Η συνέντευξη του προέδρου του γερμανικού κοινοβουλίου Β. Σόιμπλε και η κριτική της[1]
Ο πρόεδρος του γερμανικού ομοσπονδιακού κοινοβουλίου και βουλευτής του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έδωσε στις 26 Απριλίου μια συνέντευξη στην γερμανική εφημερίδα Ντερ Τάγκεσσπίγκελ με θέμα την κρίση της πανδημίας του κορονοϊού, τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας και της εμπορικής δραστηριότητας και τις πολιτικές αντιμετώπισης των συνεπειών που έχουν τα μέτρα αυτά.[2]
Στην Ελλάδα προβλήθηκαν μεμονωμένες φράσεις αυτής της συνέντευξης σχετικά με την ανθρώπινη ζωή και το αναπόφευκτο του θανάτου ώστε να καταγγελθεί ο δήθεν μισανθρωπισμός του Σόιμπλε και η δήθεν ειδεχθής προτεραιότητα που δίνει στην οικονομία σε βάρος των ανθρώπινων ζωών. Η γνώση για το περιεχόμενο όσων είπε ο Σόιμπλε προερχόταν κατά κύριο λόγο από το το σχετικό περιληπτικό δημοσίευμα της ελληνικής υπηρεσίας της Ντόιτσε Βέλε και όχι από γνώση του πλήρους περιεχομένου της συνέντευξης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας επιλεκτικής παρουσίασης με έμμεσο κριτικό/καταγγελτικό τόνο, συναγόμενο κυρίως από τον τίτλο του είναι το άρθρο που δημοσίευσε το The Press Project στις 27 Απριλίου, το οποίο επιγράφεται «“Κάποτε θα πεθάνουμε”: Ο Σόιμπλε δηλώνει ότι εν μέσω πανδημίας δεν είναι πάνω από όλα οι ανθρώπινες ζωές». Η μόνη εξαίρεση που μπόρεσα να εντοπίσω ήταν η αντικειμενική, ουδέτερη και, εν προκειμένω, ακριβής παρουσίαση της Αυγής, στην οποία μεταφράζονται απλώς εκτενέστερα αποσπάσματα από τη συνέντευξη χωρίς σχολιασμό, γεγονός που είναι ενδεικτικό μιας ενδιαφέρουσας αμηχανίας απέναντι στον λόγο του Γερμανού πολιτικού.
Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης όσων είπε (με προσοχή και ακρίβεια) ο Β. Σόιμπλε στη συγκεκριμένη συνέντευξη είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα εύκολης κριτικής με μερική και αποσπασματική γνώση του περιεχομένου αυτού που γίνεται αντικείμενο της κριτικής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή η επιφανειακή κριτική είναι προβληματικότερη γιατί οι θέσεις και οι απόψεις που εκφράζει ο Σόιμπλε αξίζουν να γίνουν –ανεξάρτητα από τις θυμικές αντιδράσεις που μπορεί να προκαλεί το πρόσωπό του και η οικονομική πολιτική που εκπροσωπεί– αντικείμενο μελέτης και σοβαρής κριτικής στο πλαίσιο του διαλόγου της αριστεράς για την πολιτική μέσα στην περίοδο της πανδημίας, αλλά και μετά από αυτή.
Στόχος αυτού του σημειώματος είναι να παρουσιάσει στοιχεία μιας τέτοιας κριτικής. Στην πρώτη ενότητα παρουσιάζω τα βασικά σημεία της συνέντευξης και επιχειρώ να τα τοποθετήσω μέσα στο πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης στη Γερμανία. Στη δεύτερη ενότητα συζητώ κριτικά τρία ζητήματα που αναδεικνύονται στη συνέντευξη, την πολωτική αντίθεση μεταξύ των «επιστημόνων» και της «πολιτικής», την αντιδιαστολή μεταξύ του στόχου για προστασία της ζωής και αυτού για προστασία της αξίας του ανθρώπου και την υποκείμενη λογική στο πολιτικό μοντέλο αντιμετώπισης της πανδημίας, το οποίο φαίνεται να υποστηρίζει ο Β. Σόιμπλε.
Ζωή και αξιοπρέπεια, πολιτική νομιμοποίηση, οικονομία και παγκοσμιοποίηση την εποχή της πανδημίας (και μετά)
Ο Β. Σόιμπλε μιλά στη συνέντευξή του βασικά για τρία ζητήματα: Πρώτον, για την πολιτική νομιμοποίηση της κυβέρνησης και την κοινοβουλευτική δημοκρατία την εποχή της πανδημίας. Δεύτερον, για τη σημασία της προστασίας της ανθρώπινης ζωής και την προτεραιότητα της προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Τρίτον, για τις αλλαγές που επίκεινται ή/και πρέπει να γίνουν στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία μετά την πανδημία.
Κεντρική στόχευση του Σόιμπλε είναι, πρώτον, να χαράξει έναν μέσο δρόμο στην συζήτηση που γινόταν με ένταση τις ημέρες εκείνες στη Γερμανία σχετικά με τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων και στην οποία το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα εμφανιζόταν διχασμένο ανάμεσα στην γραμμή του πρωθυπουργού του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας Άρμιν Λάσετ που ζητούσε σημαντική και άμεση χαλάρωση και στην καγκελάριο Α. Μέρκελ που τηρούσε πολύ πιο επιφυλακτική στάση. Η θέση του Σόιμπλε κλίνει σαφώς υπέρ της χαλάρωσης των περιορισμών, αν και, πάντα, με μεγάλη προσοχή και συναίσθηση του γεγονότος ότι μια επιστροφή σε μέτρα αυστηρότερου περιορισμού θα είναι επώδυνη. Δεύτερον, να παρουσιάσει συνοπτικά τον συντηρητικό γερμανικό λόγο για την οικονομία στην φάση μετά την πανδημία: διατήρηση των βασικών αρχών της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς, διόρθωση των «υπερβολών» με έμφαση στη μείωση του χάσματος στην κατανομή του πλούτου, και τοποθέτηση του περιβαλλοντικού και του θέματος της κλιματικής αλλαγής στην κορυφή των προτεραιοτήτων της παγκόσμιας πολιτικής.
Το πρώτο βασικό σημείο στη συνέντευξη του Β. Σόιμπλε είναι η έμφαση στην απόλυτη προτεραιότητα της πολιτικής και της οργανωμένης πολιτικής αντιπαράθεσης στη λήψη αποφάσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Στην παρατήρηση/ερώτηση των δημοσιογράφων, «Οι περισσότεροι ιολόγοι, ωστόσο, επιχειρηματολογούν σαφώς υπέρ της συνέχισης των αυστηρών περιοριστικών μέτρων», ο Σόιμπλε απαντά ξεκάθαρα:
«Δεν μπορούμε να αφήνουμε μόνο στους ιολόγους τις αποφάσεις. Πρέπει, αντίθετα, να σταθμίζουμε επίσης και τις τεράστιες οικονομικές, κοινωνικές, ψυχολογικές και άλλες συνέπειες. Αν απλώς τα κλείναμε όλα για δύο χρόνια, αυτό θα είχε φρικτές συνέπειες.»[3]
Η στάθμιση αυτή, που αποτελεί έργο της πολιτικής, είναι, επισημαίνει αργότερα στη συνέντευξη ο Σόιμπλε, μια δύσκολη τέχνη που πρέπει να ασκείται προσεκτικά και ενέχει εκ των πραγμάτων μεγάλους κινδύνους λάθους. Και πρέπει να ασκείται με την πλήρη λειτουργία όλων των οργάνων μιας (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας συμπεριλαμβανομένης και της απρόσκοπτης λειτουργίας του κοινοβουλίου και των πολιτικών αντιπαραθέσεων που αυτή συνεπάγεται. Πρέπει να ασκείται, όμως, και με την διαρκή έγνοια να πείθονται οι πολίτες, να αισθάνονται ότι οι ανάγκες και οι φόβοι τους εισακούονται και ασκούν καθοριστική επίδραση στις πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται. Και επειδή ακριβώς η Γερμανία είναι μια ομοσπονδιακή δημοκρατία, με κρατίδια ή και περιφέρειες που μπορεί να έχουν διαφορετικές ανάγκες, προβλήματα και ιδιαιτερότητες, τα όποια μέτρα δεν μπορεί εκ των προτέρων να θεωρείται ότι αφορούν ολόκληρη την Γερμανία.
O Β. Σόιμπλε δηλώνει πως δεν ήταν αντίθετος στα μέτρα γενικού περιορισμού μετακινήσεων και παραγωγικών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, όταν αυτά λήφθηκαν μετά από κοινή συμφωνία των κρατιδιακών κυβερνήσεων και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Επιλέγει, ωστόσο, να δίνει έμφαση στην προτεραιότητα της πολιτικής στην τελική λήψη αποφάσεων για την πανδημία (και όχι των «ειδικών επιστημόνων»), στη διαφοροποίηση στα λαμβανόμενα μέτρα και στην προσαρμογή τους ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες, στην όσο το δυνατόν καλύτερη και διαρκώς προσαρμοζόμενη στάθμιση όλων των πολλών και διαφορετικών παραγόντων, στην πλήρη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και στον σταθερό και διαρκή προσανατολισμό στους πολίτες. Εκφέρει, δηλαδή, μια πολιτική και δημοκρατική (με τα δεδομένα, προφανώς, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας) θέση, μακριά από κάθε τεχνοκρατισμό ή αυτοματισμό.
Δεύτερο σημαντικό σημείο είναι το πιο γνωστό στην Ελλάδα μέρος της συνέντευξης, αυτό στο οποίο μιλά για την ανθρώπινη ζωή και την προτεραιότητά της. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να κατανοήσει κανείς τι ακριβώς είπε ο Σόιμπλε από το να το διαβάσει ακριβώς όπως το είπε:
–Μια φυσική καταστροφή όπως αυτή η πανδημία επιτρέπει την εφαρμογή κλασικών μηχανισμών πολιτικής στάθμισης παραγόντων ή, στην πραγματικότητα, βαδίζουμε όλοι ψάχνοντας στο σκοτάδι;
– Οι ιολόγοι δεν γνωρίζουν ακόμα αρκετά σχετικά με τη συμπεριφορά του συγκεκριμένου ιού […] υπάρχουν ακόμα πολλά ανοιχτά ερωτήματα. Κανένας μας δεν ξέρει τι συνέπειες θα έχουν οι αποφάσεις μας, παρολαυτά η πολιτική πρέπει να πάρει αποφάσεις και να τις εφαρμόσει. Εξάλλου και οι επιστήμονες λένε: η πολιτική πρέπει να αποφασίσει, εμείς μπορούμε μόνο να κάνουμε υποδείξεις βασισμένες σε επιστημονικά συμπεράσματα. Και αυτό ακριβώς είναι το θέμα, δεν υπάρχει ποτέ μία απολύτως σωστή απόφαση. Υπάρχει μόνο μια λογική και συνετή συζήτηση λαμβάνοντας υπόψη όλες τις οπτικές γωνίες, συμπεριλαμβανομένων και των επιστημονικών συμπερασμάτων, και στη συνέχεια η ανάγκη λήψης μιας πολιτικής απόφασης.
– Από πού θα αντλήσουμε τα κριτήρια για την λήψη αυτής της απόφασης;
– Προχωρώντας με αργά, προσεκτικά βήματα. Καλύτερα προσεκτικά –γιατί ο δρόμος προς τα πίσω προκαλεί τρόμο. Αλλά όταν ακούω ότι όλα πρέπει να μπουν σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την προστασία της ζωής, πρέπει να πω: αυτή η θέση, έτσι απόλυτα διατυπωμένη, δεν είναι ορθή. Τα θεμελιώδη δικαιώματα περιορίζονται αμοιβαία. Αν υπάρχει όντως μια απόλυτη αξία στο Σύνταγμά μας, αυτή είναι η τιμή και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Αυτή είναι απαραβίαστη. Αλλά αυτή δεν αποκλείει ότι όλοι αναπόφευκτα κάποια στιγμή πεθαίνουμε.
– Πρέπει λοιπόν να αποδεχτούμε ότι άνθρωποι θα πεθάνουν εξαιτίας του κορονοϊού;
– Το κράτος πρέπει να καταβάλει όλες του τις δυνάμεις για να διασφαλίσει την κατά το δυνατόν καλύτερη ιατρική περίθαλψη. Ωστόσο, θα συνεχίσουν να πεθαίνουν άνθρωποι εξαιτίας του κορονοϊού. Κοιτάξτε: με όλη την επιβάρυνση της υγείας μου και εξαιτίας της ηλικίας μου ανήκω στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Ο φόβος μου, ωστόσο, είναι περιορισμένος. Όλοι πεθαίνουμε. Και πιστεύω ότι οι νεότεροι αντιμετωπίζουν στην πραγματικότητα έναν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο από ότι εγώ. Γιατί το δικό μου φυσικό τέλος είναι κάπως πιο κοντά.
Ο Σόιμπλε επικαλείται το γερμανικό Σύνταγμα, συγκεκριμένα τα άρθρα 1§1 και 2§2, τα οποία προβλέπουν ότι η αξία του ανθρώπου είναι απαραβίαστη, η προστασία της είναι ο πρωταρχικός σκοπός της γερμανικής πολιτείας και δεν υπόκειται σε περιορισμούς· αντίθετα η προστασία των δικαιωμάτων στη ζωή και στη σωματική ακεραιότητα, μπορούν να περιοριστούν βάσει νόμων (βλ. αντίστοιχα τα άρθρα 2§1 και 5§2,3,5 του Συντάγματος της Ελλάδας).
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αμφισβητηθεί ότι ο Σόιμπλε πιστεύει ακράδαντα στη συγκεκριμένη ιεράρχηση των έννομων αγαθών σε μια δημοκρατική πολιτεία. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της συζήτησης που γινόταν εκείνη τη στιγμή στη Γερμανία η άμεση πολιτική σκοπιμότητα των επισημάνσεων αυτών είναι σαφής: Με δεδομένη τη δυνατότητα του κράτους να διασφαλίσει περίθαλψη για όλους, η στάθμιση της αξίας του ανθρώπου ως πρώτιστου αγαθού οδηγεί στην αποδοχή του ρίσκου που σημαίνει για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα η χαλάρωση των μέτρων περιορισμού και η σταδιακή αποκατάσταση της κανονικής λειτουργίας της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.[4]
Το τρίτο κεντρικό θέμα της συνέντευξης είναι η διαμόρφωση των νέων συνθηκών στην οικονομία και την κοινωνία μετά την πανδημία. Ο Σόιμπλε αναδεικνύει δύο ζητήματα ως κρίσιμα για την παγκοσμιοποιημένη οικονομία το επόμενο διάστημα: τη μείωση του χάσματος μεταξύ φτωχών και πλούσιων και την αντιμετώπιση της καταστροφής του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής. Και για τα δύο ζητήματα επισημαίνει ότι σοβαρές αλλαγές στον μέχρι στιγμής τρόπο σκέψης και δράσης του κράτους και των επιχειρήσεων είναι απαραίτητες, ώστε να προκύψουν οι κρατικές παρεμβάσεις που θα διορθώνουν τις «υπερβολές» της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και οι αναγκαίες πρωτοπόρες δράσεις των επιχειρήσεων. Οι επισημάνσεις υποδεικνύουν τον αυξημένο ρόλο τον οποίο η πολιτικο-οικονομική γραμμή που εκφράζει ο Σόιμπλε, επιφυλάσσει για το εθνικό κράτος, τις καλύτερες θέσεις στον ανταγωνισμό για πράσινες τεχνολογίες, τις οποίες πιστεύει ότι κατέχει η γερμανική βιομηχανία, αλλά και την βαθιά και βάσιμη ανησυχία για την ριζικά αποσταθεροποιητική δυναμική που μπορεί να αναπτυχθεί εξαιτίας της ακραίας ανισοκατανομής του πλούτου ή/και εξαιτίας του περιβαλλοντικού ζητήματος.
Δύο σημεία κριτικής
Επιστημονικός λόγος και πολιτική πράξη
Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα αντίφαση στον λόγο του Σόιμπλε: ενώ διαπιστώνει ότι «και οι επιστήμονες λένε: η πολιτική πρέπει να αποφασίσει, εμείς μπορούμε μόνο να κάνουμε υποδείξεις βασισμένες σε επιστημονικά συμπεράσματα», αισθάνεται υποχρεωμένος να δηλώσει «δεν μπορούμε να αφήνουμε μόνο στους ιολόγους τις αποφάσεις», σαν να υπήρξε ποτέ μέχρι τώρα μέσα στην κρίση κάποια στιγμή που η πολιτική έχασε ή κινδύνευσε να χάσει την κυριότητα λήψης αποφάσεων. Ποτέ δεν υπήρξε, ωστόσο, μια τέτοια συνθήκη.
Προφανώς, ο επιστημονικός λόγος, ή μάλλον, διαφορετικοί επιστημονικοί λόγοι εκφράστηκαν κάπως περισσότερο στον δημόσιο λόγο και κατέλαβαν χώρο εξαιτίας της πανδημίας –θα ήταν παράδοξο και μάλλον επικίνδυνο, αν δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Επίσης προφανώς, πολιτικοί χρησιμοποίησαν επιστημονικούς λόγους για να τεκμηριώσουν ή να αμφισβητήσουν την τάδε ή την δείνα πολιτική απόφαση· και είναι ακριβές ότι και στη Γερμανία, όπως και στην Ελλάδα, στον δημόσιο πολιτικό λόγο ήταν παρούσα μια ρητορική για την ανάγκη «υποταγής στους ειδικούς» (πολύ παρόμοια στην ιδεολογική της φόρτιση και την πρακτική της στόχευση με τους λόγους περί «τεχνοκρατικών κυβερνήσεων»). Ωστόσο, ποτέ κανένας επιστήμονας ή ομάδα επιστημόνων δεν επέβαλε πολιτικές αποφάσεις, καθώς, ούτως ή άλλως, ακόμα και αν ήθελε, δεν θα είχε την παραμικρή εξουσία για να το κάνει. Η μόνη ίσως περίπτωση κατά την οποία επιστήμονες επιχειρούν (μάλλον αποτυχημένα) να επιβάλουν την άποψή τους είναι η απόπειρα υγειονομικών στο Ντένβερ των ΗΠΑ να μπλοκάρουν διαδηλώσεις ακροδεξιών που διαμαρτύρονταν ενάντια στα μέτρα περιορισμού κυκλοφορίας και εμπορικής δραστηριότητας στα τέλη Απριλίου.[5]
Γιατί, λοιπόν, στήνει ο Σόιμπλε, έστω και στιγμιαία, ένα πολωτικό (και ανυπόστατο) σχήμα μεταξύ «επιστημόνων» και «πολιτικών»;
Η πρώτη απάντηση είναι ότι προσπαθεί με τον τρόπο αυτό να ενισχύσει την γραμμή που πιέζει για αποφασιστική χαλάρωση των μέτρων περιορισμού, σε μια στιγμή που στον δημόσιο λόγο στη Γερμανία συγκρούονταν με αρκετή ένταση διαφορετικές πολιτικές απόψεις σχετικά με την προσοχή με την οποία έπρεπε να γίνει η σταδιακή άρση των περιορισμών και οι ιολόγοι επισημαίνουν, με βάση τα στοιχεία που έχουν και όπως είναι η δουλειά τους να κάνουν τους κινδύνους από την χαλάρωση των περιορισμών.
Χρειάζεται όμως, νομίζω, να δοκιμάσουμε και μια δεύτερη, κάπως πιο σύνθετη απάντηση η οποία λαμβάνει υπόψη της την ευρύτερη πολιτική κατάσταση στη Γερμανία αυτή τη στιγμή.
Ο Σόιμπλε (και μαζί του η πλειοψηφία –αν και όχι το σύνολο– του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος) εκτιμά ότι ο βασικός άμεσος κίνδυνος για το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα της Γερμανίας (και για το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα) είναι η αυξανόμενη πολιτική και κοινωνική επιρροή της ακροδεξιάς και του λόγου της, όπως αυτός εκπροσωπείται κυρίως από το κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD). Ιδιαίτερα πλέον μετά την ρατσιστική επίθεση στο Χάναου, ο Σόιμπλε, εκπροσωπώντας ένα σημαντικό κομμάτι της συντηρητικής πολιτικής τάξης της Γερμανίας έχει οριστικά τοποθετήσει το AfD στο ακροδεξιό άκρο και, το σημαντικότερο, έχει αρχίσει να εγκαταλείπει την τήρηση ίσων αποστάσεων προς το κόμμα της Αριστεράς από την μία και το AfD από την άλλη.
Το AfD δεν κατόρθωσε να εκπροσωπήσει διακριτές και επιθετικές θέσεις κατά την πρώτη φάση αντιμετώπισης της πανδημίας. Αυτή τη στιγμή, ωστόσο, επιχειρεί αντιγράφοντας ως έναν βαθμό τους λόγους της αμερικανικής ακροδεξιάς να τοποθετηθεί κριτικά απέναντι στα (όποια) μέτρα περιορισμού και να επωφεληθεί από την επερχόμενη οικονομική ύφεση.[6] Οι διαδηλώσεις με μαζική συμμετοχή ακροδεξιών και νεοναζί, αντι-εμβολιαστών, συνωμοσιολόγων, ελάχιστων φιλελευθέρων και ανησυχούντων πολιτών σε πολλές πόλεις της Γερμανίας τις δύο προηγούμενες εβδομάδες και η δημιουργία ενός συνωμοσιολογικού/ακροδεξιού μορφώματος που αυτοαποκαλείται «κόμμα» με τίτλο «Widerstand 2020» («Αντίσταση 2020»)είναι μια σαφής έκφραση αυτής της τάσης και της δυναμικής της.
Η έμφαση που δίνει ο Σόιμπλε στη συνέντευξή του στη δημοκρατική πολιτική διαδικασία με την οποία συνδέει και το ανύπαρκτο δίπολο «η πολιτική / οι ειδικοί (επιστήμονες)» στόχο έχει μια πολιτική κατεύθυνση που δεν θα επιτρέπει στο AfD να κερδίσει το χαμένο έδαφος. Γιατί δίνει την έμφαση που θέλει στην πολιτική και απαντά έτσι (έμμεσα) στον τυπικό ακροδεξιό λόγο που θέλει «τον απλό πολίτη να καταπιέζεται από την δικτατορία των ειδικών, των επιστημόνων και των απόμακρων πολιτικών». Η χρήση αυτή συνιστά στην πραγματικότητα μια φαινομενικά μικρή αλλά όχι αμελητέα υποχώρηση σε ένα από τα βασικά σταθερά στοιχεία του ακροδεξιού λόγου.
Η αξία και η ζωή του ανθρώπου ως έννομα αγαθά
H νομικά και φιλοσοφικά σημαντική επισήμανση του Β. Σόιμπλε για την πρωταρχικότητα της ανθρώπινης αξίας ως έννομου αγαθού έναντι όλων των άλλων, αυτού της ζωής συμπεριλαμβανομένου, είναι, στη συγκεκριμένη συζήτηση, προβληματική, ειδικά αν την δούμε από μια διεθνή οπτική, για δύο λόγους.
Πρώτον, στη συγκεκριμένη περίσταση τα διλήμματα που έθεσε η πανδημία οξύνθηκαν εξαιτίας μια χρόνιας υποχρηματοδότησης του τομέα της υγείας και της περίθαλψης (και στη Γερμανία) και του εξαναγκασμού των νοσοκομειακών μονάδων να λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δηλαδή μιας πολιτικής στην εφαρμογή της οποίας πρωτοστατεί ο Β. Σόιμπλε. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ερώτηση: «Δεν θα μπορούσαμε ίσως να αποφύγουμε πολλά εκ των προτέρων, αν η κυβέρνηση είχε πάρει στα σοβαρά το σχέδιο αντιμετώπισης πανδημιών που η ίδια είχε εκπονήσει το 2012;» δίνει την πιο ασυγκρότητη και αμήχανη απάντησή του:
Η σωστή απάντηση είναι: Σύμφωνα με το Σύνταγμα την ευθύνη για την προστασία από καταστροφές και έκτακτες ανάγκες την έχουν οι κρατιδιακές κυβερνήσεις. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι υπεύθυνη μόνο για την προστασία του άμαχου πληθυσμού, δηλ. για τις περιπτώσεις πολέμου. Αν είχατε διατελέσει παλιότερα υπουργός εσωτερικών θα ξέρατε, τι οργή και επιθέσεις θα είχατε εισπράξει από τα κρατίδια, αν απλώς η [ομοσπονδιακή] τεχνική υπηρεσία ήθελε να αποκτήσει ορισμένες αρμοδιότητες παραπάνω. Αλλά η πραγματική απάντηση είναι: Όλοι μαζί ελπίζαμε, ότι η κατάσταση δεν θα έφτανε σε αυτό το σημείο.
Το σχέδιο του Ινστιτούτου Ρόμπερτ Κοχ για την αντιμετώπιση πανδημιών όπως αυτή του κορονοϊού που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο 2013[7] συνιστούσε τουλάχιστον την προμήθεια περισσότερων θέσεων αναπνευστήρων και την αγορά και αποθήκευση προστατευτικού υλικού. Συζητήσεις με υγειονομικούς, νοσηλευτικό προσωπικό και προσωπικό σε μονάδες περίθαλψης μέσα στην πρώτη φάση της πανδημίας αναδεικνύει ότι η χρόνια υποχρηματοδότηση του τομέα, η υποστελέχωση και οι συγκριτικά πολύ χαμηλοί μισθοί δημιούργησαν μια συνθήκη που αρκετές φορές ήταν οριακή.[8]
Δεύτερον, στον συλλογισμό του Σόιμπλε ο θάνατος εμφανίζεται ως ένα στιγμιαίο γεγονός, χωρίς άλλη ποιότητα εκτός από το ίδιο το γεγονός ότι επέρχεται. Το πώς του θανάτου είναι, ωστόσο, ένα κρίσιμο ζήτημα. Οι γιατροί στα γερμανικά νοσοκομεία δεν βρέθηκαν στη θέση των συναδέλφων τους, για παράδειγμα, στα ιταλικά νοσοκομεία να πρέπει να εφαρμόσουν μεθόδους τριάζ για την περίθαλψη σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας με την χρήση αναπνευστήρα αλλά και να μην μπορούν να περιθάλψουν σωστά με παρηγορητική φροντίδα ασθενείς που κατέληγαν να πεθαίνουν μέσα σε συνθήκες αναξιοπρέπειας, αν και νοσηλεύομενοι. Ταυτόχρονα, οι μαρτυρίες για ηλικιωμένους ανθρώπους που αφήνονται να πεθάνουν απλώς αβοήθητοι στη Σουηδία δίνουν μια ένδειξη για την ριζική απανθρωπιά στην οποία είναι δυνατόν να καταλήξει η έμφαση στο αναπόφευκτο του θανάτου τη στιγμή μιας πανδημίας.[9] Η διάκριση ανάμεσα στην προστασία της ζωής και στην προστασία της αξίας του ανθρώπου έχει ορισμένες φορές μικρή σημασία: γιατί ο τρόπος να διασφαλιστεί το ύψιστο (συνταγματικά) αγαθό, η αξία του ανθρώπου, συμπίπτει με τους τρόπους που διασφαλίζουν ή τουλάχιστον επιχειρούν να προστατεύσουν όσο γίνεται και το αγαθό της ζωής.
Τρίτον, ο συλλογισμός του Σόιμπλε θεωρεί ότι έχει γίνει ό,τι πρέπει ή, έστω, ό,τι είναι δυνατόν για την προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας στους τομείς της υγειονομικής καταπολέμησης της πανδημίας· ότι πλέον σε μια περιοχή με άγνωστα δεδομένα (κυρίως όσον αφορά την θνητότητα του ιού και τον αριθμό αυτών που ήδη έχουν αναπτύξει αντισώματα), σταθμίζοντας τα έννομα αγαθά και ελέγχοντας τα αποτελέσματα, κρίνεται προτιμότερο να επιλέξουμε τον δρόμο μιας μάλλον γοργής χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων, με δεδομένο ότι εξαιτίας αυτής της χαλάρωσης υφίσταται αξιόλογος κίνδυνος ένας άγνωστος αριθμός ανθρώπων (ιδίως ανθρώπων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες) θα νοσήσει βαριά και θα πεθάνει.[10]
Πρέπει να δούμε με τι ακριβώς συνδέεται τελικά το έννομο αγαθό της αξίας του ανθρώπου (όταν μάλιστα λογίζεται ως υπερέχον σε σχέση με αυτό της ζωής) μέσα σε αυτό το πλαίσιο: πρώτον, με την αποδοχή ως δεδομένου ενός συστήματος που μακράν απέχει από το να έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για τον υγειονομικό έλεγχο του ιού μέσα από τεστ και ιχνηλατήσεις· δεύτερον, με την αποδοχή ως δεδομένου ότι άνθρωποι που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες θα χάσουν τη ζωή τους ακόμα και μαζικά εξαιτίας του ιού· τρίτον, με την αποδοχή ως δεδομένου ότι πρέπει να ληφθούν τα κατά το δυνατόν συντηρητικότερα μέτρα οικονομικής, ιατρικής και ψυχολογικής υποστήριξης του πληθυσμού, τέτοια που δεν θα αμφισβητούν βαθύτερα κυρίαρχες οικονομικές δομές, ιεραρχίες και ανισότητες. Η «αξία του ανθρώπου» εννοείται μέσα στο δεδομένο πλαίσιο των κυρίαρχων ταξικών σχέσεων και των σχέσεων κατανομής του πλούτου. Και υπάρχει κάτι κρίσιμο, που αποκρύπτεται: ότι η απόπειρα μιας κοινωνίας να προστατεύσει την ζωή των ανθρώπων που ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες της μπορεί να συνιστά προάσπιση του αγαθού της αξίας του ανθρώπου και, κυρίως, μπορεί να οδηγήσει σε δομικές αλλαγές που και μεσοπρόθεσμα, μετά την πανδημία, μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην προστασία και της ζωής και της αξίας του ανθρώπου.
Μία τελευταία σκέψη
Η πανδημία έθεσε και θέτει τον καπιταλισμό και τις κοινωνίες μας μπροστά σε συγκεκριμένα και πολύ μεγάλα προβλήματα και ιδιαιτέρως κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν ζωτικής σημασίας πλευρές της διαδικασίας παραγωγής, διακίνησης και κατανάλωσης αγαθών και υπηρεσιών, τα δημόσια έσοδα, τη χρηματοδότηση και τη στελέχωση των δημόσιων συστημάτων περίθαλψης και νοσηλείας και ανέδειξε, όπως κάνει εύλογα μια κρίσιμη, έκτακτη συνθήκη, το βαθύ χάσμα που δημιουργεί η ανισοκατανομή του πλούτου. Για τα ζητήματα αυτά οι κυρίαρχες τάξεις έχουν ξεκινήσει ήδη μια εντατική συζήτηση και διαπραγμάτευση.[11] Σε κάθε περίπτωση, όπως άλλωστε ρητά κι ο Σόιμπλε επισημαίνει στη συνέντευξή του, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει την ευκαιρία μέσα στην κρίση.
Έχουν την παραμικρή δυνατότητα οι άνθρωποι που ζουν από τη μισθωτή τους εργασία και οι «αυτο-απασχολούμενοι» να κάνουν το ίδιο; Οι σοβαροί περιορισμοί κυκλοφορίας και οικονομικής δραστηριότητας και η προδιαγεγραμμένη οικονομική κρίση δημιούργησαν και δημιουργούν μια πρωτόγνωρη ακραία συνθήκη, καταπιεστική από κάθε πλευρά.
Ωστόσο, τουλάχιστον τα δύο σημεία κριτικής στον λόγο του Β. Σόιμπλε, τα οποία επιχείρησα να αναπτύξω στο σημείωμα αυτό, υποδεικνύουν και δύο, κατά την άποψή μου, κρίσιμες κατευθύνσεις προς τις οποίες μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική δράση και λόγος μπορούν να αναζητήσουν την ευκαιρία μέσα στην κρίση:
Πρώτον, την επιμονή ο επιστημονικός λόγος, φορέας των μεθόδων της επιστήμης και ενός καταστατικά δεδομένου πλουραλισμού, να μεταφέρεται συστηματικά και κατανοητά σε όλους και να υποδεικνύεται η σύνδεσή του με την πολιτική και ταυτόχρονα η διακριτότητά του από αυτή. Η επιμονή αυτή είναι τόσο σημαντικότερη όσο ο ανορθολογισμός και η συνωμοσιολογία, σε ευθεία επικοινωνία με ακροδεξιούς λόγους, επεκτείνονται και ριζοσπαστικοποιούνται.
Και δεύτερον, την επιμονή το περιεχόμενο του έννομου αγαθού της ανθρώπινης αξίας να αναζητηθεί συστηματικά και σε ό,τι διασώζει την ανθρώπινη ζωή, και ειδικά τη ζωή ανθρώπων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες. Κυρίως αν πρέπει να έρθει ο κόσμος ανάποδα, ώστε να είμαστε σίγουροι ότι κάναμε κάθε τι δυνατόν για να το καταφέρουμε.
Το κείμενο επιμελήθηκαν ο Αντώνης Γαζάκης και ο Άγγελος Κοντογιάννης Μάνδρος.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Στην ενδογερμανική δημόσια συζήτηση, η αντιμετώπιση (ή διαχείριση) των μεγάλων διακινδυνεύσεων στον 21ο αιώνα, συζητιέται υπό το φώς των εννοιών που έφεραν στο προσκήνιο για πρώτη φορά οι εργασίες του κοινωνιολόγου Ούλριχ Μπεκ. Δηλαδή, ότι η μεταμόρφωση της μαζικής δημοκρατικής-καταναλωτικής κοινωνίας του μεταπολέμου σε «κοινωνία της διακινδύνευσης» (Risikogesellschaft) συνιστά ιστορική τομή, και το αντίστοιχο κανονιστικό αίτημα που τίθεται είναι μια μετάβαση από την «πρώτη νεοτερικότητα» στο ανώτερο επίπεδο μιας «δεύτερης» (της αναστοχαστικής) νεοτερικότητας». Στην ουσία, τίθεται έτσι το αίτημα του επαναπροσδιορισμού της χειραφετητικής κίνησης και της ίδιας της πολιτικής.
Ενώ η διαρκής υπόκρουση της κλιματικής κρίσης ακούγεται όλο και πιο έντονα, η πανδημία οξύνει απότομα αυτή την προβληματική που συνδέει το ρίσκο με την ιστορική παλινδρόμηση στη βαρβαρότητα και (επικαιροποιώντας τα συμπεράσματα της Κριτικής Θεωρίας) ρίχνει έντονο φώς στο χάσμα μεταξύ εργαλειακής και ουσιαστικής ορθολογικότητας. Οδηγεί έτσι σε πιο απτές υποθέσεις για το αύριο – και μάλιστα όχι απλώς ιδεολογικές αλλά πολιτικές/προγραμματικές. Π.χ. ο σημαντικός κοινωνιολόγος Andreas Reckwitz εικάζει ότι «βρισκόμαστε σήμερα σε μια κατάσταση αλλαγής πολιτικού παραδείγματος ανάλογη με εκείνη που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1970» (η οπαια είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση του νεοφιλελεύθερης μορφής καπταλισμού), ή με άλλα λόγια ότι «η πανδημία θα επιταχύνει τις διαδιακασίες αλλαγής πολιτικού παραδείγματος που ξεκίνησαν το 2010».
https://aftercrisisblog.blogspot.com/2020/04/2010.html
Στο φώς αυτής της μεγάλης συζήτησης (η οποία δεν έχει προχωρήσει τόσο πολύ σε μερικές άλλες χώρες, π.χ. στη Βρετανία, στη Γαλλία ή στις ΗΠΑ), ερμηνεύονται ίσως και μερικά σημαντικά σημεία αυτών των των ιδεών του Β. Σόιμπλε. Ο πεπειραμένος συντηρητικός πολιτικός προσπαθεί να σκεφτεί στρατηγικά. Βλέπει σε ποιά σημεία του πολιτικού τοπίου είναι αδύνατη πια η σθεναρή άμυνα (π.χ. απολύτως ανεξελεγκτες ανισότητες, κλίμα, lessaiz-faire) και ποιά «κάστρα» μπορούν ενδεχομένως να κρατηθούν. Κυρίως να επιβεβαιωθεί η (φαντασιακή κυρίως, αλλά πολύ σημαντική ειδικά για τη Γερμανία) συνέχεια που ενώνει την «λαμπρή τριακονταετία» 1945-1975 με αυτό που ακολούθησε ως νεοφιλελεύθερη εποχή και να επεκταθεί στο μέλλον. Προσπαθεί έτσι να «εξορκίσει» την ιστορική τομή μεταξύ «αστόχαστης» και «αναστοχαστικής» νεοτερικής εποχής, που εισήγαγε ο Ούλριχ Μπεκ. Αλλά αυτό το κάνει ευφυώς, ως «πολιτικόν ζώον», δηλ. επιμένοντας στην προτεραιότητα της πολιτικής.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η πολιτική, όσο αυτεξούσια και άν είναι (και πρέπει να είναι) στο πεδίο της, ωστόσο, τα πραγματολογικά δεδομένα, τα raw data, πρέπει να τα αντλήσει από τις επιστήμες, τις φυσικές και τις κοινωνικές. Και εκεί, η υπόθεση του Ούλριχ Μπεκ βρίσκει πολύ περισσότερα στηρίγματα και επιχειρήματα υπέρ της ορθολογικότητας της. Αντίθετα η στρατηγική Σόιμπλε δυσκολεύεται να πείσει για τον ρεαλισμό και την βιωσιμότητά της μεσομακροπρόθεσμα.
Το άρθρο του κ. Χρονόπουλου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και το επίπεδό του είναι δυσανάλογα υψηλό σε σύγκριση με την ενδοελλαδική δημόσια συζήτηση για ουσιαστικά πολιτικά θέματα όπως αυτό.