Συνεντεύξεις Τεύχος #03 Θρησκεία και Πολιτική

Τήρηση κανόνων χωρίς αγάπη; Πίστη χωρίς χαρά; Συνέντευξη με τον Σταύρο Ζουμπουλάκη

Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης (πηγή: Άγγελος Καλλιανός/Popaganda)

Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης –το ξέρουν όσοι διαβάζουν τα άρθρα και τα δοκίμιά του–, είναι ένας άνθρωπος της πίστης –όχι όμως από τους συνηθισμένους. Διευθυντής του περιοδικού Νέα Εστία σε μια εξαιρετικά γόνιμη περίοδό του (1998-2012), πρόεδρος του δραστήριου βιβλικού εκδοτικού ιδρύματος Άρτος Ζωής, και τακτικός αρθρογράφος της Καθημερινής, ο ίδιος έχει καθιερώσει ένα σπάνιο για την Ελλάδα πρότυπο διανοούμενου: σπάνιο, γιατί συνδυάζει την ολοκληρωμένη θεολογική παιδεία και την αγάπη για τη σύγχρονη φιλοσοφία και λογοτεχνία με μια παρεμβατική προοδευτική στάση, εσωτερική και μαζί κριτική στα εκκλησιαστικά δρώμενα. Οι γιορτές του Πάσχα ήταν μια καλή ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί του για τους λόγους που η Ακροδεξιά εργαλειοποιεί την πίστη, για τη στροφή των φτωχών του παγκόσμιου Νότου στην Εκκλησία, για την ανάγκη του χριστιανισμού να συνομιλεί με τα σύγχρονα ρεύματα σκέψης, και για τον χριστιανισμό της χαράς, ένα πρότυπο που δεν ταυτίζει την πίστη με την τυπολατρική τήρηση κανόνων και την ανέλπιδη (αυτο)θυσία του πιστού.


Στα κείμενά σας μιλάτε συχνά για τον «αποχριστιανισμό» της Ευρώπης: ο «άξονας του χριστιανισμού», διαπιστώνετε, έχει μετατοπιστεί πια προς τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας και της υποσαχάριας Αφρικής. Όμως, από τον Όρμπαν μέχρι τη Λίγκα του Βορρά (και βέβαια την ελληνική Ακροδεξιά), ένα ευρύ τόξο ευρωπαϊκών δυνάμεων μιλά ακριβώς για μια «χριστιανική Ευρώπη», στο πλαίσιο μιας σύγκρουσης πολιτισμών. Υπάρχει αντίφαση;

Όχι, δεν πιστεύω ότι υπάρχει αντίφαση. Μιλώντας για αποχριστιανισμό της Δύσης, εννοούμε ότι η χριστιανική διδασκαλία έχει πάψει πια να ορίζει τις αξίες και τις σημασίες της ζωής στη Δύση: οι άνθρωποι σήμερα ζουν, εργάζονται, διασκεδάζουν, ερωτεύονται και σχετίζονται με τους άλλους ανθρώπους ανεξάρτητα και αδιάφορα προς τη χριστιανική διδασκαλία. Δεν είναι αυτή που καθορίζει τη ζωή και τη συμπεριφορά τους.

Μια επιπλέον διάσταση αυτού του αποχριστιανισμού είναι εκείνο που οι κοινωνιολόγοι της θρησκείας ονομάζουν «αποσύνδεση του πολιτισμού από τον χριστιανισμό» (deculturation). Μέχρι και τον 19ο αιώνα, η ζωγραφική, η μουσική, η λογοτεχνία εμπνέονταν και έπαιρναν τα θέματά τους από τον χριστιανισμό. Σήμερα δεν μπορείς να βρεις ένα μυθιστόρημα, ένα φιλμ ή μια μουσική που να πηγάζει ή να εμπνέεται από τον χριστιανισμό. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, και το πιο τραγικό για τη μοίρα του ευρωπαϊκού χριστιανισμού. Υπάρχουν χώρες της Ευρώπης (η Ολλανδία, το Βέλγιο, οι σκανδιναβικές χώρες) όπου ο χριστιανισμός δεν είναι κοινωνικά ορατός. Την ίδια στιγμή, πολλές ευρωπαϊκές ενορίες λειτουργούν σήμερα χάρη σε Αφρικανούς ή Ασιάτες ιερείς. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, από τους 5.000 ιερείς που είναι κάτω των 75 ετών, οι 2.000 έρχονται από χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Οι άνθρωποι αυτοί, σύμφωνα με μελέτες που έχουμε στη διάθεσή μας, βιώνουν στην Ευρώπη ένα σοκ: από τη μια, απολαμβάνουν τα «αυτονόητα» του ευρωπαϊκού πολιτισμού (το ζεστό νερό, το ψυγείο ή το αυτοκίνητο), από την άλλη, βλέπουν γύρω τους ένα τρομερό έλλειμμα πίστης, μια παγωνιά, μια «χλιαρότητα». Στον αντίποδα, στις χώρες δηλαδή της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, ο χριστιανισμός, είτε Καθολικός είτε Προστεσταντικός, ίσως να μην υπήρξε ποτέ ισχυρότερος.

Τα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη εργαλειοποιούν τον χριστιανισμό: τα ίδια δεν έχουν καμία σχέση μαζί του. Αυτό που θέλουν είναι να φτιάξουν ένα όπλο, αμυντικό και επιθετικό ταυτόχρονα. Ως γνωστόν, η Ακροδεξιά μεταμορφώνεται διαρκώς. Σήμερα, λοιπόν, δεν είναι εύκολο να πείσει πως το μείζον είναι η αντίθεση στους κομμουνιστές: στην Ευρώπη δεν υπάρχουν πια κομμουνιστές. Μολονότι τα κόμματα της Ακροδεξιάς είναι βαθιά αντισημιτικά, η ίδια δεν μπορεί να συγκροτηθεί ούτε στη βάση του αντισημιτισμού· το έδειξε η μετακίνηση του γαλλικού Εθνικού Μετώπου. Σήμερα, λοιπόν, ο κοινός παρονομαστής της Ακροδεξιάς είναι η εναντίωση στους μετανάστες από τις χώρες του Ισλάμ. Απέναντι στην «απειλή του Ισλάμ» είναι που οι ακροδεξιοί επικαλούνται τον χριστιανισμό. Πρόκειται για καθαρή εργαλειοποίηση, χωρίς κανένα αντίκτυπο στη ζωή των ανθρώπων: δεν έγιναν χριστιανοί ούτε οι οπαδοί των κομμάτων αυτών, ούτε οι κοινωνίες στις οποίες ενισχύονται τα κόμματα αυτά έγιναν χριστιανικότερες.

Η επιστροφή σε κάποιου είδους «χριστιανικές ρίζες», ωστόσο, δεν αφορά μόνο την Ακροδεξιά. Αυτές τις μέρες βλέπουμε και τον Εμμανουέλ Μακρόν να επιχειρεί ένα άνοιγμα προς την Καθολική Εκκλησία. Η στιγμή δεν είναι αδιάφορη: ο ίδιος ανοίγει διαρκώς μέτωπα στο κοινωνικό ζήτημα, εμπλέκεται στον πόλεμο στη Συρία κ.ο.κ.. Το άνοιγμα αυτό, με άλλα λόγια, δεν αντανακλά μια «προτεραιότητα στους φτωχούς» – ακριβώς το αντίθετο.

Η περίπτωση της Γαλλίας είναι, νομίζω, διαφορετική. Διάβασα προσεκτικά την ομιλία του Μακρόν. Αυτό που είπε είναι ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως εγγυητής της laïcité, της ουδετεροθρησκίας, πιστεύει ότι πρέπει να υπάρχει συνομιλία με την Εκκλησία, διότι στη χώρα υπάρχει μια Καθολική παράδοση με βαθιές ρίζες και πνευματική σημασία, που πρέπει να εμπνέει τη ζωή της κοινωνίας. Σε αυτή τη γενική γραμμή εγώ είμαι σύμφωνος· δεν νομίζω ότι πρόκειται για απειλή κατά της laïcité, όπως έγραψαν ορισμένοι.

Από την άλλη, αυτή η ιδέα του Μακρόν για έναν «ρεαλιστικό ανθρωπισμό» (humanisme réaliste) δεν βλέπω με ποιον τρόπο μπορεί να σταθεί. Υπάρχουν στιγμές που ο ανθρωπισμός δεν μπορεί να είναι «ρεαλιστικός» γιατί, αν είναι τέτοιος, τότε δεν είναι ανθρωπισμός. Ο άνθρωπος που πέφτει στη θάλασσα για να σώσει έναν μετανάστη δεν έχει κανέναν απολύτως ρεαλισμό. Η θυσία του αξιωματικού Μπελτράμ, που ο Μακρόν επικαλέστηκε στην ομιλία του, δεν ήταν διόλου ρεαλιστική.

Επιστρέφω όμως στο ερώτημα. Υπάρχει  και κάτι άλλο που δείχνει πως η γαλλική περίπτωση δεν ανήκει στο παράδειγμα της εργαλειοποίησης του χριστιανισμού. Η Καθολική Εκκλησία στη Γαλλία –το λένε ρητά οι ιερείς  και οι επίσκοποί της σε κάθε ευκαιρία– έχει αποδεχτεί ότι είναι μειονότητα (minorité). Μια μειονότητα που θέλει, βεβαίως, να δώσει τη μαρτυρία της πίστης της, αλλά, σε κάθε περίπτωση, μια μειονότητα. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, επιπλέον, η Εκκλησία εκεί δεν επιδιώκει να παρέμβει στην πολιτική ζωή για να διασφαλίσει περιουσιακά συμφέροντα. Τι συμβαίνει λοιπόν;

Τα τελευταία χρόνια, έπειτα από μια μακρά απόσυρση από την κοινωνική και πολιτιστική ζωή (λόγω ενοχών, φοβίας κ.ο.κ.), η Εκκλησία αποφάσισε να ξαναγίνει ορατή: να πάψει να ντρέπεται γι’ αυτό που είναι. Το Κολέζ ντε Μπερναρντέν [Collège des Bernardins], όπου, εκτός από χριστιανούς και θεολόγους, η Εκκλησία προσκαλεί σημαντικούς διανοούμενους και συζητά μαζί τους (εκεί έδωσε και ο Μακρόν την επίμαχη διάλεξή του), δείχνει αυτήν ακριβώς τη διάθεση. Ο Μακρόν, με τη σειρά του, συνομιλεί με το πνεύμα αυτό: ανήκει σε ένα ρεύμα σκέψης που πιστεύει στη συμμαχία με μια παράδοση αξιών και συμμαχιών, όπως η Καθολική. Γι’ αυτό και στη διάλεξή του επικαλέστηκε προσωπικότητες αυτού του ρεύματος: τον φιλόσοφο Εμμανουέλ Μουνιέ [Emmanuel Mounier], τον πατέρα του περσοναλισμού, τον Πολ Ρικέρ [Paul Ricœur], τoν ιστορικό Ανρί-Ιρενέ Μαρού [Henri-Irénée Marrou]. Κατά τα άλλα, πράγματι, οι αντιφάσεις του προγράμματος του Μακρόν είναι υπαρκτές κι είναι σαφές ότι τελευταία κοιτάζει περισσότερο προς τα δεξιά παρά προς τα αριστερά.

Όλα αυτά τα χρόνια στέκεστε αυτοκριτικά σε ό,τι αφορά την ιστορία του χριστιανισμού, από τη στάση των Χριστιανών απέναντι στους Εβραίους στον εικοστό αιώνα, μέχρι την τάση της Εκκλησίας να αστυνομεύει τη σεξουαλική ηθική των ανθρώπων. Την ίδια στιγμή, μπαίνετε στον «κόπο» συγγραφέων και παραδόσεων που αρνούνται την ύπαρξη του θεού. Τι έχει να ωφεληθεί, κατά τη γνώμη μας, όποιος κάνει τον κόπο να δει από την άλλη πλευρά του φράχτη;

Έχω γράψει κάπου ότι η ιστορία του χριστιανισμού δεν είναι μια ιστορία για «καθαρούς». Είναι μια ιστορία αγιότητας και θυσίας, αλλά και μίσους· μια ιστορία αφοσίωσης και προσήλωσης στην ευαγγελική διδασκαλία, αλλά και μια ιστορία της προδοσίας της. Τα βρίσκει όλα κανείς εκεί.

Σήμερα, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορείς να είσαι χριστιανός σε αυτή την κοινωνία, να θέλεις να δώσεις τη μαρτυρία της πίστης σου στους σημερινούς ανθρώπους, και να μη συνομιλείς με αυτούς που αρνούνται την ύπαρξη του θεού. Αν δεν το κάνεις, είσαι καταδικασμένος να συνομιλείς μόνο με το παρελθόν. Οι σημερινοί συγγραφείς, οι φιλόσοφοι, οι ποιητές, οι λογοτέχνες, οι σκηνοθέτες δεν είναι χριστιανοί. Αν δεν συνομιλήσεις με αυτούς, δεν ξέρεις σε ποιον κόσμο απευθύνεσαι· κλείνεις την πόρτα και λες «εγώ θα συνομιλώ μόνο με τους Πατέρες του 4ου και του 5ου αιώνα».

Θέλω  πάντως να πιστεύω ότι εκείνο που αποφεύγω, από την άλλη, είναι να ιδιοποιούμαι και να σφετερίζομαι αυτούς τους συγγραφείς: να βρίσκω εδώ κι εκεί κάποια «ξέφτια» στα γραπτά τους, και να λέω «να, εδώ έχουμε έναν “υπόγεια” χριστιανό συγγραφέα». Τους παίρνω ως αυτό που είναι – και, ως αυτό που είναι, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.

Γνωρίζετε πως «το νεότερο πνεύμα είναι ασύμπτωτο με την έννοια της αθανασίας» (η φράση του Γερμανού φιλοσόφου Χανς Γιόνας) και ξέρετε τις δοκιμασίες της πίστης, από το υπέρτατο πολιτικό Κακό, το Άουσβιτς, ως το αναπόφευκτο φυσικό κακό, την αρρώστια. Έπειτα από τόσες δοκιμασίες, τι διασώζει ακόμα την πίστη; Είναι η ανημπόρια, η απόγνωση;

Αυτό που έλεγε ο Ρικέρ, ότι η Κόλαση είναι σήμερα μια έννοια παρωχημένη ιστορικά, νομίζω πως ο Γιόνας το λέει καλύτερα: δεν είναι μόνο η Κόλαση παρωχημένη σήμερα· είναι και ο Παράδεισος. Οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν σήμερα στην Κόλαση, πιστεύουν άραγε στον Παράδεισο; Όχι. Ο σημερινός άνθρωπος δεν έχει μέσα του αυτή την ιδέα της αθανασίας -ή τουλάχιστον δεν την έχει πέρα από τη σκέψη της δικής του διαιώνισης μέσω των παιδιών ή του έργου του.

Αν σκεφτούμε ποιος είναι ο πυρήνας του χριστιανισμού, θα δούμε πως ο πυρήνας αυτός είναι εξαρχής εσχατολογικός: η δεύτερη έλευση του Χριστού επίκειται. Όλη η ηθική των Ευαγγελίων  και των Επιστολών του Παύλου βρίσκονται σε αυτό το μήκος κύματος: μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε (Ματθ. 6, 25). Δεν έχει σημασία να φτιάξει κανείς σπίτια ή περιουσίες: αυτό τελειώνει -έρχεται ο Χριστός.

Ο Χριστός δεν ήρθε, αλλά αυτή η εσχατολογική προσδοκία έμεινε, και μάλιστα με μια ένταση τρομερή επί αιώνες, ως  προσδοκία της τελικής ανάστασης των νεκρών. Ο πυρήνας του χριστιανικού ευαγγελίου, της χριστιανικής ελπίδας, είναι η Ανάσταση του Χριστού και συνακόλουθα η ανάσταση των νεκρών. Είναι γνωστή η φράση του Αποστόλου Παύλου: εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν (Α’ Κορ. 15,17). Είναι δυνατή σήμερα, στην εποχή της κολοσσιαίας ανάπτυξης της επιστήμης, η πίστη αυτή στην ανάσταση; Μπορεί να είναι πειστικό ένα χριστιανικό μήνυμα που λέει «μην ταράζεστε: κάποια στιγμή –δεν έχει σημασία πότε– θα ξαναδείτε τους αγαπημένους σας που χάσατε»; Μπορεί να πιστέψει κανείς το απόσπασμα της προφητείας του Ιεζεκιήλ που διαβάζουμε τη Μεγάλη Παρασκευή, μετά την επιστροφή του Επιταφίου στον ναό: «καὶ δώσω ἐφ᾿ ὑμᾶς νεῦρα καὶ ἀνάξω ἐφ᾿ ὑμᾶς σάρκας, καὶ ἐκτενῶ ἐφ᾿ ὑμᾶς δέρμα καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε· καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος» (Ιεζ. 37, 6); Εγώ λέω ότι δεν είναι πειστικό και πιστευτό.

Το δράμα του χριστιανισμού σήμερα, λοιπόν, είναι πως, ακόμα και αυτοί που δηλώνουν –που δηλώνουμε– χριστιανοί, ακόμα και αυτοί δυσκολεύονται να πιστέψουν –να πιστέψουμε– στην ανάσταση των νεκρών. Από εκεί ξεκινάει το πρόβλημα. Ακόμα κι όταν η Εκκλησία έπαψε να ελέγχει τόσο αυστηρά τη σεξουαλική ζωή των πιστών, οι άνθρωποι δεν επέστρεψαν στους ναούς. Αυτό που βλέπουμε, από την άλλη, είναι ότι η πίστη προκόβει στη φτώχεια: στην Αφρική, στις φαβέλες της Βραζιλίας, στην Ινδία κ.ο.κ. Τι συμβαίνει λοιπόν; Η χριστιανική ελπίδα έχει άραγε ανάγκη την αθλιότητα, τη δυστυχία, τον πόνο και την αρρώστια για να υπάρξει; Σε μια κοινωνία που οι άνθρωποι φτάνουν να ζουν μέχρι τα ογδόντα και τα ενενήντα, ή που φτάνουν ακόμα και να πλήττουν από την ευημερία, δεν έχει άραγε νόημα εκεί  η χριστιανική ελπίδα; Αυτό είναι ένα τεράστιας σημασίας ερώτημα, στο οποίο οι χριστιανικές Εκκλησίες δεν έχουν καταφέρει να δώσουν απάντηση. Γι’ αυτό και η πίστη είναι σήμερα ένα ατομικό κατόρθωμα, ιδιαίτερα εύθραυστο: στην παραμικρή αναποδιά, ακόμα και σ’ ένα πονόδοντο, το πρώτο που κάνει ο πιστός είναι να διαμαρτυρηθεί: «καλά, δεν υπάρχει θεός;».

Η πίστη γεννιόταν παλιά μέσα από την πρακτική -από αυτό το θεμελιώδες «πρώτα κάνω, και ύστερα βρίσκω τη σημασία αυτού που κάνω»: ένα μικρό παιδί πήγαινε στην Εκκλησία, μετείχε σε μια τελετουργία, τηρούσε κάποια πράγματα, υιοθετούσε κάποιες χειρονομίες, κι αργότερα έβρισκε τις σημασίες και την πίστη σε αυτά. Σήμερα αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει: υπάρχει αυτό που λέμε «κρίση μετάδοσης». Οι θρησκευόμενες οικογένειες δεν μπορούν να μεταδώσουν την πίστη τους στα παιδιά τους. Οι οικογένειες που το καταφέρνουν αυτό σήμερα είναι οι φονταμενταλιστικές: όσο πιο σκληρή είναι η οικογένεια, τόσο υψηλότερα ποσοστά μετάδοσης επιτυγχάνει. Η πίστη γίνεται εδώ ένα στοιχείο σκληρής ταυτότητας: «εμείς είμαστε αυτό, πρέπει και εσύ να είσαι το ίδιο». Κι αυτό το συναντά κανείς παντού: στον αμερικανικό Προτεσταντισμό ή τον υπερορθόδοξο εβραϊσμό.

Ας μείνουμε λίγο παραπάνω στο ζήτημα της «ταυτότητας». Γράφετε κάπου ότι, ακόμα και για τους πιστούς χριστιανούς, ο χριστιανισμός είναι σήμερα υπερασπίσιμος μόνο ως κοσμοθεωρία ή ιδεολογία -ως «ταυτότητα». Με τη δική σας διατύπωση: «μόνο ως νοηματοδότηση της ζωής, ως φάρμακο κατά της ανίας, του άγχους και του μηδενισμού». Αλλού πάλι λέτε ότι, χωρίς την αποστολή της, η Εκκλησία μοιάζει με μη κυβερνητική φιλανθρωπική οργάνωση. Αν η πίστη δεν είναι ούτε «ταυτότητα» ούτε ιδιότητα μέλους μιας ΜΚΟ, τότε ποιο είναι το αυθεντικό περιεχόμενό της; Υπάρχει μια πολιτική του Ευαγγελίου; Και σε ποιες στάσεις δεσμεύει;

Όταν σήμερα ένας πιστός, ένας ιερέας ή  ένας επίσκοπος θέλει να πείσει κάποιον να γίνει χριστιανός, αυτό που του λέει είναι «έλα εδώ να βρεις ένα νόημα». Αν όμως πεις απλώς ότι ο χριστιανισμός «μπορεί να δώσει νόημα στη ζωή σου», αυτό είναι ήδη σχετικισμός. Κανείς δεν λέει σήμερα «γίνε χριστιανός γιατί αυτή είναι η μία, μόνη και αιώνια αλήθεια -η αλήθεια που σώζει, γιατί οδηγεί ή είναι η αιωνιότητα». Υπάρχουν πολλές διατυπώσεις αυτής της ίδιας στάσης: «έλα για να βρεις τη γαλήνη, να ηρεμήσεις, να απαλλαγείς από το άγχος κ.ο.κ.». Αυτή τη θεραπευτική προσδοκία την ξέρουμε από τους κοινωνιολόγους της θρησκείας: αυτή ακριβώς η προσδοκία οδηγεί ή κρατάει σήμερα τους ανθρώπους στις θρησκευτικές κοινότητες. Ζεις, επί παραδείγματι, στην Αμερική, δοκίμασες τη γιόγκα ανεπιτυχώς, και σου λέω «δοκίμασε τώρα λίγο και τη Φιλοκαλία, μπορεί να σε βοηθήσει –try it!». Κανείς δεν λέει: «δεν έχω άλλο επιχείρημα να σου δώσω: η Εκκλησία είναι η αλήθεια. Έρχου και ίδε».

Από την άλλη, η μετατροπή των Εκκλησιών σε ΜΚΟ, ο αυτοπεριορισμός τους δηλαδή στην ηθική, είναι ένας κίνδυνος: μολονότι είμαι από αυτούς που υπερασπίζονται έναν ηθικό χριστιανισμό, λέω όμως ότι υπάρχει ο  κίνδυνος να μείνει μόνο η ηθική, χωρίς την πίστη στον Χριστό. Το βλέπουμε αυτό στις σκανδιναβικές κοινωνίες: είναι κοινωνίες φροντίδας των φτωχών, των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες, υλοποιούν μια κληρονομιά του χριστιανισμού -αλλά το κάνουν χωρίς πίστη. Είναι σαν ο χριστιανισμός να ηθικοποίησε τις κοινωνίες και, αφού το πέτυχε, να αποσύρθηκε. Τι είναι λοιπόν αυτό που μένει; Για να υπάρχει θρησκευτική ζωή στον χριστιανισμό, πέρα από τα έργα αγάπης και αλληλεγγύης, που φυσικά είναι εκ των ων ουκ άνευ, χρειάζεται η προσευχή και η κοινή λατρεία του θεού.

Η προσευχή είναι αυτή που δείχνει πως για τον χριστιανό δεν είναι όλα μια πρακτική βοήθειας. Η ίδια η προσευχή προϋποθέτει, εν επιγνώσει ή ανεπίγνωστα, την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος έχει έλλειμμα, ότι είναι ριζικά ελλειμματικός. Αυτό εννοούμε, στην παραδοσιακή θεολογική γλώσσα, όταν κάνουμε λόγο για πτώση και προπατορικό αμάρτημα. Αυτό για το οποίο πρόκειται είναι η ριζική ελλειμματικότητά μας. Κανείς δεν είναι παντοδύναμος, χρειαζόμαστε βοήθεια, συνδρομή, θεϊκή συνδρομή. Η αγάπη –το πιστεύω απόλυτα– χρειάζεται μια υπερφυσική πηγή.

Το δεύτερο είναι η κοινή λατρεία: δεν υπάρχει θρησκεία χωρίς λατρεία του θεού. Η πίστη δεν είναι μια διανοητική υπόθεση. Η πίστη θέλει λατρεία, στον υψηλότερο ποιητικό λόγο, με την υψηλότερη μουσική και την υψηλότερη ζωγραφική. Αν δεν διασωθούν κοινή λατρεία και προσευχή, αν μείνουν μόνο τα έργα ευποιΐας, τότε ναι, μπορεί να υπάρξει μια ηθικοποίηση της κοινωνίας, αλλά χωρίς Θεό. Έχουμε βέβαια και το αντίστροφο: γεμάτες εκκλησίες, προσευχή, κοινή λατρεία και, την ίδια στιγμή, βία. Οι κοινωνίες της Λατινικής Αμερικής είναι κοινωνίες με υψηλή εγκληματικότητα, διαφθορά, ανθρωποκτονίες και, ταυτόχρονα, οι εκκλησίες τους είναι γεμάτες. Αυτή είναι άλλη μια αποτυχία του χριστιανισμού: ο ίδιος είναι ζωντανός, αλλά δεν καταφέρνει να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους.

Σκεφτόμαστε συχνά τον Θεό των μονοθεϊστικών θρησκειών ως αυστηρό Πατέρα και, αντίστοιχα, την πίστη ως ασκητισμό και αυταπάρνηση -ως άρνηση της χαράς. Το συζητάτε κι εσείς για τις περιπτώσεις της αναρχικής Σιμόν Βέιλ και του Εμμανουέλ Λεβινάς.

Ας πάρουμε τον Λεβινάς. Εγγράφεται στην παράδοση του ραββινικού, ταλμουδικού εβραϊσμού, ο οποίος δίνει  προτεραιότητα στην τήρηση των εντολών. Μέσα από αυτή την ηθική δέσμευση της τήρησης των εντολών, όλων των εντολών, το «εγώ θα πράξω αυτό που ορίζει ο Νόμος», μπορεί να οικοδομηθεί η σχέση του ανθρώπου  με τους άλλους ανθρώπους και με τον Θεό, η υπακοή στο θέλημα του Θεού –όχι η πίστη. Τήρηση πρώτα από όλα και πάνω από όλα. Σας θυμίζω το γνωστό ανέκδοτο με τη Χάνα Άρεντ. Πηγαίνει στον ραββίνο και του λέει ότι τα τηρεί όλα μα της λείπει η  πίστη, και εκείνος της απαντά αποστομωτικά: «Και ποιος σας τη ζήτησε;». Το ανέκδοτο το παραθέτει, μεταξύ άλλων, και ο Λεβινάς, συμφωνώντας με τον ραββίνο!

Απέναντι σε αυτή την απόλυτη κυριαρχία της τήρησης υπήρξαν αντιδράσεις από το εσωτερικό του εβραϊσμού, όπως λόγου χάρη ο χασιδισμός. Στο σημείο αυτό ασκείται ανέκαθεν και η πολεμική των χριστιανών απέναντι στους εβραίους, τους καταλογίζουν δηλαδή ότι είναι λεγκαλιστές.

Είναι, φαντάζομαι, η ιδέα της πίστης ως υπηρεσίας: για να πιστεύω στ’ αλήθεια, πρέπει να μπορώ να υπηρετώ τον θεό και τον άλλο -και για να μάθω να το κάνω, πρέπει να ασκηθώ.

Αυτό ακριβώς. Η πίστη, στη λογική αυτή, είναι «επιγενόμενη»: θα γεννηθεί μετά. Ο Λεβινάς λέει, ωστόσο, κάτι που πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας: στην άνευ όρων τήρηση των εντολών, οι άνθρωποι προσάπτουν ψυχική στεγνότητα· όμως, εκείνοι που τηρούν, μέσα σε τόσες αντιξοότητες, δεν το κάνουν από στέγνια, αλλά από περίσσεια ψυχική, από πλούτο. Το κρίσιμο εν προκειμένω αφορά, όχι τις λατρευτικές εντολές, αλλά τις εντολές προς τους άλλους ανθρώπους, την αγάπη, τη συγχώρηση, το έλεος, τη φιλοξενία. Δεν μπορείς να ασκείς αυτές τις εντολές, όπως ένα υπηρεσιακό καθήκον, χωρίς ψυχική μετοχή. Το να επισκέπτεσαι τον άλλον στο νοσοκομείο χωρίς σωματική και ψυχική μετοχή στον πόνο του, όσο και αν είναι προτιμότερο από το να μην τον επισκέπτεσαι καθόλου, είναι παγερό και οριακά απάνθρωπο. Παρόμοια κριτική έχει ασκηθεί, όπως ξέρετε, και στον Καντ. Δεν πιστεύω ότι μπορείς να πάρεις τη θέση του άλλου, δεν μπορείς ποτέ να μπεις στη θέση του παιδιού που γεννήθηκε παράλυτο, που δεν περπάτησε ποτέ, που δεν έπαιξε μπάλα. Η υποκατάσταση που πρότεινε ο Λεβινάς είναι ένας απραγματοποίητος παροξυσμός αγάπης. Αν όμως αυτό δεν γίνεται, γίνεται κάτι άλλο, μπορεί να καλλιεργηθεί και να δοθεί στην ψυχή κάτι άλλο: η σωματική και ψυχική μετοχή, αρχίζοντας από τα πολύ μικρά πράγματα.  Όπως λέει ο πάπας Φραγκίσκος «μην πετάτε το κέρμα στο χέρι του ζητιάνου. Πιάστε του το χέρι».

Επιστρέφω στη συζήτηση για τον Λεβινάς και την Βέιλ. Ο Λεβινάς εκτιμά πολύ τη Βέιλ και έχει κιόλας επηρεαστεί από αυτήν.  Διαφωνεί, ωστόσο, μαζί της όταν αυτή απορρίπτει την Παλαιά Διαθήκη. Σε όλους τους πολιτισμούς, στην Αρχαία Ελλάδα, στην Αίγυπτο, στο Θιβέτ, παντού, η Βέιλ βρίσκει ενοράσεις προχριστιανικές. Μόνο στην Παλαιά Διαθήκη δεν βρίσκει. Δύο πολιτισμούς  απεχθάνεται η Βέιλ, τον ρωμαϊκό και το ιουδαϊκό. Αυτό που προέχει από την άλλη για τον Λεβινάς είναι η ηθική. Μια ενήλικη θρησκεία, μια θρησκεία για ενηλίκους, ταυτίζεται με την ηθική. Στρέφεται με ένταση κατά της χριστιανικής έμφασης στον πόνο και τη θυσία. Όταν αναφέρεται στον «πάσχοντα δούλο» του Ησαΐα (Κεφ. 53), κάνει μια εκπληκτική παρατήρηση: αυτός ο πάσχων δούλος, ο πάσχων δίκαιος, δεν αξίζει επειδή πάσχει, αλλά επειδή είναι δίκαιος! Στη συλλογιστική αυτή, είναι αδιανόητο ο Δημιουργός του κόσμου να ενσαρκώνεται και να περπατά στις λάσπες και τα κάτουρα της Παλαιστίνης. Ο Λεβινάς κατάλαβε καλά ότι στο κέντρο του χριστιανισμού βρίσκεται η Ενσάρκωση και στρέφεται εναντίον της. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί ο Δημιουργός του κόσμου, ο υπερβατικός Θεός, το Αγαθό και η πηγή του αγαθού, να πάσχει, να σταυρώνεται και να πεθαίνει -κάτι τέτοιο δημιουργεί διαστροφές.

Η Βέιλ, αντίθετα, μια Εβραία που απαρνήθηκε τον εβραϊσμό της και πέθανε στο κατώφλι της Εκκλησίας χωρίς να βαφτιστεί ποτέ, έλκεται θανάσιμα από τον Σταυρό. Γράφει κάπου πως «ο Σταυρός είναι η πατρίδα μας». Στο έργο της δεν υπάρχουν αναφορές στην Ανάσταση. Η δυστυχία, το να είσαι ένα δαρμένο σκυλί, να μην έχεις και να μην είσαι τίποτε, είναι μια συνθήκη ευεργετική, με τη έννοια ότι μπορεί να στρέψει το βλέμμα σου στον Σταυρό. Με όλη την απέραντη εκτίμηση που έχω σε αυτή τη γυναίκα, που πέθανε στα 34 της χρόνια, αυτή τη θανάσιμη –κυριολεκτικά– έλξη από τον Σταυρό δεν μπορώ να τη δεχτώ.

Στον αντίποδα του ασκητισμού και της «θανάσιμης έλξης» από τον Σταυρό, υπερασπίζεστε έναν χριστιανισμό της χαράς. Από ποιες πνευματικές παραδόσεις αντλεί ένας τέτοιος χριστιανισμός; Μπορεί να υπάρχει χαρά στον κόσμο «των πενήτων»;

Από τον Λούθηρο και μετά, ο χριστιανισμός δίνει όλο και περισσότερο την έμφασή του στον Σταυρό. Τον Σταυρό είναι εύκολο να τον πιστέψεις. Έχεις τρόπο να τον μεταφράσεις -να μιλήσεις για την οδύνη, για τα βάσανα των ανθρώπων. Το δύσκολο, αντίθετα, είναι να πιστέψεις στην Ανάσταση: στην τελική επικράτηση του καλού.

Ασφαλώς και μπορεί να υπάρχει χαρά στον κόσμο των πενήτων. Ας στραφούμε, μέρες που είναι, στον Παπαδιαμάντη. Ο κόσμος του είναι κατεξοχήν ένας κόσμος πενήτων. Ο χριστιανισμός του όμως είναι ευφρόσυνος. Χωρίς ίχνος  ίχνος αγωνίας ή ψυχικού διχασμού. Χωρίς ασκητισμό. Είναι ο χριστιανισμός -με ενσωματωμένο πολύ παγανισμό- του λαού των πενήτων, που λατρεύει τον Θεό με ωραία άσματα και, αφού τον λατρέψει, ευωχείται μέσα στο κάλλος της φύσης, χαίρεται την ομορφιά του κόσμου. Γενικά, πάντως, δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω πώς γίνεται ένας άνθρωπος που πιστεύει στον Χριστό και ελπίζει σε αυτόν να μην έχει χαρά!

Σχετικά με τον συντάκτη

Δημοσθένης Παπαδάτος

Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος εργάζεται ως μεταφραστής και διορθωτής, με ειδίκευση στην αυτοδιόρθωση. Ήταν υπεύθυνος σύνταξης της ιστοσελίδας Red Notebook και, μαζί με το Χρήστο Λάσκο, συνεπιμελητής του βιβλίου Το Όχι που έγινε Ναι (ΚΨΜ 2016). Άρθρα του δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα Αlterthess.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε