Επίκαιρα Τεύχος #05

Φεμινισμός, δικαιώματα και άλλες κακές λέξεις

«Καταπιέζομαι όταν ακούω ότι καταπιέζω άλλους»

Είναι αρκετά της μόδας -τώρα τελευταία και στην Ελλάδα- αριστερές αναλύσεις που στηλιτεύουν τις λεγόμενες «πολιτικές ταυτότητας» ως υπεύθυνες, άμεσα ή έμμεσα, για διάφορα δεινά, από την εκλογή Τραμπ,  μέχρι το ξέπλυμα της δολοφονικής πολιτικής του Ισραηλινού κράτους κατά των Παλαιστινίων. Σε αυτές τις αναλύσεις, ο όρος «πολιτικές ταυτότητας», χρησιμοποιείται εναλλάξ με άλλους όρους, όπως «δικαιωματισμός», «δικαιώματα», «προοδευτισμός», «πολιτισμική αριστερά»,  «πολιτισμικός μαρξισμός» και «πολιτική ορθότητα». Λίγο νόημα έχει να ξεκαθαρίσουμε τι πραγματικά σημαίνει ο κάθε όρος ξεχωριστά, αφού για όσους τους χρησιμοποιούν με αυτό τον τρόπο, αυτοί οι όροι ταυτίζονται  (αντιγράφω: «τα identity politics, ο φεμινισμός και όλα τα συναφή»),  σχηματίζοντας ένα ιδεολογικό πλαίσιο το οποίο -άσχετα με τις όποιες καλές προθέσεις- λειτουργεί τελικά ως δούρειος ίππος για την αποδοχή νεοφιλελεύθερων και αντιδραστικών πολιτικών.

Από όλα όσα έχουν γραφτεί κατά καιρούς, μεγαλύτερη πέραση -τόσο σε Ελλάδα όσο και σε ΗΠΑ- έχουν οι αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι για την εκλογή του Τραμπ φταίνε οι «πολιτικές ταυτότητας», οι οποίες αποξένωσαν την εργατική τάξη των ΗΠΑ από τους Δημοκρατικούς. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, θεωρείται ότι η υπερβολική έμφαση στα δικαιώματα γυναικών, ομοφυλοφίλων, μουσουλμάνων κλπ, απομακρύνει την εργατική τάξη από τα αριστερά ή κεντροαριστερά κόμματα και την οδηγεί σε αντιδραστικές πολιτικές επιλογές. Είναι ένα συμπέρασμα με το οποίο αρκετοί αριστεροί, αλλά και δεξιοί, στην Ελλάδα τουλάχιστον, φαίνεται να συμφωνούν. Εδώ θα ασχοληθώ κυρίως με τις αριστερές κριτικές στο φεμινισμό -θεωρούμενο ως κομμάτι των πολιτικών ταυτότητας- μιας και τις δεξιές τις θεωρώ, λίγο ως πολύ, δεδομένες.

Διαβάζουμε λοιπόν ότι τα δικαιώματα, ως έννοια είναι «κούφια», «κενά», «υποκριτικά», «διχαστικά», «αποπροσανατολιστικά» και, σε τελική ανάλυση, ασήμαντα εμπρός στα πολύ πιο σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες. Καταρχάς, θέλω να επισημάνω ότι τα δικαιώματα στα οποία ασκείται αυτή η κριτική είναι σχεδόν πάντα τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, των τρανς, των γυναικών, και διαφόρων «φύλων και φυλών» (αντιγράφω πάλι). Σε αυτά τα κείμενα δεν στηλιτεύονται ποτέ τα δικαιώματα των, λόγου χάρη, εργατών ή των φυλακισμένων ή των Παλαιστινίων. Μάλλον για τους γράφοντες υπάρχουν «σωστά» και «λάθος» δικαιώματα. Δεν πρόκειται λοιπόν για αναλύσεις που να ασκούν ουσιαστική -έστω και συντηρητική- κριτική στα ατομικά δικαιώματα συνολικά και στις ανεπάρκειές τους ως εργαλείο πολιτικής διεκδίκησης (όπως έχει διατυπώσει π.χ. ο Μαρξ,  ή ο Moyn, και βεβαίως φεμινίστριες θεωρητικοί).

Φταίει όντως ο «δικαιωματισμός» για την εκλογή Τραμπ; Είναι αυτό το σωστό ερώτημα;

Ας επιστρέψουμε στον Τραμπ και στην υποτιθέμενη συντηρητικοποίηση της αμερικάνικης εργατικής τάξης ως αποτέλεσμα του  «δικαιωματισμού». Μακριά από μένα η εκλογολογία, δεν κατέχω ούτε τις γνώσεις ούτε τα στατιστικά δεδομένα για τέτοια ανάλυση, ούτε καν για την Ελλάδα, πόσο μάλλον για τις ΗΠΑ –το ίδιο βέβαια θα μπορούσα να πω και για την συντριπτική πλειοψηφία όσων υποστηρίζουν με παθιασμένη βεβαιότητα ότι φταίει ο «προοδευτισμός» για την εκλογή Τραμπ. Θεωρώ ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα και δεν ενδείκνυνται για εύκολες απαντήσεις. Θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω τη δική μου άποψη από το θέμα, με όσα στατιστικά έχω στη διάθεσή μου και σύμφωνα με τη γνώμη Αμερικάνων αναλυτών που εμπιστεύομαι.  Ότι η εργατική τάξη των ΗΠΑ απομακρύνθηκε από τους Δημοκρατικούς στις τελευταίες εκλογές είναι γεγονός, το κατά πόσο οφείλεται αυτό στις πολιτικές ταυτότητας είναι ένα άλλο ερώτημα. Ας επισημάνω καταρχάς κάτι βασικό, όπως ότι σε αριθμό ψήφων συνολικά, κέρδισε η Κλίντον. Πέραν τούτου, είναι λανθασμένη ότι η εκτίμηση ότι η εργατική τάξη δεν ψήφισε Κλίντον: απλώς ψήφισε λιγότερο Κλίντον σε σχέση με το πόσο είχε ψηφίσει Ομπάμα και ένα μεγάλο μέρος της δεν πήγαν καν να ψηφίσουν. Τα στατιστικά δείχνουν ότι οι περισσότερες ψήφοι υπέρ του Τραμπ προήλθαν από τη μεσαία/μικρομεσαία τάξη και όχι από την εργατική/λαϊκή. Το 53% νοικοκυριών με εισοδήματα κάτω από $ 30.000 (κάτω δηλαδή από το μέσο οικογενειακό εισόδημα στις ΗΠΑ) ψήφισε Κλίντον. Επίσης, το 85% των μαύρων αντρών και το 90% των μαύρων γυναικών ψήφισαν Κλίντον. Χρειάζεται ίσως να πούμε ότι οι μαύρες γυναίκες είναι από τα φτωχότερα άτομα στις ΗΠΑ; Τα πιο πολλά στατιστικά δείχνουν ότι παρά τη μειωμένη υποστήριξή τους στην Κλίντον, δεν ήταν  η εργατική τάξη και οι φτωχοί που έβγαλαν τον Τραμπ.

Ας υποθέσουμε όμως ότι κάνω λάθος -διόλου απίθανο- και ότι η  αμερικανική εργατική τάξη ψήφισε Τραμπ και με τα δυο χέρια. Από πού ακριβώς προκύπτει ότι το έκανε για να εναντιωθεί στα δικαιώματα των γυναικών, των μαύρων, των μεταναστών και των τρανς (και τα συναφή); Για να υποστηρίξεις κάτι τέτοιο πρέπει να αποδεχθείς μια λανθασμένη -και ουσιαστικά, παράλογη- διχοτόμηση μεταξύ των εργατών και των γυναικών, των μαύρων, των μεταναστών, των τρανς κλπ. Λες και οι γυναίκες, οι μαύροι, οι μετανάστες και οι τρανς δεν είναι λαϊκή τάξη.  Εμφανίζονται δηλαδή ως υπαρξιακοί εχθροί της εργατικής τάξης, ποιοι, η κατεξοχήν εργατική τάξη στην Αμερική του σήμερα: οι πιο κακοπληρωμένοι, αυτοί που χρειάζεται να έχουν δυο και τρεις δουλειές για να βγάλουν πέρα, αυτοί που έχουν τις πιο επισφαλείς θέσεις εργασίας, που είναι αντικείμενο της πιο άγριας οικονομικής και σεξουαλικής εκμετάλλευσης, οι πιο φτωχοί και αποκλεισμένοι. Χρειάζεται να δούμε την έννοια της διαθεματικότητας, μια άλλη μεγάλη προσφορά του μαύρου φεμινισμού: οι ταυτότητες μας δεν είναι μονόλιθος: γίνεται να είσαι και εργάτης και γυναίκα, και φτωχός και γκέι, και τρανς και μετανάστης. Όλοι βρισκόμαστε στο σταυροδρόμι διαφόρων καταπιέσεων και χαρακτηριστικών, ο συνδυασμός των οποίων βαραίνει διαφορετικά τον καθένα. Και η οικονομική μειονεξία δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την κοινωνική (ή πολιτισμική) μειονεξία· αντιθέτως, το ένα συνδέεται άρρηκτα με το άλλο.

Ας πάμε όμως ένα βήμα παραπέρα και ας δεχτούμε και τη δεύτερη υπόθεση στη σειρά,  ότι δηλαδή ο λόγος υπέρ των δικαιωμάτων των πολλαπλώς αποκλεισμένων των ΗΠΑ κούρασε και ήταν η αιτία που βγήκε ο Τραμπ.  Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να απορρίψουμε αυτόν τον λόγο; Πραγματικά πρέπει να είσαι πολύ προνομιούχος και να μην σε αγγίζει καμία κοινωνική προκατάληψη -και οι αναπόφευκτες οικονομικές της συνέπειες- για να είναι αυτό η μοναδική λύση που έχεις να προτείνεις. Δεν ξέρω αν όσοι κάνουν τέτοιες αναλύσεις για τις ΗΠΑ συνειδητοποιούν ότι είναι σαν να λέγαμε στην Ελλάδα «η υπεράσπισή των προσφύγων εξοργίζει τους νοικοκυραίους που έχουν χτυπηθεί από την κρίση, να σταματήσουμε λοιπόν να υπερασπίζουμε τα δικαιώματα των προσφύγων για να μην σπρώξουμε τους νοικοκυραίους στην αγκαλιά της ακροδεξιάς και της Χρυσής Αυγής». Φανταστική λύση, εκτός αν είσαι πρόσφυγας βέβαια. Αν οι άνθρωποι γίνονται ρατσιστές επειδή είναι φτωχοί ή φοβούνται ότι θα γίνουν σύντομα, τότε η λύση δεν είναι να αποδεχθούμε τον ρατσισμό, αλλά να πολεμήσουμε τη φτώχεια.

Όλα λοιπόν εντάξει με τον λόγο περί δικαιωμάτων; Δεν είχε καμία οικονομική διάσταση η εκλογή Τραμπ;  Όχι ακριβώς και σίγουρα όχι.

Η Κλίντον, ο νεοφιλελεύθερος προοδευτισμός και η οικονομία

Ας αρχίσουμε από την Κλίντον.  Προφανώς και η Κλίντον δεν είναι η ελπίδα της αριστεράς (ούτε καν της αμερικανικής αριστεράς) και βεβαίως προσωποποιεί ένα νεοφιλελεύθερο είδος προοδευτισμού που ωφελεί κυρίως τους προνομιούχους. Εδώ θα  παραθέσω (παραφράζοντας σε μερικά σημεία για λόγους συντομίας) την άποψη της φιλοσόφου Νάνσι Φρέιζερ για αυτό το θέμα:  «Ο Τραμπ, υποσχόμενος τη  διασφάλιση σταθερής εργασίας και εισοδήματος, εξέφρασε νόμιμες αξιώσεις των πολιτών για κοινωνική προστασία και οικονομική ευημερία. Αυτές όμως ήταν αναμεμιγμένες με τη στοχοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και μια αφήγηση ότι για όλα φταίνε οι μετανάστες, οι μαύροι, οι μουσουλμάνοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι φεμινίστριες.  Από την πλευρά της Κλίντον είχαμε θετικές αξιώσεις για την ένταξη των μαύρων, των μουσουλμάνων, των ομοφυλόφιλων, των ΛΟΑΤ, των γυναικών· αξιώσεις ότι δεν πρέπει να οργανώνουμε την κοινωνική ζωή με βάση τον αποκλεισμό και την εκμετάλλευση αυτών των ομάδων. Αυτό ήταν το προοδευτικό κομμάτι της πλευράς Κλίντον, το οποίο όμως δεν συνδέεται με κάποια πολιτική κοινωνικής προστασίας, όπως είχε παρουσιάσει η πλευρά Τραμπ. Αντί για αυτό, συνδέεται με τους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας μας, δηλαδή τον χρηματοπιστωτικό τομέα, την πληροφορική, τα μέσα ενημέρωσης και τη ψυχαγωγία, τομείς που υποστηρίζουν την πολιτική των λεγόμενων ελεύθερων συναλλαγών, όλες τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.» Προφανώς λοιπόν, πολλοί Αμερικανοί ψήφισαν Τραμπ γιατί πίστεψαν ότι θα τους παράσχει κάποια οικονομική εξασφάλιση και σίγουρα ένιωθαν αποξενωμένοι από τη φιλελεύθερη, κοσμοπολιτική οικονομική ελίτ που εκπροσωπεί η Κλίντον.

Συνοπτικά, όπως το θέτει η Φρέιζερ, από την πλευρά της Κλίντον υπήρχε ένα είδος «προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού«. Παραθέτω και πάλι: «Είναι ένας προοδευτισμός που επικεντρώνεται αποκλειστικά σε πολιτικές  συμβολικής ή πολιτισμικής αναγνώρισης ευάλωτων ομάδων, αλλά αγνοεί πλήρως την οικονομική και ταξική διάσταση της καταπίεσης που βιώνουν αυτές οι ομάδες. Το κατεξοχήν παράδειγμα αυτού του ‘νεοφιλελεύθερου προοδευτισμού’ το βλέπουμε στην αμερικανική ποπ κουλτούρα που όλοι καταναλώνουμε: σε τηλεοπτικές σειρές ή ταινίες έχουμε γυναίκες με υπερδυνάμεις, φεμινιστικές ανατροπές με την αγοραία έννοια του όρου, ή μονίμως μαύρους σε θέσεις εξουσίας: η πραγματική, οικονομική όμως κατάσταση της μεγάλης πλειοψηφίας των μαύρων, των Λατίνων και των γυναικών στην Αμερική επιδεινώνεται. […] Υπάρχει ένα νέο είδος φεμινισμού, ένα νέο είδος αντιρατσισμού και  ΛΟΑΤ κινημάτων, το οποίο αγνοεί την οπτική της πολιτικής οικονομίας και επικεντρώνεται σε θέματα στάτους ή αναγνώρισης.»

Στις ΗΠΑ λοιπόν, και ειδικά στο επίπεδο της ποπ κουλτούρας και της ποπ πολιτικής ανάλυσης υπάρχει πράγματι ένα πρόβλημα στο πώς κινήματα όπως ο φεμινισμός ή το ομοφυλοφιλικό κίνημα έχουν ενταχθεί σε νεοφιλελεύθερες αφηγήσεις. Στη συνέχεια θα επικεντρωθώ αποκλειστικά στα γυναικεία δικαιώματα και το φεμινιστικό κίνημα, γιατί αυτό το πεδίο γνωρίζω καλύτερα.

Όντως λοιπόν, στην ποπ κουλτούρα έχει γίνει σχεδόν νόρμα ένα είδος νεοφιλελεύθερου φεμινισμού που επικεντρώνεται στην άρση των εμποδίων που αποτρέπουν τις προνομιούχες, υψηλού μορφωτικού επιπέδου γυναίκες να ανέλθουν στην όποια διοικητική ιεραρχία, ένας φεμινισμός τύπου “lean in” της Σέριλ Σάντμπεργκ. Αυτός ο φεμινισμός δεν ζητάει να αλλάξει τις δομές της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, αλλά να εντάξει τις γυναίκες σε αυτές. Είναι όμως αυτός ο μόνος φεμινισμός που υπάρχει; Όχι βέβαια.

Ο φεμινισμός δεν είναι αυτό που νομίζεις ότι είναι, φίλε Μαρξιστή

Ο φεμινισμός είναι και παραμένει ένα επαναστατικό κίνημα, που πάει πολύ πιο πέρα από τη –πολύ σημαντική και απαραίτητη– διεκδίκηση νομικών δικαιωμάτων από το κράτος. Ο φεμινισμός παρέχει ριζοσπαστικά εργαλεία για την κριτική τόσο του φιλελευθερισμού όσο και του καπιταλισμού -και ναι, ακόμα και της έννοιας των δικαιωμάτων. Ο φεμινισμός έχει ασκήσει γόνιμη κριτική στο γεγονός ότι το πολιτικό υποκείμενο του κοινωνικού συμβολαίου αναφέρεται κατεξοχήν σε ελεύθερους λευκούς άντρες: οι γυναίκες (μαζί με άλλους υποτελείς) έχουν εξαρχής αποκλειστεί από τη δημόσια σφαίρα.  Πρόκειται για ένα δομικό πρόβλημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας που δεν λύνεται (και δεν λύθηκε) με την απλή προσθήκη γυναικών και άλλων υποτελών στο κοινωνικό συμβόλαιο. Το σύστημα έχει φτιαχτεί από την αρχή λάθος, αυτό μας λέει ο φεμινισμός. Γι’ αυτό εξάλλου, παρόλο που πλέον όλοι απολαμβάνουμε τα ίδια τυπικά δικαιώματα, οι ανισότητες καλά κρατούν. Ο φεμινισμός σαν μεθοδολογία ασκεί κριτική και στον ατομισμό της φιλελεύθερης θεωρίας: επισημαίνοντας ότι η άσκηση της ατομικής επιλογής πάντοτε περιορίζεται από το πολιτισμικό και οικονομικό πλαίσιο, οι φεμινίστριες έχουν υποστηρίξει ότι κάτω από συνθήκες ανισότητας των φύλων, οι προϋποθέσεις της επιλογής και της ευθύνης δεν είναι πολιτικά ουδέτερες.

Μαρξίστριες και ριζοσπάστες φεμινίστριες έχουν δείξει ότι ο καπιταλισμός έχει απόλυτη ανάγκη την απλήρωτη ή κακοπληρωμένη αναπαραγωγική εργασία των γυναικών για τη συνέχιση της ύπαρξης του. Ποιος θα μπορούσε να δουλεύει οκτάωρο και να έχει οικογένεια αν δεν υπήρχε από πίσω κάποια να οργανώνει το νοικοκυριό, να μαγειρεύει, να καθαρίζει, να μεγαλώνει τα παιδιά, να προσέχει τα ηλικιωμένα και άρρωστα άτομα; Το σοσιαλδημοκρατικό κράτος πρόνοιας παρείχε, για μια μεγάλη μερίδα των εργαζομένων, μια προσωρινή, σχετικά δίκαιη -αν και αρκετά ελαττωματική- απάντηση σε αυτό το πρόβλημα. Τώρα, με τη διάλυση του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου, ο καπιταλισμός έχει βρει μια άλλη λύση, την παροχή πολύ χαμηλά αμειβόμενης και επισφαλούς εργασίας φροντίδας, κατά κύριο λόγο από μετανάστριες ή φυλετικοποιημένες[1] γυναίκες. Αυτό το ζήτημα, το τόσο προσωπικό αλλά και τόσο πολιτικό, που χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά του καπιταλισμού, το έχουν αναδείξει οι φεμινίστριες. Τι έχουν γράψει για αυτό οι αριστεροί αναλυτές στην Ελλάδα;

Φεμινίστριες είναι αυτές που μιλάνε για την πραγμοποίηση του έρωτα και του σεξ και την θεοποίηση του ρομαντισμού, του ετερόφυλου ζευγαρώματος και της πυρηνικής οικογένειας στον καπιταλισμό. Μαύρες, μετα-αποικιακές φεμινίστριες και φεμινίστριες του Τρίτου Κόσμου έχουν αναδείξει την άρρηκτη σχέση αποικιοκρατίας, ρατσισμού και καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Μαύρες φεμινίστριες βρίσκονται στην πρωτοπορία του πιο σημαντικού ίσως νεανικού ριζοσπαστικού κινήματος των σύγχρονων ΗΠΑ, του Black Live Matters.

Όλα αυτά δεν θα έπρεπε να είναι άγνωστα στους Έλληνες αριστερούς. Στο διαδίκτυο υπάρχουν άφθονα κείμενα για όλα τα παραπάνω, και στα ελληνικά. Γιατί λοιπόν αυτή η άγνοια και η δυσανεξία σχετικά με τον φεμινισμό στον ελληνικό αριστερό χώρο;  Και αυτή η ευκολία να ταυτίζουν τον φεμινισμό με τον φιλελεύθερο καπιταλισμό και τη λογοκρισία, ενώ η πραγματικότητα, τόσο στην θεωρία όσο και στην πράξη, στους δρόμους, στα κινήματα, στις διεκδικήσεις, είναι ακριβώς η αντίθετη;

Όπως έγραψα παραπάνω, όντως, ο καπιταλισμός προσπαθεί να οικειοποιηθεί μια αποδυναμωμένη και διαστρεβλωμένη εκδοχή του φεμινισμού. Αυτό όπως, το έχουν επισημάνει -και έχουν αναπτύξει εργαλεία αντίστασης σε αυτό- πρώτες και καλύτερες οι ίδιες οι φεμινίστριες. Αυτό τι σημαίνει, θα πει κάποιος, ότι δεν μπορούν και οι αριστεροί μη-φεμινιστές (δηλ. η συντριπτική πλειοψηφία των αριστερών και των δύο φύλων στην Ελλάδα) να σχολιάζουν αυτή τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του φεμινισμού; Όχι βέβαια. Κριτική είναι απολύτως απαραίτητο να ασκείται, από άτομα όμως που να γνωρίζουν τι είναι το φεμινιστικό κίνημα και τι ζητάει (παραδείγματα στους συνδέσμους ακριβώς παραπάνω. Κι εδώ). Όμως, δυστυχώς, τα κείμενα που διαβάζω στην Ελλάδα από αριστερούς που πάνε να πιάσουν αυτό το θέμα έχουν σοβαρά προβλήματα. Κινδυνολογούν ασύστολα για τη «συντηρητικοποίηση» και τη «στέρηση ελευθερίας λόγου» ή ακόμα και τον «μισανδρισμό» (sic) που (θα) επιφέρει ο φεμινισμός (και άλλα κινήματα ταυτότητας), αγνοώντας τη ζωντανή συζήτηση που γίνεται μέσα σε αυτά τα κινήματα, αγνοώντας την κατεξοχήν χειραφετητική και ριζοσπαστική τους διάσταση και βασικά, την ουσιαστική και επείγουσα κριτική που διατυπώνουν σήμερα, όχι πριν τριάντα χρόνια, στην καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας.

Πίσω από αυτό το αδιάβαστο, επιφανειακό -και εν πολλοίς κακόπιστο- κατηγορώ κατά των κινημάτων ταυτότητας και της πολιτικής ορθότητας (ψιλοανύπαρκτα και τα δυο στην Ελλάδα μεταξύ μας αλλά ΟΚ), υποθέτω ότι υπάρχει κατά κύριο λόγο ένα άγχος για τον περιορισμό των προνομίων που απολάμβαναν ανενόχλητοι μέχρι τώρα όσοι δεν βλέπουν τον εαυτό τους στα κινήματα αυτά. Δεν ξέρω πραγματικά τι άλλο να σκεφτώ, όταν οι σχετικές κριτικές δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να ρίχνουν νερό στο μύλο της δεξιάς και να μην προτείνουν και τίποτα, πέρα από ένα έμμεσο, ψιθυριστό «ας τελειώνουμε πια με το λόγο για τα δικαιώματα»- των γυναικών, των γκέι, των τρανς, των «φύλων και φυλών» και άλλων «συναφών» πάντα – με έμφαση στο «άλλων».

Αντί επιλόγου

Με την ευκαιρία του τελευταίου Pride, είδαμε χρυσαυγίτη βουλευτή αλλά και τον νεοσυντηρητικό Αρκά, ο ένας από τη Βουλή, ο άλλος με σκίτσο του, να καταφέρονται κατά της «πολιτικής ορθότητας». Το νόμισμα λοιπόν έχει δύο όψεις:  αν η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία έχει καπηλευτεί μέρος των φεμινιστικών και ΛΟΑΤΚΙ αιτημάτων, η κριτική κατά της «πολιτικής ορθότητας» συχνά κρύβει, ενθαρρύνει και ξεπλένει την πιο μαύρη αντίδραση. Οι φεμινίστριες και τα λοιπά τρισκατάρατα «κινήματα ταυτότητας» έχουν στην πλειοψηφία τους, όπως έδειξα πιο πάνω, πλήρη επίγνωση του επικίνδυνου εναγκαλισμού του καπιταλιστικού mainstream. Ας προσέξουν λοιπόν λίγο και όσοι αμέριμνα τσουβαλιάζουν φεμινισμό, κίνημα ΛΟΑΤΚΙ, με «πολιτική ορθότητα» και «δικαιωματισμό», με ποιους συντάσσονται, είτε το θέλουν είτε όχι. Κλείνοντας ας δούμε τι λέει και η Αμερικανίδα φεμινίστρια δημοσιογράφος Λίντι Γουέστ, αρκετά μαχητικά, για αυτόν τον όρο που μας ήρθε από την Αμερική: «Ο όρος “πολιτική ορθότητα” είναι ένας δεξιός νεολογισμός, μια στρατηγική στρέβλωσης της πραγματικότητας, μια προσπάθεια αποικιοποίησης του δημόσιου λόγου, ένα δόλωμα για να δώσουν οι εύπιστοι κύρος στην [ρατσιστική] προπαγάνδα».

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Ιουλία Λειβαδίτη

Η Ιουλία Λειβαδίτη είναι πολιτική επιστήμονας, επιμελήτρια της σειράς συνεντεύξεων "Rethinking Greece" και μέλος της συντακτικής επιτροπής της φεμινιστικής ιστοσελίδας «Φύλο Συκής».

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange