Απ’ το Αλέτρι στο Smartphone – συζητήσεις με τον πατέρα μου
Κωνσταντίνος Πουλής
Μελάνι, Αθήνα 2019 | 328 σελίδες
Τo βιβλίο του Κωνσταντίνου Πουλή Απ’ το αλέτρι στο smartphone – συζητήσεις με τον πατέρα μου έπεσε στα χέρια μου το καλοκαίρι του 2019, λίγους μήνες μετά την έκδοση του. Εκείνο το διάστημα διάβαζα για την είσοδο μου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα νεότερης ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είναι ίσως κοινό μυστικό μεταξύ των ιστορικών πως δύσκολα πηγαίνεις σε εξετάσεις για μεταπτυχιακό νεότερης ιστορίας αν δεν έχεις επαφή με το έργο του μεγάλου ιστορικού Έρικ Χομπσμπάουμ, οπότε ήταν η περίοδος που είχα πέσει στα βαθιά. Ξεκινώντας λοιπόν το βιβλίο του Πουλή διαβάζω στην πρώτη παράγραφο της εισαγωγής πως αφορμή για τη δημιουργία του βιβλίου στάθηκε μία φράση που είχε χρησιμοποιήσει ο Χομπσμπάουμ, οπότε καταλαβαίνω από τη μία ότι είναι αδύνατον να του ξεφύγω και από την άλλη ότι πιθανότατα θα έχει ενδιαφέρον.
Πράγματι, το βιβλίο για μένα ήταν μια αποκάλυψη. Δεν έχω διαβάσει πολλά ακόμη που να θέτουν τα ζητήματα που πραγματεύεται τόσο εύστοχα και παράλληλα με τόσο πρωτότυπο ύφος. Θέματα τα οποία αφορούν τόσο το παρελθόν -ένα παρελθόν που οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε παρά μόνο μέσα από αφηγήσεις- όσο και το σήμερα, αλλά και το αύριο.
Η φράση του Έρικ Χομπσμπάουμ που στάθηκε αφορμή για τη δημιουργία του βιβλίου ήταν η εξής: «Ποτέ σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία η ζωή δεν άλλαξε τόσο δραστικά όσο άλλαξε τον 20ο αιώνα». Πράγματι, ο συγγραφέας του βιβλίου καταφέρνει να αποδείξει τη θέση αυτή, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του πατέρα του που, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, ξεκίνησε τη ζωή του στο χωριό, χωρίς τρεχούμενο νερό ή ηλεκτρικό ρεύμα, και έφτασε να κάνει επιστημονικές παρουσιάσεις με PowerPoint και live αναμεταδόσεις στο facebook. Τόσο η γενιά του συγγραφέα, όσο ακόμα περισσότερο και η δική μου, δεν μπορούν να ισχυριστούν πως έχουν βιώσει τόσο σημαντικές αλλαγές στην καθημερινότητα τους. Ίσως να μπορούν να το κάνουν σε μερικές δεκαετίες, ίσως και όχι.
Εξάλλου, όπως επίσης λέει ο Χομπσμπάουμ στην Εποχή των αυτοκρατοριών: «Το μόνο βέβαιο σχετικά με το μέλλον είναι ότι θα εκπλήξει ακόμη και όσους έχουν επιδείξει τη μεγαλύτερη οξυδέρκεια στα προγνωστικά τους». Αυτό που ξέρουμε είναι πως οι άνθρωποι που έχουν ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους εντός του 20ού αιώνα, έζησαν την εξέλιξη της τεχνολογίας σε τέτοιο βαθμό που δεν θα μπορούσε παρά να αλλάξει δραστικά όχι μόνο τον τρόπο που δρουν στην καθημερινή τους ζωή, αλλά και τις ανάγκες τους, τις επιθυμίες τους, τις σχέσεις μεταξύ τους, την ίδια τους την κοσμοθεωρία.
Ο συγγραφέας στο έργο του παρουσιάζει αποσπάσματα από συζητήσεις με τον πατέρα του, ο οποίος του αφηγείται διάφορες πτυχές της καθημερινότητας του παρελθόντος με αφοπλιστική –θα πρέπει να πούμε- αμεσότητα, παρ’ ότι λείπουν όλες εκείνες οι υπερβολικές περιγραφές εντυπωσιασμού που όλοι έχουμε ακούσει από πατεράδες και μανάδες ή από παππούδες και γιαγιάδες. Στη συνέχεια, με αφορμή τις αφηγήσεις αυτές παραθέτει δικές του σκέψεις πάνω στο τότε και το τώρα, τονίζοντας τα σημεία που κατά τον ίδιο έχουν σημασία, και προτείνοντας ερμηνείες και προβληματισμούς ως προς το τι άλλαξε, τι χάθηκε και τι κερδήθηκε.
Προσωπικά, αν θα έπρεπε να ξεχωρίσω ένα μόνο από τα επιτεύγματα του συγγραφέα, αυτό θα ήταν το ότι καταφέρνει να ισορροπήσει με πλήρη νηφαλιότητα ανάμεσα στην εξιδανίκευση του ειδυλλιακού παρελθόντος και την βεβαιότητα του ουτοπικού μέλλοντος. Καταφέρνει να πάρει θέση σε μια διαχρονική διαμάχη ανάμεσα στους λάτρεις του παλιού που -δυστυχώς κατ’ αυτούς- έφυγε ανεπιστρεπτί και που πιστεύουν πως ό,τι απομένει από την πορεία της ανθρωπότητας είναι απλώς μια συνεχής διαδρομή προς την καταστροφή, και σε όσους πιστεύουν πως ζουν στον καλύτερο δυνατό κόσμο, που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να γίνεται όλο και πιο απολαυστικός, απορρίπτοντας οποιαδήποτε παραχώρηση στα περασμένα. Η διαμάχη αυτή ίσως φαντάζει γραφική όταν έχει τα γνωστά χαρακτηριστικά που όλοι έχουμε συναντήσει, μιας γενιάς που νοσταλγεί την περασμένη νεότητα της και κατηγορεί την επόμενη γενιά για λιγότερη αυθεντικότητα, για λιγότερη ανθρωπιά ή ακόμα και για λιγότερη «πραγματική ζωή». Πέρα όμως από τους αυθόρμητους προβληματισμούς που θέτει για το χθες και το σήμερα, είτε αφαιρέσεις είτε όχι το γραφικό περιτύλιγμα, μπορεί να γίνει πιο περίπλοκο αν προστεθούν και άλλα χαρακτηριστικά ή αν προσπαθήσεις να το δεις από μία κοινωνιολογική σκοπιά.
Αναφέρω δύο σύγχρονα παραδείγματα που προσωπικά με έχουν εντυπωσιάσει όσο λίγα. Το πρώτο είναι το γεγονός ότι σήμερα συναντάς εύκολα ανθρώπους που αποστρεφόμενοι τους ρυθμούς της καθημερινότητας τους νοσταλγούν εποχές που δεν έχουν καν ζήσει, αλλά τις έχουν γνωρίσει μέσω αφηγήσεων. Το ότι δηλαδή, μπορείς να συναντήσεις κάποιον ο οποίος να είναι βέβαιος για το ότι οι καλές δουλειές, οι καλές παρέες και το καλό φλερτ υπήρχαν μόνο στην ένδοξη δεκαετία του ‘80 ή του ‘90 και παράλληλα να είναι 19 χρονών, γεννημένος το 2000. Αυτό ίσως μπορεί να ανοίξει μία μεγάλη συζήτηση για την επίδραση της pop κουλτούρας ή την επίδραση των αφηγήσεων γενικώς, καθώς και για το ποιο είναι αυτό το στοιχείο του σήμερα που κάνει το βλέμμα να στρέφεται τόσο ρομαντικά προς τα πίσω, αλλά αμφιβάλλω αν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Το δεύτερο παράδειγμα, που ίσως έχει περισσότερο βάθος, είναι η πρωτοτυπία που έφερε ο 21ος αιώνας και όλοι έχουμε συναντήσει κάποια στιγμή: κάποιος ασκεί δριμύτατη κριτική στα social media τα οποία αποξενώνουν και διαλύουν καθετί ουσιώδες στην επικοινωνία των ανθρώπων, κι όλα αυτά τα κάνει με ένα πολύ προσεκτικά δομημένο post του στο facebook.
Ο συγγραφέας του έργου έρχεται αντιμέτωπος με πολλούς τέτοιου είδους προβληματισμούς, με ερωτήματα κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής φύσης, αλλά και βαθιά πολιτικά, με την ευρεία έννοια της πολιτικής, και καταφέρνει κατά τη γνώμη μου να ζυγίσει με μεγάλη ακρίβεια τα δεδομένα και να προτείνει ερμηνείες που δεν απογοητεύουν. Θα επιχειρήσω να αναδείξω αυτά τα στοιχεία μέσα από μια περιληπτική περιήγηση στα ζητήματα που πραγματεύεται το βιβλίο, κρατώντας παράλληλα τις κατάλληλες αποστάσεις από αυτό που ονομάζουμε spoiler.
Στο πρώτο μέρος, ο Πουλής με τη βοήθεια των αφηγήσεων του πατέρα του σχετικά με τα παιδικά του χρόνια, στέκεται με μια αναλυτική και εύστοχη ματιά στην παιδική ηλικία του παρελθόντος. Σε μια εποχή που το παιδικό παιχνίδι εναπόκειται αποκλειστικά στη φαντασία του παιδιού, στο τι θα του φανεί ενδιαφέρον στο περιβάλλον του ώστε να το χρησιμοποιήσει με αυτόν τον τρόπο. Παράλληλα, και σε μεγάλο βαθμό, πρόκειται για μια εποχή που το παιχνίδι γίνεται σχεδόν αποκλειστικά έξω από το σπίτι, με το παιδί να είναι διαρκώς εκτεθειμένο σε φυσικές κακοτοπιές, αλλά και στη βία της παρέας. Αν σήμερα οι γονείς παραπονιούνται πως τα παιδιά δεν ζουν την παιδική τους ηλικία και προτιμούν να είναι όλη την ημέρα πάνω από την οθόνη ενός κινητού ή ενός υπολογιστή, λίγες γενιές πιο πίσω, ήταν πιο πιθανό οι γονείς να θεωρούν πρόβλημα το γεγονός πως τα παιδιά δεν μαζεύονται σπίτι ή πως δεν παίζουν μέσα στο οπτικό τους πεδίο ώστε να τα προσέχουν. Στη συνέχεια, το παιχνίδι γίνεται εμπόρευμα, γίνεται εργοστασιακό, γίνεται κατανάλωση. Σε αυτό το στάδιο υμνείται η ποικιλία επιλογών, αλλά «θρηνείται» η φαντασία και η επινοητικότητα. Το παιχνίδι γίνεται απρόσωπο, μπαίνει σε βιτρίνα. Αποκτά διαφήμιση, γίνεται βασικός τροχός κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας, κάτι που έλειπε πλήρως στα χρόνια που παιχνίδι μπορούσε να είναι ένα ξύλο που χτυπάει ένα άλλο ξύλο:
Μία ακόμη ριζική τομή συμβαίνει καθώς το παιδί καταφεύγει σε έναν κόσμο φαντασίας που είναι απροσπέλαστος στους ενήλικες. Αυτό συνέβαινε όταν οι γονείς δεν ασχολούνταν με τα παιχνίδια καθόλου και συμβαίνει για άλλους λόγους πάλι σήμερα. Τη δεκαετία του 50 στην Αμερική, τόσο τα τραινάκια όσο και οι κουζινούλες είχαν ως στόχο την εκπαίδευση των παιδιών σε ενήλικους ρόλους. Αν νομίζει κανείς ότι τα έμφυλα και ταξικά στερεότυπα είναι υπερβολικά σήμερα, που υπάρχει η Μπάρμπυ και τη μελετούν στα πανεπιστήμια για τις αναλογίες της και τα στερεότυπα που εδραιώνει δια του στήθους της, μπορεί να αντιπαραβάλλει το παλιό αμερικάνικο παιχνίδι «Έξω οι Κινέζοι», όπου ο μικρός τραβάει μία σκανδάλη και το παιχνίδι ρίχνει μία κλωτσιά στα παπάρια ενός Κινέζου, ή ένα παιχνίδι του αμερικανικού νότου, όπου ο στόχος είναι να στέλνεις νέγρους στο στόμα ενός αλιγάτορα. Από μία στιγμή και μετά όμως το παιχνίδι γίνεται ένας αυτόνομος κόσμος απομόνωσης του παιδιού, γεμάτος από γκροτέσκες φιγούρες και ταχείς ρυθμούς, που δεν απευθύνεται πια σε γονιούς που θέλουν να περάσουν χρόνο μαζί με τα παιδιά τους. (σελ. 51)
Παρ’ όλα αυτά, όταν ο πατέρας του συγγραφέα ήταν παιδί, η παιδική ηλικία δεν είχε μόνο επινοητικότητα στο παιχνίδι. Είχε γονείς και δασκάλους να χρησιμοποιούν ως βασικό μέσο εκπαίδευσης τον ξυλοδαρμό, είχε παιδική εργασία, είχε στερήσεις.
Eίναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το πώς, ενώ γνωρίζουμε μέσες-άκρες τις τεχνολογικές ή και πολιτισμικές διαφορές μεταξύ της δικής μας γενιάς και του παρελθόντος, ή έστω τις φανταζόμαστε, κάποια πράγματα έχουν καταγραφεί ως δεδομένα στην συνείδηση μας, έτσι που δεν έχουμε διατυπώσει ποτέ απορίες που στην πραγματικότητα είναι απλές, και αν σήμερα μας ρωτήσει κάποιος σχετικά, τότε μόνο θα συνειδητοποιήσουμε πως δεν ξέρουμε να απαντήσουμε. Τι έπιπλα υπήρχαν στα σπίτια των παλαιότερων γενιών; Υπήρχε διακόσμηση; Πού έκαναν μπάνιο; Ποια ήταν η τελευταία τους δραστηριότητα πριν τον ύπνο, όταν το φως του ήλιου είχε πέσει, και δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα; Σίγουρα δεν έκαναν ένα τελευταίο σκρολάρισμα στο facebook. Πώς αντιμετώπιζαν τη δυσοσμία πριν από το roll on και το αποσμητικό σπρέι; Ήθελαν να την αντιμετωπίσουν ή μήπως η διάδοση της αστικής νοοτροπίας και της διαφήμισης εκπαίδευσαν τις μύτες τους στην πορεία των χρόνων; Πώς έτρωγαν; Χρησιμοποιούνταν από πάντα το μαχαίρι και το πιρούνι;
Με αφορμή το τελευταίο αυτό ερώτημα, ο συγγραφέας έχει μία πολύ εύστοχη παρατήρηση να κάνει, κατά τη διάρκεια της οποίας συγκρούεται με την άποψη που θέλει τους καλούς τρόπους να αποτελούν ένδειξη για το επίπεδο του πολιτισμού, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίζουμε ως βαρβάρους μόνο πολιτισμούς έξω από τα σύνορα μας, αλλά και πολιτισμούς προηγούμενων γενεών που δεν μοιράζονταν τις ίδιες συνήθειες με εμάς. Μια άποψη η οποία βασίζεται στην ξεπερασμένη θεωρία για το ότι υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πολιτισμοί, και όχι απλώς διαφορετικοί. Ξεπερασμένη, δυστυχώς μόνο για τις ακαδημαϊκές αίθουσες, που δεν ξέρω πόσο προσπαθούν να επικοινωνήσουν τις απόψεις τους με εξωστρέφεια, και αν το κάνουν, δεν ξέρω πόσο το καταφέρνουν. Το παράδειγμα του συγγραφέα είναι εύστοχο. Ο Χάνιμπαλ φοράει κοστούμι και τρώει το ανθρώπινο κρέας με μαχαιροπίρουνο. Ίσως πρέπει να διαπραγματευτούμε τις προτεραιότητες μας και να αποφασίσουμε αν δίνουμε περισσότερη σημασία στη σωστή χρήση του μαχαιριού και του πιρουνιού, ή στο αν είμαστε ανθρωποφάγοι.
Κατά την ανάγνωση του βιβλίου δεν μπορείς παρά να προβληματιστείς για το αν η σύγχρονη τεχνολογική επανάσταση, αυτή της ψηφιακής εποχής, άλλαξε τόσο δραστικά τις ζωές μας όσο νομίζουμε, αν την συγκρίνουμε με προηγούμενες τεχνολογικές επαναστάσεις. Ο συγγραφέας στέκεται πάνω από αυτό το ερώτημα και σημειώνει πως η βελτιωμένη ταχύτητα επικοινωνίας μέσω μηνυμάτων του ίντερνετ σε σχέση με το φαξ, δεν είναι τίποτα μπροστά στην βελτίωση που έφερε ο τηλέγραφος, όταν πριν από αυτόν ένα μήνυμα χρειαζόταν τρεις εβδομάδες για να περάσει τον ατλαντικό, ενώ μετά από αυτόν κάτι λιγότερο από δέκα λεπτά. Παρομοίως, όσο και αν εκσυγχρονιστούν τα σημερινά πλυντήρια, ακόμα και αν σε μια μελλοντική κοινωνία έχουμε ρομπότ να πλένουν, να στεγνώνουν, να σιδερώνουν και να μας φοράνε τα ρούχα μας, οι ανέσεις αυτές δεν θα επιφέρουν στην καθημερινότητα μας μια τόσο ισχυρή ρήξη με το χθες, όπως έκανε η εφεύρεση του πρώτου πλυντηρίου σε συνδυασμό με την ευρεία υδροδότηση, που απελευθέρωσε τόσο από το πλύσιμο των ρούχων στο χέρι όσο και από το κουβάλημα του νερού από τις πηγές. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο σχετικό κεφάλαιο, η εφημερίδα του Βατικανού έγραψε κάποτε πως το πλυντήριο απελευθέρωσε τις γυναίκες περισσότερο κι από το αντισυλληπτικό χάπι και την εργασία. Σήμερα, οι γυναίκες όχι μόνο δεν κουβαλάνε νερό, αλλά ευτυχώς αμφισβητούμε πως το πλύσιμο των ρούχων είναι αποκλειστικά γυναικεία δουλειά. Τι σοκ για το Βατικανό!
Παρ’ ότι διαβάζοντας το βιβλίο μπορεί σε πολλά σημεία να νιώσουμε τυχεροί για τις ανέσεις του σήμερα, από όσα αναφέρονται, αυτό που θα συναντούσε περισσότερη αμφισβήτηση όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας είναι η στάση του απέναντι στη λεγόμενη λαϊκή Ιατρική, που νομίζω πως αξίζει να την ξεχωρίσω από τα υπόλοιπα κομμάτια του βιβλίου μιας και μέχρι και σήμερα φαίνεται να της έχουμε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη χάρη στη λεγόμενη σοφή γνώση των παλιών, που στις ακραίες της μορφές συμπεριλάμβανε το φάγωμα της καρδιάς ενός περιστεριού για την αντιμετώπιση της ταχυκαρδίας ή την αλοιφή από βρασμένο σκαντζόχοιρο για την αντιμετώπιση των αρθριτικών. Με τις αναφορές του αυτές, ο συγγραφέας δεν προσπαθεί να χλευάσει τις παλιές εποχές, κάτι που πολλοί από όσους ανήκουν στους λάτρεις του τεχνολογικού παρόντος θα έκαναν με περίσσιο ελιτισμό, αλλά προσπαθεί να σταθεί κριτικά απέναντι στη σημερινή κοινωνία που δεν έχει απελευθερωθεί από προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Παραθέτω ένα δεύτερο, μικρό απόσπασμα του βιβλίου σχετικά με αυτό:
Από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά, αυτό που μέχρι τότε το πανεπιστήμιο το καταπολεμούσε ως αγυρτεία και κομπογιαννιτισμό, ο σύγχρονος άνθρωπος άρχισε να το αναγνωρίζει ως «εναλλακτική ιατρική». Μάλιστα, όταν λέμε «ο σύγχρονος άνθρωπος», περιλαμβάνουμε και τα φαρμακεία, που σπανίως αρνούνται να πουλήσουν «βραχιόλι ισορροπίας», και το τρομακτικό ποσοστό των συμβατικών (κανονικών) γιατρών που προτείνουν και εναλλακτικά φάρμακα. Έχει ειπωθεί πολύ ωραία ότι εναλλακτική ιατρική δεν υπάρχει. Αν κάτι λειτουργεί, τότε συνιστά ιατρική. Η διατύπωση «εναλλακτική ιατρική» είναι ένας ευφημιστικός χαρακτηρισμός για θεραπείες που είτε δεν έχει αποδειχθεί ότι θεραπεύουν είτε έχει με βεβαιότητα αποδειχθεί ότι δεν θεραπεύουν. (σελ.153-154)
Η νεωτερικότητα μεταξύ άλλων -καλών ή κακών- δημιούργησε τον ανικανοποίητο άνθρωπο. Δυσκολευόμαστε να φανταστούμε πως κάποιος μπορεί να ζει ευχαριστημένος απλά και μόνο αν καλύπτει τις ανάγκες του. Ο διαρκής στόχος της κάλυψης αναγκών έφερνε τους ανθρώπους της αγροτικής κοινωνίας του παρελθόντος σε μια μεταξύ τους συνεργασία, που φαντάζει ξένη προς τον σύγχρονο καπιταλιστικό άνθρωπο που πρέπει διαρκώς να εξελίσσεται και να υπομένει, με το όνειρο πως κάποια στιγμή θα έχει δύο σπίτια, τρία αυτοκίνητα και πέντε υπαλλήλους. Θα ήταν εξιδανίκευση να πούμε πως στο παρελθόν οι άνθρωποι μοιράζονταν τα πάντα, ζούσαν μονιασμένοι και ενωμένοι σαν μια γροθιά, χωρίς τις συγκρούσεις και τον ατομισμό που κυριαρχούν σήμερα. Ανάμεσα στην εξιδανίκευση και την υποτίμηση όμως, υπάρχει η αναγνώριση πως πράγματι, η νοοτροπία που περιγράφηκε παραπάνω, του ανθρώπου που στερείται για να ονειρεύεται και ονειρεύεται για να στερείται, έχει διαδώσει τον ατομισμό σε ένα επίπεδο που στις αγροτικές κοινωνίες του παρελθόντος δεν υπήρχε. Υπήρχαν κοινωνικές ανισότητες, βαριές κοινωνικές ανισότητες, με τους έχοντες και τους μη έχοντες, οι οποίες όμως δεν μετριούνταν σε τραπεζικούς λογαριασμούς, και δεν παρήγαγαν τον ανταγωνισμό τον τραπεζικών λογαριασμών.
Οι ανισότητες βέβαια, ήταν πιο συχνές στο κομμάτι της πόλης, και η αστικοποίηση τις έκανε να εντείνονται όλο και περισσότερο. Οι αγροτικές κοινωνίες δεν μοιράζονταν τη νοοτροπία της πόλης, και αυτό είναι εμφανές ίσως στην περίπτωση του χρήματος, όπου αν και μιλάμε για μια περίοδο που κυκλοφορεί κανονικά, οι άνθρωποι των χωριών δεν του δίνουν ιδιαίτερη αξία, εκτός από την στιγμή που πρέπει να κάνουν αγορές από την πόλη. Αυτό που καλύπτει τις ανάγκες τους είναι η κοινότητα. Όπως έχει αναφέρει σε μια συνέντευξή του στο Μπακίρι ο Βασίλης Νιτσιάκος, καθηγητής κοινωνικής λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στις προνεωτερικές αγροτικές κοινωνίες μπορεί να συναντήσει κανείς την πλήρη αδιαφορία ακόμα και για το ζήτημα της ατομικής ιδιοκτησίας. Ιδιοκτησία είχαν μόνο τα ζώα, τα οποία όμως τα διαχειρίζονταν επίσης με έναν κοινό τρόπο.
Σε αυτό το σημείο ο Νιτσιάκος συναντάται με τον συγγραφέα, ο οποίος μέσα από τη σχετική με το θέμα επεξεργασία του, στέκεται ακόμα και σε λέξεις που χρησιμοποιούνταν στις αγροτικές κοινωνίες του παρελθόντος, και σήμερα δεν νοείται η χρήση τους όχι λόγω της εξέλιξης της γλώσσας, αλλά γιατί δεν υπάρχει τίποτα για να περιγράψουν. Όπως για παράδειγμα το ρήμα «αλλαξοβοϊδίζω» που συναντάται στην Αιτωλία, για τις συνεργατικές τοποθετήσεις των βοδιών στα χωράφια. Δεν πρόκειται για κάποια ονειρεμένη κοινωνία που καταστράφηκε λόγω του καπιταλισμού και της εκβιομηχάνισης. Υπήρχαν αγκάθια, υπήρχαν κολίγοι, τσιφλικάδες, εκμετάλλευση. Παράλληλα όμως, θα τολμήσω να εκτιμήσω, ήταν μια κοινωνία όπου αν με έναν τρόπο αποφάσιζες να θέσεις τον εαυτό σου έξω από τον συλλογικό ιστό, ρίσκαρες την ίδια σου την ύπαρξη.
Θα περάσω στο τελευταίο μέρος, που ασχολείται αρκετά με την ψηφιακή εποχή. Για να το κάνω αυτό θα σταθώ στη σύγκριση της με προηγούμενες τεχνολογικές «καινοτομίες» -κάτι που ο συγγραφέας κάνει με πολύ ενδιαφέρον τρόπο. Αν σήμερα κατακεραυνώνουμε το ίντερνετ για το πώς έχει επηρεάσει τις ανθρώπινες σχέσεις, για το πόσο παθητικούς, πόσο λιγότερο ανθρώπους μας έχει κάνει, τα δεδομένα αλλάζουν αν τα τοποθετήσουμε δίπλα στην αλλαγή που έφερε η εφεύρεση της τηλεόρασης. Και τότε όπως και τώρα, υπήρχαν κατηγορίες ενάντια στην τηλεόραση που μιλούσαν για παθητικότητα και για απομονωτισμό. Μπορεί να έφερνε τους ανθρώπους κοντά, μιας και δεν είχαν όλοι τηλεόραση και έτσι έπρεπε να μαζευτούν στο σπίτι αυτού που έχει για να δουν το αγαπημένο τους πρόγραμμα, όμως το γεγονός ότι βρίσκονταν στον ίδιο χώρο δεν σημαίνει ότι επικοινωνούσαν μεταξύ τους.
Εδώ ο Πουλής επιχειρεί μια σύγκριση που κατά την αυστηρά προσωπική μου γνώμη βγάζει νικητή το διαδίκτυο. Όχι γιατί αυτό δεν έχει αρνητικές πτυχές που σχετίζονται με την απομόνωση και την παθητικότητα, πτυχές που θα πρέπει να μας προβληματίσουν και που πιθανότατα θα πρέπει να σταθούμε πάνω από το πως να τις επεξεργαστούμε, αλλά γιατί αν δούμε συμβατικά το δρων υποκείμενο ως μία μετρήσιμη κατάσταση, μπορούμε να πούμε πως το διαδίκτυο σε σχέση με την τηλεόραση έκανε ένα βήμα μπροστά στην αλληλεπίδραση. Ο χρήστης δεν ακούει μόνο να του μιλάνε, αλλά μιλάει κι αυτός. Δεν βλέπει μόνο βίντεο, αλλά διαδίδει τις δικές του στιγμές σε βίντεο. Από την περίπτωση όπου κάποιος μπορεί να γίνει διάσημος με ένα τραγούδι του στο youtube, όπως συνέβη με τον Παντελή Παντελίδη, μέχρι την περίπτωση όπου κάποιος θέλει να δείξει πόσο αστεία ακροβατικά κάνει η γάτα του. Ο χρήστης δεν διαβάζει απλώς κείμενα, γράφει τα δικά του κείμενα. Ο χρήστης δεν βλέπει απλώς την πολιτική επικαιρότητα, αλλά παρεμβαίνει σε αυτήν, όχι μόνο γράφοντας τις απόψεις του σε κάποια ανάρτηση στο facebook, η αποτελεσματικότητα του οποίου μπορεί να ελεγχθεί, αλλά διοργανώνοντας πολιτικές παρεμβάσεις και διαδηλώσεις από τα κάτω και χωρίς κεντρική σχεδίαση. Δεν λαμβάνει απλώς ενημέρωση, αλλά παίζει καθοριστικό ρόλο στη διάδοση της πληροφορίας. Αν όλα αυτά συμβαίνουν με τον σωστό τρόπο ή αν εν γένει συμβαίνουν καλώς, είναι μια άλλη ενδιαφέρουσα συζήτηση.
Με την εμφάνιση του κινητού τηλεφώνου και ακόμα περισσότερο με την πρόσβαση του internet σε αυτό, εξαπλώθηκε η δυνατότητα του να αλληλεπιδρά κανείς με δεκάδες πράγματα, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται σε μια ιδιωτική φούσκα ξεκομμένος από το φυσικό του περιβάλλον. Μπορείς να διανύσεις μία διαδρομή μισής ώρας με το λεωφορείο και να μην γνωρίζεις αν δίπλα σου καθόταν κάποιος που φορούσε μαύρα ή κόκκινα. Οι προβληματισμοί αυτοί συνήθως διατυπώνονται ως βεβαιότητες, ως αδιάσειστα επιχειρήματα για την παρακμή του σήμερα. Με την ίδια βεβαιότητα θα μπορούσε να διατυπωθεί το προηγούμενο επιχείρημα για το δρων υποκείμενο, ώστε να καταδείξει την αδιαμφισβήτητη πρόοδο. Αυτό ακριβώς επιτυγχάνει ο συγγραφέας. Να αμφισβητεί τις βεβαιότητες και να ασκεί κριτική πίεση προς τις δύο πλευρές ταυτόχρονα. Είναι η συνθήκη αυτή, που μπορεί να παράξει τους πιο γόνιμους προβληματισμούς κατά την ανάγνωση.
Θα κλείσω όπως άρχισα, με τις ανθρώπινες σχέσεις, το κατεξοχήν θέμα διαφωνίας κατά την επεξεργασία της ψηφιακής εποχής. Το τρίτο και τελευταίο απόσπασμα από όσα επέλεξα από το βιβλίο μπορεί να μην απηχεί την ολοκληρωμένη άποψη του συγγραφέα επ’ αυτού, είναι όμως ενδεικτικό για μια συζήτηση που μου φαίνεται λανθασμένη, με αρκετά προβληματικές παραμέτρους· τη συζήτηση σχετικά με την αυθεντικότητα, που διαρκώς υπονοείται ότι είναι μετρήσιμη, και τις σχέσεις:
Το υπονοούμενο ερώτημα όταν συζητούμε τις επαφές μέσω του διαδικτύου είναι τι αξία έχει μία ασώματη επαφή. Είναι υποκατάστατο της «αληθινής»; Πολλοί θα επέμεναν πως προβληματική είναι η ίδια η έννοια της «αυθεντικής» ή «αυθεντικότερης» επικοινωνίας. Να πούμε ένα παράδειγμα. Ένα κορίτσι στην Κάσο συμμετέχει σε μία διαδικτυακή ομάδα θαυμαστών των ιαπωνικών κόμικ Μάνγκα. Η οικογένεια της αδιαφορεί. Το σχολικό περιβάλλον της αδιαφορεί και την εχθρεύεται γιατί είναι παχιά. Όσο εκείνη είναι κολλημένη στην οθόνη του υπολογιστή της διαμορφώνει μία ανοιχτή κοινωνικότητα ασώματη μεν, αλλά με βαθύτατα στοιχεία ταυτότητας για την ίδια. Ο περίγυρος θα παραπονείται πως του γυρίζει την πλάτη, κυριολεκτικά, αφού θα βλέπει όλη μέρα την πλάτη της, όταν ανοίγει την πόρτα του δωματίου της. Και όταν απομακρύνεται, θα έχει στο χέρι της το κινητό. Αυτή η ταυτότητα είναι αληθινή ή πλασματική γι’ αυτή την κοπέλα, που οι συμμαθητές την αγνοούν και οι γονείς την εχθρεύονται; Προχωρώ με το αυτοκίνητο σε μία επαρχιακή πόλη της Εύβοιας. Βλέπω ένα κορίτσι στην εφηβεία να κάθεται δίπλα σε έναν βλοσυρό πατέρα. Εκείνος κοιτάζει βαριεστημένα τα αυτοκίνητα που περνάνε, εκείνη το κινητό της. Το μυαλό της είναι αλλού όχι διότι υπάρχει το ίντερνετ, αλλά διότι δεν υπάρχει ο πατέρας της. Έχει νόημα να πούμε ότι η κοινωνικότητα που αναπτύσσει στο κινητό της είναι δευτέρας διαλογής; Και δεν θα πρέπει συνάμα να αναγνωρίσουμε πως αν ισχύει αυτό, ο φυσικός της περίγυρος συνιστά κοινωνικότητα τρίτης διαλογής; Πως η επαφή με τον βλοσυρό πατέρα της μπορεί να είναι όχι μόνο πληκτική αλλά τραυματική; Θα το λέγαμε με κάθε βεβαιότητα, ότι και η χειρότερη επικοινωνία από κοντά είναι προτιμότερη από ό,τι η καλύτερη επικοινωνία από απόσταση; Το βρίσκω παράλογο, παρότι αυτό υπονοείται σε κάθε σχετικό ηθικοπλαστικό σχόλιο εναντίον του κινητού.(σελ.293-294)
Ως προς το ύφος, που δεν είναι ανεξάρτητο από την ουσία, ο συγγραφέας γράφει με έναν τρόπο κατανοητό και υψηλής ποιότητας μαζί. Δεν γράφει σαν κοινωνιολόγος, όπως δηλώνει ο ίδιος προβληματισμένος μάλλον από τον στίχο του Ώντεν «ου διαπράξεις κοινωνική επιστήμη», αλλά εισάγοντας παράλληλα στο ευρύ κοινό προβληματισμούς με κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά, και αδιαμφισβήτητα βαθιά κοινωνικούς. Αντιμετωπίζει τα θέματα με τη σοβαρότητα που τους αρμόζει, χωρίς να παραβλέπει να χρησιμοποιήσει καυστικό χιούμορ. Είναι ένα βιβλίο εξαιρετικού ενδιαφέροντος που δεν αναπαράγει κοινοτοπίες παρά μόνο για να αναδείξει πως οι κοινωνίες και η εξέλιξή τους δεν μελετώνται με κοινοτοπίες και απλοϊκότητες. Η επεξεργασία τους γίνεται με την πυξίδα στραμμένη στον άνθρωπο, με τη μνήμη στις ιστορίες της γιαγιάς καβάλα στο γαϊδουράκι, και πιθανότατα στο Word.
Η επιμέλεια του κειμένου έγινε από τον Αντώνη Γαζάκη.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο