«η θεωρία, φίλε μου, είναι γκρίζα, όμως το αιώνιο δέντρο της ζωής πράσινο θάλλει»
Φάουστ (Γκαίτε)
Οι εξελίξεις της εποχής έχουν ξαναφέρει στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα του πολέμου και μάλιστα με ορατό πλέον το ενδεχόμενο και μιας ευρύτερης περιφερειακής ή και παγκόσμιας σύγκρουσης, πέρα από τις τοπικές που δεν σταμάτησαν ποτέ. Εύλογα, λοιπόν, και οι συζητήσεις και αναζητήσεις στο κίνημα και την Αριστερά αναζητούν απαντήσεις στην ανάλυση της σημερινής συγκυρίας ανατρέχοντας και στην εμπειρία των προηγούμενων δεκαετιών. Το έργο του Λένιν συχνά χρησιμεύει ως ένα συνηθισμένο «καταφύγιο» για όλων των ειδών τις απόπειρες τεκμηρίωσης μιας απάντησης στο ζήτημα. Κι αυτό ακριβώς γιατί αντιμετώπισε μία συγκυρία παγκόσμιου πολέμου τραβώντας κρίσιμες διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος που συνέβαλαν αποφασιστικά στην πρώτη επιτυχημένη σοσιαλιστική επανάσταση της ανθρώπινης ιστορίας.
Αν μη τι άλλο, όμως, για να είναι δημιουργική η επιστροφή, η μελέτη και η αξιοποίηση του έργου του Λένιν, όπως και του έργου κάθε παλιότερου διανοητή και αγωνιστή, απαιτεί να το αντιμετωπίσουμε «λενινιστικά». Δηλαδή ιστορικά – διαλεκτικά, όπως θα έλεγε και ο ίδιος, χωρίς απολυτοποιήσεις, δογματισμό και αποκομμένη χρήση φράσεων ή εκτιμήσεων κάποιας συγκεκριμένης συγκυρίας. Η πασίγνωστη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» παραμένει η μόνη βασιλική οδός για απαντήσεις στο πεδίο της πολιτικής. Αν δει άλλωστε κανείς γενικά τη ροή των γραπτών του Λένιν θα παρατηρήσει ότι, κατά κανόνα, καταπιανόταν θεωρητικά με ζητήματα όταν τα αναδείκνυαν η ίδια η πολιτική συγκυρία και οι ανάγκες παρέμβασης σε αυτή. Το ίδιο συνέβη και με την ενασχόληση του Λένιν με το εθνικό ζήτημα, τον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό, τρία θέματα που συνδέονται σε σημαντικό βαθμό στη σκέψη και το έργο του.
Η ενασχόληση του Λένιν με τα ζητήματα της εθνικής αυτοδιάθεσης και την εθνοτική πολιτική άρχισε το 1913, πριν το ξέσπασμα του πολέμου, με αφορμή την κριτική και την πολιτική παρέμβαση ενάντια στη μεγαλορώσικη σωβινιστική πολιτική μειονοτήτων του τσαρισμού[1]) και συνεχίστηκε το 1914.[2] Υπό αυτό το πρίσμα διαμόρφωσε σχέδιο νομοθετικής πρότασης για τη μπολσεβίκικη ομάδα στη Δούμα[3] και παρενέβη κριτικά στη σχετική συζήτηση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με οξυμένη κριτική στην άποψη των αυστρομαρξιστών (Ο.Μπάουερ).[4] Κριτήριό του πάντα ήταν η διαμόρφωση όρων για τη διευκόλυνση της ταξικής ενότητας των καταπιεσμένων όλων των εθνοτήτων με τον αναγκαίο σεβασμό των εθνικών ιδιαιτεροτήτων τους, αλλά χωρίς αυτός να δημιουργεί εμπόδια σε αυτή την ενότητα. Σε αυτή τη συγκυρία, διατύπωσε και τη γενική άποψη για την αντιμετώπιση του ζητήματος της εθνικής αυτοδιάθεσης χωρίς απολυτότητα, αλλά με κριτήριο τη σημασία και την ιστορική σχέση του με το δημοκρατικό κίνημα στην περίοδο που η αστική τάξη ήταν ακόμα προοδευτική δύναμη και με το εργατικό κίνημα και την προώθηση της υπόθεσης της ταξικής πάλης και της σοσιαλιστικής επανάστασης στην περίοδο της εδραίωσης του καπιταλισμού. Υπό αυτό το πρίσμα έκανε κριτική για εθνικισμό στις αστικές δυνάμεις, αλλά και τη γνωστή κριτική για ανιστορική – δογματική οπτική, «πρακτικισμό» και υποτίμηση του ζητήματος στις απόψεις της Λούξεμπουργκ.[5]
Με το ξέσπασμα του πολέμου, ο Λένιν αμέσως καταπιάνεται σε μια σειρά γραπτών με τα ζητήματα που ανακύπτουν από τις αναγκαιότητες της αντιπολεμικής παρέμβασης.[6] Εξαρχής προσπαθεί να διατυπώσει τα κριτήρια παρέμβασης στη βάση των αντιπολεμικών αποφάσεων του συνεδρίου της Βασιλείας του 1912, που η πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών της Β΄ Διεθνούς δεν ακολούθησε τελικά με το ξέσπασμα του πολέμου.[7] Και ασκεί σκληρή κριτική στην καταπάτηση αυτών των αποφάσεων και την προδοσία της πλειοψηφίας της Β΄ Διεθνούς.[8] Στις αρχές του 1915 εντείνει τη δουλειά συλλογικής συζήτησης και ζύμωσης για το ζήτημα του πολέμου μέσα στο κόμμα των μπολσεβίκων. Στην απόφαση της συνδιάσκεψης των τμημάτων εξωτερικού του ΣΔΕΚΡ[9] συμπυκνώνει τις βασικές εκτιμήσεις των μπολσεβίκων. Ο χαρακτήρας του πολέμου προσδιορίζεται ως ιμπεριαλιστικός και ο πόλεμος θεωρείται άδικος από όλες τις πλευρές, το σύνθημα της «υπεράσπισης της πατρίδας» υπό αυτές τις συνθήκες θεωρείται εξαπάτηση του λαού από τις αστικές τάξεις, διατυπώνεται κριτική στον αφηρημένο πασιφισμό και διατυπώνεται η θέση ότι η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να καλεί σε πάλη για σταμάτημα του πολέμου προπαγανδίζοντας έμπρακτα την ήττα της κυβέρνησης της αστικής τάξης και τη σοσιαλιστική επανάσταση με «μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο».
Μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η άρνηση στήριξης των πολεμικών πιστώσεων, η ρήξη με την πολιτική της «εθνικής ειρήνης» της συναίνεσης με την αστική τάξη, η δημιουργία παράνομης οργάνωσης, η υποστήριξη της συναδέλφωσης των φαντάρων των εμπόλεμων εθνών και η υποστήριξη της επαναστατικής μαζικής δράσης του προλεταριάτου. Η απόφαση κατηγορεί πλέον για χρεοκοπία την πλειοψηφία της Β΄ Διεθνούς και καλεί εκ νέου για μία νέα Γ΄ Διεθνή. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι το κείμενο είναι προσεκτικό τόσο στην αντιμετώπιση του εθνικού ζητήματος, αναφέροντας την ειδική περίπτωση του σέρβικου ζητήματος[10] (που όμως «δεν αλλάζει το γενικό ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου»), όσο και της αποκήρυξης του πασιφισμού ως θέση αρχής και της υποστήριξης του επαναστατικού πολέμου.[11]
Στην ίδια περίοδο προσπαθεί να εμβαθύνει και να συστηματοποιήσει πλέον την κριτική και τα κριτήρια παρέμβασης στο θέμα του πολέμου[12] επεκτείνοντας τη μελέτη και την ανάλυσή του στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού ως ανώτατο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού. Η γνώμη μου είναι ότι η τομή του Λένιν με τον μαρξισμό της Β΄ Διεθνούς ήταν πρώτα και κυρίως πολιτική χωρίς να επέλθει τότε μία πλήρης θεωρητική ρήξη με κάποια βασικά στοιχεία που χαρακτήρισαν την μαρξιστική «ορθοδοξία» της εποχής. Ενδεικτικά, ακόμα και λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου αναφέρεται σε απόψεις του Κάουτσκι στην κριτική που ασκεί στη Λούξεμπουργκ και αναφέραμε παραπάνω. Η πολιτική ρήξη ενός διανοητή που ασκεί ταυτόχρονα πρακτική πολιτική αναπόφευκτα οδηγεί όμως και στο ερώτημα της αναζήτησης θεωρητικών τομών.
Αυτή η αναζήτηση[13] οδήγησε στη συγγραφή έργων όπως «Η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς» το 1915 και «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» το 1916, όπου επιχειρεί να τεκμηριώσει την κριτική στη Β΄ Διεθνή και ειδικά στον Κάουτσκι που δικαιολογούσε θεωρητικά τη στάση του με το σχήμα του «υπεριμπεριαλισμού» και την ύπαρξη υποτίθεται μιας ισχυρής τάσης συνεργασίας των αστικών τάξεων στο διεθνές επίπεδο. Σε αντίθεση με αυτή την αντίληψη, ο Λένιν αναφέρεται στην έννοια της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού λόγω της διαφορετικής έκβασης και έντασης της ταξικής πάλης και τελικά και της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε κάθε (κρατικό) κοινωνικό σχηματισμό (με τη χρήση της γνωστής παρομοίωσης των κρατών – κοινωνικών σχηματισμών με κρίκους σε μία ιμπεριαλιστική αλυσίδα). Η ανισομετρία αυτή οξύνει, σε τελική ανάλυση, τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ακριβώς λόγω της αλλαγής των συσχετισμών μεταξύ των ιμπεριαλιστικών αστικών τάξεων και χωρών διεθνώς.[14] Και αυτή η όξυνση έχει ως ακραία μορφή εμφάνισης το ξέσπασμα πολεμικής αντιπαράθεσης.
Στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης προσπάθησε αφενός να τεκμηριώσει το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου καταδεικνύοντας την αδυναμία της θεώρησης περί «υπεριμπεριαλισμού» να τον προβλέψει και να προετοιμάσει το εργατικό κίνημα θεωρητικά και πρακτικά. Και αφετέρου να τεκμηριώσει τη δυνατότητα της επαναστατικής ανατροπής σε μια χώρα της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (στον περίφημο «αδύναμο κρίκο») όπου συσσωρεύονται μία σειρά αναγκαίων κοινωνικών και πολιτικών προϋποθέσεων για το ξέσπασμα της επαναστατικής κατάστασης.[15] Δεν πρέπει να ξεχνάμε, βέβαια, ότι οι μπροσούρες αυτές εξυπηρετούσαν πρωτίστως πολιτικές ανάγκες της συγκυρίας και ρητά δεν διεκδίκησαν τον τίτλο μιας πλήρους θεωρητικής πραγματείας, και μάλιστα με πλήρη επάρκεια διαχρονικά, στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού.[16]
Ανακεφαλαιώνοντας, για τον Λένιν πρώτιστο ζήτημα είναι ο προσδιορισμός του χαρακτήρα του πολέμου σε κάθε συγκυρία (που διαφέρει για τους εθνικούς πολέμους του 1848, τον πόλεμο του 1871 και την αναγκαία στάση των Κομμουνάρων απέναντί του, τους πολέμους στην εποχή του ιμπεριαλισμού μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών, τους εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους, βλ. το παράδειγμα της Σερβίας, και γενικότερα χωρών της τότε Ανατ. Ευρωπης, και των αποικιών κλπ.). Δεν υποστηρίζει επί της αρχής την ειρήνη, αλλά εναντιώνεται στον πόλεμο από τη σκοπιά της εξυπηρέτησης των καθηκόντων της όξυνσης της ταξικής πάλης και της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Έτσι, με βασικό κριτήριο αυτό, δηλαδή με κύριο καθήκον την ήττα της αστικής τάξης της χώρας σου (κάτι που ο Λένιν χαρακτηρίζει ως «αξίωμα»), προσδιορίζει ως αναγκαία πολιτική στάση την οργάνωση της αυτοτελούς μαζικής επαναστατικής δράσης που μπορεί να πάρει διαφορετικές μορφές ανάλογα με το χαρακτήρα του πολέμου (αντιπολεμική παρέμβαση στις μάζες και στο στρατό, ένοπλο αντικατοχικό αγώνα σε περίπτωση εισβολής και κατοχής από ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αγώνα για την αυτοδιάθεση σε καταπιεσμένα έθνη κλπ.). Ρητά αποφεύγει, και μάλιστα ως «θέσεις αρχών» γενικά και αφηρημένα, να προσδιορίσει ως αναγκαία στάση τον ντεφετισμό ή την «υπεράσπιση της πατρίδας» και δεν απολυτοποιεί ως κριτήριο το ποιος είναι τυπικά ο «επιτιθέμενος» και ποιος ο «αμυνόμενος». Πρακτικό διακύβευμα για τον Λένιν είναι πάντα η αυτοτελής και μαζική επαναστατική δράση αξιοποιώντας κάθε δυνατότητα στο μέτωπο και στα μετόπισθεν και όχι με «σαμποτάζ πολέμου» που δίνει αφορμές στην ξένη και ντόπια αστική τάξη, όπως υποστηρίζει.[17] Σε κάθε περίπτωση, τελικά, με όποιο μέσο εξυπηρετεί το σύνθημα «να μετατραπεί ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος σε εμφύλιο», ώστε να υπάρχει η αναγκαία προετοιμασία για μια δυνητική επαναστατική κατάσταση.
Μια σύγχρονη δημιουργική ανάγνωση των γραπτών του Λένιν, όπως και όλων των «κλασικών» του μαρξισμού, δεν έχει νόημα να είναι μια ανιστορική – δογματική προσήλωση στο γράμμα τους, αλλά μια προσπάθεια κατανόησης, αφομοίωσης και αξιοποίησης των ιστορικών και πολιτικών κριτηρίων με τα οποία σκέφτονταν και διατύπωναν τις προτάσεις τους. Για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε, λοιπόν, τη συνεισφορά του Λένιν στο ζήτημα του πολέμου δεν αρκεί η τυπική ακολούθηση των συνθημάτων που διατύπωσε σε κάποια συγκεκριμένη περίοδο ενός μακρινού παρελθόντος, αλλά απαιτείται μία σύγχρονη μελέτη του καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού της εποχής μας, της θέσης κάθε χώρας –και πρώτα απ’ όλα της χώρας στην οποία βρισκόμαστε– στο σημερινό διεθνές σύστημα, καθώς και των σημερινών χαρακτηριστικών του πολέμου.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο