«Όποιος βλέπει οράματα να πάει στο γιατρό». Η προτροπή αυτή του Μπρούνο Κράισκυ απευθύνεται κυρίως στους πολιτικούς. Αιθεροβάμονες χαρακτήρες, κατά τον ίδιο, δεν ταιριάζουν σε επαγγέλματα, που έχουν ως κύριο μέλημα την πρακτική ρύθμιση των δημόσιων υποθέσεων και αγαθών.
Για τους ιερωμένους αντίθετα, το όραμα αποτελεί ένα must –καθημερινό ψωμί και τυρί. Χωρίς αυτό είναι αδύνατη η αδιαμεσολάβητη επαφή με το Θείο, που είναι η προϋπόθεση κάθε θρησκευτικού βιώματος. Το όραμα δίνει στο βίωμα συγκεκριμένη μορφή, που καταγράφεται πότε σε μια εικαστική, πότε σε μια προφορική αφήγηση, ή και στις δυο μαζί.
Στην περίπτωση της Αγίας Μαρκέλλας, της νεαρής γυναίκας που μαρτύρησε προς χάρη του Ιησού Χριστού πριν 500 περίπου χρόνια κοντά στο χωριό Βολισσό στα βορειοδυτικά παράλια της νήσου Χίου, η προφορική αφήγηση, σύμφωνα με τον ορθόδοξο συναξαριστή, έχει εν ολίγοις ως εξής:
H Αγία Μαρκέλλα έζησε και ήκμασε περί το 1500 μ.Χ. Ο πατέρας της ήταν ειδωλολάτρης και η χριστιανή μητέρα της απεβίωσε σε νεαρά ηλικία. Η Μαρκέλλα διακρίθηκε από νωρίς για τη βαθιά της πίστη και αγάπη στον Χριστό, την καλοσύνη και αγνότητά της, τη σεμνότητα και την ευγένεια της ψυχής της. Προικισμένη με θεϊκή σοφία και αμέτρητα ψυχικά χαρίσματα επικοινωνούσε αδιάκοπα με τον Θεό. Αυτόν τον «επίγειο άγγελο» φθόνησε ο εωσφόρος και θέλησε να την πολεμήσει με κάθε μέσο.
Έτσι ο ειδωλολάτρης και σκληρόκαρδος πατέρας της άρχισε να επιθυμεί ερωτικά την ίδια του την κόρη και να νιώθει προς αυτή μία αστείρευτη σαρκική επιθυμία. Όταν η Μαρκέλλα διαπίστωσε τον αναίσχυντο χαρακτήρα του σαρκολάτρη πατέρα της, εγκατέλειψε το πατρικό σπίτι και αναζήτησε καταφύγιο στα βουνά της περιοχής. Τότε ο πατέρας της κινούμενος από τις κτηνώδεις ορέξεις του και με απερίγραπτη μανία άρχισε να ψάχνει να βρει τη νεαρή και όμορφη Μαρκέλλα. Τότε η δύστυχη και έντρομη κόρη προσπάθησε να προστατευθεί και να σώσει την τιμιότητά της. Μία μεγάλη βάτος αποτέλεσε το ασφαλές καταφύγιο της Αγίας. Ένας βοσκός όμως αντιλήφθηκε τη Μαρκέλλα και υπέδειξε τη βάτο στον μανιακό πατέρα της. Τότε ο πατέρας έβαλε φωτιά στη βάτο για να την αναγκάσει να βγει έξω από αυτή. Η Μαρκέλλα κατάφερε και βρήκε διέξοδο και έτσι γλίτωσε από τα χέρια του σαρκολάτρη πατέρα της. Στη συνέχεια άρχισε να τρέχει πάνω στις πέτρες και τα βράχια, αλλά ο πατέρας της βλέποντας τη δυσκολία να την φτάσει, αποφάσισε να τη σημαδέψει με το τόξο του και έτσι εκτόξευσε προς αυτή ένα βέλος. Η Αγία πληγώθηκε και το αγνό της αίμα πότισε τα βράχια. Παρόλα αυτά δεν έχασε την ψυχική της δύναμη και συνέχισε να τρέχει. Οι σωματικές της δυνάμεις άρχισαν όμως να την εγκαταλείπουν και κάποια στιγμή έπεσε κάτω ταλαιπωρημένη και πληγωμένη. […]Με τα μάτια στραμμένα στον Ουράνιο Νυμφίο προσευχήθηκε και Του ζήτησε να σχίσει τον βράχο και να την κρύψει μέσα. Η παράκληση της Αγίας έγινε πραγματικότητα και έτσι ο βράχος σχίστηκε και δέχτηκε το σώμα της ενάρετης Μαρκέλλας μέχρι το στήθος. Ο σαρκολάτρης πατέρας φτάνοντας στον τόπο και βλέποντας το παράδοξο αυτό θαύμα, οργίστηκε ακόμη περισσότερο και έκοψε με ένα μαχαίρι τους μαστούς της και τους πέταξε στο βουνό. Στη συνέχεια αποκεφάλισε την κόρη του και πέταξε την κεφαλή της στη θάλασσα. […] Ο σχισμένος βράχος, που δέχτηκε το μαρτυρικό σώμα της Αγίας, αποτελεί μέχρι σήμερα για τους προσκυνητές σημείο ευλαβικής αναφοράς και πηγή ιαμάτων, αφού όσοι προσεύχονται με πίστη, παρατηρούν τον ερυθρό χρωματισμό των βράχων και το νερό να ατμίζει. Αναρίθμητα είναι τα θαύματα, που με τη χάρη του Θεού, έχει επιτελέσει η Αγία Μαρκέλλα από την εποχή του μαρτυρίου της έως τις ημέρες μας […]. Η μνήμη της Αγίας παρθενομάρτυρος Μαρκέλλας εορτάζεται κάθε χρόνο στις 22 Ιουλίου και λαμπρά πανήγυρις λαμβάνει χώρα στον φερώνυμο ιερό ναό της Αγίας, που βρίσκεται επί της αμμώδους παραλίας στον ομώνυμο όρμο της Βολισσού και αποτελεί παγχιακό, αλλά και πανελλήνιο προσκύνημα.
Πέρα από τις εμφανείς ιστορικές ανακολουθίες (στη Χίο του 16ου αιώνα, που κατοικούνταν από ορθόδοξους Χριστιανούς υπό την κυριαρχία καθολικών Γενουατών, είναι αδιανόητο να ζούσαν παράλληλα με αυτούς ειδωλολάτρες), το δράμα λαμβάνει χώρα σε ένα πραγματικό τοπίο/σκηνικό. Τα βασικά στοιχεία του: Οι βάτοι, στους οποίους κρύφθηκε η Αγία για να γλυτώσει από τον δήμιο της (όπου κατόπιν κτίσθηκε η εκκλησία της)· η παραλία με τον υγροβιότοπο στο μέσο της, μήκους περίπου 350 μέτρων, μέσω της οποίας κατέφυγε στα βράχια της βόρειας ακτογραμμής της· το βραχώδες μονοπάτι εκεί μήκους περίπου μισού χιλιομέτρου με τα δυο ηφαιστειογενή ρήγματα, από τα οποία αναβλύζει ζεστό νερό –το πρώτο, εκεί που πληγώθηκε η Αγία από το βέλος, το δεύτερο, λίγο πιο πέρα, όπου αποκεφαλίστηκε από τον πατέρα της.
Πιο παραστατική μια αναπαράσταση δεν γίνεται. Ούτε πιο εύγλωττη: Αν μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις, ένα τέτοιο τεράστιο ανάγλυφο είναι ένα εκατομμύριο. Ο αυθεντικός χώρος επιβεβαιώνει το γνήσιο της αφήγησης και ταυτόχρονα δίνει το «ελεύθερο» για κάθε είδος ισχυρισμούς περί θαυματουργών παρεμβάσεων της Αγίας.[1]
Όπως θα δειχθεί παρακάτω, η μητρόπολη της Χίου, στην οποία υπάγεται η Μονή της Αγίας, κάνει τα τελευταία 70 χρόνια ότι μπορεί, για να καταστρέψει αυτό το ανάγλυφο. Ο εωσφόρος, που φθόνησε κάποτε από μακριά την ζώσα νεαρά Μαρκέλλα, μαίνεται τώρα πλέον μέσα από τις γραμμές της Μητρόπολης κατά της μακαριστής. Ενάντια στο μένος του δεν ωφελούν προφανώς καθόλου τα συμβατικά ιερατικά μέσα, όπως προσευχές, ευχέλαια και ξόρκια, αλλά μόνο μια έξωθεν παρέμβαση εκ μέρους της Πολιτείας,[2] ή, ακόμα καλύτερα, εκ μέρους των πολιτών.[3]
Η καταστροφή αποτυπώνεται έκδηλα στα εξής σημεία:
- Στην περιοχή των βάτων, όπου κρύφτηκε αρχικά η Αγία. Στη θέση τους κτίσθηκε αρχικά μια εκκλησία, γύρω από την οποία προστέθηκαν με τον καιρό πολλές δεκάδες κελιά, έτσι που η περιοχή να μοιάζει σήμερα με τεράστιο εσώκλειστο ξενώνα, που επεκτείνεται αδιάλειπτα χάρη και σε νέους βοηθητικούς χώρους, όπως τελευταία με την περίφραξη της περιοχής στην οποία εγκαθίστανται τα εμπορικά περίπτερα για την πανήγυρη. Παράλληλα έχουν εκχερσωθεί μεγάλες εκτάσεις γύρω από τη Μονή για τη στάθμευση των χιλιάδων αυτοκινήτων που καταφτάνουν εκεί τις ημέρες της πανήγυρης. Βάτους συναντά κανείς πλέον μόνο κοντά στο ρέμα με τον υγροβιότοπο, στο μέσο της παραλίας, αλλά και αυτοί εξαφανίζονται βαθμιαία από τα «πεζούλια», τα συρματοπλέγματα και τα άλλα φράγματα που στήνουν οι πολυάριθμοι ιδιώτες-ιδιοκτήτες των χωραφιών.
- Στον υγροβιότοπο, που διέσχισε κατά την απόδρασή της η Αγία. Πρόκειται για ένα από τα λίγα (συνολικά οκτώ) οικοσυστήματα, που έχουν χαρακτηρισθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες «σημαντικοί υγροβιότοποι» στην περιφέρεια Χίου-Οινουσσών-Ψαρών. Μεγάλο μέρος του έχει καταπατηθεί από ιδιώτη, ο καλαμιώνας του, που ρίζωνε παλιά στο ρέμα, έχει αποψιλωθεί. Σε αυτό συμβάλει και η ανέγερση ενός καφενείου δίπλα στο ρέμα και πάνω στην άμμο της παραλίας, που μαζί με το υπόστεγό του καταλαμβάνει πάνω από μισό στρέμμα γης. Αρχικά το καφενείο ήταν μικρό και έμενε ανοικτό μόνο για μερικές εβδομάδες πριν και μετά τη γιορτή της Αγίας Μαρκέλλας, στις 22 Ιουλίου, τα τελευταία χρόνια όμως έχει μετατραπεί σε μόνιμη εγκατάσταση, που λειτουργεί όλο τον χρόνο. Ο τρόπος λειτουργίας του θυμίζει ύστερη ρωμαϊκή decadence: Ξαπλώστρες, που φτάνουν κοντά στο κύμα, με ένστολα νεαρά κορίτσια και αγόρια να μεταφέρουν σαν «σκλαβάκια» στους «αραγμένους» πελάτες ποτά και φαγητά.[4]
- Στον δρόμο προς το Αγίασμα, τον τόπο που μαρτύρησε η Αγία. Παλιά επρόκειτο για δύσβατο, αλλά όχι απρόσιτο μονοπάτι. Η πίστη νικούσε: Ακόμα και γέροι και ανήμποροι άνθρωποι μπορούσαν με κάποια υποστήριξη να το διαβούν. Σε αυτό συνέβαλαν και μερικές ελαφρές τροποποιήσεις του τη δεκαετία του πενήντα, που το έκαναν πιο προσιτό χωρίς να αλλοιώσουν ουσιαστικά τη μορφή του. Αυτό άλλαξε τις τελευταίες δεκαετίες. Η ακτογραμμή –ένα μοναδικό σε ομορφιά φυσικό ανάγλυφο– έχει ισοπεδωθεί και τσιμεντοποιηθεί τώρα σε πλάτος 2-3 μέτρων, πολλοί μάλιστα φοβούνται, ότι σε λίγο θα μετατραπεί σε αυτοκινητόδρομο. Ακόμα και το Αγίασμα, ο βράχος του μαρτυρίου, έχει περιβληθεί με μια τσιμεντοκατασκευή, που παραμορφώνει την αυθεντική του εικόνα.
Η εκκλησία εκσυγχρονίζεται –με τρόπο που να χάνει την ψυχή της: Όλες αυτές οι παρεμβάσεις, που προπολεμικά θα ήταν αδιανόητες, είναι προφανώς αποτέλεσμα του νέου πνεύματος της εποχής, που θεωρεί τον θρησκευτικό τουρισμό θεάρεστο έργο. Το ότι η βιομηχανοποίηση του Θείου είναι έργο του Σατανά δεν περνάει καν από το μυαλό των ταγών της χιώτικης εκκλησίας και ιδιαίτερα του επικεφαλής της Μητροπολίτη Μάρκου. Και έτι χειρότερα: Μαζί με τον τεχνικό εκσυγχρονισμό έρχεται και ο οικονομικός. Μέχρι πρότινος ακόμα, η διαχείριση της Μονής άφηνε τους ενοίκους των κελιών να αποφασίσουν οι ίδιοι για το ύψος της δωρεάς που έκαναν ως αντάλλαγμα για την διαμονή τους σε αυτά. Όμως με την κρίση και την συνακόλουθη δραστική μείωση των εισοδημάτων, το ύψος της δωρεάς μειώθηκε αντίστοιχα. Γι αυτό και η διαχείριση επέβαλε (σχετικά χαμηλά) ενοίκια στα κελιά, ήτοι ανάμεσα στα οκτώ έως δώδεκα ευρώ το ένα ημερησίως – άδηλο αν καταβάλει στη συνέχεια στην εφορία τον δέοντα φόρο.
Η καταστροφή αλλοίωσε και την θρησκευτική αφήγηση. Η τελευταία στηρίζεται σε τρία στοιχεία: Ένα μυθικό-ιστορικό, ένα ηθικό και ένα ουτοπικό.
Ο μύθος που έγινε ιστορία
Μια ιστορική απόδειξη για τη ζωή και τον θάνατο της Αγίας Μαρκέλλας δεν υπάρχει, οι σχετικές μαρτυρίες προέρχονται μόνο από εκκλησιαστικές πηγές και είναι απότοκα είτε οράματος, είτε μυθοπλασίας. Το ότι ο μύθος έχει, χάρη και στην ύπαρξη ενός πραγματικού χώρου, έναν ρεαλιστικό πυρήνα, είναι όμως πολύ πιθανόν. Αυτό είναι και προς το συμφέρον της αφήγησης. Χάρη στην αναγωγή του σε κάποιο αληθινό περιστατικό αποκτά και ο ίδιος «ιστορική» αλήθεια. Χωρίς αυτήν, η αφήγηση δεν θα είχε ίσως την απήχηση που βρήκε και συνεχίζει να βρίσκει μεταξύ των πιστών.
Το πρόβλημα: Με την αλλοίωση του αυθεντικού χώρου μειώνεται και η αξιοπιστία της αφήγησης, που χάνει έτσι χειροπιαστά πειστήρια της «ιστορικής» αλήθειας.
Η ηθική του οράματος
Οι γυναίκες δεν αποτελούν αυτοτελές υποκείμενο στην ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία, ούτε την επουράνια ιεραρχία. Η Παναγία οφείλει την ιεροσύνη της όχι σε κάποια προϋπάρχουσα ένθεη φύση της, όπως εκείνη της ομοούσιας τριάδας (Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα), που είναι ιδίω ελέω θεϊκά όντα, αλλά ex post, εκ των υστέρων, στο ότι επελέγη ως μητέρα του Χριστού. Το ίδιο συμβαίνει και με την Μαρκέλλα: Η αγιοσύνη της πηγάζει από την θυσία της για τον Νυμφίο –χωρίς αυτήν δεν θα περνούσε ούτε στις υποσημειώσεις του συναξαριστή του χωριού της. Ο ετεροπροσδιορισμός της δεν μειώνει όμως την «ιερότητα» της, που πηγάζει από την αυτοθυσία της χάριν της αξιοπρέπειας της, ούτε την αξία της απόφασης της εκκλησίας να υπερασπιστεί την ζωή και την τιμή της. Η απόφαση αυτή αντίβαινε στα ειωθότα της μεσαιωνικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης και της εκκλησιαστικής, που υποβίβαζαν τις γυναίκες σε ελεύθερο θήραμα των αντρών. Οι άντρες δεν μπορούσαν μεν να θανατώνουν αυθαίρετα τις γυναίκες, όμως η αυθαιρεσία ξεπερνούσε το όριο της εξαίρεσης. Με την αγιοποίηση της Μαρκέλλας, η εκκλησία καταγγέλλει αυτή την αυθαιρεσία. Αλλά όχι μόνο. Ταυτόχρονα δίνει στη γυναικεία ζωή και τιμή απόλυτη αξία –στο βαθμό τουλάχιστον που αυτή υπηρετεί τον Νυμφίο. Αυτό δημιουργεί ένα παράδειγμα με καθολική ισχύ: Ότι ισχύει για τη Μαρκέλλα, ισχύει και για κάθε άλλη γυναίκα που διαπνέεται από παρόμοια πίστη και αυταπάρνηση. Έτσι, έστω και μικρόψυχα, έστω και ιδιοτελώς, η εκκλησία κάνει το πρώτο βήμα για την αναγωγή της ζωής και τιμής των γυναικών σε αναφαίρετα ανθρώπινα δικαιώματα. Με αυτό δεν δημιούργησε μεν νέο κρατικό δίκαιο, καθαγίασε όμως το δικό της. Κι αυτό, σε μια εν πολλοίς θεοκρατική κοινωνία, είχε τουλάχιστον τόσο βάρος στην καθημερινή ζωή όσο και το κρατικό.
Το αφήγημα, που συνοδεύει τη νέα στάση, δεν είναι βέβαια ελεύθερο από θεολογικές σάλτσες και λογικά φάλτσα. Στα τελευταία ανήκει και η άρνηση του «ουράνιου νυμφίου» να δώσει πλήρη προστασία στην καταδιωκόμενη Μαρκέλλα. Ο σχισμένος βράχος, που της πρόσφερε για να σωθεί, αποδείχθηκε θανάσιμη παγίδα που την ακινητοποίησε και διευκόλυνε έτσι τον αποκεφαλισμό της. Επιπλέον πλεονάζουν οι ασάφειες στην ορολογία, όπως δείχνει πάλι η περίπτωση του «ειδωλολάτρη» πατρός: Στα μάτια των ορθόδοξων Χριστιανών, ειδωλολάτρες ήταν τότε όχι μόνο οι Δωδεκαθεϊστές, ή κάποιοι άλλοι Παγανιστές, αλλά και οι οπαδοί άλλων χριστιανικών δογμάτων, όπως του καθολικού, του ευαγγελικού, και πάει λέγοντας. Πολύ πιθανόν λοιπόν, ο πραγματικός παιδοκτόνος να ήταν γενουάτης Καθολικός, που οι Ορθόδοξοι μεταβάπτισαν σε ειδωλολάτρη, για να δυσφημίσουν με αυτό και την καθολική εκκλησία.
Παρά τις όποιες «γκέλες» όμως γίνεται φανερό, ότι και στην περίπτωση της Αγίας Μαρκέλλας η θρησκεία δεν έχει, όπως διατεινόταν αρχικά ο Καρλ Μαρξ, μονοδιάστατο, αλλά πολυδιάστατο, ή τουλάχιστον δισδιάστατο χαρακτήρα. Δεν είναι μόνο «όπιο του λαού», ή «αναστεναγμός του βασανισμένου πλάσματος», που αποβλέπει, μέσω της παρηγοριάς εξ ουρανού, στον περισπασμό της προσοχής από τα επίγεια προβλήματα, αλλά και κάτι περισσότερο: όπλο για την απόκρουση υπαρξιακών κινδύνων. Το όπλο μπορεί να γίνει ανατρεπτικό, όπως η λατινοαμερικανική «θεολογία της απελευθέρωσης», που σκοπεύει στην αντικατάσταση των άνισων και άδικων κοινωνικών συνθηκών με κοινοβιακά (σοσιαλιστικά και πρωτοχριστιανικά) μοντέλα. Συνήθως έχει βέβαια μικρή δύναμη πυρός. Όμως, το ότι είναι πάντα και «διαμαρτυρία κατά της πραγματικής αθλιότητας» (Μαρξ), στην περίπτωση μας κατά της δολοφονίας μιας γυναίκας, φτάνει για να το εντάξει στο γενικότερο οπλοστάσιο της χειραφέτησης.
Το πρόβλημα προκύπτει όταν ο Αντίχριστος, αλώνοντας εκ των ένδον την εκκλησία, παίρνει στα χέρια του αυτό το όπλο. Κι αυτό το χρησιμοποιεί για την διάπραξη όχι αγαθοεργιών, αλλά ανοσιουργημάτων. Και για να πάρουμε πρόσφατα παραδείγματα, πότε
- για να ευλογήσει την Χούντα των συνταγματαρχών (1967–1974)
- για να πει «όχι» της στο κτίσιμο ενός τζαμιού στην Αθήνα
- για να βάλει βέτο της στην καύση των νεκρών
- για να επιμείνει στη θρησκευτική κατήχηση στα σχολεία,
- για να συμμετάσχει στα σοβινιστικά συλλαλητήρια για τη Μακεδονία,
- για να μποϋκοτάρει τον χωρισμό εκκλησίας και κράτους
- για να μεταχειριστεί (στην καλύτερη περίπτωση) σαν «μητριά» τους πρόσφυγες
- και, last but not least, για να υπονομεύσει, μαζί με την καταστροφή του αυθεντικού φυσικού και κοινωνικού της περιβάλλοντος, και την θρησκευτική υπόσταση της Αγίας Μαρκέλλας.[5]
Η άλωση δεν απαλλάσσει την εκκλησιαστική ηγεσία από τις ευθύνες της. Το αντίθετο μάλιστα, έγινε με δική της έγκριση και συμμετοχή. Ή, με άλλα λόγια: Ο Εωσφόρος δεν είναι άλλος από τον κακό εαυτό της. Όσο δεν το αποβάλει από τις γραμμές της, όσο δηλαδή δεν αλλάζει η ίδια προς το καλύτερο, αυτός θα συνεχίσει να διαπράττει ανοσιουργήματα.
Το όνειρο ως ρεαλιστική ουτοπία
Το όραμα είναι κατά τον Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ είδος ονείρου, που βλέπουμε στο ξύπνιο μας (όνειρο της ημέρας, Tagtraum). Πρόκειται, λέει, «για την στιγμιαία εισβολή ενός ασυνείδητου περιεχομένου στην συνεχή ενότητα της συνείδησης». Αν και αρχικά παρείσακτο και «ξεκάρφωτο» (ασυνείδητο) το περιεχόμενο αυτό μπορεί στη συνέχεια να ενταχθεί, ως ευκρινής εικόνα (όραμα) στη συνείδηση και να πάρει, εφόσον έχει την απαραίτητη δύναμη, δεσπόζουσα θέση σε αυτήν.
Η ουτοπία είναι επίσης όνειρο της ημέρας. Αυτό δεν το ανασύρουμε όμως από το υποσυνείδητο, όπως το περιγράφει ο Σίγκμουντ Φρόυντ, που κατά τον Ερνστ Μπλοχ μάλιστα δεν υπάρχει καν, ή το ασυνείδητο του Γιουνγκ, αλλά από τα έγκατα ενός «ακόμα μη συνειδητού» κόσμου. Ο κόσμος αυτός βγαίνει από τα καταχωνιασμένα δώματα της ιστορικής εμπειρίας και μνήμης με τη μορφή μιας μέχρι τώρα ανείδωτης και ανείπωτης θετικής ιδέας (ουτοπίας), που αναζητά δικό της στέκι και μοίρα στον ήλιο. Η ουτοπία είναι μη ρεαλιστική, όταν δεν συντρέχουν οι υλικοί όροι για την πραγμάτωσή της, ρεαλιστική, όταν συντρέχουν.[6] Κορυφαίο παράδειγμα για μια μη ρεαλιστική ουτοπία είναι ο παράδεισος, επειδή η πραγματοποίησή του δεν ξεπερνά ποτέ το φαντασιακό επίπεδο. Στον αντίποδά της είναι ο κομμουνισμός, που υπό κατάλληλες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες μπορεί σταδιακά να γίνει απτή πραγματικότητα.
Σε αντίθεση με το όραμα, που είναι μη μετεξελισσόμενο προϊόν της ενόρασης, ή μιας στιγμιαίας έμπνευσης, η ουτοπία, ιδίως η ρεαλιστική, είναι στην τελική μορφή της αποτέλεσμα πολλαπλών διανοητικών και τεχνικών επεξεργασιών. Αυτό αλλάζει με τον καιρό πλήρως τη μορφή της. Ο κομμουνισμός, ως μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, μοιάζει ελάχιστα με την πρώιμη σύλληψή του. Μόνο ο αρχικός ουτοπικός πυρήνας του μένει – και πλανάται διαρκώς πάνω από τον νέο τόπο που δημιουργεί.
Όσο διαφορετικά στη μορφή και να είναι ωστόσο, το όραμα και η ουτοπία, ιδίως η ρεαλιστική, έχουν στο περιεχόμενο κοινά σημεία, με κυριότερο την επιθυμία για έναν ιδανικό κόσμο: το όραμα είναι έτσι πάντα επιμέρους ουτοπικό, η ουτοπία επιμέρους οραματική. Στην περίπτωση της Αγίας Μαρκέλλας, όπως αναφέρθηκε ήδη, το ουτοπικό στοιχείο υφίσταται στην υπεράσπιση της ζωής και της τιμής της ίδιας σαν γυναίκα, αλλά και γενικότερα κάθε γυναίκας σε μια εποχή που τόσο στο εσωτερικό της εκκλησίας, όσο και στην υπόλοιπη κοινωνία δεν υπήρχαν κατοχυρωμένα άξια λόγου γυναικεία δικαιώματα. Αυτό ανοίγει την όρεξη και για άλλα, ακόμα πιο ουτοπικά, που υπόσχονται πλήρη χειραφέτηση.
Το πρόβλημα: Κανείς άλλος δεν αθετεί τόσο πολύ αυτή την υπόσχεση, όσο η εκκλησία, κανένας θεσμός δεν είναι τόσο αμαρτωλός, όσο ή ίδια –αν και, όπως έδειξε πρόσφατα η καμπάνια me too, σε αυτό συνεχίζει να τη μιμείται και το μεγαλύτερο μέρος της κοσμικής κοινωνίας. Αναφορικά με την Αγία Μαρκέλλα βέβαια, η μίμηση (που παίρνει μορφή συμπαιγνίας) μεταξύ της εκκλησίας και του κοσμικού κατεστημένου δεν έχει –πέρα του συνήθους– σεξιστικό στόχο, αλλά αποβλέπει στην από κοινού λεηλασία της περιοχής.
Το σκοτάδι της στιγμής που ζούνε
Με αυτό το φόντο γίνεται φανερό ότι μόνο στο πλαίσιο της ρεαλιστικής ουτοπίας μπορεί το όνειρο να μετατραπεί σε τεκμηριωμένη γνώση και ενδεχομένως σε πράξη. Η μέθοδος της μετατροπής – έρευνα, ανάλυση, σύνθεση – είναι η ίδια με εκείνη, που χρησιμοποιείται για να φωτισθεί, όπως λέει ο Μπλοχ, και το «σκοτάδι της ζώσας στιγμής» («das Dunkel des gelebten Augenblicks»)[7] –αυτό βέβαια πάντα εκ των υστέρων, δεδομένου ότι ο άνθρωπος δεν διαθέτει κάποιο εσωτερικό, ή εξωτερικό/τεχνητό όργανο, που είναι ικανό να φωτίσει αυτοστιγμεί και στο σύνολό του ένα γεγονός εν τη γενέσει του. Χωρίς χρονοβόρα έρευνα και αξιολόγηση των ευρημάτων της φωτισμός δεν γίνεται. Μια στιγμιαία έκλαμψη, όπως το όραμα, όσο ισχυρή και να είναι, είναι αδύνατο να διαλύσει επαρκώς το τρέχον σκοτάδι, πόσο μάλλον το μελλοντικό. Αυτό είναι και η αχίλλειος πτέρνα των καθαρών οραματιστών, που αδυνατούν, ή αρνούνται να κοιτάξουν πέρα από αυτό, ήτοι πέρα από τη μύτη τους. Επόμενο έτσι να τους τρώει συνεχώς το μαύρο «σκοτάδι της στιγμής που ζούνε» που γι αυτούς γίνεται διαχρονική κατάσταση.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό το δομικό χάντικαπ, που τους κατατρέχει. Είναι και οι ιδεοληψίες τους, κυρίως οι κοινωνικές και πολιτικές, που συχνά πάνε κόντρα σε κάθε νεωτερικότητα. Τα όνειρα της μέρας, που μεταφέρουν την αρμοδιότητα της σωτηρίας του ανθρώπου από κάποια ουράνια δύναμη στον ίδιο τον άνθρωπο, είναι γι αυτούς εξ ορισμού εκ του πονηρού. Το ίδιο και το περίφημο dream του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για την ισότητα μεταξύ μαύρων και άσπρων. Ο δίπλευρος χαρακτήρας της γνήσιας χριστιανικής διδασκαλίας, που έχει πάντα μια ανθρωπιστική όψη, εκφυλίζεται έτσι βίαια σε μονόπλευρο, απάνθρωπο. Αυτό, για να επανέρθουμε στο παρόν, είναι η πηγή νέων θανάσιμων αμαρτημάτων, όπως η ξενοφοβία. Στην οποία υποπίπτει «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ» και ο Άγιος Χίου Μάρκος,[8] που ακολουθεί σε αυτό τους πιο περιβόητους ξενοφάγους κληρικούς της χώρας, τον Άγιο Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Αμβρόσιο και τον Άγιο Πειραιώς Σεραφείμ.
Το ψάρι βέβαια βρωμάει από το κεφάλι –την Ιερή Αρχιεπισκοπή της Αθήνας. Η μπόχα του ξαναέγινε έντονη το 2011 ύστερα από την συμφωνία που έκανε ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος με τον τότε υπουργό οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο. Σε ομιλία του στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, το Μάρτιο του 2017, ο Κωστής Παπαϊωάνου ανάφερε τους λόγους γι αυτό:
Ο … κ. Βενιζέλος καθησύχασε τους ιεράρχες για τη μισθοδοσία του κλήρου και για τη μη ένταξη της εκκλησιαστικής περιουσίας στο ταμείο δημόσιας περιουσίας. Ο προκάτοχός του είχε επιδείξει πρόθεση αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας και σοβαρής περικοπής της συμμετοχής του κράτους στη μισθοδοσία των κληρικών. Αντίθετα, ο νέος υπουργός έκανε μια ιδιότυπη „συμφωνία“: η κυβέρνηση δεν θα θίξει καμιά παροχή ή εξαιρετική μεταχείριση της εκκλησίας και σε αντιστάθμισμα η εκκλησία θα κάνει φιλανθρωπίες.[9]
Οι φιλανθρωπίες αυτές, που απευθύνονται και προς τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και που όντως δεν είναι λίγες (μόνο στο κτίριο της Αρχιεπισκοπής ασχολούνται καθημερινά εκατοντάδες άτομα με την παραγωγή και διανομή συσσιτίων), δεν ξεπέρασαν ωστόσο ποτέ εκείνο το όριο, που θα τις μετέτρεπε σε θεσμικό σύστημα αλληλεγγύης -όπως αυτό συμβαίνει από τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα με τις οργανώσεις Caritas στην καθολική και Diakonie στην ευαγγελική εκκλησία. Έτσι η ελληνική Ορθοδοξία έχασε για μια άλλη φορά την ιστορική ευκαιρία, να γίνει μοντέρνα «εκκλησία του λαού» και δη με κοσμοπολιτικό χαρακτήρα –προσφέροντας συστηματική, και δη άνευ του αζημίωτου, βοήθεια στους «κοπιώντες και πεφορτισμένους» από κάθε γωνιά της γης.[10]
Αλλά και σε αυτό το θέμα, η χιώτικη εκκλησία μένει πίσω από την αθηναϊκή –κάνοντας φιλανθρωπίες με το σταγονόμετρο, και, έτι χειρότερα, ενσταλάζοντας στο μυαλό του ποιμνίου της την δηλητηριώδη υπόνοια, ότι οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες ήρθαν στο νησί για να το εξισλαμίσουν. Όχι περίεργο έτσι πολλοί πιστοί να νιώθουν ενδιάμεσα σαν τους καταδιωγμένους των πρώτων χριστιανικών χρόνων και να δηλώνουν, όπως κι εκείνοι, πρόθυμοι «να μαρτυρήσουν». Και όχι περίεργο επίσης, ότι οι μαγαζάτορες της Χώρας (της πρωτεύουσας του νησιού) και των περιχώρων, που έχουν κατά μέγα μέρος εκφασιστεί, ρίχνουν, με υποβολέα την εκκλησία, στους πρόσφυγες την ευθύνη για τις απώλειές τους από την κακή πορεία των τουριστικών τους business –και όχι στους Άγγλους, Γάλλους, Αμερικανούς, Ρώσους και Τούρκους που προκαλούν πραγματικά τα αλλεπάλληλα προσφυγικά κύματα.
Μπροστά σε τέτοια εξωφρενική μισανθρωπία, η κακοποίηση της Αγίας Μαρκέλλας μοιάζει βέβαια με παρωνυχίδα. Όμως κι αυτή είναι νίκη του Εωσφόρου. Αν στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών βάζει μισό πόδι, στην Ιερά Μητρόπολη Χίου έχει βάλει ήδη και τα δυο. Οι πιστοί θα έπρεπε να βάλουν ωτασπίδες για να αποφεύγουν τα μισαλλόδοξα, αντιχριστιανικά κηρύγματα που εκπέμπει μέσω του μητροπολίτη Μάρκου και των συν αυτώ.[11]
Ο Μπρούνο Κράισκυ είχε δίκιο –με αντίστροφο τρόπο. «Οραματιστές», που κάνουν τέτοια δυστοπικά κυρήγματα, να λείπουν. Αυτοί πρέπει όντως να πηγαίνουν στον γιατρό, όχι στην πολιτική, ή, πολύ περισσότερο, στην εκκλησία.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο