απόπλους πρώτος …
To 1937, δώδεκα χρόνια αφότου η ελληνική κυβέρνηση εξέδωσε το αλφαβητάρι Abecedar για την εκπαίδευση των σλαβόφωνων της βόρειας Ελλάδας, κυκλοφόρησε στην Αθήνα το βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα Στα μυστικά του Βάλτου. Μυθιστόρημα, κι όχι βιβλίο Ιστορίας, ήταν επί δεκαετίες η βασική πηγή για την περίοδο 1904–1908, για τα χρόνια δηλαδή του «Μακεδονικού Αγώνα». Βασική πηγή, και μαζί μέσο εθνικής (διάβαζε αντιβουλγαρικής) διαπαιδαγώγησης των ελληνοπαίδων.
Η ιστορία της Δέλτα, που εκτυλίσσεται γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών το 1907, είναι πασίγνωστη. Λιγότερο γνωστή, αντίθετα, είναι η τύχη των μαρτυριών των Μακεδονομάχων που χρησιμοποίησε η συγγραφέας ως πρώτη ύλη για το βιβλίο. Λιγότερο γνωστή γιατί, μέχρι και το 1949, o Μακεδονικός Αγώνας, αυτός ο αιματηρός εμφύλιος των χριστιανών της Βαλκανικής που επιτάχυνε τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απασχολεί ελάχιστα την κρατική εθνικοφροσύνη και την ελληνική κοινωνία. Τα πράγματα αλλάζουν μόνο μετά τον ελληνικό εμφύλιο, όταν δηλαδή αναλαμβάνουν δράση η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, το Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου, το υπουργείο Εξωτερικών και το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας. Tι είδους δράση; Καταρχάς την έκδοση, λογοκριμένων χονδροειδώς, των μέχρι τότε άγνωστων εκείνων μαρτυριών.
Βρισκόμαστε πια στο ’50 και το ’60, σε μια εποχή που δεν επιτρέπεται να συζητιούνται δημόσια οι βαναυσότητες της ελληνικής πλευράς στις μάχες με τον εχθρό, η συνεργασία με τον τουρκικό στρατό εναντίον των Βουλγάρων και η εθνική εκκαθάριση μιας επικράτειας με ισχυρότατο το βουλγαρικό και το μακεδονικό στοιχείο. Δεν μπορεί να λέγονται δημόσια αυτά, και μάλιστα από τους ίδιους τους εθνικούς ήρωες. Ο τρόπος λοιπόν της ελληνικής εθνικοφροσύνης να τιμήσει αυτούς που πέτυχαν τη συμπερίληψη (μέρους) της Μακεδονίας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, διακινδυνεύοντας και αφαιρώντας ζωές, είναι η έκδοση των μαρτυριών τους με τρόπο εθνικά ωφέλιμο – όχι όμως και ιστορικά ακριβή (για το εύρος της εθνωφελούς κρατικής πλαστογραφίας, βλ. «Τα μυστικά του Βούρκου», «Ο Ιός» 7.7.2002· Σπ. Καράβας, Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας, β´ εκδ., 2014). Αρωγός, και μαζί πολλαπλασιαστής της κρατικής στρατηγικής, η Εκκλησία. Ποιος ξεχνά τον μητροπολίτη Φλωρίνης Καντιώτη, που το 1990 ξεσηκώνει τους Έλληνες Μακεδόνες και αφορίζει τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο για το «Μετέωρο Βήμα του πελαργού», καταγγέλλοντάς το ως έργο Σκοπιανών (sic) πρακτόρων;
Για να κερδίσει τα μυαλά και τις καρδιές των ανθρώπων, ή για να γίνει απλά πολιτική «με άλλα μέσα», η ιστορία γίνεται μύθος ή έργο τέχνης – και φυσικά δεν γίνεται από μόνη της. Για να κερδίσει τη μάχη του επιχειρήματος, η πολιτική αξιοποιεί άλλοτε το μύθο και την πολιτιστική παραγωγή, άλλοτε την επιστημονική έρευνα – προς όλες τις δυνατές κατευθύνσεις. Κι αν η έρευνα ή οι τέχνες κινητοποιούν ανθρώπους πέρα από τους ακαδημαϊκούς ή τους καλλιτεχνικούς κύκλους, δεν είναι άραγε γιατί συναντιούνται, «υιοθετούνται», εργαλειοποιούνται ή απαγορεύονται –γιατί εμπλέκονται, δηλαδή, ή «κάνουν» ευθέως πολιτική; Σε αυτές τις διαδρομές –στα σημεία συνάντησης πολιτικής, επιστημών και πολιτιστικής παραγωγής– θα αναζητά κάθε μήνα την ύλη του το Μarginalia. Σε όσα μας ενδιαφέρουν από κριτική σκοπιά. Και βέβαια, καθώς δεν είναι όλα πολιτική, σε όσα απλά μας συγκινούν.
Γιατί όμως Marginalia – ή «σημειώσεις στο περιθώριο»;
Ένας τρόπος να απαντήσει κανείς, είναι να ξεκινήσει από το βιβλίο. Οι άνθρωποι που δουλεύουν στην παραγωγή του (συγγραφείς, επιμελήτριες, μεταφράστριες και διορθωτές), ξέρουν πως, χωρίς ευρύ περιθώριο, ακόμα και τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία απλώς «δεν διαβάζονται». Είναι στο περιθώριο που σημειώνονται τα σημαντικά ή οι σκέψεις που πάνε δυο βήματα παραπέρα τα γραπτά – αλλά κι αυτά με τα οποία διαφωνούμε ή εξοργιζόμαστε. Διάσημα έργα, στηριγμένα σε σημειώσεις στο περιθώριο, άφησαν πολλοί και σημαντικές – από τη Σύλβια Πλαθ ως τον Μαρξ. Περνώντας δε από τις σελίδες στους ανθρώπους, χάρη στον Πετρόπουλο, τον Ταχτσή, τον Κοροβίνη, τον Οικονόμου και τον Τσίρμπα (ή στο είδος της φιλοσοφίας που εγκαινίασε ο Μισέλ Φουκώ) γνωρίσαμε γοητευτικούς «περιθωριακούς», που δεν τους ξεχάσαμε. Αρχίζοντας απ’ το περιθώριο, έλεγε ο Ντεριντά –το περιθώριο ενός βιβλίου ή της ιστορίας–, μαθαίνει κανείς περισσότερα απ’ όσα επιτρέπει η ανάγνωση της κύριας σελίδας.
Η γοητεία του περιθωρίου όταν γίνεται βιβλίο, από την άλλη, είναι άλλο πράγμα από το πραγματικό περιθώριο: εκεί, πέρα από τον αγώνα τον ανθρώπων του περιθωρίου να αντέξουν, δεν υπάρχει τίποτα το γοητευτικό.
Πώς μπορεί κανείς να μιλά για το πραγματικό περιθώριο χωρίς να μιλήσει για τον «κανόνα» που περιθωριοποιεί – άρα για το Κέντρο, και τελικά για την πολιτική; Ο χώρος που παρουσιάζεται σήμερα στην Ευρώπη ως Κέντρο δεν αποκτά άραγε νομιμοποίηση, σχεδόν αποκλειστικά, προειδοποιώντας για τις απειλές που έρχονται από το «περιθώριο» – κι ας είναι αυτός ο ίδιος που το δημιουργεί;
Ας μη φοβόμαστε τις λέξεις: κοινός παρονομαστής του χώρου που σήμερα αυτοαποκαλείται «κεντρώος» ή «μετριοπαθής» είναι η βιασύνη να κρατήσει κάθε δομική αμφισβήτηση στο περιθώριο –ή, αλλιώς, να τελειώνει με την «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς». Στο τέλος της μέρας, το δίλημμα γίνεται απλά αποπνικτικό: αν δεν θέλετε κάποιο από τα σημερινά πρόσωπα του φασισμού, πρέπει να ανεχτείτε ως κανονική την οικονομική βία που περιθωριοποιεί και τη διαρκή «έκτακτη ανάγκη» που την παγιώνει. Έτσι το έθεσε ο Εμμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία, το διαχρονικό πολιτικό «εργαστήριο» της Ευρώπης. Και, σε παρεμφερείς αποχρώσεις, ένας κύκλος μιντιακών, πρώην αριστερών διανοουμένων που η γαλλική κριτική αποκαλεί «νεοαντιδραστικούς» (βλ. Maurice T. Maschino, “Les nouveaux réactionnaires”, Le Monde Diplomatique, Οκτώβριος 2002). Με τους ίδιους όρους, εντέλει, διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος σε όλο το δυτικό κόσμο.
Αλλά η υποτιθέμενη ιδεολογική ηγεμονία της μεταπολιτευτικής Αριστεράς και το ισοδύναμό της, η «λαϊκιστική δεκαετία του ’80», δεν είναι, υποτίθεται, το πρόβλημα και στα καθ’ ημάς, για έναν ετερόκλητο χώρο που εκτείνεται από την εκσυγχρονιστική Αριστερά ως τη νεοναζιστική Δεξιά; Αν όμως είναι αυτό στ’ αλήθεια, τότε γιατί από τη δεκαετία του ΄90 –από τότε δηλαδή που οι «μεταρρυθμίσεις», ο «εκσυγχρονισμός», η «κομματοκρατία» και ο «λαϊκισμός» καθιερώθηκαν στο καθημερινό λεξιλόγιο–, η περίφημη «ηγεμονία της Αριστεράς» αποδείχτηκε ξανά και ξανά … άνθρακες; Στο Πανεπιστήμιο ήδη από τα τέλη του ’80 ηγεμονεύει η ΔΑΠ. Στα μέσα ενημέρωσης, μια «συνταγή Τραμπ» πριν τον Τραμπ έχει εθίσει την πολιτική στον «τρόπο» των ιδιωτικών μέσων: απεύθυνση στα ταπεινότερα ένστικτα, στο θυμικό και στην ηθική του αντιπάλου· αγοραίος αντιδιανοουμενισμός που καμώνεται τον αντιελιτισμό· μικροφασισμοί της καθημερινότητας απέναντι, τάχα, στο «πολιτικά ορθό». Στην εκδοτική παραγωγή, σπάνια θα βρίσκει κανείς στα «ευπώλητα» συγγραφείς, επιχειρήματα και θεματικές συναφείς με τις ιδέες της Αριστεράς. Όσο για τον «δρόμο», ήδη από το ‘92 και το Μακεδονικό, Δεξιά και Ακροδεξιά (με τη συνδρομή επιχειρηματιών, κρατικών μηχανισμών και διανοουμένων) θα κάνουν το παν για να ακυρώσουν την εξίσωση «πεζοδρόμιο ίσον Αριστερά και αντιεξουσιαστικός χώρος». Ο εμπρησμός της Libertatia στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του πρόσφατου τρομακτικού εθνικιστικού συλλαλητηρίου, είναι η πιο πρόσφατη υπόμνηση αυτής της επαναφοράς στο ‘90.
Οι τάσεις αυτές δεν είναι πρωτόγνωρες. Ενισχύονται όμως μετά το 2015, καθώς η επαγγελία του τέλους των μνημονίων παραχώρησε τη θέση της στους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, τη νομοθεσία για την απαγόρευση απεργιών και, σαν σε επίσκεψη στον εξομολόγο on camera, στις εκδρομές στη Μακρόνησο.
Δεν είναι ούτε πρόσφατες ούτε «κατ’ εξαίρεση» ελληνικές οι τάσεις αυτές· αν η σπουδαία εκδοτική παραγωγή με αφορμή τη Ρωσική Επανάσταση αντιμετωπίστηκε στη χώρα μας ως θεωρητικοποίηση των «κόκκινων» στρατοπέδων (κι ας κλείστηκαν εκεί μερικοί από τους σπουδαιότερους «Κόκκινους» …), στη Γαλλία χρόνια τώρα ζητούν «να τελειώνουμε με τους κληρονόμους του ’68», στην Ιταλία με τον «μύθο (sic) του αντιφασισμού», στην Ολλανδία με τον «στιγματισμό» της αποικιοκρατίας και στη Γερμανία με την «ιδεολογική προκατάληψη κατά του Χίτλερ, που αντιστάθηκε στον Λένιν». Δυόμιση δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η ψυχροπολεμική «αντιολοκληρωτική» εξίσωση των «άκρων» είναι έμβλημα του νεοφιλελευθερισμού διεθνώς. Κι αυτό, στα χρόνια που μόνο το ένα από τα δύο άκρα επιμένει στη μνήμη του αντιφασισμού του εικοστού αιώνα – με το βλέμμα στα καινούρια πρόσωπα του ολοκληρωτισμού. Είναι μόνο ρετρό αυτή η επιμονή;
Από τον Ομπάμα μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ, οι προσδοκίες που ματαίωσε ο «προοδευτικός» νεοφιλελευθερισμός είναι σήμερα το καύσιμο όχι μόνο για τον «πλανητάρχη», αλλά και για πολλούς επίδοξους (και εξίσου ολοκληρωτικούς) μιμητές του ανά τον κόσμο. Παρά τις μεταξύ τους διαφορές, όλοι τους πολιτεύονται πανομοιότυπα: κερδοσκοπούν πάνω στην «ανυπαρξία εναλλακτικής», αξιοποιούν την πολιτισμική «λογική» του καπιταλισμού της εποχής μας μειώνοντας συμβολικά τις αποστάσεις μεταξύ των ηγετών και των «απλών ανθρώπων», απευθύνονται δηλαδή στους πολίτες όλο και πιο «άμεσα», πιο συναισθηματικά και πιο προσωπικά – τη στιγμή ακριβώς που ρυμουλκούν τον νεοναζισμό από το περιθώριο στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Με πιο παραδοσιακούς, αλλά όχι ξεπερασμένους όρους: θεωρώντας οριστικά ηττημένη την ταξική ελπίδα, κερδοσκοπούν στο όνομα μιας μονίμως ευάλωτης εθνικής αξιοπρέπειας. Οι γρήγοροι χρόνοι και η αμεσότητα του Διαδικτύου αξιοποιούνται στο έπακρο ακριβώς γι’ αυτούς τους σκοπούς: ενάντια στο ορθολογικό επιχείρημα, τη δομημένη σκέψη, την κριτική που αποκρούει τα λάθος διλήμματα.
Κι εμείς; Αν όσα προηγήθηκαν είναι η περιγραφή ενός προβλήματος, η περιγραφή από μόνη της, το να κάνουμε τους λογιστές των ερειπίων όπως θα έλεγε ο Μάριος Μαρκίδης, δεν αρκεί· το θέμα, κατά τη γνωστή ρήση, είναι να δείχνεις μέσα στο σκοτάδι τι δεν είναι σκοτάδι. Ό,τι σώζει τους ανθρώπους από την απόγνωση είναι η κατανόηση και η ικανότητά τους να διακρίνουν και να σώζουν την ομορφιά. Το Marginalia θα προσπαθεί και για τα δύο: για το μεν πρώτο αναδεικνύοντας σημεία-κόμβους της κριτικής, επικαιροποιώντας παραδόσεις, συστήνοντας συγγραφείς, προτείνοντας καινούριες εκδόσεις και θυμίζοντας παλιότερες –φτιάχνοντας, τέλος πάντων, «εργαλεία»· ως προς το δεύτερο, βγάζοντας από τα συρτάρια παλιές φωτογραφίες, διαβάζοντας ποιήματα και διηγήματα, συζητώντας ψηφιακά προϊόντα, ταινίες και μουσικές. Πολλά από αυτά, τυπικά, δεν είναι «εργαλείο» για τίποτα απολύτως· θυμίζουν όμως ότι η χρησιμοθηρία και η εργαλειακή σκέψη είναι μέρος του προβλήματος.
Χρειάζεται να ξαναπροσπαθήσουμε για τη ριζική κριτική: υπάρχει ακόμα το περιθώριο, η ελευθερία, γι’ αυτό. Όπως το λέει κάπου ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, η σημασία μιας τέτοιας προσπάθειας έγκειται στην παραδειγματική της αξία: στο να προκαλέσει και άλλους να παράγουν – όχι μόνο κείμενα, αλλά και σχέσεις. Η κριτική δεν είναι δωρεάν: επιδρά και στρέφει το βλέμμα, δεσμεύει σε στάσεις· είναι, λοιπόν, ένα είδος παραγωγής. Αυτό είναι το στοίχημα του Marginalia – το στοίχημα μιας ομάδας ανθρώπων που δεν βλέπουν το βιβλίο ως μέσο διάκρισης αυτών-που-τάχα-ξέρουν. Με τη στήριξή σας, ελπίζουμε αυτό το «παραγωγικό» στοίχημα να κερδηθεί.
στα παιδιά της Libertatia
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Η κριτική είναι η γκόμενα για μια νύχτα. Εγώ όμως ψάχνω σύζυγο, όχι γκόμενα. Θέλω να πω δηλαδή ότι είναι εύκολη η κριτική για κάτι, όμως αυτό που ζητάει ο κόσμος και εγώ βέβαια είναι να είστε αυτό το κάτι.
Μιχάλη, θα ήθελα να ήξερα πώς ορίζετε την «κριτική».
Υποψίαζομαι ότι διαφωνούμε ριζικά στον ορισμό. Κατά την γνώμη μου εύκολη είναι η απλή καταγγελία, εύκολο είναι το ξεκατίνιασμα. Η κριτική που εξηγεί γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι, που αναλύει μηχανισμούς, που αποκαλύπτει συνάφειες και σχέσεις, που μπορεί να παραδέχεται ότι δεν είναι αντικειμενική ή ουδέτερη αλλά παρ᾽ όλα αυτά παραμένει και αναζητά κάποια αλήθεια, μόνο εύκολη δεν είναι.
Καταλαβαίνω ότι προτείνετε μια διχοτομία ανάμεσα σε κάτι που είναι γενικά αρνητικό (κριτική) και κάτι που είναι γενικά θετικό (το «κάτι» με το οποίο ζει κανείς). Η διχοτομία αυτή είναι κατά την γνώμη μου ανυπόστατη. Γιατί για να κάνεις κριτική (όχι απλή καταγγελία, ξεκατίνιασμα, ή κάτι παρόμοιο), πρέπει να έχεις κάτι στο μυαλό σου, κάτι που το χρησιμοποιείς ως μέτρο για να κρίνεις. Και αυτό το μέτρο με το οποίο κρίνεις και το οποίο κρίνοντας εκθέτεις σε βάζει κι εσένα σε μια θέση ευθύνης: να λειτουργείς με βάση αυτό το μέτρο. Προφανώς το να κρίνεις την αρχιτεκτονική ενός κτιρίου δεν είναι το ίδιο με το να σχεδιάζεις, να φτιάχνεις ένα ή να ζεις μέσα σε ένα κτίριο, να κρίνεις ένα μυθιστόρημα δεν είναι το ίδιο με το να φτιάχνεις, να στοιχειοθετείς ή να διαβάζεις ένα μυθιστόρημα. Και παρόλο που είναι προφανές ότι η δραστηριότητα της κριτικής είναι δευτερογενής σε σχέση με την δημιουργία ή την χρήση ενός προϊόντος, πιστεύω ότι μόνο άχρηστη δεν είναι.
υγ. υπάρχει ένα διάσημο έργο κριτικής, που δεν δημιουργεί τίποτα άλλο από κριτικό λόγο, και το οποίο πολλές και πολλούς από εμάς μας έχεις σφραγίσει, διανοητικά και πολιτικά: το «Κεφάλαιο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας» του Κ. Μαρξ. Πιστέψτε με, αν είναι γκόμενα δεν είναι για μια νύχτα αλλά για μια ζωή και λίγο παραπάνω.