούνται από τον τρόπο παραγωγής.[20]
Το μεθοδολογικό κλειδί για την κατανόηση της καταπίεσης των γυναικών στον καπιταλισμό είναι «ενοποιητικό» όταν απορρίπτει την αντίληψη ότι η αναπαραγωγική εργασία στα νοικοκυριά είναι «παραγωγική», ότι παράγει δηλαδή υπεραξία -καπιταλιστικά οργανωμένη και υπηγμένη στον νόμο της αξίας (εργασία δηλαδή που εμφανίζει τα χαρακτηριστικά της εξειδίκευσης, της τεχνικής καινοτομίας και της συσσώρευσης). Εν είδει απάντησης στη θεωρία κοινωνικής αναπαραγωγής της δεκαετίας του ’70, η Λιζ Βόγκελ απορρίπτει στο βιβλίο της[21] τη μεθοδολογία των δυαδικών συστημάτων του αυτονομιστικού φεμινισμού, όπου ισχυρίζεται ότι η αναπαραγωγική εργασία παράγει αυστηρά αξίες χρήσης κι όχι ανταλλακτικές αξίες. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τη βασική θέση της Βόγκελ στον ισχυρισμό ότι η έμφυλη καταπίεση μπορεί και συντηρείται ακριβώς επειδή η δημιουργία υπεραξίας αναγκαία βασίζεται σε δραστηριότητες που δεν είναι παραγωγικές.
Η ενοποιητική παράδοση, γράφει η Μπατατσάρια, εισήγαγε δύο καίριες βασικές ιδέες.[22] Με σημείο αφετηρίας τον Μαρξ, η πρώτη ιδέα εισάγει την προκείμενη ότι η ανθρώπινη εργασία αποτελεί το κατεξοχήν θεμέλιο της παραγωγής και της αναπαραγωγής της κοινωνίας ως όλου. Σε αντίθεση με τον τρόπο που κατανοεί την εργασία η κλασική οικονομία, η θεωρία κοινωνικής αναπαραγωγής υπογραμμίζει ότι η «φυσικοποίηση» της διεξαγωγής της οικιακής εργασίας καθιστά αδύνατη την ανάλυση της συστημικής ολότητας του καπιταλισμού, με τον ίδιο τρόπο που οι καπιταλιστικές οικονομικές θεωρήσεις συνοψίζονται στους εργάτες και τους ιδιοκτήτες, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι, όπως τονίζει η Σούζαν Φέργκιουσον, η αναπαραγωγή της κοινωνίας -ακόμα και στις καθημερινές αγγαρείες στα νοικοκυριά, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τις φυλακές κτλ.- συντηρεί την ορμή για συσσώρευση.[23]
Με άλλα λόγια, εάν οι καπιταλιστικές οικονομικές θεωρήσεις υπονοούν ότι η παραγωγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών απαιτεί έναν «τόπο», τότε η προετοιμασία της εργατικής δύναμης για την παραγωγή αυτή λαμβάνει χώρα έξω από το πλαίσιο της επίσημης οικονομίας -δηλαδή, στο σπίτι (είτε αυτό παίρνει τη μορφή της οικογένειας, είτε των στρατοπέδων εργασίας, είτε των κοιτώνων). Η δεύτερη αντίληψη της θεωρίας κοινωνικής αναπαραγωγής καταπιάνεται με την ανάλυση της καταπίεσης με μη λειτουργιστικό τρόπο: η καταπίεση ερμηνεύεται αυστηρά μέσω δομικών σχέσεων εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.[24] Ερμηνεύεται έτσι με πιο διαθεματικό τρόπο, όχι απλώς ως «συμπλήρωμα» στις βασικές οικονομικές διαδικασίες. Από όταν εκδόθηκε το 1983 το Μαρξισμός και Καταπίεση των Γυναικών, και επανεκδόθηκε το 2014, η στοιχειώδης αναλυτική προσέγγιση της καταπίεσης των γυναικών όπως ορίστηκε από τη Λίζ Βόγκελ στο βιβλίο της και αναπτύχθηκε περαιτέρω από τη μαρξιστική θεωρία κοινωνικής αναπαραγωγής μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:[25]
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι μαρξίστριες φεμινίστριες που μοιράζονταν από κοινού την επιθυμία να αντικαταστήσουν τον δυισμό προηγούμενων αναλύσεων με αυτό που αποκαλούμε ενοποιητική εξήγηση, αποφάνθηκαν. Για να το θέσουμε αλλιώς: αντί να εννοιολογήσουν την κοινωνική αναπαραγωγή ως θεωρία που απαρτίζεται από δύο συστατικές όψεις (για παράδειγμα, την παραγωγή εμπορευμάτων και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης), προσπάθησαν να αναπτύξουν μια προσέγγιση που θα περιλάμβανε τόσο την παραγωγή όσο και την αναπαραγωγή εντός ενός ενοποιητικού πλαισίου.[26]
Για να αποφύγει τον αναγωγισμό της προσέγγισης των δυαδικών συστημάτων, σύμφωνα με την οποία μια πολύ σύνθετη δυναμική της σχέσης μεταξύ φύλου και τάξης συνοψίζεται στο ερώτημα «τι προηγείται, το φύλο ή η τάξη;», η ενοποιητική παράδοση στη θεωρία κοινωνικής αναπαραγωγής επιμένει ότι
προσπαθούμε να σκεφτούμε μέσα από τη συνθετότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας και τον ιστό των σχέσεων εκμετάλλευσης, κυριαρχίας και καταπίεσης, αποφεύγοντας τις μη βοηθητικές απλοποιήσεις, όσο καθησυχαστικές κι αν είναι.[27]
Για να το θέσουμε απλά, η έμφαση τίθεται στην ενοποιητική λογική του καπιταλισμού, παραπέμποντας ταυτόχρονα στην εκμετάλλευση και την καταπίεση, ενοποιούνται, δηλαδή, οι «σφαίρες» της παραγωγής και της αναπαραγωγής.
Η πρώιμη θεωρία κοινωνικής αναπαραγωγής κι ο αυτονομιστικός φεμινισμός, εντρυφώντας στον Μαρξ, παρουσίασαν κριτικά επιστημολογικά υποδείγματα για την κατανόηση του ζητήματος της καταπίεσης. Παρά τα μεθοδολογικά της μειονεκτήματα, η θεωρία κοινωνικής αναπαραγωγής της δεκαετίας του ’80 διατήρησε καίριο το ζήτημα της αναπαραγωγής, αυτή τη φορά μέσα από μια μεθοδολογία ενοποιητικής θεωρίας.[28] Ακριβώς αυτή η παράδοση της θεωρίας κοινωνικής αναπαραγωγής συνιστά ευκαιρία συμπλήρωσης των μαρξικών κατηγοριών της «αναπαραγωγής», της «εργασίας», της «αξίας», της «οικονομίας», της «εργατικής τάξης» κ.ο.κ. με σύγχρονες νοηματοδοτήσεις, όπως οραματίστηκε ο Μαρξ με την κριτική του στην υπεριστορικότητα. Αυτό δεν σημαίνει επουδενί ότι οι κατηγορίες του είναι άχρηστες ή απαρχαιωμένες. Αντιθέτως, παρότι αυτές οι κατηγορίες αναπτύχθηκαν τον 19ο αιώνα, οφείλουν να ιστορικοποιούνται, να αναλύονται διεξοδικά, και να τίθενται σε ένα σύγχρονο πολιτικό-ιστορικό πλαίσιο. Τα ύστερα έργα του Μαρξ παρουσιάζουν σειρά επιστημολογικών τομών σπάνιου χαρακτήρα, εν μέρει λόγω των πολιτικών συμπερασμάτων που προκύπτουν από αυτά τα έργα, κι εν μέρει λόγω του ότι συνιστούν τη «ριζοσπαστικότερη» κριτική της πολιτικής οικονομίας και της κοινωνίας που αρθρώθηκε ποτέ. Αυτό υπερβαίνει την κριτική των ιδιαιτέρως διαβρωτικών και καταστρεπτικών στοιχείων της οικονομίας, και συναντά την πιο φιλόδοξη, επαναστατική προκείμενη του Μαρξ ότι η οικονομία καθεαυτή συνιστά καταστρεπτικό στοιχείο. Συνεπώς, η ενοποιητική παράδοση της θεωρίας κοινωνικής αναπαραγωγής αποτελεί εξαιρετικά χρήσιμο και έγκυρο μοντέλο για την κατανόηση της κοινωνίας, καθώς αναπτύσσει ολόκληρο το επιστημονικό πρότζεκτ του Μαρξ σε θεμελιώδη θεωρία, υπογραμμίζοντας τη σημασία της κριτικής του και της ανάλυσης εκείνων των οικονομικών διαδικασιών που διαμορφώνουν την κοινωνική πραγματικότητα. Και το κάνει αυτό αναλύοντας τόσο τα φαινόμενα που εν μέρει καθορίζουν την «αισθητή» κοινωνική πραγματικότητα, όσο και τα απόκρυφα φαινόμενα.
Βιβλιογραφία:
Arruzza, Cinzia (2013), Dangerous Liaisons: The Marriages and Divorces of Marxism and Feminism, Merlin Press, Pontypool.
Arruza, Cinzia (2014), ‘Remarks on Gender’, Viewpoint Magazine, https://www.viewpointmag.com/2014/09/02/remarks-on- gender/?fbclid=IwAR3cr6uKeCNmaTxOzrz5EjTANf6YkS_AWetyfVkdev7phCG_P3TuUwtV17Q. Accessed: 13 December 2018.
Bhattacharya, Tithi (2017), ‘Introduction. Mapping Social Reproduction Theory’, in: Tithi Bhattacharya (ed), Social Reproduction Theory. Remapping Class, Recentering Oppression, Pluto Press, London.
Briskin, Linda (1980), ‘Domestic Labour: A Methodological Discussion’, in: Bonnie Fox (ed), Hidden in the Household. Women’s Domestic Labour Under Capitalism, The Women’s Press, Toronto.
Čakardić, Ankica (2017), ‘From Theory of Accumulation to Social-Reproduction Theory. A case for Luxemburgian Feminism’, Historical Materialism, Volume 25, Issue 4, pp. 37–64.
Dalla Costa, Mariarosa and James, Selma (1975) [1972.], The Power of Women and the Subversion of the Community, Falling Wall Press Ltd., Bristol.
De’Ath, Amy Susan (2018), ‘Gender and Social Reproduction’, in: Beverly Best, Werner Bonefeld and Chris O’Kane (eds), The SAGE Handbook of Frankfurt School Critical Theory, pp. 1534–1550.
Farris, Sara (2017), In the Name of Women’s Rights. The Rise of Femonationalism, Duke University Press, Durham/London.
Federici, Silvia (2004) [2009], Caliban and the Witch: Women, the Body and Primitive Accumulation. Brooklyn, PM Press/Autonomedia, New York.
Federici, Silvia (2012) [1975], ‘Wages Against Housework’, in: Revolution at Point Zero: Housework, Reproduction, and Feminist Struggle, PM Press/Autonomedia, New York.
Federici, Silvia (2018), Re-enchanting the World: Feminism and the Politics of the Commons, PM Press/Kairos, New York.
Ferguson, Susan (2016), ‘Intersectionality and Social-Reproduction Feminisms’, Historical Materialism 24 (2):38-60.
Ferguson, Susan and McNally, David (2013), ‘Capital, Labour-Power, and Gender-Relations: Introduction to the Historical Materialism edition of Marxism and the Oppression of Women’, in Lise Vogel 2013.
Fortunati, Leopoldina (1981), L’arcano della riproduzione. Casalinghe, Prostitute, Operai e Capitale, Marsilio Editori, Venezia.
Fortunati, Leopoldina (2015), ‘Learning to Struggle. My Story Between Workerism and Feminism’, Viewpoint Magazine, https://viewpointmag.com/2013/09/15/learningto-struggle-my-story-between-workerism-and-feminism/. Accessed on September 15, 2018.
Gimenez, Martha E. (2019), Marx, Women, and Capitalist Social reproduction. Marxist Feminist Essays, Brill, Leiden.
Gimenez, Martha E. (2019a), ‘From Social Reproduction to Capitalist Social Reproduction’, in Gimenez 2019.
Gleeson, Jules Joanne (2017), ‘Transition and Abolition. Notes on Marxism and Trans Politics’, Viewpoint Magazine: https://www.viewpointmag.com/2017/07/19/transition-and-abolition-notes-on-marxism-and-trans-politics/. Accessed: 13 December 2018.
Gleeson, Jules Joanne (2017a), ‘Eight Questions on the slogan ‘Abolish the Family’, and other modest proposals’, Hysteria, http://www.hystericalfeminisms.com/voices1/2017/7/28/eight-questions-on-the-slogan-abolish-the-family-and-other-modest-proposals. Accessed: 13 December 2018.
Gonzalez, Maya and Neton, Jeanne (2014), ‘The Logic of Gender: On the Separation of Spheres and the Process of Abjection’, in: Andrew Pendakis, Jeff Diamanti, Nicholas Brown, Josh Robinson and Imre Szeman (eds), Contemporary Marxist Theory: A Reader, Bloomsbury, London and New York, pp. 149–74.
Katsarova Rada (2015), ‘Repression and Resistance on the Terrain of Social Reproduction: Historical Trajectories, Contemporary Openings’, Viewpoint Magazine, https://www.viewpointmag.com/2015/10/31/repression-and-resistance-on-the-terrain-of-social-reproduction-historical-trajectories-contemporary-openings/. Accessed on December 12, 2018.
Kollontai, Alexandra (1977) [1920], ‘Communism and the Family’, in: Alix Holt (ed), Selected Writings, Allison and Busby, London.
Krupskaya Konstantinovna, Nadezda (2017) [1901], The Woman Worker, Manifesto Press Cooperative Limited, London.
Lewis, Sophie (2018), ‘Cyborg uterine geography. Complicating ‘care’ and social reproduction’, Dialogues in Human Geography, Vol. 8(3), pp. 300–316.
Luxemburg, Rosa (1912) [2004], ‘Women’s Suffrage and Class Struggle’, in: Peter Hudis and Kevin B. Anderson (eds), The Rosa Luxemburg Reader, Monthly Review Press, New York.
Marx, Karl (1947a), Kapital. Kritika političke ekonomije I (Capital, Volume I), Kultura, Zagreb.
Nakano Glenn, Evelyn (1992), ‘From Servitude to Service Work: Historical Continuities in the Racial Division of Paid Reproductive Labor’, Signs, Vol. 18, No. 1 (Autumn, 1992), pp. 1-43.
Riddell, John (2014), ‘Clara Zetkin in the Lion’s Den’, John Riddell—Marxist Essays and Commentary, https://johnriddell.wordpress.com/2014/01/12/clara-zetkin-in-the-lions-den/. Accessed on September 28, 2018.
Sargent, Lydia (1981), Women and Revolution. A Discussion of the Unhappy Marriage of Marxism and Feminism, Pluto Press, London.
Viewpoint Magazine, Issue 5, ‘Social Reproduction’, https://www.viewpointmag.com/2015/11/02/issue-5-social-reproduction/. Accessed 13 December 2018.
Vogel, Lise (2013) [1983], Marxism and the Oppression of Women: Toward a Unitary Theory, Historical Materialism Book Series, Haymarket Books, Chicago.
Vogel, Lise (2017), ‘Forward to ‘Social Reproduction Theory. Remapping Class, Recentering Oppression’’, in Bhattacharya 2017.
Wilson, Colin (2016), ‘Notes on women, men, trans and intersex: ‘the gender binary does not fit the facts’’, revolutionary socialism in the 21st century, https://www.rs21.org.uk/2016/10/24/notes-on-women-men-trans-and-intersex-the-gender-binary-does-not-fit-the-facts/. Accessed 13 December 2018.
Zetkin, Clara [1906], ‘Social Democracy and Woman’s Suffrage’, Marxist Internet Archive, https://www.marxists.org/archive/zetkin/1906/xx/womansuffrage.htm. Accessed on March 2, 2018.
Το κείμενο μεταφράστηκε από τα αγγλικά από την Οζενί Αθανασιάδου και τη Δήμητρα Αλιφιεράκη.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο