Στη μνήμη της Ο. Π.
Το φθινόπωρο του 1870, η λέξη Commune ακουγόταν ολοένα περισσότερο μέσα στον αναβρασμό που προετοίμαζε καινούριες εξελίξεις, με τις αλληλένδετες σημασίες της: Ως (αυτο-)διοικητική μονάδα, κοινότητα, δήμος, «λαός», αλλά και ως δυνητική μορφή διακυβέρνησης: Καταρχάς στο πλευρό της κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας (gouvernement de la Défense nationale), στη συνέχεια εναντίον της. Ο δεξιός φιλελεύθερος, «ορλεανιστής», δικηγόρος, Ζιλ Λε Μπερκιέ, ανησυχεί από αυτή την ασάφεια: «Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο στον κόσμο από τη σύγχυση των λέξεων, επειδή έχει ως ακατανίκητη συνέπεια την πρόκληση σύγχυσης και στις πράξεις». Εκείνες τις κρίσιμες στιγμές, ήταν πολύ σημαντικό για τις κυρίαρχες τάξεις να ξεκαθαρίσουν τη σύγχυση.
Γι’ αυτό και στις 20 Οκτωβρίου 1870, ο ίδιος ο Λε Μπερκιέ αποφάσισε να πάρει τον λόγο στην πολιτική λέσχη του («club de la porte Saint-Martin») για να απορρίψει κάθε πρόταση εκχώρησης κυβερνητικών αρμοδιοτήτων στον «δήμο», την Κομμούνα του Παρισιού, παραδίδοντας ένα μάθημα ιστορικής σημασιολογίας για να θέσει σε επιφυλακή το πολιτικό του ακροατήριο: «Αντιληφθείτε τι σημαίνει η λέξη ‘commune’ που εκστομίζεται εδώ κι εκεί. Ο δήμος (commune) των Βερσαλλιών, ο δήμος (commune) της Ρουέν, ο δήμος (commune) της Μασσαλίας δεν προκαλούν ανησυχία σε κανένα. Όμως ο δήμος (Commune), η Κομμούνα του Παρισιού είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Γιατί; Διότι υπάρχει αίμα πάνω σε αυτή τη λέξη».[1]
Ο Λε Μπερκιέ υπενθύμιζε στους «honnêtes gens», στους αξιοσέβαστους νοικοκυραίους του ακροατηρίου του, ότι ειδικά στο Παρίσι η λέξη «commune» δεν ήταν απλώς ένας άλλος τρόπος για να πει κανείς «municipalité»· ήταν πρωτίστως Commune, Κομμούνα με κεφαλαίο το κάππα, με όλη την ιστορική φόρτιση από την Κομμούνα του έτους ΙΙ της Γαλλικής Επανάστασης. «Μια μέρα, στις 10 Αυγούστου 1792», συνέχιζε ο Λε Μπερκιέ, «μια χούφτα άνδρες πήγαν στο δημαρχείο των Παρισίων και εκδίωξαν από εκεί το δημοτικό συμβούλιο […] αυτό έγινε για να διαδώσουν την αναταραχή στην πολιτεία, για να διασπείρουν τον φόβο μεταξύ των πολιτών, για να συντάξουν λίστες προγραφών και να τρομοκρατήσουν τη Γαλλία!».[2]
Στα τέλη του 1870, ο Λε Μπερκιέ ένιωθε να σαλεύει πάνω από το κεφάλι του –και πάνω από τα κεφάλια των μετριοπαθών και των συντηρητικών αστών του ακροατηρίου του– το φάντασμα της ριζοσπαστικοποίησης· το ένιωθε να εκλύεται ως ισχυρή συνδήλωση από αυτή τη λέξη που άκουγε όλο και περισσότερο γύρω του –Κομμούνα– με τα αιματηρά επεισόδια του διαστήματος 1792 με 1794, με την αποκαλυπτικού χαρακτήρα διακήρυξη στις 2 Σεπτεμβρίου 1792, η οποία καλούσε τον λαό του Παρισιού να πάρει τα όπλα για να καταπνίξει κάθε αντίδραση που υπέβοσκε εναντίον της Επανάστασης. Πριν από τις 10 Αυγούστου 1792, δεν υπήρχε παρά μία commune, ένα συμβούλιο με σχετικά αδύναμες εξουσίες· μετά τις 10 Αυγούστου 1792, στο δημαρχείο των Παρισίων εδραιώνεται και τυπικά η Κομμούνα, με τον αποφασιστικό ρόλο των sans-culottes, των «αβράκωτων», των πιο ριζοσπαστικών, πληβειακών και «ανεξέλεγκτων» στοιχείων του λαού. Τον Νοέμβριο του 1793, άλλωστε, επιχειρήθηκε αποτυχημένα περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση της Κομμούνας, με στόχο να επιβληθεί τόσο στην Εθνοσυνέλευση όσο και στον ίδιο τον Ροβεσπιέρο.[3] Εν κατακλείδι, στο 3ο κεφάλαιο του Dictionnaire Critique de la Révolution française βρίσκουμε ένα απόσπασμα, στο οποίο συνοψίζεται η θέση της σύγχρονης έρευνας για τη φυσιογνωμία της Κομμούνας μετά τις 10 Αυγούστου 1792: «Σχεδόν στο σύνολό της, η Κομμούνα αντικατοπτρίζει αρκετά καλά τη φυσιογνωμία του λαϊκού και εργατικού (laborieux) Παρισιού».
Κατά τα τέλη του 1870, η συναισθηματική διέγερση και η έντονη ανησυχία του Λε Μπερκιέ κι άλλων σαν κι εκείνον πήγαζε κι από την επιστροφή του ρεπερτορίου της Κομμούνας του 1792 και 1793: επιτάξεις και αναγκαστικές απαλλοτριώσεις· λαϊκή πρωτοβουλία και λαϊκός έλεγχος· η διαφαινόμενη δυαδικότητα της εξουσίας κάτω από την εντελώς τυπική «μοιρασιά των αρμοδιοτήτων»· η συνεπαγόμενη αναπλήρωση, η παρακολούθηση, η διαφαινόμενη αντικατάσταση της κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας. Η Κομμούνα αναδυόταν δυναμικά ως μια «αντι-κυβέρνηση», κατά τον τρόπο που η Κομμούνα του 1792 και 1793 είχε υπάρξει παρά το πλευρό της Εθνοσυνέλευσης, αλλά και εναντίον της.
Δυο άλλα γνώριμα και πολύ ανησυχητικότερα θέματα από εκείνο το ρεπερτόριο ήταν ο μαζικός ξεσηκωμός και, κυρίως, ο λαός εν όπλοις. Ήδη στις 5 Σεπτεμβρίου 1870, το Δημοκρατικό Κεντρικό Κομιτάτο Εθνικής Άμυνας των είκοσι διαμερισμάτων του Παρισιού (Comité Central Républicain de Défense nationale des vingt arrondissements de Paris) όριζε, μεταξύ άλλων, στην «κόκκινη αφίσα» του, ότι αποστολή της Εθνοφυλακής (Garde nationale) ήταν να «παραστέκει» τους αστυνομικούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Μια μέρα νωρίτερα, τα μέλη της Διεθνούς («les Internationaux») που είχαν συνεδριάσει για να «δώσουν ώθηση», επί λέξει «impulser» –άλλος όρος από την εποχή μετά το 1792– στις εξελίξεις, αναφέρονταν ρητά στο 1793, στη διακήρυξή τους προς τον γερμανικό λαό: «Με τη φωνή των 38 εκατομμυρίων, που εμπνέονται από τα ίδια πατριωτικά και επαναστατικά συναισθήματα, σου επαναλαμβάνουμε εκείνο που διακηρύσσαμε στη συνασπισμένη Ευρώπη του 1793: “Ο γαλλικός λαός δεν πρόκειται να συνάψει ειρήνη με εχθρό που έχει καταλάβει τα εδάφη του. Ο γαλλικός λαός είναι φίλος και σύμμαχος όλων των ελεύθερων λαών. Δεν αναμιγνύεται στη διακυβέρνηση των άλλων εθνών· δεν ανέχεται την ανάμειξη άλλων εθνών στη δική του διακυβέρνηση”. […] Διακηρύσσουμε την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφότητα των λαών. Ας ιδρύσουμε μαζί τις ενωμένες πολιτείες της Ευρώπης. Ζήτω η παγκόσμια δημοκρατία!».
Μέσα σε αυτό τον ορίζοντα ο Λε Μπερκιέ και οι όμοιοί του διαισθάνονταν όχι την «αναγέννηση» του 1792/1793, αλλά κάτι ριζικά διαφορετικό, που αναζητούσε ιστορικές καταβολές, ισχυρές και «πειστικές» λέξεις προτού να μορφοποιηθεί με συνεκτικό τρόπο στην Κομμούνα της 18ης Μαρτίου 1871.[4] Είναι ενδιαφέρον πως και ύστερα από αυτή την ημερομηνία, η Εκτελεστική Επιτροπή (Commission exécutive) της Κομμούνας ταυτίζει τους εχθρούς της με τους εχθρούς της Πρώτης Δημοκρατίας, όπως λ.χ. με τη φιλομοναρχική chouannerie της Βρετάνης, στο διάταγμα της 6ης Απριλίου 1871: «Αποτελεί προδοσία η συνδιαλλαγή με τους Σουάνους που σφαγιάζουν τους στρατηγούς μας και χτυπούν τους αφοπλισμένους αιχμαλώτους από τις γραμμές μας». Στο διάταγμα της δημοτικής επιτροπής (Commission municipale), από τις 7 Απριλίου 1871, διαβάζουμε μια αποφασιστικής σημασίας διαπίστωση που αφορά τη σημαία: «Αφού η τρίχρωμη σημαία κηλιδώθηκε από όλων των ειδών τις προδοσίες κι από κάθε όνειδος της μοναρχίας,[5] έγινε η ατιμασμένη παντιέρα που κρατούν οι δολοφόνοι των Βερσαλλιών». Είναι η στιγμή που κυριαρχεί στο Παρίσι το κόκκινο λάβαρο της Κομμούνας.
Στα ελληνικά, οι άνδρες και οι γυναίκες που έκαναν την Κομμούνα υποστασιοποιούνται συμπεριληπτικά ως «κομμουνάροι». Στα γαλλικά, ανάμεσα στα κοινωνικοπολιτικά σημαίνοντα που αφορούν τους ανθρώπους της Κομμούνας, απέκτησε μεγαλύτερη εμβέλεια στο πέρασμα των χρόνων ο όρος communard. Στη γλωσσολογική συνείδηση των αρχών της δεκαετίας του 1870, η συγκεκριμένη ονομασία ήταν σαφέστατα απαξιωτική: Η φράση «le régime communard» είναι συχνότατη στις εχθρικές καταγραφές μεταξύ 1871 και 1875, όταν η Κομμούνα περιγράφεται από τους αντιπάλους της ως το «καθεστώς» της βαρβαρότητας των κομμουνάρων. Στην πραγματικότητα, η χροιά ήταν τόσο περιφρονητική όσο και στα ελληνικά στις λέξεις «το κομούνι, τα κουμούνια» κλπ.
Ήδη, όμως, εντός της ίδιας δεκαετίας, η λέξη communard άρχισε σιγά-σιγά να αποφορτίζεται από τον υποτιμητικό και μειωτικό χαρακτήρα της μέσα σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα λόγου. Για παράδειγμα, σε ένα «συμφιλιωτικό» χρονικό[6] που κυκλοφόρησε λίγα χρόνια μετά την αιματηρή καταστολή της Κομμούνας του 1871, συναντάμε τη λέξη στο παρακάτω απόσπασμα: «‘Καλημέρα, communard!’.[7]‘Καλημέρα, γερο-τρελέ βοναπαρτικέ!’.[8] Αυτές οι παιδιάστικες προσφωνήσεις, ωστόσο, ανταλλάσσονταν δίχως να έχει κανείς μας την πρόθεση να προκαλέσει τον άλλο». Επίσης, σε μια έκκληση πολιτών από το 1873, υπέρ ενός κομμουνάρου που είχε καταδικαστεί, ο όρος communard αναφέρεται μέσα σε εισαγωγικά: «pétition en faveur d’un ‘Communard’».
Ήδη από το 1890, η κατάσταση είχε αντιστραφεί: τις περισσότερες φορές που συναντάμε τον όρο, αναλόγως με τα συμφραζόμενα, είτε δηλώνει ουδέτερα εκείνον που έλαβε μέρος στην Κομμούνα του 1871, είτε γράφεται με τιμητική και ηρωική φόρτιση. Στις αρχές του 20ού αιώνα, αυτή η ιστορική κατανόηση του communard έχει επικρατήσει τόσο πολύ στη γλώσσα, ώστε ο ηγέτης του εργατικού κινήματος, Ζαν Αλεμάν (Jean Allemane, 1843–1935) τιτλοφορεί τα απομνημονεύματά του «Mémoires d’un communard. Des barricades au bagne» (« Αναμνήσεις ενός κομμουνάρου. Από τα οδοφράγματα στο κάτεργο»). Πρόκειται για σχεδόν απόλυτη επανοικειοποίηση. Ήδη, όμως, από τις αρχές της δεκαετίας του 1880, η ονομασία χρησιμοποιείται με ουδέτερη χροιά ακόμα και από ορκισμένους εχθρούς της Κομμούνας: Επί παραδείγματι, ο μοναρχικός Gabriel-Jules de Cosnac, στον τέταρτο τόμο του δικού του χρονικού, επιστρέφει στην εποχή της Γαλλικής Επανάστασης για να παραλληλίσει «λαϊκές και επαναστατικές φατρίες», τις αξίες και τις μεθόδους τους με τον κόσμο των κομμουνάρων που είχε γνωρίσει στη δική του εποχή.
Το θηλυκό του communard είναι communarde και συχνά απαντά ως επιθετικός προσδιορισμός του όχλου, της πλέμπας, όπως στο εξής ονοματικό σύνολο από κείμενο του 1874: «la plèbe communarde». Συχνότερα συναντάμε το θηλυκό, communeuse, ενός άλλου όρου που αναφέρεται στους ανθρώπους της Κομμούνας: communeux. Κι αυτή η ονομασία υπόκειται σε διαφοροποιήσεις, χρωματισμούς, επεξεργασίες και στρεβλώσεις, είναι, ωστόσο, συγχρόνως και ο όρος που χρησιμοποιείται από τα μέλη της Κομμούνας για να αναφερθούν στους εαυτούς τους. Έτσι, ο κομμουνάρος και στιχουργός του θρυλικού τραγουδιού «Ο καιρός των κερασιών» («Le temps des cerises»), Ζαν Μπατίστ Κλεμάν (Jean Baptiste Clément), επιλέγει για το βιβλίο του τον τίτλο «La revanche des Communeux». Ο φημισμένος ζωγράφος και εικονογράφος, παλιός φίλος του Μπαλζάκ, ο Μπερτάλ (Bertall) παρουσιάζει το 1880 μια σειρά από τύπους, πορτρέτα και στολές των κομμουνάρων υπό τον τίτλο «Les Communeux. Types, caractères, costumes».
O communeux ως υπέρμαχος και δραστήριος υπερασπιστής της Κομμούνας, αλλά κι ως οπαδός του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, υποστασιοποιείται μέσα στα συμφραζόμενα των εχθρικών προς την Κομμούνα λόγων ως σκοτεινός και αρπακτικός συνωμότης. Σε έναν λίβελο ακραίας μοναρχικής προπαγάνδας, που κυκλοφορεί υπό τον εύγλωττο τίτλο «Ο μεγάλος θυμός του καλού χωροφύλακα»[9] (sic), αναφέρεται πως οι υπέρμαχοι, οι υπερασπιστές, οι οπαδοί της Κομμούνας, οι Communeux, «θέλουν για λογαριασμό τους το καλύτερο κομμάτι του γλυκού· έχουν δόντια λύκου». Σε αυτά τα συμφραζόμενα, όμως, αντικείμενο της σφοδρότερης δαιμονοποίησης είναι οι γυναίκες που τόλμησαν να συμμετάσχουν με οποιονδήποτε τρόπο στην Κομμούνα. Μια αστική-συντηρητική εφημερίδα της εποχής παρουσιάζει τις communeuses ως… Ήβες («Hébés communeuses»), οι οποίες κερνούν «επαναστατική αμβροσία» (sic) τα μέλη της Κομμούνας, που κάθονται «στα μεγαλοπρεπή και χρυσοστόλιστα σαλόνια» του δημαρχείου των Παρισίων, ενώ κάτω από τα παράθυρά τους «παρελαύνει η πλέμπα των εθνοφυλάκων κραυγάζοντας δουλικά, ‘ave Caesar, morituri te salutant’»[10] (sic). Αντιθέτως, στον λόγο των πρωταγωνιστών της Κομμούνας, οι communeuses αποτελούν επαναστατικά πρότυπα για όλες τις γυναίκες της Γαλλίας· έτσι, ο σοσιαλιστής ηγέτης Ζιλ Γκεντ (Jules Guesde), σε μια ομιλία του 1884, συγκρίνει τις γυναίκες των απεργών με τις «ηρωικές αδερφές τους του Παρισιού –του Παρισιού του 1871– τις αξέχαστες communeuses».
Μια άλλη ονομασία, που διατήρησε πάντα βαθύτατα μειωτική χροιά και οι υπέρμαχοι της Κομμούνας του 1871 δεν την οικειοποιήθηκαν ποτέ, ήταν το κοινωνικοπολιτικό σημαίνον partageux (σπανιότερα απαντά και το θηλυκό του, partageuse). Ο όρος partageux φαίνεται πως είναι υποτιμητική και χλευαστική παραφθορά του partageur, δηλαδή του ανθρώπου που επιθυμεί την κοινοκτημοσύνη. Τα κείμενα στα οποία συναντάμε τους όρους partageux και partageuse είναι πάντα εχθρικά ή προσβλητικά για την Κομμούνα και τους ανθρώπους της. Partageux είναι ο απεχθής, μισητός και επικίνδυνος υπέρμαχος της κοινοκτημοσύνης, ο εισηγητής της απόλυτης ισότητας στην κατανομή του πλούτου, εν τέλει εκείνος που υπερασπιζόταν την Κομμούνα ως έμπρακτη κοινότητα αγαθών. Εννοείται πως ο «καλός χωροφύλακας» του ανώνυμου λιβελογράφου δεν θα έχανε ευκαιρία να αναδείξει τον κίνδυνο: «Αυτά τα σκυλιά, οι partageux, που είναι οι φρουροί της Κομμούνας, έδειξαν τα δόντια τους».[11] Φαίνεται πως ο όρος βρισκόταν σε ευρεία χρήση ήδη από το 1850, πάντα σε συμφραζόμενα εχθρικά προς την κοινωνική επανάσταση. Σε ένα αλμανάκ του ίδιου έτους διαβάζουμε ότι «ο καθαρόαιμος partageux» είναι, μεταξύ άλλων, «πρώτης τάξεως κοπρίτης, κατασκευαστής οδοφραγμάτων, μέλος πολιτικών ομίλων, επαγγελματίας στασιαστής».[12] Ο «καλός χωροφύλακας» σπεύδει να μας διαβεβαιώσει το 1871 ότι «οι partageux και οι Communeux είναι πάντοτε οι ίδιοι».[13] Η λέξη πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί αρχικά για να περιγραφούν τα κράτη που έλαβαν μέρος στον διαμελισμό της Πολωνίας («les partageux de la Pologne»), Αυστρία, Πρωσία και Ρωσία, οπότε διαθέτει και τη συνδηλωτική σημασία «διαμελιστής, κερματιστής». Στους συκοφάντες και τους λιβελογράφους της αντεπανάστασης αναλαμβάνει να απαντήσει από το Παρίσι της Κομμούνας ο Ζιστέν Μπαγί (Justin Bailly) με το τραγούδι του, που κυκλοφόρησε το 1871, «Η κόκκινη σημαία» («Le drapeau rouge»)· γράφει ο Μπαγί: «Εκείνους που με το αίμα τους η γη βάφεται κόκκινη/ τους αποκαλούν κόκκινους (rouges)/κι εκείνους που με τον πενιχρό μισθό τους υποφέρουν, τους λένε partageux».
Ήδη στο εργατικό μανιφέστο της 1ης Ιανουαρίου 1869 καταγγέλλονταν οι κυρίαρχες τάξεις που, με όλα τα μέσα, σπίλωναν και διέσυραν τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της εργατικής τάξης: «Πράγματι, από το 1789 κι έπειτα, παίζεται μια κωμωδία. Οι ηχηρές φράσεις περί σεβασμού των νόμων, της δημόσιας τάξης, της οικογένειας, της ιδιοκτησίας και της θρησκείας χρησιμοποιούνται εναλλάξ με τα φόβητρα που παρουσιάζουν, δηλαδή τους αναρχικούς, τους partageux, τους κομμουνιστές (communistes), τους κόκκινους, τους τρομοκράτες, λες και είναι μια αυλαία που πέφτει στο τέλος κάθε πράξης του έργου».
Κατά την τελευταία φάση της Κομμούνας καθιερώνεται από τους εχθρούς της ένα άλλο κοινωνικοπολιτικό σημαίνον: Η pétroleuse. Υπάρχει και το αρσενικό, pétroleur,[14] είναι, πάντως, συγκριτικά σπανιότερο. Η pétroleuse δηλώνει καταρχάς τη δια πετρελαίου εμπρήστρια, την πυρπολήτρια, και οι συνθήκες ανάδυσής της εντοπίζονται στις οδομαχίες της Ματωμένης Εβδομάδας (Semaine Sanglante, 21 – 28 Μαΐου 1871), δηλαδή κατά την τελευταία φάση της παρισινής Κομμούνας. Η pétroleuse ως μαχητικό φόβητρο των κυρίαρχων τάξεων παρήγαγε τόσο ισχυρές συνδηλώσεις, ώστε, ακόμα και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, στιγμάτιζε κάθε μαχόμενη θηλυκότητα που αμφισβητούσε την καθεστηκυία τάξη, στις κοινωνικές, πολιτικές και έμφυλες διαστάσεις της. Είναι χαρακτηριστικό πως ύστερα από την εμπειρία της Κομμούνας του 1871, ο αστικός τύπος μεγάλης κυκλοφορίας επιστρέφει συχνά στην περίοδο 1792–1794 για να ταυτίσει τις πλέκτριες (tricoteuses) των επαναστατικών συνελεύσεων εκείνης της περιόδου με τις pétroleuses και τις communeuses του 1871. Λ.χ.: «‘Εκεί είναι! Εκεί είναι!’, ακούστηκε με την τσιριχτή φωνή της μια μέγαιρα, τύπος μπεκρούς πλέκτριας (tricoteuse), τυπική περίπτωση γυναίκας της Κομμούνας (communeuse) και πυρπολήτριας (pétroleuse) από τη δική μας εποχή».[15]
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο