Εισαγωγή στην Οικονομία των Αφροδισίων
Στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας. Η χρήση των ηδονών και στο έργο Υποκειμενικότητα και Αλήθεια, ο Μισέλ Φουκώ μάς εξηγεί ότι η αλήθεια στην κλασική σκέψη υπακούει σε μία συγκεκριμένη τελετουργική συμμετρία και κατ’ επέκταση σε μία κανονιστικότητα, η οποία απορρέει από την κλασική σκέψη των Ελλήνων, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η ηθική ήταν έμφυτη στον άνθρωπο και ανεξάρτητη από την παιδεία.[1] Μέσα σε αυτό το σκεπτικό, ο ελεύθερος αθηναίος πολίτης, ένα ανδρείο ον, χαρακτηριζόταν από σωφροσύνη και εγκράτεια, και ήταν ο αποκλειστικός κάτοχος της αλήθειας.[2] Η ζωή, από την άλλη, γυναίκες, παιδιά, σκλάβοι, που τολμά να θέλει ν’ αναστρέψει το καθεστώς αλήθειας του ηγεμονικού υποκειμένου, όπως υποτίθεται προσδιορίστηκε από τους Θεούς, αποτελεί την εκθηλυσμένη ζωή, σύμφωνα με τον Φουκώ.[3] Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε μερικά σημεία για την ευρύτερη πολιτική φιλοσοφία των κλασικών χρόνων με τις αναφορές τους στον εκθηλυσμό. Το θηλυκό στοιχείο, μας θυμίζει o Φουκώ, στην κλασική σκέψη είναι το «[…] παθητικό στοιχείο, και το αρσενικό είναι το ενεργητικό στοιχείο […]. Στη μια πλευρά βρίσκονται όσοι είναι υποκείμενα της γνώσης και της αλήθειας, και στην άλλη πλευρά βρίσκονται «οι γυναίκες, τα αγόρια και οι δούλοι».[4] Η παθητική ζωή χαρακτηρίζεται ως μορφή χωρίς ικανότητα γνώσης, βούλησης και άρα αυτοπροσδιορισμού.[5]
Ανεστραμμένη/εκθηλυμένη έτσι, είναι η ζωή, όταν το θηλυκό στοιχείο (το χαοτικό, το επικίνδυνο για την κλασική σκέψη) επικρατεί του ανδρικού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το υποκείμενο να μετατρέπεται σε αν-υποκείμενο, και αυτό γιατί αποδέχεται μια ξένη από την ανδρεία (εγκρατή, σωφρονισμένη, ορθολογική) φύση που το μετατρέπει σε εγκληματική εκθηλυσμένη οντότητα. Eξάλλου, για την κλασική σκέψη, σύμφωνα με τον Φουκώ είναι «εκ φύσεως της γυναίκας να δοκιμάζει την ηδονή, αλλά είναι και στη φύση της γυναίκας να βγει από τη φύση της, απ’ ό,τι έχει προβλεφθεί γι’ αυτήν εκ φύσεως και να χαθεί μέσα στην χειρότερη ακολασία. Η γυναίκα είναι εκ φύσεως υπερβολική, η ηδονή της γυναίκας είναι εκ φύσεως υπερβολική, και εξαιτίας αυτού είναι ακριβώς στο [μεταίχμιο] φύσης και αντί-φύσης»[6] και επομένως, νόμου και αντι-νόμου. Έτσι, αναγκαστικά, η αναστροφή ταυτίζεται με το θηλυκό στοιχείο δηλαδή, με το χάος, την ασθένεια και τον θάνατο, αλλά κυρίως ταυτίζεται με την κατασκευή μιας ψεύτικης πραγματικότητας και την απαίτηση για πλήρη επαναπροσδιορισμό του κοινωνικού και πολιτικού σχήματος. Αυτό θα έχει ως συνέπεια ο εκθηλυσμός να είναι το φρόνημα από το οποίο τίθεται υπό ριζική αναίρεση η ίδια η ζωή, όπως όταν ο έφηβος αρνείται στην ενηλικίωση να γίνει άνδρας και παραμένει αντικείμενο ηδονής των άλλων ανδρών. Περαιτέρω, οι απόγονοί του εκθηλυσμένου αν-υποκειμένου θα είναι καχεκτικοί και άρρωστοι, σύμφωνα με την κλασική σκέψη, όπως υπογραμμίζει πάλι ο γάλλος φιλόσοφος.[7] Αυτή η αντίληψη κληρονομείται και στους χριστιανικούς χρόνους, όπως μάς περιγράφει στον τέταρτο τόμο της Ιστορίας της Σεξουαλικότητας, Οι ομολογίες της σάρκας, ο Φουκώ. Κομβικό σημείο ανάμεσα στις αναφορές του γάλλου φιλοσόφου, στο πώς η οικονομία των αφροδισίων περνά από την κλασσική σκέψη στους χριστιανικούς χρόνους είναι ο Άγιος Αυγουστίνος (354–430 μ.Χ.).
Από την Οικονομία των Αφροδισίων στην Ηθική των Αφροδισίων
Ο Αυγουστίνος στο έργο του, Πολιτεία του Θεού, εισάγει την έννοια της λίμπιντο και εξηγεί πώς η ζωή λιβιδινοποιείται, δηλαδή παρακμάζει, φθείρεται, φθίνει και καταλήγει στον θάνατο, όταν ο άνθρωπος μέσα στον Παράδεισο τολμά να παρακούσει το Λόγο του Θεού,[8] υπακούοντας στην επιθυμία της Εύας. Με δυο λόγια, ο εκθηλυσμός είναι πλέον το αποτέλεσμα της λίμπιντο.[9] Μιας και η λίμπιντο, δηλαδή, η ανθρώπινη επιθυμία της Εύας που είναι αντίθετη από τον Λόγο του Θεού οδηγεί στην έξωση του ανθρώπου από τον Παράδεισο και στη διχοτόμηση της ζωής στα δύο φύλα, αφού πριν την ανυπακοή δεν υπήρχε ούτε η λίμπιντο, ούτε το φύλο στον Παράδεισο, όπως εξηγούσαν οι πατέρες της Εκκλησίας.[10] Αυτό σημαίνει ότι ο χριστιανός, μετά την έξωσή του, χρειάζεται την τέχνη του Λόγου του παιδαγωγού, του μοναδικού εκπροσώπου του Θεού στη γη, μιας και η λίμπιντο, η ακούσια μορφή της επιθυμίας και της αναστροφής της αλήθειας του Λόγου, αυτή η ορμή που γεννήθηκε με την ανυπακοή του ανθρώπου,[11] δεν μπορεί να τον βοηθήσει στο να διεκδικήσει την αλήθεια του Θεού, αφού στηρίζεται στην ψευδαίσθηση της Εύας.[12] Με αυτό τον τρόπο, μετά την έξωση από τον Παράδεισο περιγράφεται ένας πόλεμος εντός του ίδιου του υποκειμένου, ανάμεσα σε δύο συνεχιζόμενες αντιπαλόμενες δυνάμεις, του οποίου τα δομικά μέρη, λογική- συναίσθημα, δεν συνεργάζονται ισότιμα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ανυπακοή στο Λόγο του Θεού, δεν υποδηλώνει τη δυνατότητα της αυτοοργάνωσης, αλλά δηλώνει την προσωπική αλαζονεία. Η επιθυμία ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της επικράτησης του θηλυκού στοιχείου[13] κάτω από το βάρος της οποίας ο άνθρωπος εκθηλύνεται και μετατρέπεται σε επικίνδυνη και δαιμονισμένη οντότητα για ολόκληρη την κοινωνία.[14] Αντίστοιχα, ο Αυγουστίνος, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Φουκώ, είναι αυτός που ανοίγει στον 16ο αιώνα, το μεγάλο ρήγμα της Μεταρρύθμισης, «ήτοι το να σκεφτόμαστε τον αμαρτωλό, ως υποκείμενο δικαίου».[15]
Οι παπικές διάταξεις (Decretales), ένας κώδικας ηθικής γύρω από τα αφροδίσια, διατάξεις που συνδέονται με την ανθρώπινη υποτίθεται εκθηλυσμένη/λιβιδινική επιθυμία, έρχονται, υποτίθεται, για να σώσουν τον Χριστιανό από αυτές τις δυνάμεις του κακού. Οι διατάξεις αυτές εισάχθηκαν στα μέσα του 15ου αιώνα και θα μετατραπούν το 1532 στα κρατικά διατάγματα κάτω από την εξουσία του Καρόλου Ε΄ της Γαλλίας στον περιώνυμο Κώδικα Καρολίνα (Constitutio Criminalis Carolina).[16] Στην Καρολίνα, αξίζει να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά συναντάμε αφ’ ενός την ποινή του θανάτου μέσω πυράς για όσους και όσες κατηγορούνταν για μαγεία και δαιμονισμό, και αφ’ ετέρου εισέρχεται για πρώτη φορά υποχρεωτικά, στα ζητήματα που αφορούν το καθεστώς αλήθειας της ηθικής των αφροδισίων, ο ειδικός.[17]
Η γένεση της Δικανικής Αφροδίτης και το κάψιμο των μαγισσών
Γι᾽ αυτό και, όπως το αντιλαμβάνομαι, ο κώδικας της Καρολίνας αποτελεί μια τομή, πάνω στην οποία εδραιώνεται το καθεστώς αλήθειας της κυρίαρχης τάξης ως το καθεστώς αλήθειας των επιστημών και το οποίο στην ουσία θα δώσει στην αστική τάξη τη δυνατότητα της «θανατοπολιτικής», μέσω του τεράστιου οπλοστασίου κανόνων που εισάγονται μέσω μιας υποτιθέμενης αντικειμενικής αλήθειας/ηθικής των επιστημών, μιας και η Καρολίνα είναι το καθεστώς αλήθειας που ουσιαστικά θα εισαχθεί στην πρώτη επιστημονική έκδοση της Ιατροδικαστικής το 1602, στους νεωτερικούς χρόνους. Σε αυτήν βρίσκουμε τη Δικανική Αφροδίτη ή Αφροδισιολογία, βιβλίο το οποίο, όπως εξηγεί ο έλληνας ιατροδικαστής Γεώργιος Ανδρεόπουλος το 1846, η Επιστήμη καλείται για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, ν’ αποφασίσει την αλήθεια γύρω από τα ζητήματα «της τιμής, της ελευθερίας και αυτής της ατομικής υπάρξεως του κοινωνικού ανθρώπου».[18]
Στο σημείο αυτό εντοπίζω το αρχιμήδειο σημείο από το οποίο η αστική τάξη μέσω της επιστήμης, καταφέρνει να μετατρέψει περιγραφές από τις ιστορίες υπαρκτών ανθρώπινων κινημάτων, όπως των αιρέσεων, των μαγισσών, των δαιμονισμένων,[19] μιας ανδρόγυνης/γύνανδρης αντίληψης της ζωής, των σοδομιστών, που αναδεικνύονται μέσα από επαναστάσεις και που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια άλλη πολιτική/κοινωνική αντίληψη οργάνωσης της ζωής, από αυτήν της αστικής τάξης, σε ψευδαίσθηση. Αυτές οι ιστορίες, κάτω από την ερμηνεία της επιστήμης μετατρέπονται σε ιστορίες μιας εγκληματικής, παρανοϊκής, παρεκκλίνουσας, ανήθικης και «παρά φύσιν» ζωής, της οποίας η εξιστόρηση ξεκινά με το κάψιμο εκατοντάδων μαγισσών την περίοδο από το 1580 έως το 1680 και συνεχίζεται στον Μεγάλο Εγκλεισμό.[20]
Ο Μεγάλος Εγκλεισμός (1656), η ίδρυση του Γενικού Νοσοκομείου (Salpêtrière, Pitié και Bicêtre), αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια σε κάθε μεγάλη πόλη της Ευρώπης, δημιουργείται για να ελέγξει τον πληθυσμό. Ό,τι δεν συμμορφωνόταν με το καθεστώς έπρεπε να εγκλειστεί στο άσυλο.» Ταυτόχρονα, το Salpêtrière, εκεί που στέλνονται αποκλειστικά όλες οι γυναίκες που ζούσαν δημόσια μια «κακόφημη ζωή», είναι το ίδρυμα από το οποίο θα ξεπηδήσει η μεγαλύτερη δήθεν ανακάλυψη της ψυχιατρικής σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα ο εκφυλισμός.[21] Εκφυλισμός, με όρους της ψυχιατρικής του 19ου αιώνα, σήμαινε ότι, κάποια κομμάτια του πληθυσμού δεν κατάφεραν να εξελιχθούν ηθικά και παρέμειναν στο στάδιο ενός ηθικού ερμαφροδιτισμού/εκθηλυσμού, δηλαδή, στο στάδιο του ανδρογυνισμού/γυνανδρισμού, εντός του οποίου επικρατούσε το θηλυκό στοιχείο. Απότέλεσμα του εκφυλισμού θεωρούνταν ότι ήταν η εκδήλωση νόσων όπως η ηθική παράνοια, η υστερία, ο αυνανισμός, η ερωτοπληξία και η σεξουαλική, αλλά και η πολιτική παρέκκλιση, οι οποίες κατέληγαν στον θάνατο. Οι νόσοι αυτές χαρακτηρίζονταν από μία ψευδή αντίληψη που το έμβιο ον είχε για την πραγματικότητα, αφού η βούλησή του αφηνόταν στα πάθη του/τα αισθήματά του.
Το 1801, ο πατέρας της ψυχιατρικής, Φιλίπ Πινέλ (Philippe Pinel, 1745–1826), χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο της ηθικής παράνοιας κατά τη μελέτη του πληθυσμού αρχικά στο Bicêtre και στη συνέχεια του Salpêtrière, περιγράφοντας με αυτόν τον τρόπο τον πληθυσμό που ενώ είχε συνείδηση δεν είχε τη σωστή βούληση, πράττοντας κάτω από το βάρος των επιθυμιών του και όχι κάτω από το βάρος της συνείδησής του. Αντίστοιχα, ο γάλλος ψυχίατρος Μπενεντίκτ Αουγκούστ Μορέλ (Benedict Auguste Morel, 1809–1873), μελετώντας τον πληθυσμό του Salpêtrière, που θυμίζω ήταν αποκλειστικά γυναίκες, αναφέρεται στον εκφυλισμό του εκθηλυσμένου πληθυσμού, δηλαδή, του ανθρώπου που φέρεται με τρόπο «ψυχικά θηλυπρεπή», υπακούοντας στις επιθυμίες και στα αισθήματά του και ως εκ τούτου για παράδειγμα για τους άνδρες, αρνείται να καταταγεί στον στρατό. Ο εκφυλισμός ήταν η ψυχική ασθένεια που ταυτιζόταν με τη βούληση της εκθηλυσμένης ζωής να πράττει με τρόπο εγωιστικό, ωσάν ηθικά παρανοϊκή, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το ηθικό κοινωνικό πλαίσιο, όπως αυτό περιγραφόταν από την Ιατροδικαστική Επιστήμη και τον εκφραστή της, το κράτος. Μέσα από αυτή τη θεωρία η επιστήμη καταφέρνει κάτι μοναδικό: αφενός, να ερμηνεύσει την ανθρώπινη φτώχεια και την ανισότητα, ως κάτι το φυσικό, απόρροια μιας δήθεν ψυχικής ανθρώπινης προδιάθεσης μέρος του πληθυσμού· αφετέρου, όπως διαμορφώνεται μετά την Παρισινή Κομμούνα το 1871, κάθε ανθρώπινη εξέγερση αλλά και η άρνηση στον στρατό, η άρνηση στην εργασία στο εργοστάσιο, ή ακόμη το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό, αντί να εκλαμβάνεται ως μια πράξη αντίστασης ενάντια στην αστική τάξη, να περιγράφεται από την επιστήμη ως η πρακτική της ψυχικά άρρωστης εκθηλυσμένης/υστερικής/ανήθικης ζωής. Εξάλλου, τα ψυχιατρικά και ιατροδικαστικά κείμενα της εποχής θα επιμείνουν ότι η Παρισινή Κομμούνα ξεκίνησε από τις πόρνες.
Η θανάτωση ή ο εγκλεισμός σε ιδρύματα ανθρώπων, όπως οι αντιφρονούντες που συμμετείχαν στην Παρισινή Κομμούνα, θεωρώ ότι στην ουσία αναδείκνυαν μια κομβική για την εξέλιξη της αστικής ιδεολογίας νίκη. Ουσιαστικά μετά την Παρισινή Κομμούνα οι ευρωπαϊκές κοινωνίες για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία διαχωρίζονται μέσα από μια δήθεν αντικειμενική επιστημονική γνώση ανάμεσα στον ψυχικά κανονικό και στον ψυχικά εκφυλισμένο πληθυσμό, ιδιαιτέρως μετά τη δημοσίευση του έργου του Ρίτσαρντ φον Κραφτ Έμπινγκ (Richard von Krafft Ebing, 1840-1902) Psychopathia sexualis το 1886, το οποίο αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο η vita sexualis, δηλαδή η ανθρώπινη επιθυμία, όταν κυριαρχεί πάνω στην επιστημονική λογική εκθηλύνει τη ζωή, οδηγώντας την στην παράνοια ένας άνδρας να φαντάζεται τον εαυτό του ως γυναίκα. Οι ειδικοί κατέληγαν ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο αναπτυσσόταν ιδιαιτέρως στα λαϊκά στρώματα ή στους εκφυλισμένους των ανώτερων στρωμάτων.
Αυτή η επιστημονική αντίληψη θα κυριαρχήσει και στους έλληνες ιατροδικαστές, οι οποίοι μόλις είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές τους, ως υπότροφοι του ελληνικού κράτους, στο Γενικό Νοσοκομείο στο Παρίσι και μετέφεραν αυτές τις διδασκαλίες ως επιστημονική γνώση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εξάλλου αυτή η περίοδος βρίσκεται στον απόηχο της Παρισινής Κομμούνας. Το 1871 ψηφίζεται στο ελληνικό βασίλειο ο νόμος κατά της ληστείας ο οποίος στην πραγματικότητα δεν εμφανίζεται ως κεραυνός εν αιθρία αλλά, αντιθέτως, εισέρχεται παράλληλα με έναν βιοϊατρικό λόγο που επικαλείται την αναγκαιότητα της εξουσίας να σώσει την κοινωνία δήθεν από την ηθική παράνοια του εκφυλισμένου/εκθηλυμένο όντος, που αφήνεται στις επιθυμίες του.
Από την ιατροδικαστική στην ψυχιατρική: η ψυχο-πάθεια της εκφυλισμένης ζωής
Η αναγκαιότητα τέτοιων ρυθμίσεων ήταν εμφανής. Τα νέα επαναστατικά κινήματα, οι ιδέες του αναρχισμού, το εργατικό κίνημα, από το οποίο δόθηκε ώθηση σε μια σειρά από απεργίες. Ενδεικτικά αναφέρω τις απεργίες του 1871, του 1879, του 1882. Περαιτέρω, οι διαδοχικές απεργίες του Λαυρίου (1883, 1887, 1896, 1906), όσον αφορά την ελληνική πραγματικότητα, αποτελούσαν κίνδυνο όχι τόσο λόγω της κινητοποίησης του πληθυσμού, όσο της πληθώρας των δημοσιεύσεων, οι οποίες αποτελούσαν σαφή κίνδυνο ενάντια της αστικής αλήθειας και της εξουσίας της αστικής τάξης, προβάλοντας μια εναλλακτική ισοδύναμη πολιτική πρόταση.[22] Τα κινήματα αυτά, ιδιαίτερα οι αναρχικές δημοσιεύσεις της περιόδου, κατέληγαν στην ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η φτώχεια, η αδικία, η εγκληματικότητα ήταν αποτέλεσμα του καπιταλισμού και των ταξικών σχέσεων και όχι ενός φαντασιακού εκθηλυσμένου όντος. Αυτό έκανε επιτακτική την ανάγκη της αστικής τάξης να διαπλάσει η ιατροδικαστική την ελληνική ψυχή μακριά (δήθεν) από την ηθική παράνοια τέτοιων εκφυλισμένων δημοσιευμάτων, προσυπογράφοντας το ευρωπαϊκό φιλελεύθερο κεκτημένο για την ψυχική εξυγίανση του πληθυσμού από τα εκφυλισμένα άρρωστα ψυχικά του στοιχεία, όπως την ανυπακοή, και προτείνοντας ως εκ τούτου, την εισαγωγή θετικών μέτρων δηλαδή, τον περιστασιακό εγκλεισμό της εκφυλισμένης/εκθηλυμένης ζωής στα ιδρύματα μέχρι τη συμμόρφωσή της.
Υπό αυτές τις συνθήκες δεν είναι τυχαίο, όπως έχει εντοπίσει ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, ότι από την ίδρυση του ψυχιατρικού ιδρύματος του Δρομοκαΐτειου, το 1887, και μέχρι το 1903, η φρενοπάθεια των εκφύλων, ήταν η πολυπληθέστερη κατηγορία,[23] ενώ την ίδια περίοδο η αστική τάξη δημιουργεί φιλανθρωπικά ιδρύματα με στόχο τον ηθικό σωφρονισμό του ψυχικά εκφυλισμένου πληθυσμού.[24]
Από τον εκφυλισμό στην ψυχανάλυση: Ο Οιδίποδας κυριαρχεί
Στον Μεσοπόλεμο αυτή η ερμηνεία, όσον αφορά την ελληνική πραγματικότητα, μετά τις δημοσιεύσεις του Σίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud, 1856–1939) περί των ανθρώπινων ψυχώσεων και νευρώσεων και κάτω από τη δύναμη του θυμικού/λίμπιντο που ενυπάρχει σε όλο τον πληθυσμό στην παιδική ηλικία, επιστημονικοποιήθηκε και πέρασε στη δικαιοδοσία του αστικού κράτους. Στόχος πλέον ήταν ο έλεγχος του ενστίκτου, του φύλου και της σεξουαλικότητας (θυμικόν) και ακόμη και το ξερίζωμά του, από κάθε ζωή που τολμούσε να επαναστατεί ενάντια στο καθεστώς αλήθειας της αστικής τάξης, με την κατατάξη κάθε τέτοιας ζωής ως ψυχικά ασθενής. Ήδη στον Μεσοπόλεμο στα Διεθνή Συνέδρια Κοινωνικής Υγιεινής, η ανθρώπινη ανισότητα, η φτώχεια, η βία, η εγκληματικότητα, η ανώμαλη νεολαία και η πορνεία θεματοποιούνταν και προβάλλονταν ως αποτέλεσμα της επικράτησης του θυμικού/λίμπιντο στον άνθρωπο και όχι ως δομικό στοιχείο του ίδιου του καπιταλισμού. Ως εκ τούτου, εφ’ εξής κάθε άνθρωπος μετατρεπόταν σε επικίνδυνο πολίτη, όταν αφηνόταν στη λίμπιντο, όπως ο αναρχικός, η ανήθικη γυναίκα, η πόρνη, ο κομμουνιστής/τρια, ο ομοφυλόφιλος, η λεσβία, η νεολαία και δεν ακολουθούσε τις εντολές της επιστήμης και του κράτους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι κομμουνιστές/τριες, με την μπολσεβικοποίηση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (1918) και τη μετονομασία του σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (1924), για τον αστικό βιοιατρικό λόγο της εποχής ήταν ένα κίνημα οργανωμένο από sexuels εγκληματίες. Ένα κίνημα δηλαδή από έμβια όντα που υπάκουαν λόγω του θυμικού/λίμπιντό τους, στο κόμμα και στη Ρωσία, με δυο λόγια, σ’ έναν ξένο εντολέα, ακολουθώντας την πολιτική/συναισθηματική τους επιθυμία και αμφισβητώντας την εθνική επιταγή. Περαιτέρω η στάση του κόμματος με την υιοθέτηση του συνθήματος για «την ανεξάρτητη Μακεδονία-Θράκη» έδινε ωσάν περαιτέρω αποδείξεις στην αστική τάξη της εποχής, για την ηθική παράνοια αυτών των ανθρώπων που βρίσκονταν σε καθεστώς ψυχοπάθειας sexualis (λίμπιντo/ένστικτο/επιθυμία).[25]
Από τη στιγμή που οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες κινούνταν στον χώρο του εκθηλυσμού και οτιδήποτε άλλο εκτός του έθνους και των διεκδικήσεων ενός ανδρείου πατριωτισμού φάνταζε εκθηλυσμένο, αυτός ο χώρος ήταν ο τόπος που συντελείται η οριοθέτηση του ψυχικά μη κανονικού και ως εκ τούτου επικίνδυνου για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Για τους λόγους αυτούς ο κομμουνιστής/τρια τιμωρείται ως ο/η ανήθικος άρα ψυχικά ασθενής, σταδιακά μετά το 1924. Είναι ενδεικτικό ότι τα ιδρύματα που είχαν δημιουργηθεί με πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας και αστών γυναικών τον 19ο αιώνα, όπως το Εφηβείο (φυλακές ανηλίκων), το ορφανοτροφείο Αμαλίειο, αλλά και το Δημόσιο Πορνείο τα Βούρλα, μετά από κρατική πρωτοβουλία, με στόχο την προστασία του ανθρώπου και της κοινωνίας από τον ψυχικά εκφυλισμένο/εκθηλυμένο/επικίνδυνο άλλο, σταδιακά μετατρέπονται σε φυλακές των ηθικά «ψυχωτικών» κομμουνιστών και κομμουνιστριών στον Μεσοπόλεμο. Το Εφηβείο (1892) μετατρέπεται στις μετέπειτα φυλακές Αβέρωφ (1896–1971), όπου εκεί φυλακίζονται οι πολιτικοί κρατούμενοι στα χρόνια της δικτακτορίας του Μεταξά 1936–1941, αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και στα χρόνια του Εμφυλίου. Το Αμαλίειο είναι οι μετέπειτα φυλακές Ωρωπού, και τα Βούρλα φιλοξενούσαν στην τρίτη πτέρυγα αποκλειστικά τους κομμουνιστές, αφού το 1937 μετατράπηκαν σε φυλακές και συνέχισαν να λειτουργούν και μετά την απελευθέρωση, όπου στην τρίτη πτέρυγα φυλακίζονταν μέλη του ΚΚΕ που δήθεν συλαμβάνονταν για κατασκοπεία υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι μέθοδοι εγκλεισμού και σωφρονισμού εντός αυτών των ιδρυμάτων, αλλά και στους τόπους στρατοπέδων και εξορίας, στηρίχθηκαν σε μεθόδους της ψυχιατρικής ήτοι: εργασία, δηλώσεις μετανοίας, βασανιστήρια και δηλώσεις κοινωνικών φρονημάτων. Επιπλέον, από το 1937 ο Κωσταντίνος Μανιαδάκης, υφυπουργός δημόσιας ασφάλειας κατά τη δικτατορία του Μεταξά, ήταν ο εμνευστής των δηλώσεων μετανοίας, αφού είχε καταλήξει ότι ο κομμουνισμός ήταν πρώτιστα ψυχικό νόσημα. Μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, η δίωξη της αριστεράς, που είχε τεθεί εκτός νόμου το 1946, θα συνεχιστεί από την νεοεκλεγείσα Βουλή και την υιοθέτηση του Γ´ Ψηφίσματος Περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την Δημόσιαν τάξιν και ασφάλειαν, ενώ ξεκίνησαν οι πρώτες μαζικές εκτοπίσεις εαμιτών και οι πρώτες θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις. Η εξυγίανσης της ψυχικής ασθένειας της αριστεράς, όσον αφορά στην ελληνική πραγματικότητα, επιτεύχθηκε το 1974, όταν η Νέα Δημοκρατία με την κυβέρνηση του Κωσταντίνου Καραμανλή, νομιμοποίησε το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι διώξεις σταμάτησαν. Παρόλα αυτά, αυτό που προτείνω είναι ότι στην πραγματικότητα, η αστική τάξη και η φιλελεύθερη ιδεολογία, μια ταξική, ρατσιστική, σεξιστική, αποικιοκρατική, πατριαρχική αντίληψη της ζωής, μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, βγήκε πιο δυνατή από ποτέ.
Το «ψυχικό νόσημα» στις μέρες μας και η καταπίεση του ανθρώπου
Αυτό που στην ουσία συνέβη μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ν’ ανοίξει η πόρτα της θανατοπολιτικής του ανθρώπινου αυτοπροσδιορισμού και της ελευθερίας, μέσω δήθεν της ψυχικής εξυγίανσης που κάθε άνθρωπος καλείται να πραγματοποιήσει μέσω του περάσματος από την παιδικότητα, στην ενηλικίωση, από τον εκθηλυσμό στον ψυχικό ανδρισμό, από την αμφιφυλία στη μονοφυλία, από την ατομική αλήθεια στην επιστημονική αλήθεια.
Ως εκ τούτου μιλώ για θανατοπολιτική, όχι όπως την έχει περιγράψει ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν (Giorgio Agamben) εντός των στρατοπέδων συγκέντρωσης για τσιγγάνους, ομοφυλόφιλους, αναρχικούς, αριστερούς και Εβραίους[26] στη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Μιας και θεωρώ ότι η θανατοπολιτική διεκπεραιώνεται, σε επίπεδο μιας συνεχούς, όπως τόσο εύστοχα αναφέρει η Νένη Πανουργιά, αναμόρφωσης και εθνικής επανένταξης[27] της επιθυμίας/αλήθειας του ανθρώπου, σε συνθήκες καθημερινότητας. Μιας καθημερινότητας που απαιτεί συνεχώς, εντός μιας φαντασιακής ενηλικίωσης, την εκλογίκευση και την υπακοή του ανθρώπου σε μια υποτίθεται ουδέτερη επιστημονική αλήθεια που απαιτεί τη θανάτωση της ανθρώπινης εκθηλυσμένης επιθυμίας, με στόχο υποτίθεται την ψυχική υγεία.[28] Αυτό που προτείνω είναι ότι, ενώ η θανατοπολιτική μπορεί να σταμάτησε με τον τρόπο που τη συναντάμε μετά τα Δεκεμβριανά και στη διάρκεια του Εμφύλιου Πολέμου (ειδικότερα με τη μορφή των διώξεων που ακολούθησαν τον Εμφύλιο εναντίον των αριστερών και των αναρχικών και μέσα από τα βασανιστήρια στα στρατόπεδα εξορίας μέχρι το 1974), παρόλα αυτά, συνεχίζεται και σε κατάσταση ειρήνης μέσω της βιοπολιτικής του κοινωνικού, πολιτικού, οικονομικού και ψυχικού θανάτου της ανθρώπινης επιθυμίας/αλήθειας/libido, μέσω της κωδικοποίησης της ψυχικής νόσου, σε παγκόσμιο επίπεδο και της εισαγωγής των ειδικών της ψυχικής υγείας σε όλες τις διαβαθμίσεις της ζωής.[29]
Το 1952 εξάλλου, ο «μπόγιας» της ψυχιατρικής, του «Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Ψυχικών Διαταραχών» («Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders», DSM) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (American Psychiatric Association), αυτό έρχεται να εδραιώσει με την επίσημη ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών, σε μια προσπάθεια να δομηθεί και να κανονικοποιηθεί η ανθρώπινη ψυχική νόσος με βάση έναν φαντασιακό ψυχικό γνώμονα, που θα προστατεύει τον άνθρωπο και την κοινωνία από τα ψυχικά νοσήματα και ως εκ τούτου από την παράνοια, την εγκληματικότητα, την ασθένεια και τον θάνατο. Μέσα από αυτή την αποδοχή το 1957 o Λέον Φέστινγκερ (Leon Festinger) ανέπτυξε τη θεωρία της πάθησης «της γνωστικής ασυμφωνίας» (Theory of Cognitive Dissonance). Η πάθηση αυτή αναφερόταν στο πνευματικό άγχος ή τη δυσφορία που εμφανιζόταν, όταν το υποκείμενο ερχόταν σε αντιπαράθεση με γεγονότα που αντέβαιναν την εικόνα (self-image), τις στάσεις, τις πεποιθήσεις ή τις συμπεριφορές, που είχε σχηματίσει το ίδιο το υποκείμενο για τον εαυτό του σε αντιπαράθεση μιας υποτιθέμενης αντικειμενικής επιστημονικής πραγματικότητας. Με δυο λόγια αυτό που προτείνω είναι ότι το ψυχικό νόσημα, μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργεί αυτή τη ζωή εξαίρεσης, ανάξιας να βιωθεί, και στην οποία ανήκει εν δυνάμει όλος ο πληθυσμός, όταν δεν ακολουθεί την ηθική της αστικής τάξης, εξ ου και η τιμωρία του, όπως της φτώχειας, της ανέχειας, της ασθένειας και του θανάτου, οδηγώντας στη συνεχή συναίνεση της κοινωνίας στα μέτρα ενάντια ενός φαντασιακού επικίνδυνου ψυχικά άλλου. Εξάλλου, όσον αφορά την ελληνική πραγματικότητα, τη δεκαετία του 1950, ο νόμος του τεντιμποϊσμού που θα στραφεί ενάντια στο ανήθικο λίκνισμα της λευκής νεολαίας που πλήττεται από τα ζωώδη ένστικτα και αφήνεται στη μουσική των νέγρων (ροκ’ν’ρολ), εμμένοντας στη διασκέδαση και στην οκνηρία,[30] δεν είναι παρά ένα κομμάτι του παζλ, δίπλα δίπλα με τον ν. 4095/1960 «Περί της εξ αφροδισίων νόσων προστασίας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων». Νόμος που έθετε για μια ακόμη φορά τις «ανήθικες γυναίκες» και τα τρανς άτομα στα συνακόλουθα αυτού που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ανήθικη/επικίνδυνη ζωή, ενώ το νομοσχέδιο προέβλεπε φακέλωμα, φυλάκιση και εξορία.[31]
Εξάλλου, το Εμπειρίκειον Ίδρυμα, που δημιουργήθηκε το 1917 με στόχο την πορνεία, μάς κάνει να κατανοούμε ακόμη περισσότερο γιατί ο καπιταλισμός μετά την Παρισινή Κομμούνα διεκδίκησε με τόσο μένος να προχωρήσει μέσω της κυριαρχίας της αστικής τάξης πάνω στην αλήθεια και στην ψυχική νόσο. Το ίδρυμα που λειτούργησε στον Μεσοπόλεμο ως δήθεν το ίδρυμα για την πορνεία, στη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου Πολέμου λειτούργησε ως φυλακή για τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες, όπως και τη δεκαετία του 1950 και μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1970 είχε μετατραπεί στο «Αναμορφωτήριο Θηλέων των Αθηνών» στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Αυτό δείχνει πώς η ζωή συνεχώς τίθεται σε μια σχέση εξουσίας και με συνεχείς νέες τεχνικές μιας υποτιθέμενης ψυχικής καθοδήγησης της ανήθικης ζωής ως αντικείμενο μιας διαρκούς επιτήρησης. Στην πραγματικότητα, η χρήση της ψυχικής νόσου στον πολιτικό λόγο, στις μέρες μας, πραγματώνει για μια ακόμη φορά, ένα συνεχές γίγνεσθαι της αστικής αλήθειας, εδώ και τέσσερις αιώνες. Την αξιωματική παραδοχή ότι για την κρίση (φτώχεια, βία, εγκληματικότητα, ασθένεια, πόλεμο, πορνεία) φταίει η εκθηλυσμένη/ψυχικά άρρωστη ζωή, όπως ακόμη και σχετικά πρόσφατα διαβάσαμε σε αναφορές για το κίνημα των αγανακτισμένων. Κίνημα που λόγω του εκθηλυσμού του δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και επαναστατεί ενάντια της ευρωπαϊκής τάξης.[32] Μιας και η αλήθεια μπορεί μόνο να προσδιοριστεί από την αστική Επιστήμη, που ως αντικειμενική γνώση, μπορεί και εντοπίζει την ψευδαίσθηση και τα μέσα για να τη διορθώσει, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω των μνημονίων που στην ουσία απαιτούσαν την «ψυχική εξυγίανση» του εκθηλυσμένου οκνηρού Έλληνα σε ψυχικά ανδρείο, λογικό και παραγωγικό Ευρωπαίο πολίτη.
Ως εκ τούτου, είναι φανερό από τα παραπάνω ότι όταν μιλάμε για το ψυχικό νόσημα μιας δήθεν ανηθικότητας/ψευδαίσθησης των αριστερών εν έτει 2019, όπως και των ομοφυλόφιλων μέχρι το 1973· όταν τα ιντερσέξ υποκείμενα παραμένουν στο χώρο της παθολογίας, όσον αφορά την ψυχιατρική και την ψυχανάλυση, ενώ όροι όπως «διαταραχές της ανάπτυξης του φύλου» και «ερμαφροδιτισμός», εμμένουν, αναπαράγοντας την ισχύ μιας δήθεν κανονικής/επιστημονικής ψυχικής νόρμας του φύλου και της σεξουαλικότητας, εντός της οποίας όλα τα έμβια όντα καλούνται να υποταχθούν, υπακούοντας σε ένα συγκεκριμένο καθεστώς αλήθειας ―χωρίς να σημειώσω την έννοια της υστερίας που εισήχθη το 2006 και σ’ ένα παρόν που η ανθρώπινη αποδοτικότητα στον καπιταλισμό διασφαλίζεται με αντικαταθλιπτικά χάπια και ψυχότροπες ουσίες[33]· είναι φανερό ότι όταν αναφερόμαστε στο ψυχικό νόσημα, αναφερόμαστε πρώτιστα σε ένα καθεστώς μιας αλήθειας/μνήμης, που επιδιώκει συνεχώς να ορίσει η αστική τάξη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ως εκ τούτου η χρήση του ψυχικού νοσήματος ως πολιτικός αντίλογος δεν επιλέγεται ούτε τυχαία, ούτε ευκαιριακά, στις μέρες μας. Εξάλλου, όπως έχει αναδείξει ο Μισέλ Φουκώ, όταν μιλάμε για την αλήθεια και για το ψυχικό νόσημα ―θα πρόσθετα με όρους ηθικής παράνοιας/ψευδαίσθησης― στην ουσία μιλάμε για τη μάχη «για την αλήθεια».[34] Μιλάμε δηλαδή, όπως υπογραμμίζει ο Φουκώ, για: «το σύνολο των κανόνων σύμφωνα με τους οποίους χωρίζεται το αληθές από το ψευδές και αποδίδονται ειδικά αποτελέσματα εξουσίας στο αληθές. Για να συνοψίσω όσα είπα, το πολιτικό ζήτημα δεν είναι η πλάνη, η ψευδαίσθηση, η αλλοτριωμένη συνείδηση ή η ιδεολογία· είναι η ίδια η αλήθεια».[35] Ως εκ τούτου, οι άνθρωποι στις ύστερες νεωτερικές κοινωνίες, καλούνται ν’ ακολουθήσουν μια ρατσιστική, σεξιστική, αποικιοκρατική, ταξική ηθική, υπακούοντας σε αυτήν επειδή (παρουσιάζεται να) είναι η αντικειμενική, ουδέτερη ηθική αλήθεια του ειδικού, κωδικοποιημένη ως επιστήμη. Μια υπακοή που επιτυγχάνεται ακριβώς με την υπόσχεση της προστασίας της ζωής από τον ηθικά και ψυχικά εγκληματικό άλλο, αλλά και του ίδιου του ανθρώπου από τα ψυχικά νοσήματα. Η σοβαρότητα της κατάστασης που αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός σήμερα θα καθιστά όλο και πιο αναγκαία τη ρητορική της εμφάνισης της ψυχικής νόσου και του ειδικού σε κάθε στιγμή της ζωής μας, εκμεταλλευόμενη την ανθρώπινη ανέχεια και δυστυχία.[36]
Το κείμενο επιμελήθηκαν η Δήμητρα Αλιφιεράκη και ο Στέλιος Χρονόπουλος.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο