Το Marginalia αποτελείται, σε μεγάλο βαθμό, από ανθρώπους της γενιάς η οποία για να παράξει έργο στις τέχνες ή τα γράμματα θα πρέπει είτε να βάλει βαθιά το χέρι στην (άδεια) τσέπη, είτε να στραφεί προς τα λεγόμενα κοινωφελή ιδρύματα. Η ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή των τελευταίων στη ζωή μας, από την χρηματοδότηση ή την εγκόλπωση καλλιτεχνικών και ακαδημαϊκών έργων μέχρι τη διαμόρφωση του αττικού αστικού ιστού ή την «φιλοξενία» πλέον της Εθνικής Βιβλιοθήκης, οδήγησε στην επιλογή ενός αφιερώματος γύρω από αυτά. Ξεκινάμε με δύο βασικές διερωτήσεις:
α) Τι είναι και τι θέλουν τα Ιδρύματα;
β) Η χρηματοδότηση είναι εξ ορισμού αθώα ή ένοχη; Κι αν όχι, τι ακριβώς θα πρέπει να μας απασχολεί γύρω από αυτή;
Προφανώς δεν πρόκειται να απαντήσουμε εφ’ όλης της ύλης, για μια σειρά από λόγους. Πρώτον, δεν είναι όλα τα ιδρύματα τα ίδια, ούτε και στατικά ως προς τις πολιτικές και τις στρατηγικές τους, και άρα δεν μπορούμε να τα διερευνήσουμε όλα και σε βάθος. Δεύτερον, και κυριότερο, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την ατζέντα του εκάστοτε ιδρύματος, η οποία εξάλλου ποτέ δεν ανακοινώνεται ρητά και ανοιχτά. Τρίτον, και όχι ήσσονος σημασίας, αντιμετωπίσαμε μεγάλη δυστοκία στην εξεύρεση αρθρογράφων για ένα θέμα που κυριαρχεί στον ευρύτερο περίγυρό μας και που έγινε δεκτό ως θέμα με μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι η πρώτη φορά μάλιστα που έχουμε ανώνυμους συνεργάτες. Ακόμη κι αν πολλοί συμφωνούν πως πρόκειται για ένα κρίσιμο ζήτημα, η επισφαλής τους θέση και η εξάρτηση από τις χρηματοδοτήσεις των ίδιων ιδρυμάτων τα οποία καλούνται να κριτικάρουν φέρνει τον φόβο μιας πιθανής έκθεσης. Αυτή η δυσκολία όμως, και η οποία δεν πρέπει να ιδωθεί ως δικαιολογία για τυχόν ελλείψεις μιας και αυτές μας βαραίνουν ούτως ή άλλως, αποτελεί συνάμα και μια ένδειξη για τη βαρύνουσα σημασία της ανάδειξης του συγκεκριμένου θέματος.
Ας ξεκινήσουμε με ένα δεδομένο. Τα κοινωφελή ιδρύματα δεν είναι αυθύπαρκτα. Οι βασικοί παίκτες του πεδίου αυτού έχουν δημιουργηθεί από το μεγάλο εφοπλιστικό, και όχι μόνο, κεφάλαιο, συγκεκριμένα, Νιάρχος, Λάτσης, Ωνάσης, Δασκαλόπουλος, κ.ά. Άρα επιδιώκουν εξ ορισμού να υπηρετήσουν τους σκοπούς των ιδρυτών τους, αλλά και των συνεχιστών τους στην διοίκηση των οικονομικών αυτών κολοσσών. Εδώ γεννάται και το ερώτημα κατά πόσο συνδέονται η ατζέντα ιδρύματος και αντίστοιχου επιχειρηματικού ομίλου , και, στον βαθμό που το πρώτο είναι αυτόνομο, με ποια κριτήρια συγκροτεί την ατζέντα του, λ.χ. στο επίπεδο της αισθητικής του πρότασης. Το θέτουμε, παρότι είναι δύσκολο κανείς να προχωρήσει πέρα από κάποιες υποθέσεις εργασίας, γιατί είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου κάποια ερωτήματα όταν επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε κινήσεις, δράσεις και δηλωμένες προθέσεις.
Ένα δεύτερο ερώτημα αφορά τη σχέση Δημοσίου –τόσο υπό την έννοια του ρόλου του κράτους, όσο και υπό την έννοια αυτού που ανήκει σε όλους μας- και (ιδιωτικών) Ιδρυμάτων. Ένα ερώτημα που μπαίνει στην περίπτωση λ.χ. της Εθνικής Βιβλιοθήκης ή όταν τα εν λόγω Ιδρύματα αρθρώνουν λόγο για την διαμόρφωση ή τον μετασχηματισμό του αστικού ιστού.[1] Τo κείμενo τoυ Δημήτρη Πούλιου και εκείνο του Άρη Μαραγκόπουλου επιδιώκουν να προσεγγίσουν αυτά τα ζητήματα, με τον μεν πρώτο να εξετάζει τη σχέση των Ιδρυμάτων και του Δημοσίου χώρου, ενώ ο δεύτερος, στο μόνο κείμενο του αφιερώματος που αποτελεί αναδημοσίευση, θέτει ερωτήματα και διατυπώνει ορισμένες θέσεις γύρω από το θέμα των δημοσίων βιβλιοθηκών επ’ αφορμή της ένταξης της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
Ένα τρίτο ερώτημα και το οποίο αφορά τις χρηματοδοτήσεις, λ.χ. της έρευνας, σχετίζεται με το κατά πόσον αυτές είναι όντως χρηματοδοτήσεις ή ελεημοσύνη, π.χ. όταν λαμβάνεις 10.000 ευρώ μεικτά (χωρίς δηλαδή τον συνυπολογισμό της αφαίρεσης των ασφαλιστικών εισφορών ελεύθερου επαγγελματία) για εκπόνηση μεταδιδακτορικής έρευνας για ένα χρόνο από το Ίδρυμα Λάτση (νυν Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες). Δεν συνιστά η εμπέδωση ενός καθεστώτος προσωρινής και υποπληρωμένης εργασίας μια μορφή υποταγής και αποδοχής από μέρους των νέων καλλιτεχνών και επιστημόνων ενός πλαισίου εκείνης της κακόφημης ευρω-ενωσιακής εμπνεύσεως ευελισφάλειας;
Άμεσα συνδεδεμένη με το προηγούμενο θεωρούμε πως είναι και η προώθηση του εθελοντισμού από μέρους των Ιδρυμάτων για θέσεις οι οποίες στο παρελθόν ήταν έμμισθες, διοικητικές ή καλλιτεχνικές/επιστημονικές θέσεις. Τα παραπάνω ερωτήματα και προβληματισμοί διέπουν την συνέντευξη που έδωσε η Μαριάννα Τσόλη, ειδική σε θέματα πολιτιστικής διαχείρισης στον Χρίστο Μάη. Τέτοιου τύπου ζητήματα όπως επίσης και το ζήτημα του αισθητικού προτάγματος και της νέας σχέσης μεταξύ καλλιτέχνη και έργου στον χωροχρόνο απασχολούν τον Θεόφιλο Τραμπούλη, ο οποίος με βάση κυρίως την δράση των Ιδρυμάτων Ωνάση και Νιάρχου και των καλλιτεχνικών τους προγραμμάτων επιχειρεί να ανιχνεύσει τάσεις και στάσεις στην πολιτιστική πολιτική των ιδρυμάτων.
Την ίδια στιγμή υπάρχει και το ζήτημα των ξένων Ιδρυμάτων, κάποια εκ των οποίων δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα για δεκαετίες, όπως το Ροκφέλερ, το οποίο δραστηριοποιείται στην Ελλάδα από τον Μεσοπόλεμο, το Βρετανικό Συμβούλιο (λίγο πριν την έναρξη του Β΄ Π.Π.), ενώ το Φορντ, το Φουλμπράιτ, κ.ο.κ. εμφανίστηκαν μεταπολεμικά, και κάποια άλλα, λ.χ. αυτά με έδρα την Γερμανία (π.χ. Φρίντριχ Έμπερτ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Χάινριχ Μπελ) μόλις από το 2012 και μετά, με το Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον να δραστηριοποιείται το 2014. Η δράση των ξένων Ιδρυμάτων βρίσκεται στον πυρήνα τόσο του κειμένου του Χρίστου Μάη για τη δράση του Ιδρύματος Φορντ κατά την περίοδο της δικτατορίας, όσο και της Άλκηστης Πρέπη για το πρόγραμμα 100 Resilient Cities του Ιδρύματος Ροκφέλερ, ανάμεσα στις οποίες βρίσκονται η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη.
Σε αυτή την περίπτωση, και ενώ και πάλι επισημαίνουμε πως δεν είναι όλοι αυτοί οι φορείς το ίδιο, τα ζητήματα περιπλέκονται, μιας και συχνά υπάρχει η διάσταση της εξωτερικής πολιτικής, αφού δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις διασύνδεσης Ιδρυμάτων με κρατικούς φορείς στα πλαίσια προώθησης της εξωτερικής πολιτικής, λ.χ. των ΗΠΑ. Έχουμε μάλιστα και το φαινόμενο των συγκοινωνούντων δοχείων (revolving doors, στην αμερικανική βιβλιογραφία) ως προς τα στελέχη Ιδρυμάτων τα οποία μετακόμιζαν τόσο από Ίδρυμα σε Ίδρυμα, όσο και από Ίδρυμα σε κρατικές θέσεις (απ’ τις μυστικές υπηρεσίες μέχρι το Υπουργείο Εξωτερικών) και τούμπαλιν. Αυτή η διασταση υπήρξε ιδιαίτερα έντονη από την ψυχροπολεμική περίοδο και έπειτα και απασχολεί ερευνητές στην Ελλάδα (όπως θα δούμε στις βιβλιοκρισίες του Ιάσονα Ζαρίκου, της Ζηνοβίας Λιαλιούτη και του Χρίστου Μάη, για τα τρία πιο πρόσφατα ελληνόγλωσσα έργα πάνω στο ζήτημα αυτό) και διεθνώς εδώ και χρόνια.
Μελετώντας για το αφιέρωμα αυτό, υπέπεσε στην αντίληψή μας μια έρευνα με θέμα «Κοινωνία των Πολιτών & Φιλανθρωπία στην Ελλάδα». Σύμφωνα με το Νίκο Μαραντζίδη, «η έρευνα της διαΝΕΟσις σε συνεργασία με το ίδρυμα Μποδοσάκη για την κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα εκπονήθηκε από το ΕΠΙ του ΠαΜακ τον Ιανουάριο του 2018». Παρότι θεωρούμε πως μια έρευνα η οποία αφορά και τις ΜΚΟ εν μέσω του προσφυγικού, αλλά και της οικονομικής κρίσης, δεν βοηθάει μια ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων μιας και εύκολα μπορεί να υπάρξει σύγχυση.[2] Αυτό που έχει ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι πως η κρίση των ερωτηθέντων είναι θετική για τα ιδρύματα και για τις δράσεις που οι ίδιοι θεωρούν πως τα ιδρύματα τελούν· και γράφουμε «θεωρούν» γιατί την ίδια στιγμή τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων παραδέχονται πως γνωρίζουν από λίγο έως και καθόλου την δράση των ιδρυμάτων.[3]
Εξίσου αντιφατική είναι η σχεδόν ισόποση διασπορά της θετικής γνώμης για τα ιδρύματα, στην Αττική, όπου και έχουμε τη συγκέντρωση του μεγάλου όγκου των δράσεών τους μιας και εκεί εδρεύουν, και στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η αιτιολόγηση της δράσης των ιδρυμάτων όπου στην πρώτη θέση έρχεται το «γιατί έτσι καλύπτουν τους άλλους σκοπούς και τις παράλληλες δραστηριότητές τους» (71.2%), στη δεύτερη θέση έχουμε σχεδόν ισοψηφία των «από αγάπη για τον άνθρωπο» (61.7%) και «κυρίως για την αποφυγή και την ελάφρυνση πληρωμής φόρων» (61.4%), και τέλος «γιατί επιδιώκουν να αποκτήσουν πολιτική επιρροή» (56.5%). Μεγαλύτερη ορατότητα έχουν τα Νιάρχος και Ωνάσης, με τρίτο το Λάτσης και τέταρτο το Μποδοσάκη, σε αρκετή απόσταση από τα πρώτα δύο. Τέλος, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων, παρότι όχι αρνητική, δηλώνει επιφυλακτική έναντι της δράσης των ιδρυμάτων.
Η άγνοια για την δράση τους σε συνάρτηση με την θετική (υπερ)προβολή, σύμφωνα με την έρευνα τουλάχιστον, αποτελεί από μόνη της ένα σημαντικό ερέθισμα για να ασχοληθούμε με το ζήτημα. Πώς εξηγείται η ορατότητα και το θετικό πρόσημο για θεσμούς των οποίων η δράση μόνο ευρέως γνωστή δεν είναι και έναντι της οποίας τα ίδια άτομα που βλέπουν τα Ιδρύματα με καλό μάτι, βλέπουν τη δράση τους με επιφύλαξη; Ποια κίνητρα παράγουν την ατζέντα τους;
Θα κλείσουμε με μια σκέψη πάνω στο ζήτημα επ’ αφορμής του τίτλου της προαναφερθείσας έρευνας. Η συνεχιζόμενη κρίση αποτέλεσε και αποτελεί μια ευκαιρία για τα Ιδρύματα να εισχωρήσουν, με μειωμένες αντιστάσεις, σε μια σειρά από τομείς, επιβάλλοντας τους δικούς τους όρους, πολιτιστικούς και οικονομικούς, προωθώντας επί της ουσίας την φιλανθρωπία ως απάντηση ή αντιστάθμισμα στην λιτότητα και την υποχρηματοδότηση εν καιρώ κρίσης. Αυτή η ηγεμονία των Ιδρυμάτων μεταφράζεται και στην παρέμβασή τους σε ζητήματα που αφορούσαν μέχρι πρότινος την πολιτική εξουσία σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, όπως στην διαμόρφωση του δημοσίου χώρου και μάλιστα με τρόπους που να μην επιδέχονται έλεγχο, αντιγράφοντας μοντέλα που προώθησαν τα αμερικανικά Ιδρύματα ήδη από την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο μέχρι σήμερα. Αυτή η κυριολεκτική ανεξέλεγκτη επικράτηση των Ιδρυμάτων στη σφαίρα τόσο του ιδιωτικού (λ.χ. του παραγόμενου και καταναλισκόμενου πολιτιστικού προϊόντος), όσο και του δημοσίου (από τον χώρο μέχρι την υγεία), αποτελεί και το κρίσιμο επίδικο σήμερα.
Το κείμενο επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο