Τεύχος #06 Ψηφιακά Προϊόντα

Anti-Slavery Manuscripts: Πληθοπορισμός, προσφορά στα κοινά και απλήρωτη εργασία

Η συλλογή Anti-Slavery collection της δημόσιας βιβλιοθήκης της Βοστώνης (The Boston Public Library’s) αποτελείται από περίπου 40.000 τεκμήρια από διαφορετικά αρχεία, και περιλαμβάνει επιστολές και σημειώματα, αφίσες και προκηρύξεις, εφημερίδες, και φυλλάδια, βιβλία, κειμήλια που χρονολογούνται από το 1832 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1870 και σχετίζονται με το κίνημα για την κατάργηση της δουλείας.[1]

Τα τεκμήρια της συλλογής έχουν ψηφιοποιηθεί σε εικόνες υψηλής ανάλυσης εφοδιασμένες με μετα-δεδομένα και είναι ελεύθερα προσβάσιμες στο κοινό, μέσα από την πλατφόρμα Digital Commonwealth. Η πλήρης μεταγραφή αυτών των τεκμηρίων σε αρχεία τα οποία θα αποτυπώνουν βασικά χαρακτηριστικά του πρωτότυπου τεκμηρίου και θα είναι αναγνώσιμα τόσο για ανθρώπους, όσο και για υπολογιστές, θα πρόσφερε μια σημαντική επιπλέον δυνατότητα πρόσβασης στο υλικό της συλλογής, αναζήτησης στο πλήρες σώμα των τεκμηρίων (και όχι μόνο των μετα-δεδομένων), εφαρμογής μεθόδων υπολογιστικής γλωσσολογικής ανάλυσης (Natural Language Processing), μεθόδων μηχανικής ανάγνωσης (distant reading), εξαγωγής και οπτικοποίησης ποσοτικών δεδομένων. Ταυτόχρονα μια τέτοια μεταγραφή θα έκανε το πολύ αξιόλογο σώμα των 12.000 περίπου επιστολών πιο προσιτό σε ανθρώπους για τους οποίους είναι δύσκολο ή πρακτικά αδύνατον να διαβάσουν χειρόγραφα.

Η συμβολή σε αυτήν την μεταγραφή είναι ο βασικός στόχος του προγράμματος Anti-Slavery Manuscripts, το οποίο έχει σχεδιαστεί για να ζητά από εθελοντές, οι οποίοι θα δημιουργούν λογαριασμό χρήστη στο πρόγραμμα, να μεταγράφουν επιστολές. Οι μεταγραφές των εθελοντών θα γίνουν εκ των υστέρων αντικείμενο επεξεργασίας από την επιστημονική ερευνητική ομάδα, που έχει δημιουργήσει και επιβλέπει το πρόγραμμα, θα συνδεθούν με τις ψηφιακές εικόνες των χειρογράφων και τα αρχεία θα διατεθούν για κοινή χρήση.

Το πρόγραμμα είναι ένα από τα εκατοντάδες πλέον προγράμματα ακαδημαϊκού πληθοπορισμού (crowdsourcing science), τα οποία αναθέτουν σε εθελοντές τη μεταγραφή χειρογράφων.[2] Ο πληθοπορισμός ανήκει μαζί με τα προγράμματα «επιστήμης των πολιτών» (citizens science) και «συμμετοχικής επιστήμης» (participatory science) σε ένα σύνολο επιστημονικών πρακτικών στις οποίες επαγγελματίες ερευνητές και εθελοντές (άτομα ή και ολόκληρες κοινότητες) συνεργάζονται για την παραγωγή ερευνητικού αποτελέσματος. Οι όροι πολύ συχνά συγχέονται μεταξύ τους και δεν έχουν εντελώς σταθερό περιεχόμενο. Μια βασική διάκριση, ωστόσο, με βασικό κριτήριο την έκταση της συμμετοχής των εθελοντών είναι και σημαντική και σχετικά εύκολη: ενώ στα προγράμματα «επιστήμης των πολιτών» εθελοντές ως άτομα ή ως ολόκληρες κοινότητες συμμετέχουν ενεργά σε όλες τις φάσεις της έρευνας, τα προγράμματα «πληθοπορισμού» προβλέπουν αυστηρά οριοθετημένη συμμετοχή των εθελοντών μόνο στη συλλογή του υλικού· μεταξύ των δύο αυτών άκρων, τοποθετούνται τα προγράμματα «συμμετοχικής επιστήμης» στα οποία εθελοντές συμμετέχουν στην διατύπωση των ερωτημάτων και στη συλλογή υλικού, όχι όμως στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων και στη δημοσιοποίησή τους.[3] Είναι σαφές ότι ενώ τα προγράμματα επιστήμης των πολιτών δοκιμάζουν εξαρχής νέα μοντέλα για τη διεξαγωγή της επιστημονικής έρευνας, τα προγράμματα πληθοπορισμού έχουν ως αφετηρία τους και σε μεγάλο βαθμό εφαρμόζουν ερευνητικές διαδικασίες που είναι ήδη δοκιμασμένες στον χώρο της επαγγελματικής επιστημονικής έρευνας. Ωστόσο, ακόμα και σε προγράμματα πληθοπορισμού η, έστω και πολύ περιορισμένη σε εύρος, συμμετοχή εθελοντών δημιουργεί ένα πεδίο πειραματισμού. Το πρόγραμμα Anti-Slavery Manuscripts προσφέρει ένα ενδιαφέρον παράδειγμα.

Στο Anti-Slavery Manuscripts οι εθελοντές ενημερώνονται για τις βασικές αρχές της μεταγραφής που καλούνται να κάνουν, αναλαμβάνουν τις επιστολές που θα μεταγράψουν, μεταγράφουν και συζητούν μεταξύ τους και με τους υπεύθυνους του προγράμματος για ό,τι προκύπτει κατά τη διαδικασία της μεταγραφής μέσα στο ψηφιακό περιβάλλον του ιστότοπου antislaverymanuscripts.org.

Η κατάτμηση του υλικού, ώστε να είναι δυνατόν με οργανωμένο τρόπο να ανατίθενται επιστολές προς μεταγραφή, έγινε από την ερευνητική ομάδα του Anti-Salvery Manuscripts: συνολικά έχουν κατηγοριοποιηθεί 12.000 επιστολές, από το 1800 ως το 1900, σε πέντε ομάδες ανά δεκαετία (i) 1800 ως 1839, ii) 1840 ως 1849, iii) 1850 ως 1859, iv) 1860 ως 1869) πλην της τελευταίας ομάδας (1870 ως το 1900· βλ. https://www.bpl.org/distinction/tag/anti-slavery-manuscripts/).

Το πρόγραμμα ξεκίνησε να λειτουργεί στις 23 Ιανουαρίου 2018 και βρισκόταν μέχρι τις 13 Σεπτεμβρίου στο πρώτο πειραματικό του στάδιο, στο οποίο οι εθελοντές κλήθηκαν να μεταγράψουν 2.174 επιστολές από το 1800 ως το 1839. Στο διάστημα αυτό δοκιμάστηκαν πειραματικά στο ίδιο σώμα κειμένων προς μεταγραφή δύο διαφορετικές μέθοδοι πληθοπορισμού, μία ατομική και μία συλλογική/συνεργατική μέθοδος. Χωρίς προηγούμενη σχετική ενημέρωση, ο κάθε εθελοντής βρισκόταν είτε να μεταγράφει αυτόνομα και χωρίς να γνωρίζει πιθανόν υπάρχουσες μεταγραφές του ίδιου εγγράφου από άλλους εθελοντές, είτε να είναι σε θέση να δει ήδη διαθέσιμες μεταγραφές προερχόμενες από άλλους εθελοντές και να αλληλεπιδράσει με αυτές, συμφωνώντας ή προτείνοντας τη δική του εκδοχή. Σε κάθε περίπτωση μετά τη συμπλήρωση 15 διαφορετικών μεταγραφών για το ίδιο στοιχείο αυτό αποσύρονταν και θεωρούνταν ολοκληρωμένο. Στις συζητήσεις μεταξύ των εθελοντών διαπιστώθηκε ήδη από πολύ νωρίς αυτή η διαφορά και συζητήθηκε ανοιχτά από τη μεριά των υπευθύνων του προγράμματος, το πείραμα ωστόσο συνεχίστηκε κανονικά και τα αποτελέσματά του βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη φάση αξιολόγησης με βάση πρότυπες μεταγραφές και αλγοριθμικές διαδικασίες.[4] Από τα μέσα Σεπτεμβρίου οι εθελοντές έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν με ποια μέθοδο προτιμούν να μεταγράψουν κάθε φορά.

Το ψηφιακό περιβάλλον για την μεταγραφή βασίζεται στην υποδομή που προσφέρει ο ιστότοπος zooniverse, όπου φιλοξενούνται δεκάδες προγράμματα ακαδημαϊκού πληθοπορισμού και επιστήμης των πολιτών από πολλά διαφορετικά επιστημονικά πεδία. Είναι ένα ψηφιακό περιβάλλον αρκετά απλό, που επιτρέπει την εύκολη πλοήγηση, προσφέρει ένα πολύ λειτουργικό και σταθερό περιβάλλον για τις μεταγραφές, και είναι σχεδιασμένο για να διευκολύνει την πρόσληψη από τους εθελοντές των πληροφοριών που θέλουν να τους μεταφέρουν οι επιστημονικοί υπεύθυνοι του προγράμματος. Η αισθητική του ιστοτοπου παραπέμπει σαφώς στο περιεχόμενο του προγράμματος, την μεταγραφή ιστορικών ντοκουμέντων. Οι εισαγωγές που προσφέρονται για τις βασικές αρχές και τις συμβάσεις που πρέπει να τηρούνται κατά τη διαδικασία της μεταγραφής είναι όσο χρειάζεται αναλυτικές και εύληπτες.

Αρκετά μεγάλη έμφαση δίνεται στη δυνατότητα προσωπικής αλληλεπίδρασης του κάθε εθελοντή με το υλικό. Οι εθελοντές μπορούν να δημιουργούν προσωπικές συλλογές με τα τεκμήρια που έχουν μεταγράψει ή με τεκμήρια για τα οποία δηλώνουν ιδιαίτερη προτίμηση. Στον χώρο «Collect» o εθελοντής μπορεί να δει τις συλλογές του. Έτσι η δουλειά που κάνει μεταγράφοντας δεν «χάνεται» από τα μάτια του, μόλις την τελειώσει. Ταυτόχρονα, στον ίδιο χώρο κάθε εθελοντής μπορεί να περιηγηθεί και στις συλλογές άλλων. Η αλληλεπίδραση με άλλους εθελοντές είναι κομβικής σημασίας για το πρόγραμμα. Στον χώρο «Talk» ανήκουν επτά αίθουσες συζήτησης μεταξύ των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα, μεταξύ των οποίων «γενική συζήτηση», «ερωτήσεις προς τους υπεύθυνους του προγράμματος», «συχνές ερωτήσεις» και «συστάσεις», όπου οι εθελοντές μπορούν να συστηθούν στους υπόλοιπους. Η δυνατότητα αναζήτησης πλήρους κειμένου στον χώρο των συζητήσεων επιτρέπει την εύκολη εύρεση ήδη υπαρχουσών συζητήσεων για θέματα που μπορεί να απασχολούν κάποιον κατά την μεταγραφή. Η δυνατότητα συζήτησης και αλληλεπίδρασης μεταξύ των εθελοντών είναι ένα από τα στοιχεία που υποδεικνύει ότι οι συμμετέχοντες καλούνται να συμπεριφερθούν μάλλον ως κοινότητα παρά ως άτομα ενός πλήθους.[5]

Aπό την αρχή του προγράμματος έχουν εγγραφεί στο πρόγραμμα 3.559 εθελοντές και έχει ολοκληρωθεί η μεταγραφή 924 σελίδων με τη μέθοδο της ατομικής μεταγραφής και 1978 σελίδων με την μέθοδο της συνεργατικής μεταγραφής.[6] Τα διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα δεν δίνουν αναλυτικά στοιχεία για τα χαρακτηριστικά των εθελοντών (ηλικία, επάγγελμα, μορφωτικό επίπεδο, ένταση και διάρκεια συμμετοχής). Με βάση ωστόσο αντίστοιχα στατιστικά στοιχεία από το παρόμοιο πρόγραμμα Transcribe Betham μπορούμε να βγάλουμε κάποια πρώτα γενικά συμπεράσματα για το ποιοί είναι οι εθελοντές και συνακόλουθα για τους λόγους που του οδηγούν να εμπλακούν σε ένα ψηφιακό πρόγραμμα πληθοπορισμού σαν τον Anti-Slavery manuscripts, με τρόπο και σε τέτοιο αριθμό ώστε να είναι εφικτό να ολοκληρωθεί μια σημαντική συλλογή δεδομένων (μεταγραφών στην προκειμένη περίπτωση) χάρη στην εργασία τους. Φαίνεται ότι η δυνατότητα αυτή υφίσταται επειδή

  1. είναι υπαρκτό ένα μέρος του πληθυσμού με την αναγκαία ανώτερη ή ανώτατη εκπαίδευση και την τουλάχιστον στοιχειώδη εξοικείωση με ψηφιακά περιβάλλοντα ή τη δυνατότητα να αποκτήσει πολύ γρήγορα αυτή την εξοικείωση[7]
  2. είναι υπαρκτό ένα μέρος του πληθυσμού που διαθέτει ελεύθερο χρόνο, τον οποίο επιδιώκει να διαθέσει σε δραστηριότητες τις οποίες αντιλαμβάνεται ως δημιουργικές και κοινωφελείς
  3. στα προγράμματα αυτά είναι πρόθυμοι να συμμετάσχουν πολλοί φοιτητές και ερευνητές που θέλουν να εξασκηθούν σε μια συγκεκριμένη δεξιότητα (στην προκειμένη περίπτωση την ανάγνωση και την μεταγραφή χειρογράφων) και να έρθουν σε επαφή με ένα συγκεκριμένο υλικό
  4. καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αξιοποιούν τη δυνατότητα συμμετοχής σε τέτοια προγράμματα στο πλαίσιο συγκεκριμένων μαθημάτων και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων: είναι χαρακτηριστικό ότι μια τάξη μαθητών 13–14 ετών μετέγραψε χειρόγραφα της συλλογής Anti-Slavery manuscripts στο πλαίσιο του μαθήματος «Κοινωνικές επιστήμες»

Οι παρατηρήσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν και τη βάση μιας σύνθετης εικόνας για τα χαρακτηριστικά που έχει η παροχή εργασίας από τους εθελοντές στο πρόγραμμα Anti-slavery manuscripts και σε παρόμοια προγράμματα. Από την μία η μεταγραφή είναι μία αρκετά επίπονη εργασία, ως έναν βαθμό μηχανιστική, που παρουσιάζει βέβαια κάποια προκλητικά τεχνικά και διανοητικά προβλήματα, δεν μοιάζει όμως να προσφέρει πρόσβαση σε γνώση που θα ήταν ελκυστική για ένα ευρύτερο κοινό. Από την άλλη η μεταγραφή αυτού του συγκεκριμένου υλικού φαίνεται ότι μπορεί να γίνει σημείο αναφοράς στην προσπάθεια εμβάθυνσης σε μια συγκεκριμένη ιστορική διαδικασία, η οποία παρουσιάζει μεγάλο δημόσιο ενδιαφέρον και στον σύγχρονο λόγο. Από αυτήν την άποψη το πρόγραμμα πληθοπορισμού του Anti-slavery manuscripts θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα μέσο δημόσιας ιστορίας με την έννοια ότι οι εθελοντές που μεταγράφουν εκτίθενται σε ιστορικές πηγές, αλληλεπιδρούν άμεσα με αυτές και πρέπει, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, να τις κατανοήσουν με δική τους πρωτοβουλία για να μεταγράψουν. Ο ρόλος τους ωστόσο περιορίζεται σε αυτό. Το πρόγραμμα, ως πρόγραμμα πληθοπορισμού, δεν περιλαμβάνει την εμπλοκή των εθελοντών ούτε στο στάδιο σχεδιασμού ούτε στο στάδιο ερμηνείας και δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων.

H προσπάθεια κατανόησης του τι αποκομίζει ένας εθελοντής από τη συμμετοχή του σε ένα πρόγραμμα πληθοπορισμού αποτελεί ένα κρίσιμο ζήτημα τόσο για τον σχεδιασμό των προγραμμάτων όσο και για τον κριτικό λόγο που αναπτύσσεται σχετικά με αυτά. Οι Εστέλες-Αρόλα (Estellés-Arolas) και Γκονθάλεθ-Λαντρόν-ντε Γουεβάρα (González-Ladrón- de-Guevara) στον ορισμό τους για την συναλλαγή που συντελείται στα προγράμματα αυτά ονομάζουν τέσσερα είδη απολαβών για τους εθελοντές: οικονομικές απολαβές (που στην περίπτωση επιστημονικών ερευνητικών προγραμμάτων είναι πολύ σπάνιες), την ανάπτυξη συγκεκριμένων δεξιοτήτων, την κοινωνική αναγνώριση, και το αίσθημα αυτοεκτίμησης.[8] Με βάση την αποτίμηση του προγράμματος Transcribing Betham αλλά και αρκετά ποστ σχετικά με το Anti-slavery manuscripts είναι σαφές ότι η κοινωνική αναγνώριση και το αίσθημα αυτοεκτίμησης λειτουργεί αποτελεσματικότερα στον βαθμό που τα προγράμματα πληθοπορισμού δημιουργούν κάποιου είδους κοινότητας μεταξύ των εθελοντών. Και οι δύο αυτές απολαβές σχετίζονται ταυτόχρονα με μία αίσθηση δημόσιας προσφοράς, η οποία διαμεσολαβείται και ταυτόχρονα διασφαλίζεται από το πλαίσιο που έχουν δημιουργήσει ειδικοί επιστήμονες, οι οποίοι και θα αποτιμήσουν/ερμηνεύσουν το υλικό που οι εθελοντές συλλέγουν καθοδηγούμενοι.

Ωστόσο το τι προσφέρουν και τι απολαβές έχουν οι εθελοντές στο πρόγραμμα Anti-slavery manuscripts μπορεί να συζητηθεί σε κάποιο βάθος μόνο αν δούμε την συνολικότερη εικόνα του συστήματος παραγωγής και ανταλλαγής πολιτισμικών προϊόντων στο οποίο εντάσσεται. Το πρόγραμμα δημιουργήθηκε και λειτουργεί ως μέρος ενός τριετούς ερευνητικού προγράμματος που χρηματοδοτείται από το Institute of Museum and Library Services (IMLS), έχει τον τίτλο ‘Μετασχηματίζοντας Βιβλιοθήκες και Αρχεία μέσω του πληθοπορισμού’ και στοχεύει στην ανάπτυξη βέλτιστων πρακτικών για μεταγραφές χειρογράφων μέσα από προγράμματα πληθοπορισμού (http://www.dlib.org/dlib/may17/vanhyning/05vanhyning.html). Το Anti-slavery manuscripts είναι (και) ένα πείραμα στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος. Αντίστοιχα οι εθελοντές του παράγουν όχι μόνο συγκεκριμένες μεταγραφές αλλά και δεδομένα για την παραγωγή ενός προϊόντος που μπορεί να ονομαστεί «βέλτιστη γραμμή παραγωγής μεταγραφών από χειρόγραφα σε μαζική κλίμακα με τη χρήση πληθοπορισμού». Συμβάλλουν με άλλα λόγια στην εδραίωση και βελτιστοποίηση της χρήσης του πληθοπορισμού ως λειτουργικού στοιχείου στην παραγωγή ενός συγκεκριμένου τύπου ερευνητικού προϊόντος, για την χρήση του καταρχήν από ερευνητικά ιδρύματα, βιβλιοθήκες και αρχεία.

Η σε μαζική κλίμακα δημιουργία και η λειτουργία γραμμών παραγωγής ερευνητικών/πολιτισμικών προϊόντων με τη χρήση πληθοπορισμού είναι άμεσα συναρτημένη από την μία με τις δυνατότητες επικοινωνίας, συγκέντρωσης και επεξεργασίας δεδομένων που προσφέρουν τα ψηφιακά περιβάλλοντα και από την άλλη με τους τρόπους με τους οποίους χρηματοδοτείται σε γενικές γραμμές η παραγωγή ερευνητικών προϊόντων.

Ο πληθοπορισμός είναι μία πρακτική που μεταφέρεται από την ψηφιακή βιομηχανική εργασία στους ακαδημαϊκούς χώρους παραγωγής ερευνητικών προϊόντων και η εκμετάλλευση φθηνότερης ή απλήρωτης εργασίας είναι δομικό του στοιχείο. Είναι χαρακτηριστική διατύπωση του Jeff Howe που περιγράφει το φαινόμενο και προτείνει τον όρο «crowdsourcing» σε άρθρο του στο περιοδικό Wired το 2006, με τίτλο «The Rise of Crowdsourcing» (Η ανάδυση του πληθοπορισμού):

Οι τεχνολογικές εξελίξεις, από το λογισμικό για τον σχεδιασμό προϊόντων μέχρι τις ψηφιακές βιντεοκάμερες μειώνουν δραστικά το κόστος που κάποτε ήταν ένα από τα διαχωριστικά μεταξύ επαγγελματιών και ερασιτεχνών. Άνθρωποι που ασχολούνται από χόμπι με κάτι, σε περιορισμένη βάση ή εντελώς περιστασιακά έχουν ξαφνικά μία αγορά για τον κόπο τους, καθώς έξυπνες εταιρείες σε διάφορους βιομηχανικούς κλάδους, όπως στη φαρμακοβιομηχανία ή την τηλεόραση, ανακαλύπτουν τρόπους να αντλούν από το κρυφό ταλέντο του πλήθους. Η παρεχόμενη εργασία δεν είναι πάντα δωρεάν, αλλά κοστίζει πολύ λιγότερο από ότι η εργασία κανονικών εργαζόμενων. Δεν είναι δουλειά με εξωτερική ανάθεση. Είναι δουλειά με ανάθεση στο πλήθος/πληθοπορισμός.[9]

Από το 2006 μέχρι σήμερα τα ερευνητικά προγράμματα πληθοπορισμού σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους αυξάνονται διαρκώς, η πρακτική του πληθοπορισμού αντιμετωπίζεται και ενισχύεται ως μία από τις πρακτικές επιστήμης των πολιτών, και, το κυριότερο, εντάσσεται κανονικά ως μέθοδος στις γραμμές παραγωγής ερευνητικών προϊόντων.[10]

Μπροστά σε αυτήν την πραγματικότητα έχει αρχίσει πλέον να διεξάγεται μια πολιτική συζήτηση: Από την μία η αυτονόητη ένταξη του πληθοπορισμού στην ερευνητική διαδικασία που αρνείται ότι η πρακτική ενέχει τον χαρακτήρα εκμετάλλευσης απλήρωτης εργασίας, την εξετάζει ως επιστημονική μέθοδο σε συνάρτηση με άλλες μεθόδους και τονίζει τους μετασχηματισμούς που υφίσταται η ακαδημαϊκή έρευνα ή η ακαδημαϊκή εργασία βιβλιοθηκών και αρχείων χάρη στην ενεργητική συμμετοχή πολιτών/εθελοντών σε αυτήν (βλ. χαρακτηριστικά την μελέτη των Hedges/Dunn, Academic Crowdsourcing in the Humanities: Crowds, Communities and Co-production). Από την άλλη η κριτική που δεν παραγνωρίζει την ολοένα και εντονότερη υπαγωγή στη λειτουργία των ακαδημαϊκών και ερευνητικών ιδρυμάτων και φορέων σε κριτήρια οικονομικής ανταποδοτικότητας και με την μείωση της κρατικής χρηματοδότησης πανεπιστημίων, βιβλιοθηκών, αρχείων και ερευνητικών κέντρων και την γενίκευση της εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικων (βλ. χαρακτηριστικά το άρθρο της Lave, Neoliberalism and the Production of Environmental Knowledge). Γιατί ακόμα κι αν o πληθοπορισμός έχει αναπτυχθεί σε επιστημονική μέθοδο και παρόλο που ασφαλώς επιδρά στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο ορίζεται πλέον η σχέση μεταξύ ερευνητικών ιδρυμάτων και κοινωνίας, δεν παύει να είναι και ένας τρόπος παραγωγής μεγάλου όγκου ερευνητικού προϊόντος, στο οποίο έχει επενδυθεί ένα αξιόλογο ποσό εργασίας που δεν έχει πληρωθεί με χρήματα. Η προοπτική αποτελεσματικής και συστηματικής χρήσης του πληθοπορισμού σε μαζική κλίμακα συνδέεται με την προσδοκία μιας συμφέρουσας ανταλλαγής κοινωνικής αναγνώρισης, της αίσθησης προσφοράς στο σύνολο ή ενός μικρού σχετικά εκπαιδευτικού οφέλους για πολλές ώρες απλήρωτης εργασίας.

Kοιτώντας το Anti-Slavery Manuscripts από κοντά και εμπλεκόμενος στη διαδικασία μεταγραφής (όπως εμείς προκειμένου να γράψουμε αυτό το άρθρο), συμμετέχεις σε μία κοινότητα, έρχεσαι σε άμεση, αν και αρκετά αποσπασματική, επαφή με πολύ ενδιαφέρον (για εμάς τουλάχιστον) ιστορικό υλικό, έρχεσαι επίσης σε επαφή με μία επιστημονική πρακτική και μπαίνεις συχνά στη διαδικασία να αναζητήσεις πολύ ειδικά στοιχεία, για να μεταγράψεις για παράδειγμα σωστά μια δυσανάγνωστη συντομογραφημένη λέξη ή ένα όνομα· και σίγουρα αποκομίζεις την αίσθηση ότι συνεισφέρεις σε έναν δημόσιο σκοπό, συμμετέχεις στην παραγωγή ενός κοινού αγαθού. Βλέποντας, από την άλλη, το Anti-Slavery Manuscripts σε μακροσκοπικό πλαίσιο, αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι εσύ εκείνος που δουλεύει, αντί για τους επιστημονικούς συνεργάτες που θα προσλαμβάνονταν και θα πληρώνονταν κανονικά για να κάνουν τις μεταγραφές, εκείνος που συμβάλλει, ώστε στο άμεσο μέλλον να χρειάζονται ακόμα λιγότεροι κανονικά εργαζόμενοι επιστημονικοί συνεργάτες, εκείνος δηλαδή που τελικά καθιστά την παραγωγή ερευνητικών προϊόντων φθηνότερη. Δεν χρειάζεται να διαλέξεις μόνο την μία ή την άλλη οπτική.

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Στέλιος Χρονόπουλος

Ο Στέλιος Χρονόπουλος είναι κλασικός φιλόλογος, αριστερόχειρας, με μητρική γλώσσα τα νέα ελληνικά. Έχει γράψει ένα βιβλίο για τις δραματικές λειτουργίες της σάτιρας στον Αριστοφάνη κι ετοιμάζει ένα για τις λεξικογραφικές δομές στο «Ονομαστικό» του Πολυδεύκη. Τα τελευταία χρόνια περιπλανιέται στα (πολλά) αδιέξοδα, τις λεωφόρους και τα σοκάκια των ψηφιακών ανθρωπιστικών σπουδών, με ολοένα και μεγαλύτερο ενθουσιασμό (ειδικά για τα αδιέξοδα).

Σχετικά με τον συντάκτη

Χρίστος Μάης

Ο Χρίστος Μάης είναι διδάκτορας πολιτισμικής ιστορίας και σπουδών βιβλίου. Έχει συνεργαστεί με τις εκδόσεις «Προλεταριακή Σημαία» και «Εκτός των Τειχών», κυρίως ως μεταφραστής, και έχει αρθρογραφήσει σε διάφορα έντυπα (Προλεταριακή
Σημαία, Αντίθεση, Πριν, Δρόμος της Αριστεράς, Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου και Έρευνας, Σύγχρονα Θέματα, ΥΦΕΝ) και ιστολόγια, μεταξύ άλλων και για θέματα βιβλίου.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange