Ο πόλεμος ως μέσο για τη διάλυση των κρατών της Μέσης Ανατολής και την αναδιάταξη της ευρύτερης περιοχής που ξεκίνησε από την αμερικανική ατζέντα για μια «Νέα Μέση Ανατολή», καλά κρατεί. Πιο πρόσφατο επεισόδιο, ο βαμβαρδισμός της Συρίας από την πιο στενή συμμαχία προθύμων ιμπεριαλιστικών κρατών, των ΗΠΑ με τη Βρετανία και τη Γαλλία. Το πρόσχημα -η χρήση χημικών από τον Άσαντ- είναι πλέον τόσο τετριμμένο που μπορεί να ερμηνευτεί άφοβα ως αυτό που πραγματικά είναι: μια προκλητική παραδοχή ότι κανένα πρόσχημα δεν χρειάζεται στ’ αλήθεια για την ωμή επίδειξη δύναμης. Η αναπαραγωγή της ρητορικής περί ανησυχίας για τη χρήση χημικών όπλων από την κυβέρνηση της Συρίας, αποτελεί ως εκ τούτου ομολογία πίστης στο δίκαιο του ισχυρού –αν και βέβαια ο ισχυρός αυτός, οι ΗΠΑ εν προκειμένω, τα ῾χει βρει λίγο σκούρα. Σύμφωνα με το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, «η Ελλάδα καταδικάζει απερίφραστα τη χρήση χημικών όπλων και στηρίζει τις προσπάθειες για την εξάλειψή τους» ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση υπερθεματίζει στηρίζοντας τους βομβαρδισμούς, καθώς «η σημερινή περιορισμένη και στοχευμένη πυραυλική επίθεση σε συγκεκριμένους στόχους στη Συρία κατέστη αναγκαία μετά την αποτυχία της διπλωματίας στο πλαίσιο του ΟΗΕ».
Μπορεί η αναδιάταξη της ευρύτερης περιοχής, από τα Βαλκάνια ως την Κεντρική Ασία, να έχει δημιουργήσει τόσες συγκρούσεις που να μας έχει προκαλέσει ένα είδος ανοσίας στις εξελίξεις, αλλά το κατά πόσο η Ελλάδα θα παραμείνει –και πώς– εν πολλοίς ανέγγιχτη από την περιρρέουσα καταστροφή είναι ένα θεμιτό ερώτημα. Μια απάντηση που προβάλλεται το τελευταίο διάστημα είναι ιδιαιτέρως ανησυχητική: να βρεθεί η Ελλάδα «στην πρώτη γραμμή της Δύσης». Σε αυτήν την άποψη, όπως διατυπώνεται χαρακτηριστικά από τον Γιώργο Μαλούχο, αρθρογράφο του Βήματος και παλιότερα της Καθημερινής, θα σταθούμε. Αφορμή τα πρόσφατα άρθρα, «Η Τουρκία σε φάση σύγκρουσης με την Δύση» και «Το Νέο Ανατολικό Ζήτημα και η Ελλάδα μετά την επίθεση». Στο τέλος του δεύτερου ο αρθρογράφος αναπαράγει μάλιστα περσινό του κείμενο με τίτλο «Η επιστροφή της Δύσης. ΗΠΑ, Γαλλία, συμμαχία και στο βάθος Ελλάδα» (Το Βήμα, 15.07.2017), για να επισημάνει ότι οι παλαιότερες εκτιμήσεις του έχουν επιβεβαιωθεί.
Για τον Γιώργο Μαλούχο και τη σχολή σκέψης που εκπροσωπεί πρέπει «να είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας και τον ευρύτερο ρόλο μας ως πρώτη γραμμή της Δύσης στην επερχόμενη μείζονα περιφερειακή αναδιάταξη». Η ουσία της άποψης αυτής είναι πως ο γενικευμένος πόλεμος είναι αναπότρεπτος και «για την Ελλάδα είναι κάτι παραπάνω από ζωτικής σημασίας όχι απλώς το να βρίσκεται στο τραπέζι, αλλά και να κάθεται στη σωστή πλευρά του». Το τι σημαίνει το να βρίσκεται η Ελλάδα «στην πρώτη γραμμή» ή έστω «στη σωστή πλευρά του τραπεζιού», είναι προφανές: ολόπλευρη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των ΗΠΑ και βασικά ως ο αντίπαλος της Τουρκίας που βρίσκεται πλέον σε σύγκρουση με τη «Δύση».
Μιας και ο αρθρογράφος επιχειρεί να στηρίξει τη θέση του επικαλούμενος την ιστορία των ελληνοτουρκικών συγκρούσεων, οφείλουμε να ξαναδούμε αυτήν την ιστορία. Οι παρελθούσες ελληνικές ήττες το 1897, το 1922, το 1974, οφείλονταν στην λανθασμένη «αντιδυτική πολιτική» της χώρας ενώ οι επιτυχίες στη συστράτευση με τη «Δύση», την οποία ο Μαλούχος ταυτίζει με τις ναυτικές δυνάμεις, την Αντάντ, τους Συμμάχους και τώρα τις ΗΠΑ-Βρετανία-Γαλλία και όχι τη «Μεσευρώπη» της Γερμανίας. Η θέση αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά θα την αφήσουμε, προς το παρόν, στην άκρη, όπως και το μακρινό … 1897, για λόγους οικονομίας χώρου.
Το 1922 το πρόβλημα ήταν το πόσο «αντιδυτική» ήταν η Ελλάδα, ακόμα και μετά την ήττα του Βενιζέλου το 1920; Μάλλον το αντίθετο, μιας και ο ρόλος της Ελλάδας ως εντολοδόχος των Βρετανών στην περιοχή ήταν δεδομένος. Η «Δύση» αποφάσισε να την αδειάσει (πρώτα η Ιταλία, μετά η Γαλλία και τέλος η Βρετανία) καθώς η συνδιαλλαγή με την κεμαλική Τουρκία έγινε πολιτικό ζήτημα, αφού η πρόθυμη Ελλάδα δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα μαζί της στρατιωτικά. Πορεία προδιαγεγραμμένη πριν τις «επάρατες» εκλογές του 1920, στις οποίες οι αδαείς μάζες δεν κατάλαβαν το μεγαλείο της παραμονής της Ελλάδας «στην πρώτη γραμμή». Παρά βέβαια την αντίθεση του ελληνικού λαού στον πόλεμο, η οποία εκφράστηκε και στις κάλπες , οι ελληνικές κυβερνήσεις παρέμειναν στη σωστή μεριά, η Ελλάδα ηττήθηκε στρατιωτικά και ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας καταστράφηκε. Αλλά και μετά την ανακωχή και την ανασυγκρότηση του ελληνικού στρατού, σύμφωνα με τον ιστορικό Γ. Γιαννουλόπουλο, «η Ελλάδα κατέληξε στην απόφαση να αποχωρήσει από την ανατολική Θράκη όχι για στρατιωτικούς αλλά για πολιτικούς λόγους: για να μην υποχρεωθεί η Αγγλία [που κατείχε την Κωνσταντινούπολη] να συγκρουσθεί ενδεχομένως με την κεμαλική Τουρκία».[1] Χρήσιμη ως το τέλος λοιπόν η Ελλάδα για τη Δύση, δεν επέλεξε ποτέ τη δυνατότητα να έρθει σε απευθείας διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, χωρίς την επιδιαιτησία των Μεγάλων Συμμάχων.
Το 1974 ήταν η Ελλάδα «αντιδυτική»; Μπορεί όχι και τόσο, αλλά η Κυπριακή Δημοκρατία; Είναι αναγκαστικά ασαφής και ελλειπτική η αναφορά του αρθρογράφου αλλά οφείλουμε να αναρωτηθούμε. Μάλλον «αντιδυτική» θα μπορούσε να θεωρηθεί η θέση διασφάλισης της ανεξαρτησίας της Κύπρου με μια μη μονοδιάστατη εξωτερική πολιτική του Μακάριου και όχι το σχέδιο de facto διχοτόμησης που εξυπηρέτησε με το παραπάνω το πραξικόπημα της χούντας εναντίον του. Αλλά και ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, πώς βοήθησε αυτήν και την Ελλάδα, του Κωνσταντίνου Καραμανλή πλέον, η Δύση;
Για να ανακεφαλαιώσουμε, αν η ιστορία μας δείχνει κάτι, αυτό δεν είναι η ανάγκη επίδειξης προθυμίας από τη μεριά της Ελλάδας να γίνει προμαχώνας της «Δύσης». Αυτό ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο για την «Δύση», που χρησιμοποιούσε την Ελλάδα ως χρήσιμο εξάρτημά της στην περιοχή, για να μην αναφερθούμε στα πληθωρικά και προβληματικά εξοπλιστικά προγράμματα. Ο τυχοδιωκτισμός όμως της ελληνικής άρχουσας τάξης να ανταποκριθεί στο ρόλο αυτό μόνο δεινά συσσώρευσε, από τη μικρασιατική καταστροφή ως την κατοχή της Κύπρου.
Αν θέλει κάποιος να κάνει εκτιμήσεις, το πιθανότερο είναι να συμβεί το ίδιο και στο μέλλον, αν η Ελλάδα επιλέξει το ρόλο του πιονιού για την καθυπόταξη της Τουρκίας. Η τελευταία δραστηριοποιείται προς διάφορες κατευθύνσεις και δεν δείχνει πρόθυμη να περιθωριοποιηθεί, πόσο μάλλον να ακρωτηριαστεί, για την εξυπηρέτηση των σχεδιασμών των ΗΠΑ. Αντιθέτως, το άνοιγμα ξανά εκατό χρόνια μετά του ανατολικού ζητήματος, της επιτρέπει να αμφισβητήσει με τη σειρά της τα συμφωνηθέντα στη Λοζάνη –και αυτό αφορά την Ελλάδα. Το ποια πρέπει να είναι η στάση της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία είναι ζητούμενο, και όταν ανοίγουν τα «εθνικά ζητήματα» –παρά την εθνοπρεπή ρητορική– σπανίως οι απαντήσεις είναι ομόθυμες, μιας και άλλοι αποφασίζουν και άλλοι θυσιάζονται. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, η απάντηση ότι η Ελλάδα θα πρέπει να βρίσκεται στη σωστή πλευρά του τραπεζιού, δηλαδή στο ρόλο του λαγού στο πιάτο της Τουρκίας, στο μάθημα της ιστορίας παίρνει κάτω από τη βάση.
Υποσημειώσεις
Ενδιαφέρον άρθρο, με καλά επιλεγμένα σημεία/στόχους προβληματισμού, αλλά … πολύ προχειρογραμμένο. Η παρουσίαση (συντακτικό, κυρίως) αμαυρώνει την ουσία, το θέμα καθευατό.
Ευχαριστούμε πολύ για την επισήμανση. Η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά τον επιμελητή του άρθρου, δηλαδή εμένα. Διορθώσαμε μερικά, παρακινημένοι και από το σχόλιό σας, ελπίζουμε να είναι πιο ευανάγνωστο τώρα το άρθρο.