Τεύχος #14 1922-23: Σε ποια πέτρα, σε ποιο χώμα

Το τέλος της «Μεγάλης Ιδέας», η ανταλλαγή των πληθυσμών, η Ελλάδα του Μεσοπολέμου

Στις 30 Ιανουαρίου του 1923 υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας η «Σύμβασις περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών» βάσει της οποίας περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίστηκαν βίαια από τις εστίες τους με προορισμό τις «νέες» πατρίδες, ένθεν κακείθεν του Αιγαίου. Τα μικρά και μεγάλα καραβάνια των προσφύγων, ο πόνος των ξεριζωμένων, που συνέρρευσαν κατά χιλιάδες στην ελληνική ύπαιθρο και τα αστικά κέντρα της εποχής, συνέθεσαν τον τραγικό επίλογο της Μικρασιατικής Εκστρατείας· τον επιθανάτιο ρόγχο της Μεγάλης Ιδέας και της στρατηγικής επιθετικής επέκτασης του ελληνικού κράτους. 

Η προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων στην μικρασιατική ενδοχώρα και η προσπάθεια κατάληψης της Άγκυρας είχαν αφαιρέσει, άλλωστε, από τον ελληνικό μεγαλοϊδεατισμό τον μανδύα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Από το 1920 και εντεύθεν, η Ελλάδα επιδόθηκε σε έναν μοιραίο επεκτατικό πόλεμο επιχειρώντας να αναδειχθεί σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη. Η στρατηγική αυτή στην πραγματικότητα έτεμνε οριζόντια το βενιζελικό και το αντιβενιζελικό ή μοναρχικό στρατόπεδο. Ο Εθνικός Διχασμός υπήρξε απότοκο των διαφορετικών εκτιμήσεων εκάστης πλευράς για το πως μπορεί να πραγματωθεί η εν λόγω στρατηγική και όχι διαφωνίας για το αν πρέπει να εξυπηρετηθεί. Αυτό εξηγεί και την σχεδόν ακαριαία εγκατάλειψη των αντιπολεμικών συνθημάτων από την κυβέρνηση Γούναρη την επαύριο των εκλογών του 1920. 

Ο Αντιβενιζελισμός όχι μόνο δεν αντιτάχθηκε στον πόλεμο αλλά τον συνέχισε με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα. Η πορεία προς τον Σαγγάριο, οι βιαιοπραγίες απέναντι στους συμπαγείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς της μικρασιατικής ενδοχώρας έθεσαν έτσι τις βάσεις της κατάρρευσης, της προσφυγιάς και της Καταστροφής. Οι φλόγες της Σμύρνης καταβρόχθησαν μονομιάς την Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» ενώ οι περιώνυμοι σύμμαχοι, τα συμφέροντα των οποίων το ελληνικό κεφάλαιο επιχείρησε διακαώς να εκπροσωπήσει είχαν ήδη αλλάξει στάση και στρατόπεδο. 

Η «επίσημη» ιστοριογραφία στέκεται αμήχανη ή βουβή απέναντι σε αυτά τα γεγονότα. Η ήττα αποδίδεται στο Διχασμό, οι μαζικές λιποταξίες της περιόδου 1921-1922, αλλά και ο ρόλος του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος απαλείφονται από τα ιστορικά εγχειρίδια, ο ρόλος των μεγάλων δυνάμεων στην υποδαύλιση του πολέμου αποσιωπάται, όπως αποσιωπούνται και οι δυναμικές που οδήγησαν στην μετεωρική ανάπτυξη του τουρκικού εθνικού κινήματος. Για την «επίσημη» ιστοριογραφία, το κατεξοχήν ορόσημο της εποχής ήταν και παραμένει η Καταστροφή της Σμύρνης. Το πριν και το μετά σπανίως αναλύονται διεξοδικά. 

***

Ο αντίκτυπος της ήττας στο μικρασιατικό μέτωπο, η παραίτηση του Κωνσταντίνου Α’, η Δίκη των Έξι και η εκτέλεσή τους, και η επιστροφή του Βενιζέλου αποτέλεσαν, δίχως άλλο, κρίσιμα ιστορικά γεγονότα που επικαθόρισαν τους εσωτερικούς συσχετισμούς και την «εθνική» στρατηγική, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο το μπλοκ εξουσίας αντιλαμβανόταν τη θέση της Ελλάδας στο περιφερειακό και διεθνές γίγνεσθαι. Χωρίς να τίθεται εν αμφιβόλω η σημασία του ’22, ως σημείο καμπής, θεωρούμε ότι η ανταλλαγή των πληθυσμών το ’23  ήταν εκείνη που έθεσε, επί της ουσίας, τις ορίζουσες διαμόρφωσης της νεότερης Ελλάδας, με τις πολυεπίπεδες κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές της αντανακλάσεις: τον ξεριζωμό, την υποδοχή των προσφυγικών πληθυσμών, την πείνα, την εξαθλίωση, τον ρατσισμό από τους ντόπιους, τις παραγκουπόλεις, τα γερμανικά, τα προσφυγικά, αλλά και τη νέα αρχή, το γιασεμί και το γεράνι που έψαχνε χώρο στη Δραπετσώνα, το Κερατσίνι, την Καλαμαριά.

Για τον λόγο αυτό, στο 14ο αφιέρωμα των Marginalia, που συμπίπτει με τη συμπλήρωση πέντε χρόνων ζωής του εγχειρήματός μας, επιχειρούμε μια ανάγνωση των γεγονότων της εποχής με έμφαση στο προσφυγικό φαινόμενο, τη διαδικασία ένταξης των προσφύγων στον ελληνικό κοινωνικό ιστό και τις μακροπερίοδες διεργασίες που αυτή έθεσε σε κίνηση. Θεωρούμε, άλλωστε, ότι η επέτειος των 100 χρόνων από την υπογραφή της σύμβασης ανταλλαγής των πληθυσμών μας βρίσκει σε μια ιδιαιτέρως ευαίσθητη συγκυρία. 

Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, η ένταση των εθνικών ανταγωνισμών στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και τα μεγάλα προσφυγικά ρεύματα που προκάλεσε ο πόλεμος στη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, αναμόχλευσαν προκαταλήψεις και ενίσχυσαν ποικιλοτρόπως εθνικιστικά ρεύματα και πάσης φύσεως «εθνικά» αφηγήματα. Στη σημερινή Ελλάδα, εν απουσία ηγεμονικού προτάγματος ή ενός στιβαρού κοινωνικού συμβολαίου, το συγκρότημα εξουσίας επιχειρεί να μετασχηματίσει το φόβο απέναντι στο ξένο και τους ξένους -τους σημερινούς «τουρκόσπορους» ή «ξενομερίτες»- σε κύριο μέσο για την απόσπαση κοινωνικής συναίνεσης. Το «έπος του Έβρου», η απειλή της «λαθρομετανάστευσης» και η ανάγκη θωράκισης της «εθνικής ασφάλειας» αποτελούν το ιδεολογικό περίβλημα για την εφαρμογή μιας άκρως αυταρχικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής, που υποβαθμίζει ή αναιρεί κατοχυρωμένα δικαιώματα και συνταγματικές ελευθερίες. Την ίδια στιγμή που διαλύεται ό,τι απέμεινε από το κοινωνικό κράτος, οι ελληνικές κυβερνήσεις ξοδεύουν δισεκατομμύρια ευρώ σε πολεμικούς εξοπλισμούς. 

Αντιστοίχως αξιοποιείται και η σταδιακή όξυνση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων ή η αναμόχλευση του Μακεδονικού, επ’ αφορμής της Συμφωνίας των Πρεσπών. Σε αυτή την περίπτωση, ο εθνικιστικός οίστρος και ο ιστορικός αναθεωρητισμός είναι τα κύρια μέσα που επιστρατεύονται, προκειμένου να τεκμηριωθεί η ύπαρξη όχι μόνο εξωτερικών απειλών, αλλά και εσωτερικών εχθρών. Οι υπέρμαχοι της Συμφωνίας, οι ακτιβιστές που δραστηριοποιούνται στο προσφυγικό, όσοι αντίκεινται στα δυσθεώρητα εξοπλιστικά προγράμματα ή επικρίνουν την εξωτερική πολιτική της χώρας, σκιαγραφούνται ως εθνικοί μειοδότες ή «χρήσιμοι ηλίθιοι» στην υπηρεσία της Άγκυρας. Το συμφέρον μερίδας του ελληνικού κεφαλαίου παρουσιάζεται ως εθνικό, δηλαδή ως καθολικό, και ως τέτοιο δεν επιδέχεται ούτε κριτικής, ούτε διαφοροποιήσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιδιώκεται τόσο η αποπολιτικοποίηση κρίσιμων θεμάτων, που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής, όσο και η εν γένει οριοθέτηση του αντιπολιτευτικού λόγου και της κοινωνικής διαμαρτυρίας.  Με άλλα λόγια, το «εθνικώς αναγκαίο» λειτουργεί εδώ ως μετωνυμία και ως μέσο καθαγιασμού για το «κυβερνητικώς αρεστό» και «ωφέλιμο». Για να επιτελεστεί, φυσικά, η ταύτιση μεταξύ των δύο απαιτείται η άρθρωση ενός αφηγήματος που θα  συγκροτείται όχι μόνο στο πεδίο της τρέχουσας επικαιρότητας αλλά και της ιστορικής μνήμης· ενός αφηγήματος που θα τροφοδοτείται, εν μέρει έστω, από τις συλλογικές αναπαραστάσεις,  τα  τραύματα και τη μυθολογία του εκάστοτε κοινωνικού σχηματισμού. Σε αυτές τις μυθολογίες συνηθίζεται να αποσιωπείται η μνήμη των «από κάτω», να αορατοποιούνται όσα δεν ταιριάζουν στο εθνικό αφήγημα, όσα υπενθυμίζουν τις κοινές εμπειρίες των δύο γειτονικών λαών. 

Υπό αυτή την έννοια, θεωρούμε ότι η κριτική προσέγγιση της νεότερης ελληνικής ιστορίας καθίσταται επιτακτική, εάν θέλουμε να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος, αλλά και να κατανοήσουμε σε βάθος τις δυναμικές και τους κινδύνους που κυοφορούνται σήμερα στην ευρύτερη περιοχή. Ο εξωραϊσμός του παρελθόντος και ο ιστορικός αναθεωρητισμός αποτελούν, άλλωστε, τη βασιλική οδό για την επανάληψη της ιστορίας είτε ως τραγωδία είτε ως φάρσα, κατά την πάντα επίκαιρη προειδοποίηση του Καρλ Μαρξ. Τούτου δοθέντος, ελπίζουμε ότι τα κείμενα του αφιερώματος θα παρακινήσουν τον αναγνώστη σε ένα γόνιμο αναστοχασμό γύρω από την Μικρασιατική εκστρατεία, το χαρακτήρα της και τον πολυεπίπεδο αντίκτυπό της στις κατοπινές εξελίξεις. 

Στόχος μας δεν είναι να παρέχουμε μια πλήρη επισκόπηση ή μια ενδελεχή ανάλυση των γεγονότων, αλλά να αναδείξουμε όψεις και πλευρές της ιστορίας που κατά τη γνώμη μας παραμένουν αφανείς ή περιθωριοποιημένες στο πλαίσιο της «επίσημης» ιστοριογραφίας. Το προσφυγικό φαινόμενο, παραδείγματος χάριν, με το οποίο καταπιάνεται σε μεγάλο βαθμό το αφιέρωμα, δεν εξαντλείται στον ξεριζωμό, την μετεγκατάσταση και την ιστορία της ΕΑΠ· αποτελεί  την θρυαλλίδα κρίσιμων πολιτικών μετασχηματισμών. Η ανακήρυξη της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας, η σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση του προσφυγικού στοιχείου, η μετεωρική ανάπτυξη του ΚΚΕ τη δεκαετία του ‘40 και ο ταχύς μετασχηματισμός της λαϊκής κουλτούρας από τις αρχές της δεκαετίας του ‘30 είναι σε μεγάλο βαθμό απότοκα των δυναμικών που δημιούργησε το ’22 και η ανταλλαγή των πληθυσμών. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι στα ερείπια του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού γράφτηκαν κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες και πιθανώς λησμονημένες σελίδες της νεότερης ιστορίας.   

***

Συγκεκριμένα, το αφιέρωμά μας περιλαμβάνει μια συνέντευξη του Τάσου Κωστόπουλου στον Άγγελο Κοντογιάννη-Μάνδρο γύρω από το βιβλίο του «Πόλεμος και Εθνοκάθαρση», ίσως την πληρέστερη ετερόδοξη μελέτη γύρω από τον χαρακτήρα και τις συνέπειες της μικρασιατικής εκστρατείας. Η βαρύτητα που δίνουμε στην έλευση και εγκατάσταση των προσφύγων γίνεται φανερή σε τρία κείμενα που ασχολούνται, μέσα από διαφορετική σκοπιά, με αυτό το θέμα: αρχικά, ο Σπύρος Λαζαρίδης αφηγείται τη διαδικασία εγκατάστασης των αλλεπάλληλων προσφυγικών κυμάτων που υποδέχτηκε η Θεσσαλονίκη στα δυτικά της πόλης, στην περιοχή του Ζέιτενλικ· έπειτα η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Βόλου παρουσιάζει, μέσα από προφορικές μαρτυρίες Μικρασιατισσών πρώτης γενιάς, γυναικείες προσφυγικές και εργατικές μαρτυρίες στη Νέα Ιωνία του Βόλου· τέλος, η Φωτεινή Τσιμπιρίδου, αφού αφηγηθεί την ιστορία της δύο φορές προσφύγισσας γιαγιάς της, προχωρά σε μια μετα-αφήγηση δημόσιας ανθρωπολογίας και φεμινιστικής επιστημολογίας για το πώς η παραπάνω αφήγηση μπορεί να ιδωθεί ως παράδειγμα μελέτης του «προσφυγικού, ως μεταποικιακού, πολιτισμικού και μειονοτικού αρχείου». Ο Κώστας Παλούκης, από την άλλη μεριά, παρουσιάζει το κομμουνιστικό σχέδιο στην πολυεθνική πληβειακή Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου, όπως αυτή θα διαμορφωθεί μετά τον ερχομό ενός τεράστιου πληβειακού προσφυγικού πληθυσμού μετά το 1922 ο οποίος θα καθορίσει τους εθνοτικούς συσχετισμούς υπέρ των Ελλήνων, ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση του οθωμανικού-μουσουλμανικού πληθυσμού.

Όμως, η Μικρασιατική Καταστροφή και η εγκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στην Ελλάδα άφησαν και αφήνουν το δικό τους αποτύπωμα σε διάφορες εκφάνσεις του νεοελληνικού πολιτισμού, ενώ με τη σειρά τους, από τα πρώτα χρόνια μέχρι σήμερα, αποτυπώνονται σε ποικίλα είδη της νεοελληνικής τέχνης. Η Αλεξάνδρα Μούργου λοιπόν μιλά για τις σχέσεις μεταξύ χώρου και μουσικής στις εργατικές προσφυγικές γειτονιές του μεσοπολεμικού Πειραιά και την ανάπτυξη του ρεμπέτικου, κι ο Ηρακλής Οικονόμου μας θυμίζει έναν από τους εμβληματικότερους δίσκους της ελληνικής μουσικής, τη «Μικρά Ασία» του Απόστολου Καλδάρα και του Πυθαγόρα. Η Κωνσταντίνα Κηρύκου γράφει για τα «Χρόνια Ανάμεσα» του Βασίλη Τσιράκη, μια περίπτωση σύγχρονου ιστορικού μυθιστορήματος που αφηγείται, εντάσσοντάς τη μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του Μεσοπολέμου, την εγκατάσταση των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη και τη σχέση τους με τους ντόπιους. Τέλος, ο Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος συνομιλεί με τον σκιτσογράφο Soloup για το graphic novel «Αϊβαλί», στο οποίο συνομιλεί με τις αφηγήσεις τεσσάρων Αϊβαλιωτών -του Φώτη Κόντογλου, του Ηλία Βενέζη, της αδελφής του και του Αχμέτ Γιορουλμάζ- γύρω από τη μοίρα Ελλήνων που έφυγαν πρόσφυγες από την πόλη τους και Τουρκοκρητικών που έφτασαν πρόσφυγες σε εκείνη την περιοχή· γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ανταλλαγή πληθυσμών δεν δημιούργησε μόνο Έλληνες πρόσφυγες, αλλά και μουσουλμάνους. Όπως λέει και ο παροιμιώδης στίχος του Πυθαγόρα, «Εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ».

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Σχετικά με τον συντάκτη

Marginalia Σημειώσεις στο περιθώριο

Κάθε μήνα, το Marginalia αναζητά την ύλη του στα σημεία συνάντησης πολιτικής, επιστημών και πολιτιστικής παραγωγής. Σε όσα μας ενδιαφέρουν από κριτική σκοπιά. Και σε όσα απλά μας συγκινούν.

Σχόλια

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange