Ο Βόλος, από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, υποδέχεται χιλιάδες πρόσφυγες από διαφορετικούς τόπους και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Το πρώτο κύμα προσφύγων φτάνει στο λιμάνι το 1921: πρόκειται για 5.300 πρόσφυγες από τη Γιάλοβα, τη Νικομήδεια και την ευρύτερη περιοχή της Προποντίδας. Από αυτούς 1.828 πρόσφυγες εγκαθίστανται στον Βόλο. Το δεύτερο και μεγαλύτερο κύμα προσφύγων καταφθάνει στο λιμάνι του Βόλου στις 19 Σεπτεμβρίου 1922: μια αρμάδα επιβατικών πλοίων μεταφέρει περίπου 12.000 πρόσφυγες από τη Σμύρνη και τις γύρω περιοχές, μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού και την καταστροφή της Σμύρνης. Στους πρόσφυγες του δεύτερου κύματος θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και όσους φτάνουν με δικά τους καΐκια, διασχίζοντας το Αιγαίο. Το τρίτο κύμα προσφύγων φτάνει στο λιμάνι του Βόλου, μετά τη συνθήκη της Λωζάνης, στις 25 και 27 Σεπτεμβρίου και αφορά τους «ανταλλάξιμους» πρόσφυγες του 1924, από τη Μερσίνα της Καππαδοκίας, τη Σαμψούντα του Πόντου και την Καισάρεια.[1] Η πόλη του Βόλου επιλέγεται, μεταξύ άλλων πόλεων, λόγω της διαθεσιμότητας χώρων για στέγαση των προσφύγων από τη μια και λόγω της προσφοράς εργασίας στο λιμάνι, σε εργοστάσια και βιομηχανίες καπνού από την άλλη. Συγχρόνως όμως, καλείται να διαχειριστεί σε τοπικό επίπεδο το δύσκολο κομμάτι της στέγασης και περίθαλψης ενός μεγάλου αριθμού προσφύγων, ιδιαίτερα τους σκληρούς μήνες του Φθινοπώρου και του Χειμώνα, το 1922-1923. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ, ότι ο πληθυσμός της πόλης του Βόλου τα χρόνια αυτά, δεν ξεπερνά τους 35.000 κατοίκους.
Ένα μεγάλο μέρος του προσφυγικού πληθυσμού ήταν γυναίκες και παιδιά. Είναι φανερό λοιπόν, πως οι Μικρασιάτισσες έπαιξαν σημαντικό ρόλο τόσο στην κοινωνική και οικονομική ένταξη των προσφύγ(ισσ)ων στην τοπική κοινωνία όσο και στη διαμόρφωση της μνήμης και της προσφυγικής ταυτότητας. Στο κείμενο αυτό, έξι Μικρασιάτισσες πρώτης γενιάς, που γεννήθηκαν από το 1902 έως το 1916 σε διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας, θυμούνται και αφηγούνται τα πρώτα χρόνια της άφιξης-στέγασης στον Βόλο και της εγκατάστασης στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας, τις εργασιακές τους εμπειρίες και τη σχέση τους με τους ντόπιους Βολιώτες. Το υλικό των προφορικών μαρτυριών προέρχεται από συνεντεύξεις του αρχείου της Αναστασίας Κονταξή που πραγματοποιήθηκαν από το 1989 έως το 1992.[2]
1. Στέγαση στον Βόλο: Από «δωμάτια με κουρελούδες» σε αποθήκες στα επιταγμένα «πλουσιόσπιτα»
Το πρωταρχικό αίτημα του προσφυγικού πληθυσμού ήταν η στέγαση και η στοιχειώδης περίθαλψη. Κι ενώ το αίτημα ήταν κοινό, η κάθε οικογένεια προσφύγων είχε διαφορετικές εμπειρίες στέγασης στον Βόλο, όπως προκύπτει από τις προφορικές μαρτυρίες. Η Ε.Π.Λ. γεννήθηκε το 1910 στο Εγγλεζονήσι. Το 1922, νεαρό κορίτσι, θυμάται το ταξίδι με το καΐκι του πατέρα της και τη δυσκολία τους να βρουν σπίτι στον Βόλο.
Τ.Κ.: Πώς αποφασίσατε να ‘ρθείτε στον Βόλο;
Ε.Π.Λ.: Εε, ήταν η γιαγιά μου εδώ πέρα… γι αυτό ήρθαμε… Αρμενίσαμε, μπήκαμε μέσα στο καΐκι και αρμενίζαμε, εφτά μέρες ήμασταν μέσα στη θάλασσα.
Τ.Κ.: Με το καΐκι του πατέρα σας, ε;
Ε.Π.Λ.: Εφτά μέρες, γιατί δεν ήταν με μηχανή, ήταν με πανιά… Με πανιά και δεν ήταν κι ο καιρός ευνοϊκός να τρέξει γρήγορα και πιάσαμε σκάλα Οινούσες, ένα μέρος είναι της Χίος, Οινούσες. Εε, είχε πολύ κρασί έβγαζε ‘κει και το βγάλανε Οινούσες ναι. Φύγαμε από ‘κει και πιάσαμε Σκύρο, τα προάστια της Σκύρου και ένας θείος μου έφυγε, πήγε στη πολιτεία στη Σκύρο και ήρθανε πολλοί άνθρωποι και μας φέραν τρόφιμα, μας φέραν περίθαλψη, σου λέει πρόσφυγοι έρχονται αυτοί πρέπει…
Τ.Κ.: Πότε περίπου ήρθατε εδώ στον Βόλο; Καλοκαίρι, φθινόπωρο, πότε; Θυμάστε καθόλου; Το ΄22;
Ε.Π.Λ.: Το φθινόπωρο ήταν… Μάλλον φθινόπωρο ήταν… Το ’22, ναι και καθίσαμε και άλλες εφτά μέρες μέσα στο καΐκι, δεν βρίσκαμε σπίτι να βγούμε… Όσα σπίτια κι αν γυρίσαμε… Έλεγαν «έχ’ παιδιά;» «Έχει». Δεν νοικιάζαμε…
Τ.Κ.: Ήσασταν και πολλά παιδιά…
Ε.Π.Λ.: Ναι, πέντε παιδιά ήτανε και δυο οι γονείς εφτά και μια η γιαγιά μου οχτώ… ξέρω ‘γω. Λέει ένας θείος μου «θα βρω εγώ σπίτι». Πάει, τραβάει ίσα τον Άγιο Κωνσταντίνο απάνω, στα μπαράζια που λεν, στο ποτάμι εκεί πέρα… ‘Ηταν μια γριούλα, δούλευε στου Ζαρζάμπα, τον μύλο τον… απέναντι στον Αϊ Κωνσταντίνο..
Τ.Κ.: Τον Λούλη;
Ε.Π.Λ.: Τον Λούλη, εκεί, Ζαρζάμπα τον λέγανε τότες. Λέειει… βγαίνει μια γριούλα λέει «έχω ‘γώ» λέει … «Εχ’ παιδιά;» λέει… «Όχι» λέει ο θείος μου «δεν έχει». «Ε, άμα δεν έχ’…». Και μετά ήρθε ο θείος μου και ότι είχαμε μέσ’ στο καΐκι τα βγάλαμε σ’ ένα μακρύ κάρο, ό,τ’ είχαμε. Κάτσαμε και ‘μεις απάν’ κι η γιαγιά απάν’ κι η μάνα μου απάν’ (γελά), ένα κάρο φορτωμένο… Λέει «εσύ» λέει «μ’ ειπ…». «Τι να τα κάνω, να τα σφάξουμε» λέει… «Έσφαξαν όσα έσφαξαν οι Τούρκοι, να σφάξουμε κι εμείς;» Κι έτσι λοιπόν νοικιάσαμε το σπίτι αυτό.
Οι περισσότεροι/-ες πρόσφυγ(ισ)ες στοιβάχτηκαν σε μεγάλες επιταγμένες αποθήκες, δημόσια κτίρια και σχολεία, σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα της 11ης Νοεμβρίου «περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων».[3]
Ορισμένοι πρόσφυγες «ανώτερης κοινωνικής θέσης» εγκαταστάθηκαν σε επιταγμένα σπίτια.
Η Α.Χ. γεννήθηκε το 1916 στο χωριό Φίλιο Μαγνησίας. Ορφανή από πατέρα φεύγει το 1922, με τη μητέρα της και τα δυο της αδέρφια.
Τ.Κ.: Ήρθατε στον Βόλο κατευθείαν;
Α.Χ.: Όχι, πήγαμε στον Πειραιά, και δε μας δεχτήκαν, γιατί είχε πολλά καράβια να ξεφορτώσει και μετά ήρθαμε εδώ.
Τ.Κ.: Πού μείνατε εδώ;
Α.Χ.: Εδώ μείναμε στου Ζάρκαδου την αποθήκη.
Τ.Κ.: Α, στου Ζάρκαδου την αποθήκη και μετά;
Α.Χ.: Καθίσαμε 4-5 χρόνια στου Ζάρκαδου και μετά μας έφεραν στα Γερμανικά.[4]
Τ.Κ.: Τέσσερα-πέντε (4-5) χρόνια στην αποθήκη;
Α.Χ.: Κάναμε σπίτια… πως… κουρελούδες, δωμάτια μέσα στις κουρελούδες τα κάναμε.
Τ.Κ.: Πόσα άτομα, πόσα άτομα μένατε εκεί στην αποθήκη;
Α.Χ.: Ήρθε η Επιτροπή, κι έκανε τα δωμάτια… «Πόσα άτομα είστε;» Ήταν 4-5.
«Αυτό θα πάρετε». «Πόσα άτομα είστε;» «Οχτώ». «Αυτό θα πάρετε εσείς»… Και μετά βάλαμε κουρελούδες… Χάλια αδιόρθωτα…
Σε αντίστιξη με τις παραπάνω προφορικές μαρτυρίες, η Θ.Α.Μ., στο παρακάτω απόσπασμα, αφηγείται διαφορετικές εμπειρίες στέγασης. Η Θ.Α.Μ. γεννήθηκε το 1912 στη Σμύρνη, σε ευκατάστατη οικογένεια και φοιτούσε στη Σχολή Καλογραιών Σμύρνης. Με το διωγμό του 1922, βρίσκει καταφύγιο στο Hopital Francais στη Σύρο και κατόπιν στη Σχολή καλογραιών στη Νάξο. Το 1923 βρίσκει τον πατέρα της στον Βόλο και στεγάζονται σε επιταγμένο «πλουσιόσπιτο».
Θ.Α.Μ.: στον Βόλο ήρθα το ’23… Αρχές του ‘24.
Τ.Κ.: Για πείτε μου, πού μένατε…
Θ.Α.Μ.: Όταν ήρθαμε στον Βόλο, βρήκα τον πατέρα μου στο επίτακτο σπίτι του Γιάννη του Αντωνόπουλου. Ένα πλουσιόσπιτο που είναι επί της οδού Ερμού, τώρα και Αντωνοπούλου. Στο σπίτι αυτό μέναμε. Ο πατέρας μου – ο επιχειρηματίας ο Α. είχε μάθει να κάνει λουκούμια και έκανε λουκούμια, είχε πιάσει ένα μικρό μαγαζάκι και έκανε λουκούμια και τα πουλούσε – τα φορτωνότανε στον ώμο και γύριζε και πουλούσε τα λουκούμια για να ζήσει τα παιδιά του. Έξι λουκούμια ένα φράγκο. Το θυμάμαι που το φώναζε ο πατέρας μου.
ΤΚ.: Και μένετε πόσο καιρό στον Βόλο, μέχρι να πάτε στη Νέα Ιωνία;
Θ.Α.Μ.: στον Βόλο μείναμε… όχι πάντοτε στο σπίτι του Αντωνόπουλου. Ο Αντωνόπουλος με τα μέσα που είχε, ελευθέρωσε το σπίτι του από την επίταξη. Μας πήγανε στο 3ο Δημοτικό σχολείο του Αγίου Νικολάου.
2. Η εγκατάσταση στον Ξηρόκαμπο, στα «τετράγωνα» : «Τα ντάμια του καραγκιόζ»
Ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Ιωνίας[5] κατασκευάστηκε από το 1923 έως το 1938, κατά τμήματα με διαφορετικούς τύπους οικημάτων, στον «αφιλόξενο» τόπο του Ξηρόκαμπου.[6] Χωροταξικά, ο προσφυγικός συνοικισμός χωρίζεται από την πόλη του Βόλου με το ποτάμι Κραυσίδωνα, με μία μόνο γέφυρα τα πρώτα χρόνια. Ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι μόνο χωροταξικός. Υποδηλώνει ταυτόχρονα τη διαφορά ανάμεσα στους γηγενείς Βολιώτες και στους «ξένους» Μικρασιάτες και την υποβάθμιση των δεύτερων. Τα «τετράγωνα» στα οποία αναφέρονται οι αφηγήτριές μας κατασκευάστηκαν το 1924.[7] Πρόκειται για οχτώ οικιστικά «τετράγωνα» «μονοκάμαρων» πλινθόκτιστων κατοικιών 15 τ.μ., με μια μικρή αυλή.
(Φωτ.2)
Στο εσωτερικό του κάθε «τετραγώνου» υπήρχαν κοινόχρηστοι χώροι με πλυσταριά και αποχωρητήρια.
Η Μ.Σ.Κ. γεννήθηκε το 1911 στο Κλισέκιοϊ Περγάμου. Ο πατέρας της ήταν ελαιοκτηματίας, με καταγωγή από το Πήλιο. Τον Αύγουστο του 1922 φύγανε από το χωριό στο Δικελί, από εκεί στη Μυτιλήνη και κατόπιν στον Βόλο. Στεγάστηκαν πρώτα σε επιταγμένο σπίτι και κατόπιν, με την κατασκευή του προσφυγικού συνοικισμού, μεταφέρονται στα «τετράγωνα».
Μ.Σ.Κ..: Έμαθε λοιπόν ο πατέρας μου κάτω, ότι γίνονται τα σπίτια. Και μια μέρα ακούει κάτω στους άντρες, στους λιμενεργάτες ξέρω ‘γω, ότι σήμερα, σήμερα σπάσαν οι πρόσφυγες όπου κάθονται ας πούμε, στις αποθήκες, στα σχολεία, ανεβαίνουν επάνω και παίρνουνε σπίτια. Έρχεται και λέει: «Δεσποινιώ», απέναντι είχαμε κι έναν άλλο πρόσφυγα Κωνσταντινουπολίτη και μας ειδοποιεί κι εκείνος: «Σήμερα» λέει «θα πάμε πέρα. Στη Νέα Ιωνία». Και ξεκινήσαμε… Δεν λεγόταν Νέα Ιωνία. Συνοικισμός λεγόταν…. Ξηρόκαμπος. Και ‘κει πήγαμε. Εκεί, όποιο προλάβαινες κι έπιανες δωμάτιο… Ήτανε τετράγωνα, οκτώ τετράγωνα στον Ξηρόκαμπο, απάνω, δυτικά του Κραυσίδωνα δεν είναι; Ανατολικά είναι ο Βόλος και δυτικά είναι η Νέα Ιωνία. Έτσι δεν είναι;
Τ.Κ.: Ναι. Ναι.
Μ.Σ.Κ.: Δυτικά λοιπόν του Κραυσίδωνος χτίστηκαν αυτά τα σπίτια. Τα οκτώ τετράγωνα, το κάθε τετράγωνο με ογδόντα σπίτια… Όλα χαμηλά, απάνω με πισσόχαρτο, η σκεπή με πισσόχαρτο και μετά είχαν κεραμίδια. Δεν προλάβαν να μας τα… ούτε να τα σοβατίσουν, ούτε κάτω να τα ρίξουν τσιμέντο, κάτι τέλος πάντων.
Τ.Κ.: Αυτά τα ‘κανε το κράτος.
Μ.Σ.Κ.: Αυτά τα έκανε το κράτος… Εμείς μπήκαμε μέσα και ήταν ασοβάτιστα. Καράγιαπι. Καράγιαπι. Κάτω ήταν χώμα. Κι όταν στρώναμε τα στρωσίδια, μάλιστα είχαμε κι ένα αχυρένιο στρώμα που μας έδωσαν από την Περίθαλψη, επειδή ήταν αχυρένιο κι ήταν αφράτο τσουβάλι, οι κάππαρες μπαίνανε μέσα. Μέσα στο αχυρένιο στρώμα, όταν κάναμε μια μέρα, δυο μέρες να το σηκώσουμε… Από τη ζέστα που κοιμόμασταν κι από την αφρατάδα που είχε το χώμα κάτω, φύτρωναν αμέσως. Τι να που πω. Έτσι φυτρωσίδια. Και έκανε το στρώμα κρκ, κρκ, κρκ, κρκ. Κοβότανε τα φυτρωσίδια.
Τ.Κ.: Δεν σας συγκεντρώσαν όλους να σας δώσουν. Πήγατε εσείς όπου βρήκατε.
Μ.Σ.Κ.: Όποιος πρόλαβε.
Παρόμοιες εμπειρίες για την «κατάληψη» των «μονοκάμαρων» σπιτιών στα «τετράγωνα» μας μεταφέρει και η Ε.Π.Λ..
Ε.Π.Λ.: Αυτά τα σπίτια οι εργολάβοι περιμέναν λεφτά… και δεν τα τελειώνανε… Ούτε σοβάδες, ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Κάναν μια εξόρμηση όλ’ οι πρόσφυγοι και πιάσαν τα δωμάτια… Αυτό είναι δικό μ, αυτό είν’ δικό μ…
Τ.Κ.: Α, και τα πήραν έτσι.
Ε.Π.Λ.: Με τέτοιο τρόπο κι έρχεται τρεχάτη η μητέρα μου και παίρνει δυο κουβέρτες και τις ρίχνει στο σπίτι μέσα και λέει αυτό το σπίτι είναι δικό μας. Κατεβήκαμε πια και κάτσαμε χωρίς πόρτες, χωρίς παράθυρα.
ΤΚ.: Αυτά τα είχε κάνει ποιος το κράτος τα είχε κάνει αυτά τα σπίτια;
Ε.Π.Λ.: Ε, κρατικά είναι, κρατικά είναι… Μετά, τα πληρώσαμε μετά, για μαύρο χαβιάρι.
Η Σ.Ε. γεννήθηκε το 1902 στο Αϊβαλί. Όπως αναφέρει στη συνέντευξη, έχασε όλη την οικογένειά της στη Μικρά Ασία. «Την πάντρεψαν» με προξενιό το δεκαπενταύγουστο του 1922 και έρχεται με τον άνδρα της στον Βόλο. Στεγάζονται πρώτα σε αποθήκη και κατόπιν καταλαμβάνουν «με το έτσι θέλω» ένα από τα «μονοκάμαρα» στα «τετράγωνα».
ΤΚ.: Πώς ήταν το σπίτι;
Σ.Ε.: Μόνο ένα δουμάτιο… Ένα δουμάτιο κι αυτό ίβλεπις το διπλανό […] Ήσουνα εξ άτομα… έξ άτομα συ δίναν δυο δουμάτια… Μιτά βγήκι (η) Επιτροπή κι μας έγραψι όπου μπήκαμι μέσα. Πού μπήκις σύ; Ιδώ… Ωραία… Πώς λέγεσι; Τάδι, τάδι…Κι μας γράψανι…Αυτά… Μι το έτσ’ θέλω μπήκαμι, σπάσαμι την πόρτα κι μπήκαμι μέσα. Φουνάζαν δε φουνάζαν… γιατί ήταν τσι Τραπέζης… Κι μιτά αφού βγήκαν οι Επιτροπές και αυτά, δίναμι μια λίρα μπροστά…[…] Σιγά-σιγά κάναμι αυτό, μπορέσαμι κάναμι αυτό… Το σπίτ’ το σαβατίσαμι μέσα… Ήταν μι λάσπ’ πρώτα τα σοβατίσαμι, σκέτ’ λάσπ’ κάναμι κι σοβατίσαμι τις τρύπες, γιατί ου ένας έβλεπι τουν άλλον. […]
Σ.Ε.: Αυτά… αυτά τα λέγαμι… αυτά … του καραγκιοζ’…
Τ.Κ.: Πώς;
Σ.Ε.: Τα ντάμια του καραγκιόζ’. […]
Τ.Κ.: Αποχωρητήριο δεν υπήρχε;
Σ.Ε.: Όοοχ’ αποχωρητήριο… Τώρα πόχ’ (που έχει) αυτά τα λουλούδια φυτιμένα. Εκεί μέσα πού ‘χω τα λουλούδια φυτιμένα είχαμι αποχωρητήρια. Είχαν καν΄ ντουβάρι κι το ντουβάρ αυτό ήταν πίσω, μπρος. Πεντ ‘ εξ, ιφτά… στη σειρά. Μη τα ρωτάς… Το τι (ή)ταν, οι απέξου, οι μέσα… Σκέψου τώρα… Κάθι ένας περίμενι να βγει ου άλλος, να πάει ου άλλος μέσα.. Άλλ’ δε μπορούσαν… Αλλ’… Λάκκοι (ή)τανι, λάκκοι! […] Αλλά, να ‘βλέπεις, το προυί, ήθιλε να πάρ’ κάθε μία τουν τενεκέ που είχι, με συγχωρείτε τώρα για τη φράση μ’ τώρα θα πούμι… Ναι, μέσα ιδώ κάναμε του νερό μας, ικεί τρώγαμι, ικεί καθόμαστι, ικεί πλύναμι… μέσα σ’ αυτό του δουμάτιο. Από κει τα παίρναμι το προυί – προυί (γελά) όλα τα… τσαντις, τσι τενεκέδις, τσι κουβάδις, τι ήταν, πηγαίναμι και τ’ αδειάζαμι. Μισοί… τα φέρναμι όλες ιδώ… «Όχ’ θα τα χύσου ιγώ, θα τα χύσις ισύ» τα χύναμι έξου, πήγαιναν όλα έξου… Μη συζητάς κορίτσι μ’.
Τ.Κ.: Μύριζε ο τόπος ή όχι;
Σ.Ε.: Μύριζιιι (!!! με έμφαση) αφού ‘ταν απ’ έξω… Απ’ έξω βγαίναν… Λάθος ήτανι. Είχαν καν(ει) γενικές καταβάθρες κι όλα τα αποχωρητήρια πηγαίναν σε μια καταβάθρα… από ΄κει κι απο ΄δω. Αλλά, ο κόσμους πολύς… Άλλος περίμενι… Απ’ έξω πήγαινις κι περίμενες να βγει ο ένας να μπει ου άλλος. Όχ’ εγώ… μι σειρά, μι ουρά… «Όχ’ είμι ‘γω δεν είσι ‘συ… «Άλλος, μι συγχωρείτι, απάνου τ’ τα έκανι… Κατάλαβις τώρα τι θέλου να σι πω…»
3. Δουλεύοντας στην καπνοβιομηχανία Ματσάγγος: «Όταν ήρθαμε λοιπόν… ήμασταν έτσι φτωχοί, πώς το λεν’; Τρέχαμε από δω και από κει να βρούμε ό,τι δουλειά.»
Η ανάγκη επιβίωσης οδήγησε ένα μεγάλο αριθμό προσφυγισσών και μάλιστα από μικρή ηλικία στην αγορά εργασίας. Δεδομένου, ότι ένα μεγάλος αριθμός προσφύγων ήταν γυναικόπαιδα, αυτά αποτέλεσαν μια φθηνή δεξαμενή εργατικών χεριών. Τα υφαντουργεία, οι καπναποθήκες και η καπνοβιομηχανία Ματσάγγος ήταν από τους βασικούς τόπους γυναικείας εργασίας.[8] Αντίστοιχος τόπος εργασίας για τους άνδρες ήταν τα μηχανουργεία, όπως του Σταματόπουλου και του Γκλαβάνη και το λιμάνι του Βόλου.[9] Τρεις από τις αφηγήτριές μας αφηγούνται τις εργασιακές τους εμπειρίες στην καπνοβιομηχανία Ματσάγγος.
Η Α.Χ.. εργάζεται στην καπνοβιομηχανία Ματσάγγος, από μικρό κορίτσι έως το 1936. Στο παρακάτω απόσπασμα αφηγείται για τη δουλειά και την απόλυσή της στη μεγάλη απεργία του 1936.
Τ.Κ.: Εσείς τι θυμάστε από την παιδική σας ηλικία, από δω από τη Νέα Ιωνία;
Α.Χ.: Από τη Νέα Ιωνία για πρόσφυγοι εδώ που ήρθαμε; (Σ)τη Νέα Ιωνία πήγαμε στου Ματσάγγου (για) δουλειά. Ήμουν πολύ μικρή, δε μας δεχόντουσταν, αλλά παρακάλεσε η θεία μ’ και μας δεχτήκανε.
Τ.Κ.: Πόσο; Πότε πήγατε στου Ματσάγγου, θυμάστε; Πόσο χρονών ήσασταν;
Α.Χ.: Δούλεψα εννιά χρόνια, το ’36 έφυγα…
Τ.Κ.: Τι δουλειές κάνατε στου Ματσάγγου;
Α.Χ.: Στην αρχή, που ‘μασταν μωρά, που ήμασταν μικρά, κάναμε… δέναμε σπαγκάκια καταής. Μετά έγινα σφραγίστρια.
Τ.Κ.: Σπαγκάκια, τι ήταν αυτά τα σπαγκάκια;
Α.Χ.: Από κιβώτια που κάναμε, τα παίρναμ’ τα σπαγκάκια και τα κάναμ’ πάλι σφιγνά (σφιχτά) για να δένουμ’ άλλα κιβώτια… Μετά πήγα στ’ ταινίες, στη φορολογία, στο φόρο με τς ταινίες.
Τ.Κ.: Κολλούσατε δηλαδή τις ταινίες;
Α.Χ.: Σε κάθε πακέτο, βέβαια. Πως δουλεύαμε! Τι ωραία που δουλεύς, τς κάναμε τς ταινίες τς ανοίγαμε, τς αλείβαμε κόλλα και συνέχεια τις κολλούσαμε… Και πετούσαν τα χέρια αυτά… πως πηγαίνανε! […]
Τ.Κ.: Και πώς πληρωνόσαστε εκεί;
Α.Χ.: Πληρωνόμαστε… Εγώ έπαιρνα πολλά λεφτά, γιατί ήταν αργολαβία, και δουλεύαμε πολύ. Κάναμε και νυχτέρια… Όταν ερχότανε το παζάρι, το Δεκαπενταύγουστο, πιο μπροστά δουλεύαμε πολύ. Πανηγύρ’ κι ερχόντουσαν απ’ τα χωριά και τσιγάρα παίρνανε…
Τ.Κ.: Αυτούς που είχαν το εργοστάσιο τους Ματσαγγαίους τούς θυμάστε εσείς;
Α.Χ.: Τους θυμάμαι, βέβαια… Για δες, ήταν ο Κώστας και ο Βαγγέλης.[10]
Τ.Κ.: Αυτοί πώς συμπεριφέρονταν στους εργαζόμενους;
Α.Χ.: Καλά, καλά, καλά… Καλά, λίγο αδικούσε τους εργάτες, αλλά είπαμε, όλοι αυτοί τα κάνουν…
Τ.Κ.: Ναι, θυμάσαι τότε κάνατε απεργίες;
Α.Χ.: Θυμάμαι, ο αδερφός μου ήταν καπνεργάτης, σας είπα, και μου λέει το βράδυ που ήρθ’ ξέρετε «θα κάνουμε απεργία αύριο, να κατεβείς κάτω, μην τυχόν και δεν κατεβείς», λέω “θα κατεβώ”, αλλά όταν ήταν ο κόσμος απ’ τα εργοστάσια, απ’ τα καπνά, δεν μας άφησαν να κατέβουμε, μας κλειδώσανε μέσα και δεν μπορέσαμε να φύγουμε. Μας φέρανε τα φαγητά να φάμ’ πάνω στην τραπεζαρία.
Τ.Κ.: Ποιός σας κλείδωσε;
Α.Χ.: Ο Ματσάγγος μας κλείδωσε να μη βγούμε έξω, “ό,τι θέλετε θα σας το δώσω”, “ό,τι θέλετε θα σας το δώσω, μην κατεβείτε κάτω”, έλεγε. Δεν μας άφησε να κατεβούμε κάτω, ξέρω ‘γω..
Τ.Κ.: Αυτή ήταν η μεγάλη απεργία του ’36;[11]
Α.Χ.: Ναι, του ’36, η μεγάλη απεργία… Και μάλιστα ένα παιδί έπαθε ζημιά, σκοτώθκε τώρα… κάτι είχε γίνει, εδώ απ’ τη Νέα Ιωνία.
Τ.Κ.: Απ’ τη Νέα Ιωνία. Τελικά δε συμμετείχατε στην απεργία;
Α.Χ.: Ακριβώς, όχι… Κι εγώ, γιατί μ’ είχε βάλει ο θείος μου, έτσι άνοιξα το παραθυράκι τς τραπεζαρίας… Φέραν φαγητά για να φάμε να μην κάνουμε φασαρία κι ανοίγω το παραθυράκι και φωνάζω «μας έχουνε κλειδωμένοι»… Κάποιος άκουσε, πάω την άλλη μέρα στη δουλειά, λέει «είσαι παυμένη», λέω “γιατί τι έκανα εγώ”, “ε, κάτι έκανες κι εσύ”, λέει ο Βαγγέλς, αυτός…
Τ.Κ.: Αα, σας φωνάξαν απ’ τη Διεύθυνση;
Α.Χ.: Ναι, ναι
Τ.Κ.: Και, σας ‘καναν παρατήρηση;
Α.Χ.: Και μας ‘καναν… μας σχολάσανε…
Τ.Κ.: Α, και σας απολύσαν;
Α.Χ.: Ναι με απολύσαν, το ’36… Γιατί είχα πει τη λέξη εγώ «μας έχουνε κλειδωμένοι», κάποιος τα άκουσε και τα είπε του Βαγγέλ’ του Ματσάγγου και με σχόλασε, σου λέει «αυτή είναι απεργοσκάστρια» πως το λεν…
Η Α.Σ., εργάτρια και αυτή στις καπναποθήκες Ματσάγγος, γεννήθηκε το 1907 στη Σμύρνη και ήρθε το 1922 με την οικογένειά της στον Βόλο. Στο παρακάτω απόσπασμα μας αφηγείται τη δουλειά της στην καπνοβιομηχανία.
Τ.Κ.: Για πείτε μου πάλι λίγο για τη δουλειά σας… Τι ακριβώς κάνατε;
Α.Σ.: Παστάλι! Παστάλι… Καθαρίζαμε τα μαύρα τα φύλλα, τα καμένα, τα τέτοια και παίρναμε το καθαρό. … Έπειτα τόβαλε… εκείνο που δούλευε εκείνος και τόκανε μπασμά με σειρές τόσες, με ένα σίδερο τα πλάκωνε, δεξιά έβαζε το… αυτό που φτιάχνει αυτός και αριστερά έφτιαχνε το παστάλι το δικό μου τόβαζε αριστερά.
Τ.Κ.: Το παστάλι ήταν ο κατώτερος καπνός.
Α.Σ.: Το δεύτερο… Έβγαζα εγώ τα καμένα, τα πράσινα, κάτι τέτοια. Κι ήταν αριστερά το παστάλι και δεξιά το άλλο το δικό του.
Η Μ.Σ.Κ. εργάστηκε από μικρή στα χωράφια και κατόπιν στις «τσιγαροποιητικές μηχανές» στην καπνοβιομηχανία Ματσάγγος. Κατάφεραν όμως με οικονομίες και αγόρασαν μια ραπτομηχανή. Για πολλά χρόνια εργάστηκε ως μοδίστρα, όπως και πολλές άλλες Μικρασιάτισσες πρώτης και δεύτερης γενιάς.
Τ.Κ.: Μετά όταν έρχεστε εδώ πέρα συνεχίζετε… Τί δουλειά κάνετε;
Μ.Σ.Κ.: Α, όταν ήρθαμε λοιπόν μέχρι το ’27, έ ήμασταν έτσι φτωχοί, πώς το λεν’; Τρέχαμε από δω και από κει να βρούμε ό,τι δουλειά. Εγώ δούλεψα και στα καπνά δώδεκα χρονών, έδινα νερό και φυντάνι και πληρωνόμουν. Νερό και φυντάνι στους εργάτες, πήγαμε στις Αλυκές. Στις Παγασές ήτανε χωράφια. Χωράφια. Εκεί δούλευε ή μητέρα μου κι εγώ, όχι μόνον εγώ και πολλοί πρόσφυγοι δουλεύαμε εκεί. Από μικρή δώδεκα χρονών. Σταμάτησα το σχολείο… [….] Μόλις πήραμε την αποζημίωση,[12] η μητέρα μου, αμέσως σταμάτησα από… Δούλεψα μάλιστα στου Ματσάγγου στις τσιγαροποιητικές μηχανές. Είναι τέχνη κι αυτό. Να ξέρεις πόσο βαρύ είναι, πόσο ελαφρύ και πόσο είναι καλογραμμένα τα γράμματα πάνω. «Αδελφοί Ματσάγγου» που γράφανε…. Όλα αυτά έπρεπε να τα προσέχεις. Ήταν ο μηχανικός δίπλα και δυο κορίτσια ήμασταν. Είχαμε αμερικάνικες εμείς, ήμασταν μικρές και είχαμε αμερικάνικες τσιγαροποιητικές μηχανές. Οι αμερικάνικες μηχανές τα ‘ρίχναν πιο σιγά τα… τικ, τικ, τικ, τικ τα τσιγάρα. Μαζευόταν εδώ, οπ, τα βάζαμε σ’ ένα τελά… σ’ ένα, σε μια κορδέλα, τα παίρναμε τα βάζαμε στο τελάρο. Οι γερμανικές, που ήταν τέσσερις μηχανές αυτές, τρέχανε. Δεν τις προλάβαινα, ήμουν μικρή. Ώσπου να προλάβεις ν’ αρπάξεις μια, γέμιζε εδώ. Δεν προλάβαινες. Και έπρεπε να ξέρεις αν είναι ελαφριά, αν είναι βαρύ να πεις στο μηχανικό.
Τ.Κ.: Εσείς τί θέλατε να κάνετε μετά. Σκεφτόσασταν να κάνετε κάποιο επάγγελμα, να κάνετε κάτι καλύτερο;
Μ.Σ.Κ.: Άκου. Ο νους μας ήταν… αλλά πώς να… Άμα δεν είχες να τρως, πώς να πήγαινες στη… Μόλις πήραμε την αποζημίωση, απ’ το μεσημέρι με σταμάτησε η μητέρα. Στη δουλειά ήμουν και έρχεται ο αδερφός μου και λέει: «Παίρνουμε την αποζημίωση». Και σταμάτησα και με καλοτύχιζαν τα κορίτσια που ήταν μέσα, που εργαζόταν. Και πήγα στη μοδίστρα.
4. Σχέσεις με τους ντόπιους Βολιώτες: «Μας λέγανε «τουρκόσπορους» και «γιαουρτοβαφτισμένους»
Οι αφηγήσεις των Μικρασιατισσών για την υποδοχή από τους Βολιώτες χαρακτηρίζονται από αμφιθυμία.[13] Αρκετοί ανέφεραν πώς οι ντόπιοι δεν τους καλοδέχτηκαν. Ελάχιστοι/-ες Μικρασιάτ(ισ)ες πρώτης γενιάς αναφέρονται θετικά στην υποδοχή από τους Βολιώτες. Η Μ.Σ.Κ. είναι μεταξύ αυτών:
Τ.Κ.: Φάνηκαν πρόθυμοι να σας βοηθήσουν.
Μ.Σ.Κ.: Φάνηκαν… έφεραν με… Φάνηκαν πρόθυμοι οι άνθρωποι. Φέρανε με βάρκες ψωμιά και τα ρίχνανε πάνω, επειδή ήμασταν νηστικοί τόσες μέρες.
Αντίθετα, η Θ.Α.Μ. αφηγείται:
Θ.Α.Μ.: Οι Βολιώτες δεν μας δέχτηκαν τόσο πολύ καλά…
Τ.Κ.: Δεν σας συμπεριφέρθηκαν καλά μολονότι ήσασταν Έλληνες…
Θ.Α.Μ.: Μας λέγανε «τουρκόσπορους», μας λέγανε «γιαουρτοβαφτισμένους». Όταν τα παιδιά τους κλαίγανε τους λέγανε: «Μη φωνάζετε και μη κλαίτε. Θα περάσει η πρόσφυγκας και θα σας δώσω.» Λες και ήμασταν εμείς άλλη Πίστη, ενώ εμείς ήμαστε περισσότεροι χριστιανοί κι απ’ αυτούς που ζούσαν εδώ. Γιατί εμάς οι άντρες και τ’ αδέρφια μας και τα παιδιά μας δεν ξέρανε να βλαστημήσουν τα Θεία. Ενώ εδώ εμείς τ’ ακούσαμε αυτό το πράγμα και μας έκανε κακή εντύπωση. Μάλιστα ο πατέρας μου και μερικοί άλλοι λέγανε: «Γι’ αυτόν τον κόσμο κάναμε εμείς τον πόλεμο και φύγαμε και αφήσαμε τέτοιες περιουσίες; Για ν’ ανταμώσουμε τέτοια ζωή;»
Η Ε.Π.Λ., στο παρακάτω απόσπασμα, κάνει ένα γενικό σχόλιο περί «καλού και κακού» κόσμου πρώτα και κατόπιν αναφέρεται στα αρνητικά σχόλια των ντόπιων.
Τ.Κ.: Όταν ήρθατε στον Βόλο πώς σας συμπεριφέρονταν οι κάτοικοι; Οι ντόπιοι δηλ.
Ε.Π.Λ.: Ε, ήταν καλός κόσμος… Ο καλός όπου και να είναι φαίνεται, αλλά και ο κακός όπου να ‘ναι πάλι φαίνεται. (παύση) Ξεχνάω και λίγο…
Τ.Κ.: Ναι, οι άνθρωποι λέω πώς σας συμπεριφέρονταν καλά;
Ε.Π.Λ. Εε, οι άνθρωποι έλεγαν… «α ρε πρόσφυγοι που να σας φαν τα σκυλιά…»
Τ.Κ.: Δε σας συμπεριφέρθηκαν καλά, ενώ έπρεπε…
Ε.Π.Λ.: Εμάς; Εε, ήταν άσπλαχνοι. Αλλά μετά είδανε τη διαγωγή μας και όλοι μάς επαινούσανε. Η γυναίκα αυτή που δεν ήθελε να μας βάλει στο σπίτι της, τα κλάματα που έκανε όταν φύγαμε, άλλο πράγμα.
Παρόμοια είναι και η μαρτυρία της Σ.Ε.
Τ.Κ.: Οι Βολιώτες όταν ήρθατε πώς σας φέρθηκαν;
Σ.Ε.: Αα, δεν μας… πουλύ μας… Δε μας… Πουλύ υυ
Τ.Κ.: Πολύ τι;;;
Σ.Ε.: Μπαγκανότις μας έλεγαν.[14]
Τ.Κ.: Δε σας συμπαθούσαν, εεε;
Σ.Ε.: Ναι, όοχι…
Τ.Κ.: Γιατί;
Σ.Ε.: Μπαγκανότις μας λέγαν… Ύστιρα ήρθι μια διαταγή και λέγαν «εάν πείτε πρόσφυγα μπαγκανότα, ή Τούρκο, Τουρκάλα ή Τούρκο κι αυτό… Θα έχιτι… θα πάτι φυλακή…»
Τ.Κ.: Μπακανότα τι σημαίνει;
Σ.Ε.: Μπαγκανότα, δηλ. πρόσφυγοι, μια… τιποτέν’ ανθρώπ’… πρόσφυγις
Τ.Κ.: Εσείς κάνατε παρέα καθόλου με Βολιώτες, είχατε γνωστούς έτσι συγγ… φίλους;
Σ.Ε.: Αμέ, καλός κόσμος όμως , καλός κόσμος…
Τ.Κ.: Στην αρχή μόνο δε σας φέρθηκαν…
Σ.Ε.: Ε, στην αρχή άγνωστοι ήμασταν… Μπαγκανότις μας φωνάζανι! Τι ήταν ο Βόλους τι ήταν κορίτσι μ’… Ύστιρα έγινι ο Βόλους. Κάναν οι πρόσφυγοι σπίτια, πήραν σπίτια αυτό κι μιγάλωσι. Γινήκαν τόσις χιλιάδις… Κι απέ τι ήταν ο Βόλους;
Στα δύο τελευταία αποσπάσματα η προσφυγική ταυτότητα φιλτράρεται μέσα από τις μνήμες των δύο γυναικών και αναδεικνύεται καθοριστική στην αλλαγή των σχέσεων ανάμεσα στους γηγενείς Βολιώτες και στους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Το «κάλος» και η «καλοσύνη», όπως αναφέρει σε άλλο σημείο της συνέντευξης η Ε.Π.Λ., η «νοικοκυροσύνη» και η «καλή διαγωγή», η «εργατικότητα» και η προσφορά των Μικρασιατών προσφύγων στην ανάπτυξη της πόλης του Βόλου αποτελούν κοινό τόπο της συλλογικής μνήμης των Μικρασιατ(ισ)ών: «Κι απέ τι ήταν ο Βόλους;», λέει η Σ.Ε.
Με τα χρόνια, ο προσφυγικός συνοικισμός στη Νέα Ιωνία, άλλαξε και αλλάζει συνεχώς, τόσο οικιστικά όσο και πληθυσμιακά. Τα «τετράγωνα», αν και κτίστηκαν για προσωρινή κατοίκηση των προσφύγων, έγιναν μόνιμες κατοικίες, συμπληρώθηκαν με καινούριους χώρους, γκρεμίστηκαν και ξαναχτίστηκαν, πουλήθηκαν και άλλαξαν ιδιοκτήτες και μόνο μερικά σπαράγματα –ερείπια παρέμειναν, για να θυμίζουν το παρελθόν. Η καπνοβιομηχανία Ματσάγγος έκλεισε το 1972 και σήμερα στεγάζει το τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Παν/μίου Θεσσαλίας. Οι όποιες αντιπαλότητες ανάμεσα στους γηγενείς Βολιώτες και στους Μικρασιάτες έχουν αμβλυνθεί, εδώ και χρόνια και διατηρούνται κάποιες μνήμες από τα παλιά στους ποδοσφαιρικούς αγώνες μεταξύ της Νίκης και του Ολυμπιακού Βόλου.
Στο κείμενο αυτό, επιλέξαμε ένα μικρό αριθμό αποσπασμάτων από το πλούσιο υλικό των συνεντεύξεων. Επιχειρώντας να πούμε την ιστορία «από τα κάτω», η τεκμηρίωση των προφορικών μαρτυριών, αν και μας απασχόλησε αρκετά, δεν αποτέλεσε κύρια πρόθεσή μας. Είναι γεγονός, πως το βιβλιογραφικό υλικό, γύρω από το προσφυγικό ζήτημα, είναι τεράστιο. Η έμφαση, όμως για μας, ήταν στις προφορικές μαρτυρίες και στην ανάδειξη της γυναικείας, κοινωνικής και εργασιακής εμπειρίας στα πρώτα χρόνια εγκατάστασης στη Νέα Ιωνία Βόλου, μέσα από την ατομική και συλλογική μνήμη Μικρασιατισσών προσφυγισσών πρώτης γενιάς.
Πηγές φωτογραφιών κειμένου
(Φ.1.) Πρόσφυγες στις αποθήκες 1923-1924 (Συλλογή Πολιτιστικού Συλλόγου Μικρασιατών ‘Το Εγγλεζονήσι’) Δημοσιευμένη στο Δημόγλου, Αίγλη (επιμ.), Μνήμες Προσφύγων, Οι Μικρασιάτες Πρόσφυγες στον Βόλο, Δ/νση Αρχείων, Μουσείων και Βιβλιοθηκών, Δήμος Βόλου, 2021.
(Φ.2.) Τα ‘τετραγωνα’, δεκαετια του ’30 (Αρχείο, η Μαγνησία στο πέρασμα των χρόνων), https://volosmagnisia.wordpress.com, ανακτήθηκε στις 21/01/2023.
(Φ.3) Κοινόχρηστοι χώροι στα ‘τετράγωνα’, δεκαετία του 1930, https://volosmagnisia.wordpress.com/2013/09/09, ανακτήθηκε στις 21/01/2023.
(Φ.4) Η Μαρία Εδιρνελή στα ‘τετράγωνα’, δεκαετία του ’30 (Αρχείο Κυριακής Μόσχου) παραχωρήθηκε και στο αρχείο της ΟΠΙΒΟ.
(Φ.5.) Εργαζόμενες στη συσκευασία πακέτων – Ματσάγγος https://www.secretvolos.gr/kapnoviomichania-matsaggoy-i-istor/ , ανακτήθηκε στις 21/01/2023.
(Φ.6.) Η εργατική απεργία του 1936, Βόλος (αρχείο Γ. Ζωϊτόπουλου-Ζιούτου), δημοσιευμένη στο Δημόγλου, Αίγλη (επιμ.), Βόλος, ένας αιώνας, ΔΗΚΙ, Βόλος, 1999, σελ. 185.
(Φ.7.) Εργαζόμενες στις μηχανές – Ματσάγγος (Αρχείο Ζημέρη-ΔΗΚΙ) https://www.secretvolos.gr/kapnoviomichania-matsaggoy-i-istor/ , ανακτήθηκε στις 21/01/2023.
Το κείμενο της Ομάδας Προφορικής Ιστορίας Βόλου επιμελήθηκε για τα Marginalia η Κατερίνα Σεργίδου
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο