Ηγεμονία, Στρατηγική, Οργάνωση: Διαβάζοντας Γκράμσι Σήμερα
Παναγιώτης Σωτήρης
Τόπος, 2020 | 352 σελίδες
Οι κλυδωνισμοί που προκάλεσε η κρίση του 2008 αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον για τις μαρξιστικές προσεγγίσεις τόσο στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας όσο και ευρύτερα. Ζητήματα όπως οι αντιφάσεις του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, οι ισχυρές τάσεις καρτελοποίησης των κομμάτων εξουσίας και τα όρια των εθνικών δημοκρατικών θεσμών σε ένα περιβάλλον εντεινόμενης διεθνοποίησης βρέθηκαν, άλλωστε, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος αναδεικνύοντας τις εγγενείς αδυναμίες που χαρακτηρίζουν τον πολιτικό και ακαδημαϊκό φιλελευθερισμό. Συνέθεσαν επίσης το πεδίο πάνω στο οποίο επιχειρήθηκε, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερo συντεταγμένα, να αρθρωθεί ένα εναλλακτικό υπόδειγμα όσον αφορά τις πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης και τον τρόπο άσκησης της πολιτικής.
Για τις δυνάμεις της αριστεράς που επιχείρησαν να αναμετρηθούν με αυτά τα ερωτήματα το γκραμσιανό corpus υπήρξε ισχυρό θέλγητρο και πολύτιμος συνοδοιπόρος. Έννοιες όπως το «ιστορικό μπλόκ», η «οργανική κρίση», η «ηθικο-πολιτική» και η «ηγεμονία» απέκτησαν περίοπτη θέση σε προγραμματικά ντοκουμέντα και τοποθετήσεις διανοούμενων ενός ευρέος πολιτικού φάσματος που εκτεινόταν από τις παρυφές της σοσιαλδημοκρατίας έως τον χώρο της παραδοσιακής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Σε αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο του Παναγιώτη Σωτήρη Ηγεμονία, Στρατηγική, Οργάνωση: Διαβάζοντας Γκράμσι Σήμερα[1] παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Επιχειρεί να αναδείξει την «γενεαλογία» της γκραμσιανής σκέψης αλλά και την σημασία της για την άρθρωση μιας δυνάμει αντι-ηγεμονικής πολιτικής παρέμβασης από πλευράς των δυνάμεων της εργασίας. Η διττή αυτή στόχευση αποτυπώνεται και στην δομή του βιβλίου. Τα πρώτα κεφάλαια εστιάζουν στις βασικές έννοιες που αναπτύσσονται στα Τετράδια της Φυλακής και τα υπόλοιπα στην διερεύνηση των όρων μιας «νέας πρακτικής της πολιτικής»· των προϋποθέσεων δηλαδή, πολιτικών και μεθοδολογικών, για τον στρατηγικό επανεξοπλισμό της αριστεράς σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την πολυεπίπεδη κρίση των ιστορικών της ρευμάτων.
Η σύντομη επισκόπηση που ακολουθεί εκκινεί από αυτή την πιο «πολιτική» πλευρά του βιβλίου. Όπως, άλλωστε, δηλώνει ρητά ο συγγραφέας, βασική του επιδίωξη δεν είναι μια φιλολογική συζήτηση γύρω από επιμέρους γκραμσιανούς όρους αλλά η διερεύνηση, μέσω αυτών, του ζητήματος της επαναστατικής πολιτικής σήμερα:
«Το κεντρικό ερώτημα του βιβλίου είναι αυτό της πολιτικής και πιο συγκεκριμένα μιας πολιτικής της χειραφέτησης και του μετασχηματισμού, αυτό που στην μαρξιστική παράδοση ορίστηκε ως επαναστατική πολιτική»[2].
Επί της ουσίας, η συζήτηση που αναπτύσσεται στα κεφάλαια τέσσερα έως επτά αξονίζεται γύρω από τρεις διακριτές, αν και αλληλένδετες, θεματικές: α) τη φύση του κράτους και των κοινωνικών ανταγωνισμών β) τις προϋποθέσεις άρθρωσης μιας δυνάμει αντι-ηγεμονικής στρατηγικής και γ) τον ρόλο και την συμβολή των ίδιων των υποτελών τάξεων εντός αυτής της διαδικασίας.
Κράτος και δυαδική εξουσία
Χωρίς να απομακρύνεται πλήρως από μια ορισμένη «ορθοδοξία» όσον αφορά την προσέγγιση των ανωτέρω ζητημάτων, ο Σωτήρης επιχειρεί να συνθέσει με γόνιμο τρόπο μια ευρύτερη συζήτηση γύρω από την ηγεμονία με τη διττή έννοια που αποδίδει στον όρο ο Γκράμσι. Δηλαδή ως πολιτικό σχέδιο, ως τη δυνατότητα συγκρότησης ενός νέου ιστορικού μπλοκ από πλευράς των δυνάμεων της εργασίας, και ως πραγμάτωση αυτού, ως τον τρόπο με τον οποίο αποκρυσταλλώνεται σε θεσμούς και μορφές οργάνωσης.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, ξεκινώντας με κάποιες διασαφηνίσεις γύρω από το κράτος. Για τον Λένιν του Κράτος και Επανάσταση ο κρατικός μηχανισμός ήταν, εν πολλοίς, ένα εργαλείο στα χέρια της άρχουσας τάξης, το οποίο έπρεπε να συντριβεί ή να υπονομευθεί στο πλαίσιο ανάδυσης αυτόνομων μορφών συγκρότησης της εργατικής εξουσίας. Κάθε ώριμο επαναστατικό κίνημα έπρεπε, συνεπώς, να οικοδομήσει τις δικές του μορφές «δυαδικής εξουσίας». Οι βραχύβιοι θεσμοί παράλληλης διακυβέρνησης που οικοδόμησαν τα Σοβιέτ κατά την διάρκεια του 1917 αποτέλεσαν τον ιδεότυπο αυτής της στρατηγικής. Σκιαγράφησαν, όμως, και τα όριά της. Από τις αρχές του 1918 οι επαναστατικοί «αντι-θεσμοί» άρχισαν να ατροφούν και ο ιδιότυπος αντι-κρατισμός που χαρακτήριζε παλαιότερες παρεμβάσεις του Λένιν εγκαταλείφθηκε τόσο από τον ίδιο όσο και από το νεοπαγές σοβιετικό καθεστώς. Οι λόγοι, αντικειμενικοί και υποκειμενικοί, έχουν αναλυθεί διεξοδικά στην διεθνή βιβλιογραφία[3] και σε κάθε περίπτωση εκφεύγουν της στοχοθεσίας του άρθρου.
Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η τομή που επιχείρησε να κάνει ο Γκράμσι στην σχετική συζήτηση εισάγοντας την έννοια του «ολοκληρωμένου κράτους». Σύμφωνα με αυτή, πολιτική κοινωνία, δηλαδή ο κρατικός μηχανισμός με την στενή έννοια, και κοινωνία των πολιτών συγκροτούν ένα οργανικό σύνολο εντός του οποίου δρούν και αναπαράγονται οι ηγεμονικοί μηχανισμοί[4]. Υπό αυτή την έννοια, το κράτος δεν είναι απλώς ένα εργαλείο στο πλαίσιο διεξαγωγής των ταξικών ανταγωνισμών αλλά το πεδίο συμπύκνωσης και αποκρυστάλλωσης αυτών. Αυτό είναι το κεντρικό επιχείρημα που αναπτύσει ο Νίκος Πουλαντζάς στο Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός[5] – την πιο φιλόδοξη και ίσως την πιο ενδιαφέρουσα προσέγγιση που διατυπώθηκε πάνω στο ζήτημα από την εποχή των Τετραδιών.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Στιούαρτ Χολ στο εισαγωγικό σημείωμα της αγγλικής έκδοσης του προαναφερθέντος βιβλίου,[6] για τον Πουλαντζά η υιοθέτηση αυτής της θέσης σηματοδοτεί την εγκατάλειψη κάθε αναφοράς περί δυαδικής εξουσίας -κεντρικό σημείο της λενινιστικής προσέγγισης- προς όφελος μιας στρατηγικής διαρκών ρήξεων και τομών εντός των ηγεμονικών μηχανισμών· δηλαδή ενός παρατεταμένου «πολέμου θέσεων» στο πλαίσιο που ορίζουν οι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.[7]
Εδώ προκύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα. Εάν δεχθούμε ότι οι κρατικές δομές, όπως και εν γένει οι ηγεμονικοί μηχανισμοί, συμπυκνώνουν, δηλαδή αποτυπώνουν και ως εκ τούτου παγιώνουν ή σταθεροποιούν μια δεδομένη ισορροπία ισχύος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, τι είναι αυτό που διαχωρίζει την ανωτέρω στρατηγική από μια «ρεφορμιστική» αντίληψη, η οποία αποδεχόμενη το θεσμικό πλαίσιο αντιπαράθεσης που ορίζει το εκάστοτε μπλοκ εξουσίας επί της ουσίας αποδέχεται και τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων; Αυτή είναι η βασική προβληματική που διαπερνά τη στρατηγική του «δημοκρατικού δρόμου». Όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, ο Σωτήρης επιλέγει να μην αναμετρηθεί ανοιχτά με την σχετική συζήτηση, αφήνοντάς την να επικρέμεται στο υπόβαθρο της επιχειρηματολογίας του. Παρ’ όλα αυτά, επιχειρεί μια δυνητικά προωθητική σύνθεση της γκραμσιανής σύλληψης για το «ολοκληρωμένο κράτος» με την στρατηγική της δυαδικής εξουσίας. Στο κεφάλαιο τέσσερα σημειώνει:
«η γκραμσιανή έννοια του πολέμου θέσεων δεν αντιπαρατίθεται σε μια στρατηγική δυαδικής εξουσίας. Αντίθετα, είναι μια στρατηγική προς τη δυαδική εξουσία, προς τη δυνατότητα μιας επαναστατικής κατάστασης».[8]
Η πρωτοτυπία του επιχειρήματος έγγειται στο εξής. Ως στρατηγική, ο «πόλεμος θέσεων» εδράζεται στην ανάλυση του Γκράμσι για τους ανεπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς και ειδικότερα τη βαθιά διείσδυση των ηγεμονικών μηχανισμών εντός της κοινωνίας των πολιτών. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν νοείται μια καθαρά «εξωτερική» θέση ως προς το κράτος. Η «δυαδική εξουσία» λαμβάνει, συνεπώς, τον χαρακτήρα μιας διαρκούς έντασης μεταξύ των κρατικών θεσμών, με την στενή έννοια, και των νέων μορφών οργάνωσης του λαϊκού παράγοντα, όχι εκτός αλλά εντός των ηγεμονικών μηχανισμών.
Ο Σωτήρης αναπτύσει τη συλλογιστική του σε ένα επίπεδο θεωρητικής αφαίρεσης που δεν επιτρέπει κατηγορικές αποφάνσεις. Οι αναφορές που κάνει, όμως, στο παράδειγμα της Βενεζουέλας διαφωτίζουν κάποια κρίσιμα σημεία. Τα κοινοτικά συμβούλια, οι κομμούνες, οι εταιρείες κοινωνικής παραγωγής και πλείστες άλλες κοινωνικο-πολιτικές πρωτοβουλίες που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της «Μπολιβαριανής Επανάστασης» συγκροτήθηκαν με την άμεση εμπλοκή ή την ανοχή της κεντρικής κυβέρνησης και των ομοσπονδιακών υπηρεσιών.[9] Σε αυτό το πλαίσιο, η «δυαδική εξουσία» δεν προσδιορίζει μια στρατηγική μετωπικής σύγκρουσης των δυνάμεων της εργασίας με το «αστικό κράτος» αλλά μια εκδοχή «πολέμου θέσεων» στην οποία δίνεται ιδιαίτερο βάρος στην πολιτική αυτονομία των κινημάτων και την αυτοοργάνωση των υποτελών τάξεων[10] – στοιχεία κρίσιμα για την εξισορρόπηση φαινομένων γραφειοκρατικού εκφυλισμού και την ανάσχεση τάσεων ενσωμάτωσης ή ανάθεσης, δηλαδή άνωθεν διευθέτησης των ταξικών ανταγωνισμών.
Ένα δεύτερο στοιχείο που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι η σκιαγράφηση του επαναστατικού συμβάντος, δηλαδή της στιγμής κατάληψης της εξουσίας, ως μιας μακροπερίοδης διαδικασίας αλλαγής του συσχετισμού δύναμης, η οποία επικαθορίζεται από την «συνύπαρξη και πάλη ανταγωνιστικών κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών μορφών»[11]. Η θέση αυτή αναδεικνύει τόσο την αδυναμία μιας απευθείας μετάβασης στον σοσιαλισμό όσο και τον μη γραμμικό, δηλαδή τον πολιτικά επισφαλή χαρακτήρα κάθε διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο Σωτήρης δεν καταπιάνεται διεξοδικά με τα πολιτικά συνεπαγόμενα αυτής της συλλογιστικής, θέτει όμως ακούσια μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα. Εάν η πολιτική διαπάλη δεν ατονεί αλλά συνεχίζεται αμείωτη μετά το επαναστατικό συμβάν, εάν εξακολουθούν να υπάρχουν ανταγωνιστικές κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές μορφές, μπορεί να γίνει αποδεκτή η στρατηγική του μονοκομματικού κράτους; Είναι δυνατόν όλες αυτές οι αντιθέσεις να ενσωματωθούν και να εκπροσωπηθούν από το κόμμα της «πρωτοπορίας» και αν όχι, με ποιον τρόπο και σε ποιο πλαίσιο εκφράζονται; Τι ακριβώς σημαίνει η «δικτατορία του προλεταριάτου» σε ένα πλαίσιο που ορίζεται από την «συνύπαρξη και πάλη ανταγωνιστικών κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών μορφών»;
Στη βάση των ανωτέρω, η οπτική που εκθέτει ο Σωτήρης για την «δυαδική εξουσία» φαίνεται να αποτελεί περισσότερο μια γκραμσιανή ανάγνωση επιμέρους στοιχείων της λενινιστικής στρατηγικής παρά μια «λενινιστική» ανάγνωση του Γκράμσι, όπως αφήνεται να εννοηθεί. Εάν κανείς παραβλέψει δε την εμφατική χρήση επιθετικών προσδιορισμών με αναφορά στην «επανάσταση», η συνολική κατεύθυνση του επιχειρήματος προσιδιάζει έντονα σε μια «αριστερή» εκδοχή ευρωκομμουνιστικής στρατηγικής. Κάτι το οποίο διαφαίνεται και από μια σειρά συγκλίσεων του συγγραφέα με επιμέρους θέσεις τόσο του Νίκου Πουλαντζά όσο και κυρίως της Κριστίν Μπυσί-Γκλύκσμαν.[12]
Υπό αυτή την έννοια, είμαι της γνώμης ότι η προσέγγισή του συνδιαλέγεται ανομολόγητα με παρεμβάσεις όπως εκείνη του Δημήτρη Μπελαντή,[13] οι οποίες επιχείρησαν την περίοδο της κρίσης να αναμετρηθούν με τη στρατηγική του «κοινοβουλευτικού» ή «δημοκρατικού» δρόμου προς το σοσιαλισμό. Να ορίσουν, δηλαδή, τις προϋποθέσεις αλλά και τον ρόλο που δύναται να διαδραματίσει μια κυβέρνηση της αριστεράς στο πλαίσιο μιας διαδικασίας σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, η οποία λαμβάνει χώρα υπό συνθήκες ανοιχτής και πλουραλιστικής εκπροσώπησης των κοινωνικο-πολιτικών ανταγωνισμών.
Ηγεμονία ή κυριαρχία
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμη μια διευκρίνιση, η οποία διαφωτίζει, κατά τη γνώμη μου, κάποιες από τις αντινομίες ή τις αμφιταλαντεύσεις που χαρακτηρίζουν τη συλλογιστική του Σωτήρη. Σε αντίθεση με όσα συχνά υποστηρίζονται, η στρατηγική του «δημοκρατικού δρόμου» δεν εδράζεται αφετηριακά ούτε στον σοσιαλδημοκρατικό μεταρρυθμισμό της μεταπολεμικής περιόδου ούτε σε κάποιου είδους απροϋπόθετο φιλειρηνισμό όσον αφορά την θέαση των ταξικών ανταγωνισμών. Εδράζεται, κατά πρώτον, στην κριτική του γραφειοκρατικού εκφυλισμού και των αυταρχικών παρεκτροπών που χαρακτήρισαν τα καθεστώτα του υπαρκτού και, κατά δεύτερον, την αναγνώριση των πολιτικών μεταβολών που επέφερε στους ανεπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς η διόγκωση των μικροαστικών στρωμάτων και η εμπέδωση της κοινοβουλευτικής ιδεολογίας. Με άλλα λόγια, το σημείο διαφοροποίησης μεταξύ ευρωκομμουνιστικών και ‘ορθόδοξων’ ρευμάτων δεν είναι το στοιχείο της ρήξης αλλά της ύπαρξης πλατιάς λαϊκής συναίνεσης γύρω απο αυτήν· των προϋποθέσεων που ορίζουν την «επανάσταση» ως διαδικασία κοινωνικής χειραφέτησης και όχι απλής καθεστωτικής αλλαγής.
Στον πυρήνα της εν λόγω προβληματικής βρίσκεται η διάκριση μεταξύ κυριαρχίας και ηγεμονίας. Για τον Γκράμσι η αλλαγή οικονομικο-πολιτικού παραδείγματος -εν προκειμένω, η μετάβαση στο σοσιαλισμό- αποτελεί συνάρτηση της δυνητικής συγκρότησης ενός νέου ιστορικού μπλοκ Της ικανότητας της εργατικής τάξης ως του κατεξοχήν επαναστατικού υποκειμένου να ηγηθεί μιας διαδικασίας ηθικής και διανοητικής μεταρρύθμισης, η οποία θα διαμορφώσει τον ορίζοντα προσδοκιών, τις νέες μορφές οργάνωσης και εν τέλει την ίδια την πολιτική ενότητα των υποτελών τάξεων. Για να μπορέσει όμως η εργατική τάξη να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο οφείλει να «θυσιάσει τα άμεσα συμφέροντά της»[14], να ενσωματώσει όψεις των αναγκών και των αναπαραστάσεων των δυνητικών συμμάχων της, όχι απλώς να «διαφωτίσει» ή να καθολικοποιήσει τα δικά της αιτήματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι στην ηγεμονία απουσιάζει το στοιχείο του καταναγκασμού αλλά ότι η έμφαση δίνεται στη σύνθεση επιμέρους αντιθέσεων και ανταγωνισμών, την διαμόρφωση όρων ηθικο-πολιτικής καθοδήγησης, με άλλα λόγια, την παραγωγή συναίνεσης.
Τούτου δοθέντος, οι γραμμικές συσχετίσεις που επιχειρεί ο Σωτήρης στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου ανάμεσα στις θέσεις του Λένιν και του Γκράμσι φαντάζουν όχι μόνο επισφαλείς, σε ιστορική προοπτική, αλλά και εν μέρει αντιθετικές ως προς την συνολική κατεύθυνση του δικού του επιχειρήματος. Με εξαίρεση την Νέα Οικονομική Πολιτική, την οποία εισηγείται ο Λένιν το 1921 υπό το βάρος των αδιεξόδων του «πολεμικού κομμουνισμού», η στρατηγική των Μπολσεβίκων πολύ δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ηγεμονική με την γκραμσιανή έννοια του όρου. Η διάλυση της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης το 1918, η βίαιη επιβολή του καθεστώτος επί των αγροτικών μαζών, η στυγνή καταστολή ετερόδοξων σοσιαλιστικών δυνάμεων (επαναστατικών και μη) και η ολοένα πιο αυταρχική διαχείριση των εσωκομματικών διαφωνιών καταδεικνύουν εναργώς μια πολιτική στρατηγική δομημένη στην βουλησιαρχία της «πρωτοπορίας» και την αυταρχική επίλυση των κοινωνικών και πολιτικών ανταγωνισμών. Λίγα μόλις χρόνια μετά τον θάνατο του Λένιν, τα στοιχεία αυτά θα φτάσουν στο απώτατο όριό τους με την υιοθέτηση του πρώτου πενταετούς πλάνου το 1928 και τις μεγάλες σταλινικές εκκαθαρίσεις του 1937. Σημειωτέον, η περίοδος αυτή συμπίπτει χρονικά με την συγγραφή των Τετραδίων.[15]
Ο Σωτήρης δεν αγνοεί φυσικά ούτε την δυναμική των εν λόγω γεγονότων ούτε τις αντιπαραθέσεις που προκάλεσαν στο εσωτερικό των Μπολσεβίκων.[16] Υιοθετεί όμως μια ιδιαιτέρως «νομιμόφρωνα» ανάγνωσή τους με πρόδηλη πολιτική στόχευση. Σκιαγραφώντας μια εικόνα πολιτικής και θεωρητικής συνέχειας μεταξύ Λένιν και Γκράμσι επιχειρεί επί της ουσίας να θωρακίσει την κληρονομιά του πρώτου και να αποσυνδέσει τον δεύτερο από την παράδοση των ρεφορμιστικών ή ευρωκομμουνιστικών ρευμάτων με τα οποία, εν πολλοίς, ταυτίστηκε το έργο του από την δεκαετία του ’60 και έπειτα. Εκ του αποτελέσματος, η επιλογή αυτή οδηγεί σε μια ιδιότυπη υποτίμηση τόσο της πρωτοτυπίας των Τετραδίων όσο και της τομής που συνιστά η γκραμσιανή θεώρηση γύρω από το κράτος και την ηγεμονία σε σχέση με την «λενινιστική» στρατηγική. Οριοθετεί επίσης τη συλλογιστική του ίδιου του συγγραφέα με αποτέλεσμα, όπως είδαμε ανωτέρω, μια σειρά από κρίσιμες παρατηρήσεις να μένουν ανολοκλήρωτες ή μετέωρες ως προς τα πολιτικά τους συνεπαγόμενα. Διόλου τυχαία, κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες επισημάνσεις του βρίσκονται στα κεφάλαια πέντε και έξι, όπου η συζήτηση απομακρύνεται από τους «κλασικούς» και αποκτά έναν πιο ελεύθερο, τρόπον τινά, χαρακτήρα.
Η πρόκληση του λαϊκισμού
Ενδεικτική ως προς αυτό είναι η ανάλυση που εκτίθεται στο πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου γύρω από το ζήτημα του λαϊκισμού. Ο Σωτήρης εκθέτει μια εμβριθή περιοδολόγηση του έργου του Λακλάου, η οποία αναδεικνύει τις μετατοπίσεις και τα όρια της προσέγγισής του, χωρίς να υποτιμά το ουσιώδες επίδικο της όλης συζήτησης: τις προϋποθέσεις αλλά και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να συναρθρωθεί σήμερα ο «λαός» ως ενιαίο, αν και όχι ομογενοποιημένο, διεκδικητικό υποκείμενο. Το ερώτημα, δηλαδή, του με ποια στρατηγική και ποιες μορφές οργάνωσης μπορεί να υπερκεραστεί η πολυδιάσπαση των υποτελών τάξεων και να συνδεθούν οργανικά τα καθ’ εαυτό ταξικά αιτήματα με ζητήματα και εγκλίσεις οι οποίες τοποθετούνται έκκεντρα ως προς αυτά (π.χ. έμφυλες ή φυλετικές διακρίσεις, περιβαλλοντικά ζητήματα και άλλα). Σε αυτό το πλαίσιο, η αναφορά που κάνει στο έργο του Στιούαρτ Χολ και τον τρόπο με τον οποίο εκείνος ορίζει την έννοια του «λαϊκο-δημοκρατικού»[17] αποτελεί μια σημαντική «διόρθωση» ως προς τις σχετικές κωδικοποιήσεις του Λακλάου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης και η προσπάθεια του να αναδείξει το ζήτημα της λαϊκής κυριαρχίας όχι μόνο ως κεντρικό πολιτικό επίδικο της συγκυρίας αλλά και ως το καθ’ εαυτό σημείο τομής του ταξικού με το εθνικό στο πλαίσιο άρθρωσης μιας δυνάμει αντι-ηγεμονικής πολιτικής στρατηγικής. Κάτι το οποίο πολύ συχνά υποτιμάται ή ακόμη και απεμπολείται από πλευράς των δυνάμεων της αριστεράς στο όνομα ενός έωλου κοσμοπολιτισμού ή μιας ανάγκης ριζικής διαφοροποίησης από τα αναδυόμενα εθνικιστικά ρεύματα και τον λεγόμενο πατριωτικό χώρο.
Υπάρχουν φυσικά και κάποια σημεία στα οποία θα αντιστοιχούσε μια πιο ενδελεχής ανάλυση. Παραδείγματος χάρη, ο Σωτήρης αναδεικνύει μια σειρά από προβληματικές πτυχές γύρω από την πρόταση των Λακλάου και Μουφ περί «ριζοσπαστικής δημοκρατίας» -ριζική ενδεχομενικότητα, υπέρμετρη έμφαση στην αυτονομία του πολιτικού, αποσύνδεση της ηγεμονίας από επιμέρους ταξικά σχέδια- αφήνει, όμως, αναπάντητο το κεντρικό ερώτημα που τη διατρέχει. Εάν δεχθούμε ότι η ηγεμονία είναι ένα διαρκές πολιτικό διακύβευμα συναρτώμενο με ένα σύνολο παραγόντων που φέρουν διαφορετικούς βαθμούς επικαθορισμού ως προς τις αντιθέσεις που δημιουργούνται και αναπαράγονται στο πεδίο της παραγωγής, με άλλα λόγια, εάν δεν υποπέσουμε σε έναν σκληρό οικονομικό αναγωγισμό, τότε κάθε ηγεμονικό σχέδιο είναι όντως εγγενώς επισφαλές. Υπό αυτή την έννοια, ο Λακλάου ορθώς διατείνεται ότι είτε υιοθετεί κανείς μια τελεολογική προσέγγιση ικανή να προδικάσει το τέλος της πολιτικής, δηλαδή των κοινωνικο-πολιτικών ανταγωνισμών, είτε αναμετράται αναγκαστικά με το ζήτημα της δημοκρατίας, δηλαδή της ανοιχτής, αν και φυσικά όχι ισότιμης, έκφρασης και διαπάλης αυτών εντός του εκάστοτε κοινωνικού σχηματισμού. Ένα ζήτημα το οποίο συνδέεται μεν αλλά προφανώς υπερβαίνει κατά πολύ την διάκριση μεταξύ «δημοκρατικού» και «γραφειοκρατικού» συγκεντρωτισμού[18] με την οποία καταπιάνεται ο συγγραφέας στο κεφάλαιο επτά, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συζήτησης γύρω από τις οργανωτικές αντανακλάσεις μιας δυνάμει αντι-ηγεμονικής πολιτικής παρέμβασης από πλευράς των δυνάμεων της εργασίας.
Πέραν αυτού, άξιο σχολιασμού είναι και το εξής. Ο Σωτήρης επισημαίνει ότι τα περισσότερα λαϊκιστικά σχέδια ρέπουν σε μια στρατηγική άνωθεν διευθέτησης των κοινωνικών ανταγωνισμών με ιδιαίτερη έμφαση στο στοιχείο της πολιτικής επικοινωνίας και της εκλογικής διαμεσολάβησης. Η κριτική αυτή αφορά τόσο τους δεξιόστροφους όσο και τους αριστερόστροφους λαϊκισμούς. Στην ενότητα 6.7 αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Συνειδητά ή ασύνειδα οι περισσότεροι θεωρητικοί του αριστερού λαϊκισμού ενστερνίζονται μια κλασική σύλληψη της πολιτικής πρακτικής, της ηγεσίας και της αντιπροσώπευσης και αυτό εξηγεί την έμφαση τους στην πολιτική επικοινωνία και την εκλογική πολιτική. Αυτό κατατείνει σε μια παραδοσιακή αντίληψη, όπου η ηγεσία ενός λαϊκιστικού κινήματος απευθύνεται σε έναν δυνητικό λαό, εκφωνώντας τον λόγο που μπορεί να συναρθρώσει τις διαφορετικές αναδυόμενες απαιτήσεις και προσδοκίες σε ένα κοινό σχέδιο. Αντίθετα, μια πολιτική για την παραγωγή του λαού ως ενός νέου ιστορικού μπλοκ έχει περισσότερο να κάνει με μια χειραφετητική πρακτική, εγγενώς ανταγωνιστική στον κυρίαρχο τρόπο πολιτικής.»[19]
Όψεις αυτής της κριτικής μπορεί να αντιστοιχούν στην Ανυπότακτη Γαλλία ή το Podemos, με το οποίο ο συγγραφέας καταπιάνεται ακροθιγώς, αλλά σίγουρα δεν αντιστοιχούν στην πολιτική πρακτική του MAS ή του PSUV, δυνάμεων που ανά περιόδους μετήλθαν λαϊκιστικές στρατηγικές. Ακόμη πιο σημαντικό, όμως, είναι αυτό που παραλείπεται στην όλη συζήτηση: οι εξόχως λαϊκιστικοί λόγοι που ανέδειξαν κινήματα όπως το Occupy, οι Indignados και το Κίνημα των Πλατειών – η εκδοχή, δηλαδή, κινηματικού αριστερού λαϊκισμού, την οποία επιχείρησε να θεωρητικοποιήσει ο Πάολο Τζερμπάουντο στο The Mask and the Flag.[20] Ένα έργο το οποίο δυστυχώς ο συγγραφέας μνημονεύει εντελώς φευγαλέα στην ενότητα 5.2.3. Το ζήτημα εδώ δεν είναι φυσικά η εξαντλητική ή μη επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας. Είναι η αναμέτρηση με εμπειρίες και κινήματα που, επι της ουσίας, ορίζουν σήμερα την συζήτηση γύρω από αυτό που η Μάρτα Χάρνεκερ ονόμασε «λαϊκό πρωταγονισμό»[21], δηλαδή την δυνατότητα των των λαϊκών στρωμάτων όχι απλώς να επιτελέσουν αλλά να ηγηθούν μιας διαδικασίας κοινωνικής χειραφέτησης με ορίζοντα τον σοσιαλισμό. Αυτό είναι άλλωστε και το στοίχημα με το οποίο θέτει εαυτόν αντιμέτωπο ο συγγραφέας. Την σκιαγράφηση μιας στρατηγικής, μιας νέας πρακτικής της πολιτικής, με επίκεντρο την συμμετοχικότητα, την μαζική διανοητικότητα και την αυτενέργεια των υποτελών τάξεων.
Εν κατακλείδι, το βιβλίο προσφέρει μια πλούσια συζήτηση γύρω από τον Γκράμσι, τα σημεία διεπαφής του έργου του με κατοπινές προσεγγίσεις καθώς και την σημασία του για τον στρατηγικό επανεξοπλισμό της αριστεράς σήμερα. Αυτό είναι και το βασικό στοιχείο διαφοροποίησής του από άλλες μελέτες, όπως αυτή του Δημήτρη Δημητράκου[22], οι οποίες προσφέρουν μια εμβριθή μεν αλλά θεματολογικά «στενότερη» ή πιο εστιασμένη ανάλυση επί των Τετραδιών. Παρά τις προαναφερθείσες αδυναμίες και την εκτενή χρήση παραθεμάτων, τα οποία πολλές φορές επισκιάζουν την επιχειρηματολογία του συγγραφέα, ο αναγνώστης θα βρει στις σελίδες του μια σειρά από πρωτότυπες συνθέσεις γύρω από κεντρικά ζητήματα της σύγχρονης μαρξιστικής θεωρίας. Υπό αυτή την έννοια, είναι ένα βιβλίο το οποίο αξίζει να διαβαστεί. Διαθέτει εύρος και διαπερνάται από μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα όσο και επίκαιρη πολιτική φιλοδοξία.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο