Τεύχος #13 Παρισινή Κομμούνα

Η παρισινή Κομμούνα του 1871 ως υπόδειγμα «δικτατορίας του προλεταριάτου», δηλαδή …δημοκρατίας

Εκκινώντας από τη θέση του Ένγκελς ότι η Κομμούνα αποτέλεσε «δικτατορία του προλεταριάτου» και βασιζόμενος στην κλασική περιγραφή των γεγονότων από τον Μαρξ στο έργο «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία», ο Γιώργος Κρανιδιώτης παρουσιάζει τα επαναστατικά μέτρα αυτής της «κυβέρνησης της εργατικής τάξης», τα οποία την ανέδειξαν σε αξεπέραστο υπόδειγμα κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας.
Φωτογραφία της Αναστασίας Δεληγιάννη

Σύμφωνα με τον Καρλ Μαρξ, ανάμεσα στην κεφαλαιοκρατική και την κομμουνιστική κοινωνία μεσολαβεί μία περίοδος επαναστατικής μετατροπής της μιας στην άλλη. Σε αυτήν την περίοδο αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος, που το κράτος της δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η «επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου».[1] Η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία αποτελεί μονάχα το πέρασμα στην κατάργηση όλων των τάξεων και σε μιαν αταξική κοινωνία.[2]

Ποιο είναι όμως το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτής της δικτατορίας, που την καθιστά, κατά τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τρόπο εφαρμογής της πιο πλατιάς και απεριόριστης δημοκρατίας και όχι κατάλυσή της;[3] Το 1891, είκοσι χρόνια μετά την Παρισινή Κομμούνα, ο Φρίντριχ Ένγκελς, στην Εισαγωγή του στο έργο του Μαρξ Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, το οποίον είχε γραφεί αμέσως μετά τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της άνοιξης του 1871 και αναφέρεται σ’ αυτά, καταλήγει: «Τον τελευταίο καιρό, το σοσιαλδημοκράτη φιλισταίο τον πιάνει ξανά ένας ιερός τρόμος όταν ακούει τις λέξεις: Διχτατορία του προλεταριάτου. Ε, λοιπόν κύριοι, θέλετε να μάθετε τι λογής είναι αυτή η διχτατορία; Κοιτάχτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η διχτατορία του προλεταριάτου».[4]

Δεχόμενοι, λοιπόν, την παραπάνω θέση του Ένγκελς, ότι η Κομμούνα ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου, θα παρουσιάσουμε τα επαναστατικά μέτρα της Κομμούνας, τα οποία την ανέδειξαν, παρά τον βραχύ βίο της, σε αξεπέραστο υπόδειγμα «εργατικής δημοκρατίας» και «κυβέρνησης του λαού από τον ίδιο τον λαό», σημείο αναφοράς των επαναστατών μέχρι τις ημέρες μας.[5]

Πολιτικά μέτρα

Τόσο στην κληρονομική μοναρχία όσο και στην αστική δημοκρατία, το κράτος ανεξαρτητοποιείται από την κοινωνία και στέκεται πάνω από αυτήν· εξυπηρετεί ειδικά (και όχι τα κοινά) συμφέροντα, ως αφέντης της κοινωνίας και μηχανή ταξικής καταπίεσης. Το κράτος συνιστά λοιπόν ένα κακό, που όμως κληροδοτείται στο νικηφόρο προλεταριάτο. Η Κομμούνα δεν μπορούσε παρά να περικόψει τις χειρότερες πλευρές του όσο το δυνατόν γρηγορότερα, έως ότου μια γενιά που θα μεγάλωνε σε νέες και ελεύθερες κοινωνικές συνθήκες να το απέρριπτε ολότελα· ήθελε να αποδώσει στο κοινωνικό σώμα όλες εκείνες τις δυνάμεις που μέχρι τότε απομυζούσε το κράτος, αυτή η «παρασιτική απόφυση» που τρέφεται σε βάρος της κοινωνίας και την εμποδίζει να κινείται ελεύθερα.

Η εργατική τάξη, αφότου ανέλαβε την κυβερνητική εξουσία και τη διεύθυνση των δημοσίων υποθέσεων, δεν μπορούσε να εξακολουθήσει να διοικεί με την παλιά, έτοιμη κρατική μηχανή, απλώς παίρνοντάς τη στα χέρια της και βάζοντάς τη σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς. Όφειλε, και το έπραξε, να συντρίψει τη συγκεντρωτική κρατική εξουσία και τα καταπιεστικά της όργανα (τακτικός στρατός, πολιτική αστυνομία, γραφειοκρατία, κλήρος, δικαστική εξουσία), τα οποία φτιάχτηκαν σύμφωνα με το σχέδιο ενός συστηματικού και ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας.

Το γενικό εκλογικό δικαίωμα διατηρήθηκε, αλλά εξυπηρετούσε τον οργανωμένο στην Κομμούνα λαό. Για την εκλογή των δημοτικών συμβούλων που σχημάτισαν την Κομμούνα, διενεργήθηκαν ελεύθερες εκλογές με καθολική ψηφοφορία στα διάφορα διαμερίσματα του Παρισιού. Οι δημοτικοί σύμβουλοι ήταν υπεύθυνοι και ανακλητοί σε οποιαδήποτε στιγμή· σχεδόν όλοι ήταν εργάτες ή αναγνωρισμένοι εκπρόσωποι των εργατών. Η Κομμούνα δεν ήταν ένα κοινοβουλευτικό, αλλά ένα εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα. 

Ομοίως, αιρετοί, υπεύθυνοι και ανακλητοί σε οποιαδήποτε στιγμή ήταν όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί που υπηρετούσαν σε διοικητικές, δικαστικές ή εκπαιδευτικές θέσεις. Ανώτεροι και κατώτεροι υπάλληλοι αμείβονταν με το μισθό του εργάτη, ώστε να εμποδίζεται η θεσιθηρία και ο αριβισμός. Οι επιχορηγήσεις για έξοδα παραστάσεως και τα πάσης φύσεως προνόμια των κρατικών αξιωματούχων καταργήθηκαν. Καθιερώθηκε η διαφάνεια: η Κομμούνα δημοσίευε τα πρακτικά όλων συνεδριάσεών της και ανακοίνωνε όλες τις πράξεις της, «μυούσε το κοινό σε όλες της τις ατέλειες».[6]

Η φαινομενική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, που απλώς κάλυπτε την πραγματική χαμερπή υποταγή των δικαστών στις αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις, έπαψε. Η θανατική ποινή καταργήθηκε και η λαιμητόμος κάηκε δημοσίως εν μέσω λαϊκού αλαλαγμού. Η Αστυνομία απογυμνώθηκε από όλες τις πολιτικές της ιδιότητες και μεταμορφώθηκε από όργανο της κεντρικής κυβέρνησης σε υπεύθυνο και ανακλητό όργανο της Κομμούνας. Πάντως, χωρίς κανενός είδους αστυνομία, οι δρόμοι του Παρισιού ήταν ασφαλείς, και η κάθε μορφής εγκληματικότητα (κλοπές, ληστείες, νυκτερινές διαρρήξεις, φόνοι, επιθέσεις σε πρόσωπα) σχεδόν μηδενίσθηκε. Ο μόνιμος τακτικός στρατός καταργήθηκε, όπως και η στρατιωτική θητεία, και αντικαταστάθηκε από τον ένοπλο λαό, δηλαδή την εθνοφυλακή, στην οποία θα ανήκαν όλοι οι πολίτες οι ικανοί να φέρουν όπλα.

Αλλά και στις επαρχίες, η παλιά συγκεντρωτική κυβέρνηση θα έπρεπε να παραχωρήσει τη θέση της στην αυτοκυβέρνηση των παραγωγών. Έτσι, η Κομμούνα κάλεσε τους Γάλλους των επαρχιών να συγκροτήσουν, μαζί με το Παρίσι, μια ελεύθερη ομοσπονδία κοινοτήτων, μια εθνική οργάνωση που για πρώτη φορά θα δημιουργούνταν πραγματικά από το ίδιο το έθνος και θα ενσάρκωνε αληθώς την ενότητά του. Σύμφωνα με ένα σύντομο πρόχειρο σχέδιο το οποίο δεν πρόλαβε να επεξεργαστεί περαιτέρω: η πολιτική μορφή ακόμη και του πιο μικρού χωριού θα ήταν η κομμούνα· η διαχείριση των κοινών υποθέσεων των αγροτικών κοινοτήτων κάθε νομού θα γινόταν από μια συνέλευση αντιπροσώπων στην πρωτεύουσα του νομού· αυτές οι νομαρχιακές συνελεύσεις, με τη σειρά τους, θα έστελναν βουλευτές στην εθνική αντιπροσωπεία στο Παρίσι. Όμως, η Κομμούνα φρόντισε να εξασφαλίσει τον εαυτό της από τους ίδιους της τους βουλευτές και υπαλλήλους, οριοθετώντας τους ως υπεύθυνους υπηρέτες της κοινωνίας: θέσπισε την άνευ εξαιρέσεων ανακλητότητά τους σε οποιαδήποτε στιγμή και τη δέσμευσή τους από τις καθορισμένες εντολές των εκλογέων τους.

Θρησκευτική και εκπαιδευτική πολιτική

Η Κομμούνα έλαβε μια σειρά μέτρων με τα οποία η θρησκεία δεν διώχθηκε ούτε απαγορεύθηκε, ωστόσο, θεωρούμενη ως κάτι που ανάγεται στη σφαίρα της ατομικής συνείδησης, κατέστη μία καθαρά ιδιωτική υπόθεση των ατόμων στη σχέση τους με το κράτος: χωρισμός Κράτους – Εκκλησίας· απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας και μετατροπή της σε εθνική ιδιοκτησία· κατάργηση των κρατικών επιχορηγήσεων για θρησκευτικούς σκοπούς· μισθοδοσία των ιερέων από τις εθελοντικές προσφορές των ενοριτών· απομάκρυνση των θρησκευτικών συμβόλων και εικόνων από τα σχολεία, και κατάργηση των προσευχών και της διδασκαλίας των θρησκευτικών σε αυτά.

Καθιερώθηκε η δωρεάν εκπαίδευση για τον λαό, χωρίς επεμβάσεις του Κράτους ή της Εκκλησίας, και απελευθερώθηκε η επιστήμη από τα δεσμά της ταξικής πρόληψης και της κυβερνητικής εξουσίας.

Οικονομικά μέτρα

Η Κομμούνα, ως κυβέρνηση της εργατικής τάξης και αποτέλεσμα της πάλης των παραγωγών ενάντια στους σφετεριστές, δεν θα άφηνε βεβαίως να διαιωνίζεται η κοινωνική υποδούλωση των πρώτων. Θα χρησίμευε ως μοχλός ανατροπής των οικονομικών βάσεων της ύπαρξης των τάξεων και της ταξικής κυριαρχίας, ως η πολιτική μορφή με την οποία θα συντελούνταν η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας, ώστε η παραγωγική δουλειά να πάψει να αποτελεί ταξική ιδιότητα και κάθε άνθρωπος να γίνει εργάτης. Σκόπευε να απαλλοτριώσει τους απαλλοτριωτές, δηλαδή να καταργήσει την ταξική ιδιοκτησία, που μεταποιεί την εργασία των πολλών σε πλούτο των λίγων, και να μετατρέψει τα μέσα παραγωγής, από μέσα υποδούλωσης και εκμετάλλευσης της εργασίας, σε απλά όργανα της ελεύθερης και οργανωμένης εργασίας.

Η Κομμούνα σχεδίασε τη λειτουργία των εργαστηρίων και των εργοστασίων από τους ίδιους τους εργάτες, οργανωμένους σε συνεργατικούς συνεταιρισμούς, καθώς και μία μεγάλη ένωση των συνεταιρισμών αυτών. Το σύνολο των συνεταιρισμένων θα ρύθμιζε την εθνική παραγωγή σύμφωνα με ένα κοινό σχέδιο, τερματίζοντας τη διαρκή αναρχία και τις περιοδικά επαναλαμβανόμενες αναταραχές, που είναι αναπόφευκτες στην κεφαλαιοκρατία. «Τι άλλο θα ήταν αυτό, κύριοί μου, εκτός από κομμουνισμός, από “κατορθωτός” κομμουνισμός;» αναφωνεί ο Μαρξ.[7]

Προχώρησε, επίσης, σε άμεσες ανακουφιστικές παρεμβάσεις: κατήργησε τη νυχτερινή εργασία των αρτεργατών· απαγόρευσε την επιβολή προστίμων από τους εργοδότες στους εργάτες, που ήταν ένας έμμεσος τρόπος περικοπής του ημερομισθίου· έκλεισε τα ενεχυροδανειστήρια και ανέστειλε κάθε πώληση ενεχύρων, ώστε να διασφαλισθεί το δικαίωμα των εργατών στα εργαλεία της δουλειάς τους και στη λήψη πιστώσεων· έκλεισε τα γραφεία ευρέσεως εργασίας, τα οποία εκμεταλλεύονταν τους εργάτες· χάρισε όλα τα ενοίκια του τελευταίου επταμήνου για τις κατοικίες· παρέτεινε για τρία χρόνια την προθεσμία αποπληρωμής των χρεών, όπερ οδήγησε τη μεγάλη μάζα της μεσαίας τάξης να συνταχθεί με την Κομμούνα, ιδρύοντας τη «Δημοκρατική Ένωση». Τέλος, σμίκρυνε το κόστος λειτουργίας της κυβέρνησης, καταργώντας τις δύο μεγαλύτερες πηγές εξόδων, τον τακτικό στρατό και την υπαλληλοκρατία.    

Πατριωτισμός – διεθνισμός

Η Κομμούνα απέδειξε ότι πατριωτισμός και διεθνισμός δεν είναι αμοιβαία αποκλειόμενοι, τουναντίον ο ένας αποτελεί αναγκαία συνθήκη του άλλου· σε εγελιανή ορολογία: πρόκειται για δύο στάδια της ίδιας έννοιας, ή ο ένας τελειοποιείται μεταβαίνοντας στον άλλο.

Όσο διαρκούσε ο πόλεμος, οι εργάτες ζητούσαν τη δραστήρια συνέχιση του αγώνα, δεδομένου ότι ο αμυντικός πόλεμος της Γερμανίας ενάντια στον Λουδοβίκο Βοναπάρτη είχε εκφυλιστεί σε κατακτητικό πόλεμο ενάντια στον γαλλικό λαό. Μετά τη συνθηκολόγηση, η εθνοφυλακή κράτησε τα όπλα και τα κανόνια της και έκλεισε μόνον ανακωχή με τους νικητές, οι οποίοι δεν τόλμησαν να μπουν στο Παρίσι. Μάλιστα, ήταν  η απόπειρα αρπαγής από τον Θιέρσο του πυροβολικού της, το οποίον είχε κατασκευαστεί στη διάρκεια της πολιορκίας και πληρωθεί με δημόσιο έρανο, που αποτέλεσε το έναυσμα του εργατικού ξεσηκωμού και της ανακήρυξης της Κομμούνας. Θα λέγαμε πως η Κομμούνα είχε κατ’ αρχήν αντιληφθεί ότι η εθνική ανεξαρτησία συνιστά ελάχιστη προϋπόθεση της λαϊκής κυριαρχίας.

Ταυτόχρονα, η Κομμούνα προέβαλε τον διεθνιστικό της χαρακτήρα ως «παγκόσμια δημοκρατία», πολιτογραφώντας τους ξένους υπηκόους, επιτρέποντας σε όλους τους αλλοεθνείς, στους οποίους συγκαταλέγονταν και Πολωνοί πατριώτες, να συμμετάσχουν στον αγώνα της, και διορίζοντας έναν Ούγγρο εργάτη (τον Λέο Φράνκελ) Υπουργό Εργασίας. Επίσης, κατεδάφισε τη Στήλη της Νίκης στην Πλατεία Βαντόμ ως σύμβολο εθνικισμού και μίσους ανάμεσα στους λαούς.

Βία

Η προλεταριακή επανάσταση ήταν απαλλαγμένη από πράξεις βίας, από τις οποίες είναι γεμάτες οι επαναστάσεις και προπάντων οι αντεπαναστάσεις των ανώτερων τάξεων. Ακόμη και η εκτέλεση των στρατηγών Λεκόντ και Κλεμάν Τομά από τους ίδιους τους τούς στρατιώτες εκλαμβάνεται από τον Μαρξ ως απόρροια των ριζωμένων συνηθειών που οι στρατιώτες αυτοί διδάχτηκαν στην εκπαίδευσή τους από τους εχθρούς της εργατικής τάξης, και οι οποίες δεν σβήνουν αμέσως μόλις οι στρατιώτες περάσουν με το μέρος των εργατών. Άλλως ειπείν, η ροπή προς τη βία είναι ένα ιδεολογικό κατάλοιπο του παλαιού καθεστώτος, που βαρύνει τις μη εισέτι μεταμορφωμένες συνειδήσεις των ανθρώπων.

Πρώτη λίστα αιχμαλώτων για το στρατοδικείο

Ο Μαρξ αντιπαραβάλλει την επιείκεια και τη μεγαλοψυχία των οπλισμένων εργατών στις φρικαλεότητες των στρατευμάτων των Βερσαλλιών· τα πολύ περιορισμένα αντίποινα της Κομμούνας και την ήπια μεταχείριση των συλλαμβανομένων κατασκόπων και χωροφυλάκων στη βάρβαρη δολοφονία των αιχμαλώτων Κομμουνάρων από τον Θιέρσο. Μάλιστα, η συμφιλιωτική διάθεση της Κομμούνας και η επίμονη απροθυμία της να συνεχίσει τον εμφύλιο πόλεμο την έκαναν να μη βαδίσει, αμέσως μετά την επιδρομή του Θιέρσου στη Μονμάρτρη, εναντίον των τότε ολότελα ανυπεράσπιστων Βερσαλλιών, πράγμα που υπήρξε, κατά τον Μαρξ, τακτικό λάθος αποφασιστικής σημασίας.

Σχετικά με την εκτέλεση από την Κομμούνα των εξήντα τεσσάρων ομήρων, με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο του Παρισιού Ζωρζ Νταρμπουά, ο Μαρξ αποδίδει την ευθύνη στον Θιέρσο. Κατ’ αρχάς, τη σύλληψη ομήρων – αθώων ανθρώπων που εγγυώνται με τη ζωή τους για τις πράξεις άλλων – τη θεωρεί μία συνήθεια που ξανάφεραν στη Γαλλία οι Πρώσοι, και στην οποία η Κομμούνα υποχρεώθηκε να καταφύγει, για να προστατέψει τη ζωή των ανυπεράσπιστων Κομμουνάρων αιχμαλώτων· ο Θιέρσος είχε επιβάλει τον τουφεκισμό τους, ακολουθώντας μία κτηνώδη τακτική, η οποία, ενώ είχε από καιρό εξαφανιστεί από την πολεμική πράξη, ξανακαθιερώθηκε από την αστική τάξη και τον στρατό της, κατά την καταστολή της εργατικής εξέγερσης του Ιουνίου του 1848. Η σύλληψη ομήρων ήταν, επομένως, μία πρακτική που δεν εξέφραζε το ήθος της Κομμούνας, αλλά υιοθετήθηκε υπό την αφόρητη πίεση των γεγονότων, ως τελευταίο αντίβαρο στην ανελέητη αγριότητα της αστικής κυβέρνησης· η δε εκτέλεσή τους έλαβε χώρα μόλις την εσχάτη στιγμή, όταν οι Βερσαλλιέροι πανηγύριζαν, σφάζοντας, την είσοδό τους στο Παρίσι.

Ο αρχιεπίσκοπος Νταρμπουά ήταν ένας πεφωτισμένος, λόγιος κληρικός και σημαντικός εκκλησιαστικός συγγραφέας, οπαδός του συνοδικού συστήματος και της ανεξαρτησίας της γαλλικής Εκκλησίας από τη Ρώμη, και αντίπαλος του παπικού αλάθητου. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού από τους Πρώσους, είχε διακριθεί για τον πατριωτισμό του και τον ζήλο του στην περιποίηση των τραυματιών.[8] Για τον Μαρξ: «Ο πραγματικός φονιάς του αρχιεπισκόπου Νταρμπουά είναι ο Θιέρσος. Η Κομμούνα είχε επανειλημμένα προτείνει ν’ ανταλλάξει τον αρχιεπίσκοπο και ένα σωρό άλλους παπάδες μαζί, με μόνο τον Μπλανκί, που ήταν τότε στα χέρια του Θιέρσου. Ο Θιέρσος αρνιόταν επίμονα. Ήξερε ότι δίνοντας τον Μπλανκί θα έδινε στην Κομμούνα ένα κεφάλι, ενώ ο αρχιεπίσκοπος θα εξυπηρετούσε καλύτερα το σκοπό του σαν πτώμα»·[9] διότι έτσι θα στιγματίζονταν οι εξεγερμένοι σαν δολοφόνοι και θα συκοφαντούνταν η επανάσταση.

Συνοπτικά, η Κομμούνα απέδειξε ότι η προλεταριακή επανάσταση δεν χρειάζεται την τρομοκρατία για να εκπληρώσει τους σκοπούς της. Η βία που άσκησε ήταν καθαρά αμυντική, ένα είδος  ανεπιθύμητης πλην αναπόφευκτης προσαρμογής στην εχθρική πραγματικότητα· μια βία αυτο-αμφισβητούμενη και αυτο-περιοριζόμενη στην απολύτως απαραίτητη.

Επίμετρο

Ήδη στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο το 1848, οι Μαρξ-Ένγκελς είχαν διακηρύξει ότι «το πρώτο βήμα στην εργατική επανάσταση είναι η ανύψωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, η κατάκτηση της δημοκρατίας».[10] Η δημοκρατία έχει, για τον Μαρξ, ανατρεπτικό χαρακτήρα: Στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη γράφει ότι, σε χώρες με ανεπτυγμένο σχηματισμό τάξεων, «η δημοκρατία σημαίνει γενικά μόνο την πολιτική μορφή ανατροπής της αστικής κοινωνίας και όχι τη συντηρητική μορφή της ζωής της».[11]

Η Κομμούνα υπήρξε, λοιπόν, μια δημοκρατία· μια δημοκρατία, όμως, η οποία δεν παραμέρισε μόνον τη μοναρχική μορφή της ταξικής κυριαρχίας, μα κι αυτήν την ίδια την ταξική κυριαρχία. Ως δικτατορία του προλεταριάτου, τσάκισε την παλιά κρατική εξουσία και την αντικατέστησε με «μια καινούργια, αληθινά δημοκρατική εξουσία»[12]. Αναδείχθηκε μια «δημοκρατία της εργασίας»· μια μη-καταπιεστική, «ευλύγιστη πολιτική μορφή», που «έδωσε στη δημοκρατία τη βάση πραγματικά δημοκρατικών θεσμών».[13]

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Κομμούνα ή δικτατορία του προλεταριάτου συνιστά: πρώτον, μια περιεκτική – πολιτική, κοινωνική και οικονομική – δημοκρατία, εν αντιθέσει προς την αστική δημοκρατία, όπου η τυπική ισότητα λειτουργεί ως φενάκη της πραγματικής – υλικής ανισότητας, και η «πολιτική χειραφέτηση» δεν ταυτίζεται με την «ανθρώπινη»·[14] δεύτερον, μια διαλεκτική άρση -διαφύλαξη, κατάργηση και ανύψωση μαζί- της αστικής δημοκρατίας, υπό την έννοια της εγελιανής Aufhebung, όπου κάθε επόμενη βαθμίδα (εν προκειμένω, η δικτατορία του προλεταριάτου) διατηρεί εντός της (εμπεριέχει) την προηγούμενη (εδώ, την αστική δημοκρατία) ως ανηρημένη, και είναι υψηλότερη και πλουσιότερη από την προηγούμενη ακριβώς επειδή εμπλουτίσθηκε από την άρνηση εκείνης. Πρακτικά, το δεύτερο σημαίνει ότι η εργατική δημοκρατία δεν ακυρώνει τις ελευθερίες και τα δικαιώματα που έχουν ήδη κατακτηθεί στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, αλλά τα αναβιβάζει, δηλαδή τα διευρύνει, τα εμβαθύνει, τα ουσιαστικοποιεί και τα ολοκληρώνει.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η Κομμούνα δεν ήταν ένα μονοκομματικό καθεστώς, αλλά μία πολυφωνική, πολυκομματική δημοκρατία. Στο Δημοτικό Συμβούλιο εκπροσωπούνταν ποικίλες μερίδες [μπλανκιστές (που ήταν και η πλειοψηφία), προυντονικοί και άλλα μέλη της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, Ιακωβίνοι κ.α.], ενώ στις εκλογές συμμετείχε ελεύθερα ακόμη και το «κόμμα της τάξεως» (συνασπισμός αστών και βασιλοφρόνων). Η απαγόρευση των εφημερίδων του «κόμματος της τάξεως» από την Κομμούνα ήταν και πάλι ένα αθέλητο αντίμετρο, στη λήψη του οποίου αυτή εξωθήθηκε από τις επιθετικές ενέργειες της κυβέρνησης των Βερσαλλιών (κατάργηση της ελευθερίας της γνώμης σε ολόκληρη τη Γαλλία, κάψιμο των εφημερίδων που τυπώνονταν στο Παρίσι, αιμοχαρής πόλεμος έξω από το Παρίσι και δωροδοκίες και συνωμοσίες μέσα στο ίδιο το Παρίσι). Δηλαδή, η αναστολή της ελευθερίας του λόγου και του τύπου δεν ήταν μία παραμόνιμη επιλογή της Κομμούνας, ένα ουσιώδες γνώρισμα της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά μία αναγκαστική απόρροια των εκτάκτων πολεμικών συνθηκών.

Η αντίληψη του Μαρξ για τη δικτατορία του προλεταριάτου βρίσκεται στον αντίποδα της κατά Μπλανκί «επαναστατικής δικτατορίας». Ενώ ο Μαρξ υπερασπίζεται τη δημοκρατική (και σε επίπεδο θεσμών που εγκαθιδρύει) φύση της προλεταριακής επανάστασης, την ολόπλευρη συμμετοχή της πλειοψηφίας του λαού σε αυτήν, και την ενεργητική πρωτοβουλία των μαζών, ο Μπλανκί συρρικνώνει την επανάσταση σε έργο μιας μικρής καθοδηγητικής ομάδας, ενωμένης με αυστηρή πειθαρχία, που δρα συνωμοτικά, για να πάρει το πηδάλιο του κράτους σε μια ευνοϊκή στιγμή και να συγκεντρώσει δικτατορικά όλη την εξουσία στα χέρια της. Σε άρθρο του στην εφημερίδα Der Volksstaat το 1874.[15], ο Ένγκελς καθιστά τη διάκριση σαφέστατη: υποστηρίζει ότι από την μπλανκιστική θεώρηση της επανάστασης σαν εγχειρήματος μιας μικρής επαναστατικής μειοψηφίας προκύπτει αναπόδραστα η αναγκαιότητα της δικτατορίας μετά την επιτυχία του. Και ξεκαθαρίζει: «Αυτή φυσικά η δικτατορία δεν είναι δικτατορία ολόκληρης της επαναστατημένης τάξης, του προλεταριάτου, αλλά μιας μικρής μειοψηφίας η οποία έχει κάνει την επανάσταση και είναι αυτή η ίδια οργανωμένη από πριν υπό τη δικτατορία ενός ή περισσοτέρων ατόμων. […] Οι ιδέες αυτές […] έχουν από καιρό μπαγιατέψει, τουλάχιστον για το γερμανικό εργατικό κόμμα, και δεν θα βρουν πολλή απήχηση στη Γαλλία, παρεκτός στους λιγότερο ώριμους και περισσότερο ανυπόμονους εργάτες».

Είναι εξαιρετικά σημαντικό να διαφορισθούν τα προτάγματα του Μαρξ και του Μπλανκί, δεδομένου ότι, δυστυχώς, όπως επισημαίνει η Έλλη Παππά, οι επαναστάτες του 20ού αιώνα «από την περίοδο της Κομμούνας και μετά πήραν κυρίως τις απόψεις των μπλανκιστών κι αυτές υιοθέτησαν στην οργάνωση και τη λειτουργία του Μπολσεβίκικου Κόμματος ή “κόμματος νέου τύπου”».[16] Το αποτέλεσμα ήταν, σύμφωνα με την εμβριθή ανάλυση του Κώστα Παπαϊωάννου, η δικτατορία του προλεταριάτου, από «ολοκληρωμένη δημοκρατία», να εκφυλιστεί στο αντίστροφό της: σε «δικτατορία του κόμματος πάνω στο προλεταριάτο».[17] Ήδη την άνοιξη του 1918, μόλις έξι μήνες μετά την ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης από τους Μπολσεβίκους, η Λούξεμπουργκ τόνιζε πως η δικτατορία του προλεταριάτου «πρέπει να είναι το έργο της τάξης και όχι μιας μικρής μειοψηφίας, που διευθύνει εν ονόματι της τάξης», και επέκρινε τους Λένιν-Τρότσκι: «Υπάρχει λοιπόν στο βάθος μια κυβέρνηση κλίκας, μια δικτατορία είναι αλήθεια, όχι όμως η δικτατορία του προλεταριάτου, όχι: η δικτατορία μιας χούφτας πολιτικών, δηλαδή μια δικτατορία με αστική έννοια, με την έννοια της γιακωβίνικης κυριαρχίας. […] Η ιστορική αποστολή του προλεταριάτου είναι, όταν φτάσει στην εξουσία, να δημιουργήσει, στη θέση της αστικής δημοκρατίας, τη σοσιαλιστική δημοκρατία και όχι να καταστρέψει κάθε δημοκρατία».[18] Κλείνοντας, ας ελπίσουμε, ακολουθώντας την προαναφερθείσα πολύπειρη Ελληνίδα κομμουνίστρια, η Κομμούνα του 19ου αιώνα να γίνει το πρότυπο και το σημείο εκκίνησης των επαναστάσεων του 21ου αιώνα,  «αυτό που όφειλαν να είχαν ως αφετηρία τους -και δεν είχαν- οι επαναστάσεις του 20ού αιώνα».[19]


Το κείμενο επιμελήθηκε η Δήμητρα Αλιφιεράκη


 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Γιώργος Κρανιδιώτης

Ο Γιώργος Κρανιδιώτης σπούδασε Ιατρική και Φιλοσοφία – Παιδαγωγική – Ψυχολογία
(ειδίκευση: Φιλοσοφία) στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Είναι
Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος
Ειδίκευσης στην Ιστορία της Φιλοσοφίας (Φιλοσοφική Σχολή ΕΚΠΑ). Εργάζεται ως
Παθολόγος - Επιμελητής Α΄ στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιώς «Τζάνειο». Είναι έγγαμος και
πατέρας τριών παιδιών.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange