Η Τριλογία για την ιστορία του Μαρξισμού.
Το πρώτο βιβλίο του Anderson πάνω σε αυτό το ζήτημα ήταν ο Δυτικός Μαρξισμός,το οποίο δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1976. Αυτό εξέτασε τους διαφορετικούς μαρξισμούς που αναπτύχθηκαν στην μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη, συχνά συνδεόμενοι με τα Κομμουνιστικά Κόμματα που βρίσκονταν υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης.
O Αnderson ισχυρίστηκε πως το «ορόσημο» του Δυτικού Μαρξισμού είναι «ότι συνιστά ένα προϊόν ήττας». Για αυτόν, η ανικανότητα της Ρωσικής επανάστασης να διαχυθεί στο εξωτερικό προσδιόρισε τον εσωτερικό της χαρακτήρα: την σταλινική παράδοση· η οποία με την σειρά της διαμόρφωσε τις θεωρίες που προπαγανδίστηκαν από τα κόμματα-δορυφόρους της Μόσχας οι οποίες δεν ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν ριζικά τις πραγματικότητες και τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν στην ΕΣΣΔ.
Για τον Anderson, η ήττα στην Γερμανία – προσδιόρισε την μοίρα της Ρωσικής Επανάστασης και κατ’ επέκταση της παγκόσμιας εργατικής τάξης μπλοκάροντας την διαλεκτική ανάπτυξη μεταξύ επαναστατικής θεωρίας και πολιτικής πράξης, το χαρακτηρικότερο στοιχείο της μαρξιστικής παράδοσης μέχρι τότε.
Αποτέλεσμα αυτού ο τύπος Μαρξιστικής θεωρίας που αναπτύχθηκε από τον μεσοπόλεμο και έπειτα, ξεκινώντας από την σχολή της Φρανκφούρτης να περιοριστεί σε έναν φιλοσοφικό λόγο ο οποίος συζητιόταν κυρίως εντός των πανεπιστημίων. Η κλασική μαρξιστική παράδοση είχε χρησιμοποιεί το θεωρητικό έργο προκειμένου να υπαγορεύσει καθήκοντα για πολιτική δράση. Αντίθετα, οι δυτικοί μαρξιστές εγκατέλειψαν τις οικονομικές και πολιτικές αναλύσεις των προκατόχων τους αναπτύσσοντας μια αργκό η οποία εστίαζε αποκλειστικά σε επιστημολογικά ζητήματα «διορθώνοντας» έτσι τον Μαρξ δια μέσου της άντλησης εννοιών από άλλους «αστικούς φιλοσόφους».
Η πολιτική και επιστημολογική απάντηση σε αυτόν τον εκφυλισμό εδράζεται για τον Andersonστην τροτσκιστική παράδοση, η οποία διαθέτει διανοούμενους σαν τον Ernest Mandelπου επιχειρήσαν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ θεωρίας και πράξης – το εγγενές ελάττωμα του Δυτικού Μαρξισμού. Τα έργα τους καταπιάστηκαν με ζητήματα που σχετίζονταν με την πολιτική οικονομία του καπιταλισμού και την πολιτική, εγκαταλείποντας τις θεματικές που ο Δυτικός Μαρξισμός είχε προάγει, όπως η επιστημολογία.
Ιστορικοποιώντας τις πολιτικές και θεωρητικές επιλογές του Anderson, είναι σημαντικό να στρέψουμε το βλέμμα μας στην συζήτηση αναφορικά με το δίλημμα της περιόδου μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης, όπως αυτό διατυπώθηκε από τα Ευρωκομμουνιστικά και Τροτσκιστικά κόμματα αντίστοιχα. Αυτό το ζήτημα αναδύθηκε εκ νέου υπό των φως των μεταβάσεων από την δικτατορία στην φιλελεύθερη δημοκρατία στην Νότια Ευρώπη – και στην αντίστροφη διαδικασία στην Λατινική Αμερική κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970.
Ωστόσο, αντίθετα με αυτόν της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς, ο μαρξισμός του Anderson έτεινε περισσότερο στην ιστορική ανάλυση παρά στην πολιτική και την πολιτική οικονομία. Οι κοινοί τους παρονομαστές ήταν η αναγνώριση της εργατικής τάξης ως το κύριο υποκείμενο που θα προπορευόταν της κοινωνικής χειραφέτησης και η πίστη στον μαρξισμό ως το θεωρητικό σώμα που θα ενημέρωνε την επαναστατική πολιτική πρακτική.
Από την άλλη, ο Anderson δεν κατέστη ποτέ ένας συστηματικός ακτιβιστής. Ήταν μάλλον ένας πολιτικά και θεωρητικά ενημερωμένος διανοούμενος, παρόμοιος με αυτούς των Ευρωκομμουνιστικών κομμάτων, που κατέκρινε στον Δυτικό Μαρξισμό. Αυτή η ιδιαιτερότητα αποτυπωνόταν και στην μέθοδό του, η οποία στερούνταν έναν σαφή αναγωγισμό – των ιδεών ή της πολιτικής – στο οικονομικό επίπεδο.
Κατά αυτόν τον τρόπο, παρέμενε εντός μιας ανάλυσης, η οποία προήγαγε την γεωπολιτική σύγκρουση μεταξύ της Οκτωβριανής επανάστασης και των εχθρών της ως προσδιοριστικών παραγόντων των αναδυόμενων ιδεών. Αυτή η επιστημολογική πρόταση δεν διαφέρει πολύ από την Βεμπεριανή παράδοση, όπου οι πολιτικές λειτουργίες διατηρούν μια αυτονομία σε σχέση με την οικονομία.
Μια ιστορική-υλιστική προσέγγιση των ιδεών, ωστόσο, θα ήταν εγγύτερα σε αυτήν που έχει υιοθετηθεί στα έργα της για την ιστορία της πολιτικής σκέψης από την Ellen Meiskins Wood. Η προσέγγισή της αναφορικά με τις πολιτικές ιδέες προσδιορίζεται από ένα σύνολο ρυθμιστικών ιδεών όπως οι κοινωνικές σχέσεις, οι ιδιοκτησιακές μορφές και ο κρατικός σχηματισμός.
Ενάντια στον Τhompson;
Το επόμενο βιβλίο του Anderson πάνω στην ιστορία του μαρξισμού ήταν το Arguments within English Marxism,το οποίο εστίασε στον Βρετανό ιστορικό E. P. Thompson και στην πολεμική του με τον Γάλλο φιλόσοφο Louis Althusser. Παρά την κριτική που άσκησε εκεί ο Anderson στο βιβλίο του Thompson The Poverty of Theory που εστίαζε στην ανάλυση του Μαρξισμού και της πολιτικής του Louis Althusser, πρόθεση του ήταν η επαναπροσέγγιση μετά το σχίσμα που είχε δημιουργηθεί μεταξύ των δυο – και τις γενιές που εκπροσωπούσαν – εξαιτίας της αντιπαράθεσης τους μια δεκαετία νωρίτερα αναφορικά με την φύση του Βρετανικού κράτους και τον καπιταλισμό. Οι ελπίδες που είχαν προκύψει από τα κινήματα της δεκαετίας του 1960 είχαν εξανεμιστεί και η παγκόσμια Αριστερά βρισκόταν σε ανάσχεση μετά τις ήττες της στην Λατινική Αμερική και την Νότια Ευρώπη: ήταν περίοδος συγκλίσεων όχι περαιτέρω κατακερματισμού.
Ωστόσο, ο Anderson ήταν σαφής για τις διαφορές του με τον Thompson με δεδομένο ότι στο The Poverty of Theory ο Thompson είχε χαρακτηρίσει το Νew Left Review ως έντυπο το οποίο εκπροσωπούσε τον Αλτουσεριανισμό εντός του Βρετανικού συγκειμένου. Η ανασυγκρότηση του Anderson των διαφορών μεταξύ αυτού και του Thompson επεκτάθηκε πέραν του επιστημολογικού επίπεδου περιλαμβάνοντας και πολιτικά ζητήματα.
Για τον Anderson η βασική πολιτική τους διαφωνία είχε να κάνει με το δίλημμα μεταξύ της μεταρρύθμισης και της επανάστασης (τάσσοντας τον εαυτό του στην δεύτερη). Οι διαφορές, από την άλλη, μεταξύ του E. P. Thompson και του Γάλλου φιλοσόφου ερμηνεύθηκαν στην βάση των γεωπολιτικών εξελίξεων της μεταπολεμικής περιόδου και πιο συγκεκριμένα των διαιρέσεων μεταξύ του κομμουνιστικού στρατοπέδου. Ενώ ο Thompson ενεπλάκη με την Βρετανική Νέα Αριστερά μετά την Σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία, ο Althusser γοητεύτηκε από τον Κινέζικο αναθεωρητισμό.
Ωστόσο, η αντίληψη του Anderson για τον σοσιαλισμό και πως αυτός θα επιτευχθεί διέφερε από αυτήν των δυο στοχαστών. Για αυτόν, η νέα φάση στην ανθρώπινη ιστορία θα εισαχθεί με μια βίαιη μεταβατική περίοδο κατά την οποία: «η διάλυση του υφισταμένου καπιταλιστικού κράτους, η ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής από τις ανώτερες τάξεις και η δημιουργία ενός νέο τύπου κρατικής και οικονομικής τάξης, στην οποία οι συνεργαζόμενοι παραγωγοί θα μπορούν για πρώτη φορά να ασκήσουν άμεσο έλεγχο στις εργαζόμενες ζωές τους και θα έχουν την άμεση εξουσία έναντι της κυβέρνησης τους».
Στο Πανεπιστήμιο
Αρκετά διαφορετική στην μορφή της ήταν η μελέτη που ακολούθησε τον Δυτικό Μαρξισμό με τον τίτλο, In the Tracks of Historical Materialism. Απευθυνόμενο σε ένα πανεπιστημιακό κοινό στο Ιρβάιν της Καλιφόρνια, το βιβλίο αυτό αποτιμά τις διανοητικές τάσεις του δομισμού και του μεταδομισμού στην Γαλλία την περίοδο μεταξύ του 1945 και του 1980.
O Anderson εντοπίζει ισχυρές συγγένειες μεταξύ των δυο παραδόσεων παρουσιάζοντας το δεύτερο ως μετασχηματισμό του πρώτου. Η ενασχόληση του με αυτά τα συστήματα σκέψης εξηγείται στην βάση της κυριαρχίας του δομισμού εντός του Γαλλικού μαρξισμού ο οποίος σύμφωνα με τον Anderson βρισκόταν σε οξεία παρακμή ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Οι διανοητικές καταβολές αυτού του εκφυλισμού εξηγούνται στην βάση της επιρροής του δομισμού από το θεωρητικό έργο του Ελβετού γλωσσολόγου και σημειολόγου Ferdinand de Saussure. Αυτό σηματοδοτούσε μια υπερίσχυση της λογοθετικής λογικής έναντι των κοινωνικών λειτουργιών, δηλαδή την ανάλυση της κοινωνίας με νόμους και εργαλεία της γλωσσικής ανάλυσης.
Πιο συγκεκριμένα, τα επιστημολογικά θεμέλια που υιοθετούνταν από τους μεταδομιστές ήταν «η υπερβολική έμφαση στην γλώσσα», «η άμβλυνση της αλήθειας» και «η τυχαιοποίηση της ιστορίας» τα οποία συντέλεσαν στην σχετικοποιήση των βασικών αρχών του Διαφωτισμού εξαχνώνοντας τις όποιες βεβαιότητες στις σφαίρες της ηθικής και της πολιτικής.
Η επιχειρηματολογία του Anderson για την εσωτερική ιστορία των παραδόσεων του δομισμού και του μεταδοσμιμού που στοχεύει σε μια ολοποιητική αφήγηση διαθέτει κάποιες χρήσιμες παρατηρήσεις αλλά χαρακτηρίζεται και από πολλές τραχιές ομογενοποιήσεις που συγχέουν παρά διασαφηνίζουν την θεματική υπό εξέταση.
Η πλειοψηφία της σχετικής βιβλιογραφίας δεν συμφωνεί με το ότι ο μεταπολεμικός μαρξισμός κυριαρχήθηκε από τον δομισμό. Επίσης δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός ότι μια ακαδημαϊκή επιστημολογία όπως αυτή του δομισμού θα μπορούσε να είναι υπεύθυνη για την τύχη της Μαρξιστικής παράδοσης σε μια ολόκληρη χώρα, επιχείρημα το οποίο ενέχει τον ίδιο ιδεαλισμό τον οποίο ο Anderson συχνά κατέκρινε.
Tο σύνολο αυτών των ζητημάτων καταδεικνύει τους περιορισμούς των επιλεγόμενων αναλυτικών κατηγοριών από τον Anderson. Ωστόσο, ο Βρετανός ιστορικός προσθέτει έναν ακόμη εξωδιανοητικό παράγοντα για την παρακμή των παραδόσεων που εξετάζει: τις ήττες του Μαοϊσμού στην Ανατολή και του Ευρωκομμουνισμού στην δύση, παραδόσεις με τις οποίες ήταν συνδεδεμένος ο δομισμός.
Οι πολιτικές τους αποτυχίες οδήγησαν στην κατάρρευση αυτού του τύπου θεωρίας. Ωστόσο, εάν υπάρχει μια ευθεία σχέση μεταξύ θεωρίας και πραγματικότητας, τότε πως η επιρροή του Gramsci, ο οποίος υπήρξε ο προεξάρχων θεωρητικός του Δυτικού Μαρξισμού, κατέστη παγκόσμια και επιβίωσε κατά τις επόμενες δεκαετίες τόσο εντός όσο και εκτός ακαδημίας;
Η διάγνωση για την οριστική παρακμή του Δυτικού Μαρξισμού αποδείχτηκε λανθασμένη ειδικότερα με δεδομένη την παγκόσμια και ετερόκλητη διάχυσή του κατά τις πρόσφατες δεκαετίες. Παρά ταύτα, ο Anderson αισιόδοξα παρατήρησε πως μελέτες που βρίσκονταν στο αντίποδα της παράδοσης του Δυτικού Μαρξισμού –τόσο αναφορικά με την επιστημολογία όσο και με το περιεχόμενο– είχαν αναδυθεί στον Αγγλοσαξονικό κόσμο τα τελευταία χρόνια.
Η παραγωγή του Μαρξισμού έτσι μετακινήθηκε από την Λατινική Ευρώπη στις αγγλοσαξονικές χώρες. Τέτοια παραδείγματα, μεταξύ άλλων, ήταν οι μελέτες των Ralph Miliband, Erik Olin Wright, Harry Braverman, και Michel Agliettaπου εστίασαν στις πολιτικές και οικονομικές όψεις της παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης και επιχειρήσαν να αναλύσουν τις ιστορικές ιδιαιτερότητες της σύγχρονης συγκυρίας.
Ο Anderson παραδέχτηκε πως η πρόγνωσή του για μια αναπτυσσόμενη διαλεκτική μεταξύ συμπαγών μαρξιστικών αναλύσεων και επαναστατικής πολιτικής πρακτικής δεν είχε δικαιωθεί, καθώς οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες παρέμειναν εντός της ακαδημίας.
Παρά ταύτα, δεν προσφέρει κάποια υλιστική εξήγηση για αυτήν την ασυμμετρία. Γιατί υπήρξε μια γεωγραφική μετατόπιση παράλληλα με την εγκατάλειψη της διαλεκτικής μεταξύ σοσιαλιστικής θεωρίας και πολιτικής πράξης; Μια επαρκής απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα απαιτούσε μια πιο συμπαγή ανάλυση της πολιτικής κρίσης της Αριστεράς της περιόδου και μια βαθύτερη κατανόηση του μετασχηματισμού του καπιταλισμού που συνέβαινε τότε, ο οποίος έγινε κατανοητός στην ευρυτητά του μόνο αργότερα.
Ήδη όταν το βιβλίο δημοσιεύτηκε, ο Andersonείχε μετακινηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποκτώντας ορισμένα χρόνια μετά μόνιμη διδακτική θέση στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (UCLA). Οι περισσότερες μελέτες που καταδεικνύει ως κοινωνιολογικά και ιστορικά ενημερωμένες διεξάχθηκαν από ακαδημαϊκούς, οι οποίοι ποτέ δεν βγήκαν έξω από το στενό κύκλο του Πανεπιστήμιου μετατρεπόμενοι σε κάποιου είδους οργανικούς διανοούμενους, κάτι το οποίο αφήνεται ασχολίαστο από τον Βρετανό ιστορικό.
Αυτοί ήταν άνθρωποι που ριζοσπαστικοποιήθηκαν κατά την διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και του 1970 μέσα από την συμμετοχή τους στις φοιτητικές εξεγέρσεις· οι ριζοσπαστικές θεματικές έρευνας ήταν αποτέλεσμα των κινημάτων της περιόδου, ωστόσο οι ερευνητές αυτοί ποτέ δεν επέστρεψαν την έρευνα τους πίσω στην κοινωνία με την μορφή θεωριών ικανών να κινητοποιήσουν τους εργαζόμενους.
Ο Anderson δεν αποτελούσε εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Από αυτό το σημείο και έπειτα, οι κύκλοι του δομούνταν γύρω από προοδευτικούς διανοουμένους διακεκριμένων Αμερικάνικων πανεπιστημίων παρά από φιγούρες που ήταν ταγμένες στην επαναστατική αλλαγή του κόσμου. Ενδεικτική αυτής της στροφής ήταν η μετατόπιση στους συμβαλλομένους συγγραφείς στην επιθεώρηση New Left Review που βρισκόταν υπό την διεύθυνση του Anderson. Πλέον οι πιο τακτικοί συνεργάτες ήταν οι Robert Brenner, Fredric Jameson, Ellen Meiksins Woodκαι Michael Sprinkerπου όλοι βρίσκονταν σε Βορειοαμερικανικά πανεπιστήμια σε θέσεις διδασκαλίας.
Υπήρχε ένας πολύ καλός λόγος για αυτό. Η πολιτική κρίση του Ευρωκομμουνισμού την οποία ο Anderson επισήμανε είχε βαθύτερες καταβολές. Συνιστούσε μια έκφραση της συλλογικής ανικανότητας της Δυτικής Αριστεράς να αναμετρηθεί επιτυχώς με τον μετασχηματισμό της καπιταλιστικής οικονομίας που είχε λάβει χώρα με την Πετρελαϊκή Κρίση του 1973.
Ο Ευρωκομμουνισμός ήταν μια εκδοχή της Αριστεράς, η οποία φανέρωσε τους πολιτικούς περιορισμούς στην συγκυρία όταν ήρθε αντιμέτωπος με το δίλημμα μεταξύ της μεταρρύθμισης και της επανάστασης, κάτι το οποίο συμπυκνώθηκε αρκετά παραδειγματικά στην περίπτωση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Οι επαναστατικές οργανώσεις από την άλλη ποτέ δεν απέκτησαν το αναγκαίο ειδικό βάρος για να αμφισβητήσουν το status quoκαι τέλος, η Σαοσιαλδημοκρατία είχε αρχίσει να ενστερνίζεται σημαντικές όψεις των προγραμμάτων της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς.
Η ευρύτερη συστημική κρίση εντός της Αριστεράς που παρήχθη από τον μετασχηματισμό του καπιταλισμού μπορεί να ερμηνεύσει την ολοένα και μεγαλύτερη σχάση μεταξύ θεωρίας και πράξης. Η Αριστερά αργά αλλά σταθερά άρχισε να απεμπλέκεται από την κοινωνική σφαίρα περιορίζοντας τον εαυτό της στους απομακρυσμένους πύργους των πανεπιστημίων. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ο μαρξισμός αμφισβητήθηκε από άλλα θεωρητικά παραδείγματα εντός των ακαδημαϊκών πεδίων που είχαν προοδευτικά πολιτικά σημαινόμενα και όχι από ένα κοινωνικό κίνημα που θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει και ανακατευθύνει τις προτεραιότητές του.
Για αυτόν τον λόγο η αφήγηση του Andersonεπισημαίνει τον ανταγωνισμό μεταξύ διαφορετικών θεωρητικών παραδόσεων εντός των δομών του πανεπιστημίου και όχι έξω από αυτές. Τα Βρετανικά και τα Αμερικάνικα πανεπιστήμια συνέχισαν να «φιλοξενούν» την μαρξιστική παράδοση από την στιγμή που η Αριστερά εκεί ποτέ δεν έθεσε μια ουσιώδη αμφισβήτηση στο statusquoτων χωρών αυτών.
Το κατεστημένο δεν διέγραψε το μαρξισμό παντελώς αλλά τον ενσωμάτωσε ως μια ακόμη θεωρητική παράδοση διακριτή από την πολιτική πρακτική. Υιοθετώντας αυτήν την γραμμή επιχειρηματολογίας θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η τριλογία του Anderson για τον μαρξισμό συνιστούσε η ίδια προϊόν αυτής της ήττας. Τα αδιέξοδα της, ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνευθούν ως αποτέλεσμα των σεισμικών μετατοπίσεων που έλαβαν χώρα την περίοδο αυτή στο κοσμο-σύστημα παρά ως αποτυχίες συγκεκριμένων θεωρητικών παραδειγμάτων εντός του μαρξιστικού κανόνα ή του ίδιου του συγγραφέα.
Μετά την Πτώση
Μετά το σχετικά πολιτικά αισιόδοξο τόνο που απέπνεαν οι μελέτες του κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980, το έργο του στην συνέχεια θα έθετε στο προσκήνιο μια αίσθηση ήττας.
Αυτό έγινε ιδιαίτερα στο A Zone of Engagement, μια συλλογή άρθρων που δημοσιεύτηκαν μεταξύ του 1983 και του 1992. Αυτό το βιβλίο σηματοδοτεί μια σειρά από μετατοπίσεις στο έργο του Anderson αναφορικά με την επιστημολογία, την πολιτική, τις θεματικές και το ύφος αποκλίνοντας σημαντικά από την τριλογία του για την ιστορία του μαρξισμού.
Το πρώτο μισό του βιβλίου εστιάζει σε κείμενα πάνω σε μαρξιστές στοχαστές που γράφτηκαν τα πρώτα πέντε χρόνια της δεκαετίας του 1980, αλλά στα επόμενα κεφάλαια ο Anderson συζητά διανοητικές αναπτύξεις μεταξύ μη-μαρξιστών στοχαστών. Αυτό εξηγείται στην βάση της θεωρητικής αμφισβήτησης που τέθηκε από μη-μαρξιστικές μακρο-κοινωνιολογικές αναλύσεις κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980, όπως αυτές από τους Michael Mann και W. G. Runciman αλλά επίσης και από την πολιτική αμφισβήτηση της Αριστεράς από το μέτωπο της φιλελεύθερης-σοσιαλιστικής παράδοσης (à la Norberto Bobbio) μετά την πτώση της ΕΣΣΔ.
Ο Anderson ωστόσο συνεχίζει να μην προσφέρει εξηγήσεις για τις δομικές αιτίες αυτών των διανοητικών και πολιτικών φαινομένων – κάτι το οποίο όπως αναφέρθηκε παραπάνω μπορεί να αναχθεί στην ανικανότητα της Αριστεράς να αναμετρηθεί επιτυχώς με την κρίση που προέκυψε από το 1973 και έπειτα.
Η απουσία συμπαγούς εξήγησης για την ανάδυση αυτών των φαινομένων και η ανάλυση μη-μαρξιστικών θεωριών καταδείκνυε μια αλλαγή στις πεποιθήσεις του αναφορικά με την εξηγητική-προβλεπτική δύναμη του μαρξισμού. Ο ρόλος της εργατικής τάξης ως κεντρικός δρώντας του κοινωνικού σχηματισμού δεν θα μπορούσε να μείνει αμετάλλακτος αλλά τώρα κατέστη αντικείμενο αποσιώπησης.
Οι συζητήσεις εντός του μαρξιστικού κανόνα αναφορικά με ζητήματα θεωρίας και στρατηγικής αντικαταστάθηκαν από ενδο-ακαδημαϊκές συζητήσεις αναφορικά με την κατάλληλη μέθοδο στην πειθαρχία της διανοητικής ιστορίας. Έτσι, η αυτοκατανόησή του ως μαρξιστή που επιχειρεί να αμφισβητήσει τις πλάνες του πολιτικού ρεφορμισμού και της μη διαλεκτικής θεωρίας αντικαταστάθηκε από την υιοθέτηση μιας ακαδημαϊκής αυτοαντίληψης, κάτι που συνεπαγόταν τον ενστερνισμό μεθόδων από τα διανοητικά περιβάλλοντα των πανεπιστημίων.
Η πολιτική αλλαγή του Anderson είναι επίσης εμφανής και στην αποκήρυξη της πεποίθησης για την εφικτότητα της επαναστατικής πολιτικής που υιοθετούσε στο παρελθόν. Αυτή η αλλαγή αποκρυσταλλώνεται στην επανεκτίμηση του επιδραστικού κειμένου του 1976 «Οι αντινομίες του Antonio Gramsci». Στην εισαγωγή του A Zone of Engagement, ο Anderson παραδέχεται ότι ο σύντροφός του FrancoMorettiείχε δίκιο όταν ισχυριζόταν πως το κείμενο του σηματοδοτούσε το τέλος των προσδοκιών για επαναστατικό μετασχηματισμό στην Δύση.
Αυτό δεν συνιστούσε μια αποδοχή της ιδέας του «τέλους της ιστορίας» η οποία απορρίφθηκε κατηγορηματικά στο δοκίμιο για τον FrancisFukuyamaπου συμπεριλαμβανόταν στο ίδιο τόμο. Για τον Anderson, ο φιλελεύθερος πολιτικός επιστήμονας πέτυχε -εν μέσω της έπαρσης που ακολούθησε την πτώση της ΕΣΣΔ- κυρίως την σύνθεση «της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της καπιταλιστικής ευμάρειας ενώνοντάς τις σε έναν κατηγορηματικό τελικό δεσμό».
Για τον Βρετανό μαρξιστή από την στιγμή που οι συνθήκες που προκάλεσαν την εμφάνιση του σοσιαλισμού κατά την διάρκεια του 19ουαιώνα συνεχίζουν να υπάρχουν, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρείται πως ο φιλελεύθερος καπιταλισμός σηματοδότησε το τέλος της ιστορίας. Αντί αυτού, ο Anderson ισχυρίζεται πως η νεωτερικότητα με όλες τις αντιφάσεις της συνιστά μια ανοικτή διαδικασία και η άρνηση της – ο σοσιαλισμός – είναι ακόμη μια ανοιχτή ιστορική διαδικασία. Ωστόσο, οι παρελθούσες βεβαιότητες για την εφικτότητα του σοσιαλισμού αντικαταστάθηκαν από τις αβεβαιότητα για τις κοντοπρόθεσμες προοπτικές του.
Οι κοντοπρόθεσμες πολιτικές προσδοκίες ήταν έτσι διαφορετικής πολιτικής χροιάς από αυτές του πρόσφατου παρελθόντος. Κάτι τέτοιο τεκμαίρεται από την ελπίδα του στην πολιτική ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις διανοητικές συστάσεις για το έργο του David Held πάνω στην δημοκρατία, πραγματικότητες εντελώς ξένες για το μέχρι τώρα διανοητικό σύμπαν του Anderson.
Το φάσμα
Οι αναταράξεις των αρχών της δεκαετίας του 1990 δεν παρήγαγαν μια νέα σταθερή παγκόσμια τάξη πραγμάτων, κάτι το οποίο δεν σήμαινε ωστόσο ότι προήχθησαν συγκεκριμένες εναλλακτικές έναντι αυτής. Επιταχύνοντας στο 2005, η δυτική συμμαχία ιμπεριαλιστικών κρατών από την μια καθοδηγούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες είχε εμπλακεί με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και από την άλλη η αριστερά εμπνεόμενη από έναν ανανεωμένο αντι-ιμπεριαλισμό είχε εναντιωθεί στην υποτιθέμενη «σύγκρουση μεταξύ πολιτισμών» ορθώνοντας το πολιτικό της ανάστημα.
Σε αυτό το συγκείμενο, ο Andersonδημοσίευσε έναν άλλο τόμο πάνω στην ιστορία της πολιτικής σκέψης του 20ουαιώνα, τιτλοφορούμενος Spectrum: From Right to Left in the World of Ideas. Αυτός ο τόμος περικλείει δοκίμια τα οποία αναλύουν το έργο στοχαστών που καλύπτουν ολόκληρο το πολιτικό φάσμα από την «αδιάλλακτη Δεξιά» έως την «νικημένη αριστερά», τα περισσότερα εκ των οποίων είναι δημοσιευμένα στο London Review of Books και στο NLR μεταξύ1992 και 2005, και ως εκ τούτου παραδειγματοποιούν τους μετασχηματισμούς που έχουν συμβεί από την περίοδο του «τέλους της ιστορίας».
Στην πρόλογο ο Anderson αναφέρει πως το βιβλίο του συνιστά μια συνέχιση του A Zone of Engagement, τόσο αναφορικά με τις στοχεύσεις όσο και την λογική του εξετάζοντας ένα μεγάλο εύρος διανοούμενων. Ωστόσο, υπάρχουν και μια σειρά από ασυνέχειες όχι τόσο αναφορικά με την επιστημολογία της διανοητικής ιστορίας που υιοθετεί όσο με την θέση του αναφορικά με την μετριοπαθή φιλελεύθερη αριστερά και την ικανότητα της (ή μη) να παράγει σημαντική πολιτική και κοινωνική μεταρρύθμιση. Υπό αυτήν την έννοια, είναι σημαντικό να συγκρίνουμε τα βασικά επιχειρήματα που απαντώνται στο Spectrumμε το κύριο συντακτικό άρθρο του NLR με τίτλο “Renewals” που δημοσιεύτηκε το 2000 και συνοψίζει την πολιτική αντίληψη για τις παγκόσμιες μετατοπίσεις που συνέβησαν κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990.
Το Spectrum είναι διαιρεμένο σε τρία μέρη σύμφωνα με ένα συνδυασμό πολιτικών και θεματικών κριτηρίων. Το πρώτο μέρος εξετάζει την παράδοση της Δεξιάς, εστιάζοντας στο έργο των Michael Oakeshott, Leo Strauss, Carl Schmitt, Friedrich von Hayek, Ferdinand Mount και Timothy Garton Ash. Το επόμενο κεφάλαιο εξετάζει θεωρητικούς της φιλελεύθερης Αριστεράς εννοώντας αυτούς που βρίσκονται στον πολιτικό χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας (Bobbio, Jürgen Habermas, and John Rawls).
Αυτοί οι θεωρητικοί αντιμετωπίζονταιι ως διακριτή ομάδα με δεδομένο ότι: α) τα φιλοσοφικά τους έργα διατύπωσαν συμπαγείς θεωρίες κοινωνικής συναίνεσης αναφορικά με το εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών και β) τις ύστερες φιλοσοφικές τους προσπάθειες, οι οποίες επιχειρούν να συλλάβουν τους παγκόσμιους μετασχηματισμούς που συνέβησαν κατά την διάρκεια της δεκαετία του 1990 και οποίες κατέληξαν να νομιμοποιούν τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις της ίδιας περιόδου.
Οι εκτιμήσειςτου Anderson αναφορικά με την πολιτική έχουν αλλάξει από το 1992, όταν το A Zone of Engagement εκδόθηκε, όπως είχε συμβεί και με το ίδιο το πολιτικό πλαίσιο. Οι προοπτικές της δημοκρατικής ανανέωσης στις πρώην Σοβιετικές χώρες αποδείχθηκε μια ψευδαίσθηση με τα πολιτικά τους συστήματα να κυριαρχούνται από διεφθαρμένους ολιγάρχες. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, η νεοφιλελεύθερη δεξιά κυριάρχησε σε παγκόσμια κλίμακα και η φιλελεύθερη αριστερά (συμπεριλαμβανομένης και της σοσιαλδημοκρατίας, την οποία ο Anderson δεν είχε απορρίψει στο A Zone of Engagement), έχασε οποιαδήποτε δυνητική αυτόνομη παρουσία στο βαθμό που συνέκλινε πλήρως στο νεοφιλελεύθερο δόγμα.
Εν τω μεταξύ, η Αριστερά δεν ήταν σε θέση να προσφέρει μακροχρόνια προοπτική ή εναλλακτικές πρακτικές οικονομικές και πολιτικές λύσεις στο νεοφιλελεύθερο statusquo Έτσι, η ανοιχτή πρόγνωση του Anderson για τα πιθανά πρόσωπα της αριστεράς μετά την πτώση της ΕΣΣΔ αντικαταστάθηκε από μια τελική αποτίμηση: η αριστερά είχε ηττηθεί.
Ενάντια στο Λαϊκό Μέτωπο
Με δεδομένα αυτά, ποια στάση πρέπει να υιοθετήσει ένας αριστερός διανοούμενος στη νέα αυτή συγκυρία; Στο συντακτικό άρθρο του 2000 με τίτλο “Renewals,” o Anderson επέμεινε πως η απάντηση εδράζεται σε έναν «ασυμβίβαστο ρεαλισμό» εννοώντας την αποδοχή της ήττας της Αριστεράς αλλά επίσης και την ασυμβίβαστη κριτική του νεοφιλελεύθερου οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου. Από αυτό το σημείο και μετά, η πολιτική κριτική του Anderson εστιάζει στο «εξτρεμιστικό κέντρο» και στους διανοητικούς του υποστηρικτές.
Εάν πίσω στο 1992 είχε θεωρήσει την ΕΕ ένα πιθανό όχημαπου θα συντελούσε στην υπέρβαση των εθνικιστικών διαχωρισμών, στο συντακτικό άρθρο του 2000 η υπαγωγή της ΕΕ κάτω από την εξουσία του Αμερικάνου Ηγεμόνα είχε διαλύσει μια τέτοια προοπτική. Αυτή η νέα συγκυρία, αντί αυτού, προσδιορίστηκε από την επέκταση της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων σε ολόκληρο τον κόσμο, μια ιστορική διαδικασία που πολλοί θεωρητικοί της περιόδου την είχαν περιγράψει με τον ευφημισμό της «παγκοσμιοποίησης».
O Αμερικάνος ηγεμόνας είχε εκτείνει την γεωπολιτική του επιρροή σε νέες περιοχές κατά μήκος και πλάτος της υφηλίου εδραιώνοντας τα οικονομικά του συμφέροντα εκεί, ενώ την ίδια στιγμή δημιουργούσε νέες εξαρτήσεις μεταξύ του καπιταλιστικού κέντρου και των περιφερειών του.
Αλλά η ηγεμονία, όπως ο Gramsci είχε παρατηρήσει, δεν εδραιώνεται μονάχα με συναινετικές μεθόδους αλλά και με την βία. Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι καθοδηγούμενοι από τις ΗΠΑ στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και στην πρώην-Γιουγκοσλαβία -υποστηριζόμενοι όπως ήταν αναμενόμενο από τις ηγέτιδες χώρες της ΕΕ- τεκμηρίωσε αυτήν την διάγνωση.
Ο Perry Anderson παρατηρεί πως οι Habermas, Bobbio και Rawls στήριξαν αυτούς τους πολέμους παρότι με διαφορετικούς ισχυρισμούς· έτσι ο ρομαντισμός τους για την μοίρα των δυτικών δημοκρατιών της δεκαετίας του 1970 έδωσε την σειρά του σε νομιμοποιητικές αναλύσεις του δυτικού ιμπεριαλισμού. Αυτές οι τάσεις έκαναν σαφείς ευρύτερους μετασχηματισμούς που είχαν λάβει χώρα στο στρατόπεδο της σοσιαλδημοκρατίας κατά την διάρκεια της ίδιας περιόδου, η οποία ολοένα και περισσότερο ηγεμονευόταν από τα προτάγματα της νεοφιλελεύθερης δεξιάς.
Για τον Anderson, το καθήκον των ιστορικών της διανοητικής ιστορίας που βρίσκονται στα αριστερά του πολιτικού φάσματος οφείλει να είναι η αποδόμηση των νομιμοποιητικών λόγων της καπιταλιστικής παγκόσμιας τάξης, των ιδεολογικών μυστικοποιήσων με άλλα λόγια που παράγονται από τους διανοούμενους της φιλελεύθερης δεξιάς και αριστεράς.
Στις αρχές του 2000 το New Left Review κατά αυτόν τον τρόπο οριοθετήθηκε με σαφήνεια από την φιλελεύθερη αριστερά στην βάση της αντίθεσής του με τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, μια διαχρονική διαχωριστική γραμμή, η οποία προσδιόρισε με την σειρά της και το έργο του Anderson. Μεταβαίνοντας στην εξέταση του στρατοπέδου της σύγχρονης αριστεράς αυτός απέδωσε την κριτική της αμερικάνικης κυριαρχίας στον Eric Hobsbawm, στου οποίου την διανοητική τροχιά αφιέρωσε ένα κεφάλαιο στο Spectrum με τίτλο “Vanquished Left: Eric Hobsbawm.”
Ωστόσο υπήρχαν και ουσιαστικές διανοητικές διαφορές μεταξύ τους, οι οποίες είχαν τις καταβολές τους στην τροτκιστική πολιτικοποίηση του Anderson που τον διαφοροποιούσε σημαντικά από την λαϊκομετωπική παράδοση της Κομιντέρν, της οποίας ο Hobsbawm υπήρξε συστηματικός θιασώτης. Η κριτική του Anderson έναντι του Hobsbawm σε αυτήν την διάσταση του έργου και της πολιτικής του ήταν ιδιαίτερα έντονη κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980, όταν ο τελευταίος είχε υποστηρίξει με άρθρα του στο περιοδικό Marxism Today μια αναβιωμένη εκδοχή Λαϊκού Μετώπου, αυτήν την φορά εναντίον του θατσερισμού.
O Hobsbawm βάσισε τις ελπίδες του για την αντιμετώπιση του βρετανικού συντηρητισμού όχι στον μετασχηματισμό της ταυτότητας του Εργατικού Κόμματος στην βάση μιας σαφώς ταξικής αντίληψης της πολιτικής του αλλά στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας συμμαχίας με το κόμμα SDP (μια πρώην δεξιά φιλελεύθερη διάσπαση του Εργατικού Κόμματος).
Ο Anderson θεώρησε αυτή την στρατηγική λανθασμένη κοντοπρόθεσμα και επικίνδυνη μακροπρόθεσμα καθώς δυνητικά θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νεοφιλελεύθερο εκφυλισμό του Εργατικού Κόμματος μετατρέποντάς τον έτσι σε έναν αρμό του εξτρεμιστικού κέντρου.
Αυτή δεν ήταν μια διαφωνία που αφορούσε μόνο το επίπεδο της πολιτικής στρατηγικής αλλά και την ίδια την προσέγγιση της ιστορίας. Για τον Anderson, ήταν κεντρικής σημασίας η κατανόηση του ιστορικού ρόλου της αστικής τάξης, κάτι το οποίο ο Hobsbawm απέφυγε να εννοιολογήσει στο τρίτο βιβλίο από την τετραλογία του για την διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε πως το βιβλίο του Hobsbawm, Η Εποχή των Αυτοκρατοριών, δεν παρείχε καμία ανάλυση για τον ρόλο της αστικής τάξης στην αυγή του 20ουαιώνα και ενώπιον της ανάδυσης νέων μορφών πολυεθνικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Επίσης, ο Anderson του άσκησε κριτική γιατί ήταν απρόθυμος να λάβει υπόψη στην αφήγησή του για την πορεία του 20ουαιώνα μαρξιστικές οικονομικές ερμηνείες, οι οποίες θα μπορούσαν να φωτίσουν τις βασικές οικονομικές κρίσεις του αιώνα αυτού. Εύλογα ωστόσο θα μπορούσε να στραφεί η ίδια κριτική στον Anderson με δεδομένη την άρνησή του να χρησιμοποιήσει ένα σαφές μαρξιστικό αναλυτικό πλαίσιο για τις μελέτες του πάνω στην ιστορία της σύγχρονης πολιτικής σκέψης. Μπορεί η θεματική καθαυτή – αυτή των πολιτικών ιδεών – να δικαιολογήσει μια τέτοια απουσία από το έργο του;
Αυτό καθίσταται ακόμη πιο περίπλοκο, όταν εξετάσουμε τον αυτοπροσδιορισμό του με βάση την μαρξιστική αριστερά. Μπορεί αυτό του τύπου η πολιτική ταυτότητα να σταθεί μόνη της χωρίς την θεωρητική δέσμευση στην μαρξιστική ανάλυση; Η Ολύμπια αποστασιοποιημένη αντίληψη της ιστορίας δεν έρχεται σε αντίθεση με τις αριστερές δεσμεύσεις στο μέτρο που αυτή συνεπάγεται μια μορφή απεμπλοκής από την ταξική πάλη καθαυτή;
Ο δισταγμός του Anderson στην υιοθέτηση μιας σαφούς μαρξιστικής θεωρητικοποιήσης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ανάγεται στην εμπειρία της ήττας της Αριστεράς που ακολούθησε την πτώση της ΕΣΣΔ. Εάν για τους περισσότερους μαρξιστές της δεκαετίας του 1970 η παγκόσμια επανάσταση βρισκόταν ενώπιον των θυρών της ιστορίας ή τουλάχιστον έμοιαζε πιθανή, οι εξελίξεις στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ανέτρεψαν αυτές τις πεποιθήσεις κάνοντας μια τέτοια προοπτική να μοιάζει αρκετά μακρινή και τον προσδιορισμό των παραμέτρων υλοποίησής τους αδιανόητο.
Ο προβληματισμός του Anderson μετά την πτώση της ΕΣΣΔ για την τύχη της Αριστεράς δεν αρκεί να δικαιολογήσει την αμφισβήτηση των μαρξιστικών εργαλείων ανάλυσης της ιστορίας· πόσω μάλλον δεδομένης της γνώσης που αποκτήθηκε την περίοδο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κυριαρχίας κατά τις επόμενες δεκαετίας, πράγμα που έκανε μια τέτοια επιλογή ακόμη πιο επιτακτική, ώστε να διερευνηθούν οι πιθανές πολιτικές εναλλακτικές.
H δημιουργία αυτών των εναλλακτικών παραμένει το κυρίαρχο επίδικο μέχρι σήμερα. Ο Anderson ορθά αμφισβήτησε, μεταξύ άλλων, τις προγνώσεις του Hobsbawm για μια επερχόμενη κατάρρευση της καπιταλιστικής τάξης επισημαίνοντας πως η υφήλιος βρίσκεται υπό την κυριαρχία του Αμερικάνου ηγεμόνα και η πτώση του συστήματος δεν φαινόταν στον ορίζοντα στο μέτρο που αυτή δεν είχε αμφισβητηθεί ριζικά, όπως πχ από μια παγκόσμια οικονομική κρίση.
Η πρόσφατη ωστόσο εμπειρία μας έχει δείξει ότι ούτε αυτό είναι αρκετό – τονίζοντας περαιτέρω την ανικανότητα της Αριστεράς να προσφέρει βιώσιμες εναλλακτικές στο νεοφιλελεύθερο κατεστημένο.
Ενάντια στην υποτίμηση της βιωσιμότητας του καπιταλιστικού συστήματος, ο Anderson προτείνει ένα «ασυμβίβαστο ρεαλισμό», καθώς «η ακριβής γνώση του εχθρού είναι σημαντικότερη από τις δηλώσεις ενίσχυσης ενός ταλαντευόμενου ηθικού. Μια αντίσταση που εγκαταλείπει την παρηγοριά είναι πάντα ισχυρότερη από μια που στηρίζεται σε αυτήν». Αυτή ακριβώς η δέσμευση σε μια διανοητική εγρήγορση και η αντιμετώπιση των γεγονότων ως έχουν είναι η πιο πολύτιμη κληρονομιά που μπορούμε να αντλήσουμε από το έργο του Perry Anderson.
Την επιμέλεια του κειμένου έκανε η Κλεονίκη Αλεξοπούλου.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο