Τεύχος #08 Πένες γυναικών, ιστορίες (α)ορατότητας

Γυναικοκτονία: Δεν είναι λέξη, είναι δολοφονία

Οι γυναικοκτονίες ούτε έπεσαν από τον ουρανό ούτε συνιστούν κοινωνικό φαινόμενο με περίκλειστη αυτοτέλεια. Αν παρατηρήσουμε τον χάρτη γυναικοκτονιών στην Ελλάδα, για παράδειγμα, θα δούμε ότι κατά συντριπτική πλειονότητα οι γυναίκες δολοφονούνται από τους νυν ή πρώην συζύγους ή συντρόφους τους. Ακολουθούν δολοφονίες από άντρες που παρενοχλούσαν και το θύμα δεν συναινούσε, από πατεράδες και από συγγενείς πρώτου ή δεύτερου βαθμού. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι σεξουαλικές συνδηλώσεις είναι κάτι περισσότερο από εμφανείς: Οι δολοφονίες γίνονται είτε από σεξουαλικούς συντρόφους ή με αφορμή σεξουαλικά ζητήματα. Κι όμως το επίδικο δεν είναι ποτέ το σεξ καθαυτό. Το επίδικο είναι η κυριαρχία πάνω στη ζωή και το σώμα των θηλυκών σωμάτων.

Είναι κάποιες μέρες που έχουν το όνομα Ελένη, Αγγελική, Κατερίνα. Είναι κάποιες μέρες που δεν έχουν όνομα, μόνο διακριτικά: «η 33χρονη», «η 63χρονη», «η 51χρονη». Οι μέρες που θηλυκά σώματα βρίσκουν «τραγικό θάνατο», όπως θρηνούν οι λεζάντες, και που ακόμα και τη στιγμή του θανάτου τους μαίνεται πόλεμος για να μη τους χαριστεί ούτε σπιθαμή δικαίωσης: Οι αόρατοι θάνατοι ζωών που κρίθηκαν ανάξιες να βιωθούν.

Τις μέρες εκείνες διακεκριμένοι δημοσιολογούντες διατρανώνουν στα μέινστριμ και στα σόσιαλ μίντια τον κίνδυνο που διατρέχει η γλώσσα μας από την εισαγωγή του ξενόφερτου σουσουδισμού που ακούει στον νεολογισμό «γυναικοκτονία». Και ο κίνδυνος αυτός δεν είναι μονάχα γλωσσικός, είναι κίνδυνος προπάντων για τις ίδιες τις γυναίκες, προειδοποιούν, μιας και ο όρος υπονοεί ότι οι γυναίκες δεν είναι άνθρωποι, αφού όταν φονεύουν τους ανθρώπους το ονομάζουμε ανθρωποκτονία. Τελικά ο πολύς φεμινισμός γυρνάει μπούμερανγκ.

Τούτα τα φληναφήματα δεν είναι βγαλμένα από το μαυσωλείο του πιο συντηρητικού καθαρευουσιανισμού, ούτε εκφέρονται από γλωσσολογικά άσχετους κουτοπόνηρους γλωσσαμύντορες που κάνουν πως αγνοούν τις λέξεις «γενοκτονία», «πατροκτονία», «μητροκτονία», «παιδοκτονία»· τούτα τα φληναφήματα δεν συνιστούν καν σεφερλίδικο χιούμορ. Διότι πολύ απλά τούτα τα φληναφήματα δεν μιλούν για γλώσσα. Μιλούν για πολιτική και κάνουν πολιτική.

Πασχίζουν να καταπνίξουν κάθε προσπάθεια να αναδειχτεί ότι υπάρχει μια πολύ συγκεκριμένη κατηγορία δολοφονιών με ένα ιδιαίτερο και μοναδικό χαρακτηριστικό: Εκατοντάδες γυναίκες ανά τον κόσμο δολοφονούνται επειδή είναι γυναίκες. Τα φληναφήματα περί «γλωσσικής κριτικής», λοιπόν, δεν κάνουν απλώς πολιτική, αλλά πολύ περισσότερο στήνουν πόλεμο ώστε να αφήσουμε αδήλωτη γλωσσικά κι έτσι συσκοτισμένη την πολύχρονη και συστηματική κοινωνική πρακτική δολοφονίας γυναικών που αξιολογούνται από τους φορείς της ηγεμονικής αρρενωπότητας ως μη ανταποκρινόμενες στις επιταγές του φύλου τους.

Πράγματι, αν η γλώσσα σηματοδοτεί την είσοδό μας στο πεδίο της κοινωνικής συνύπαρξης που ορίζεται από τον λόγο και τη διάνοια, ταυτόχρονα συνιστά ένα πεδίο μάχης, όπου αμείλικτα συγκρούονται κοινωνικά συμφέροντα και ανταγωνιστικές πρακτικές. Και πολλές φορές, οι μάχες που δίνονται είναι μάχες ζωής και θανάτου, με πραγματικά θύματα ⎼ τα δολοφονημένα σώματα των γυναικών εν προκειμένω. Γιατί όμως μιλάμε για μάχες ζωής και θανάτου; Για τον απλό λόγο ότι, εάν κάτι δεν σημαίνεται από τη γλώσσα, τότε δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό ως συγκεκριμένο υπαρκτό. Αν κάτι δεν ονομάζεται, πώς θα το εντοπίσουμε;

Έχω όνομα, άρα υπάρχω

Χωρίς τη χρήση του όρου «γυναικοκτονία», πώς να δηλωθεί και να ερμηνευτεί ότι στη Βρετανία κάθε 3 μέρες δολοφονείται 1 γυναίκα, στη Σουηδία κάθε 10 μέρες κακοποιείται μέχρι θανάτου από τον σύζυγο ή τον σύντροφό της, στην Ισπανία 1 γυναίκα δολοφονείται κάθε 4 μέρες, περίπου 100 τον χρόνο, και στη Γαλλία 1 γυναίκα δολοφονείται κάθε 5 μέρες εξαιτίας κακοποίησης στο σπίτι (πηγή); Πώς να ερμηνευτεί το γεγονός ότι η ενδοοικογενειακή βία, κυρίως σε βάρος γυναικών και παιδιών, σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους απ’ όσους οι πόλεμοι (πηγή);

Αντίστοιχα, χωρίς τη χρήση του όρου «σεξιστική βία», πώς ερμηνεύεται το γεγονός ότι στην Ευρώπη 1 στις 20 γυναίκες έχει πέσει θύμα βιασμού από την ηλικία των 15 ετών και άνω ή ότι 1 στις 10 γυναίκες έχει βιώσει κάποια μορφή σεξουαλικής βίας από ενήλικα πριν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας της (πηγή);

Πώς θα ερμηνεύονταν όλα αυτά αν όχι σαν τυχαία περιστατικά που δεν συνιστούν κάποιο συμπαγές κοινωνικό φαινόμενο; Θα μπορούσαμε άραγε τότε να διανοηθούμε ⎼ή να παλέψουμε ώστε να γίνει κοινή συνείδηση⎼ ότι οι γυναίκες ξυλοκοπούνται, βιάζονται και φονεύονται όταν θεωρείται ότι δεν επιτελούν το φύλο τους, ή θα διαχέαμε όλα αυτά τα περιστατικά στον ωκεανό των παραβάσεων που αποδίδονται σε ψυχασθενείς, σε αμόρφωτους, σε κακές στιγμές και σε θύματα που πήγαιναν γυρεύοντας;

Σάμπως σήμερα που χρησιμοποιούνται οι όροι «γυναικοκτονίες» και «σεξιστική βία» έχουμε καταφέρει εν συνόλω να ερμηνεύσουμε σωστά τα φαινόμενα ή πολύ περισσότερο να τα σταματήσουμε; Ή μήπως όλα τα χρόνια που δεν ονομάζαμε γυναικοκτονίες τέτοιες δολοφονίες δεν υπήρχε το κοινωνικό φαινόμενο; Η απάντηση είναι φυσικά αρνητική και στα δύο ερωτήματα. Δεν συνιστούν λόγο και γλώσσα όλα όσα ζούμε, η μάχη όμως να αποτυπωθούν στον λόγο και τη γλώσσα όλα όσα ζούμε είναι μια μάχη να αποτυπωθούν στη συλλογική συνείδηση. Και η μάχη να αποτυπωθεί το φαινόμενο των γυναικοκτονιών στη συλλογική συνείδηση είναι μάχη προστασίας της ζωής των θηλυκών σωμάτων, μιας προστασίας που περνάει και μέσα από τη συνειδητοποίηση, την καταγγελία των σεξιστικών πρακτικών, την ευαισθητοποίηση, και πάνω από όλα την ορατότητα.

Είναι όμως τελικά τόσο μαζικό το φαινόμενο των γυναικοκτονιών; Οι πλατφόρμες καταγραφής των γυναικοκτονιών που δημιουργούνται τα τελευταία χρόνια μιλούν με αριθμούς. Ο διαδραστικός χάρτης που καταγράφει τις γυναικοκτονίες στην Τουρκία μέτρησε 389 φόνους το 2018, στο Μεξικό έχουν καταγραφεί 2.355 περιπτώσεις γυναικοκτονιών από το 2016, ενώ δεδομένα παρατίθενται και για την Ελλάδα σε διαδραστικό χάρτη, ο οποίος συνδέεται με τους αντίστοιχους για το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ισπανία, την Ινδία, την Αίγυπτο και τη Γαλλία.

Ναι, για την κουλτούρα βιασμού μιλάμε

Οι γυναικοκτονίες ούτε έπεσαν από τον ουρανό ούτε συνιστούν κοινωνικό φαινόμενο με περίκλειστη αυτοτέλεια. Αν παρατηρήσουμε τον χάρτη γυναικοκτονιών στην Ελλάδα, για παράδειγμα, θα δούμε ότι κατά συντριπτική πλειονότητα οι γυναίκες δολοφονούνται από τους νυν ή πρώην συζύγους ή συντρόφους τους. Ακολουθούν δολοφονίες από άντρες που παρενοχλούσαν και το θύμα δεν συναινούσε, από πατεράδες και από συγγενείς πρώτου ή δεύτερου βαθμού. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι σεξουαλικές συνδηλώσεις είναι κάτι περισσότερο από εμφανείς: Οι δολοφονίες γίνονται είτε από σεξουαλικούς συντρόφους ή με αφορμή σεξουαλικά ζητήματα.

Κι όμως το επίδικο δεν είναι ποτέ το σεξ καθαυτό. Το επίδικο είναι η κυριαρχία πάνω στη ζωή και το σώμα των θηλυκών σωμάτων. Η απαίτηση συμμόρφωσης στις επιθυμίες ή τις υποδείξεις του αρσενικού, ο έλεγχος, η βιαιοπραγία, ο βιασμός και φυσικά η γυναικοκτονία είναι σημάνσεις κυριαρχίας του φορέα αρρενωπότητας πάνω στο θηλυκό σώμα.

Η κυριαρχία του αρσενικού πάνω στο θηλυκό ή ευρύτερα πάνω στο μη αρσενικό, ακόμα και όταν δεν εκδηλώνεται με τέτοια ένταση, λογίζεται «φυσιολογική» καθώς το σύστημα της πατριαρχίας μάς κάνει να εμπεδώνουμε ως βιολογικά χαρακτηριστικά μας τη δυική αντίθεση μιας θηλυκότητας που ταυτίζεται με την παθητικότητα και μιας αρρενωπότητας που ταυτίζεται με την επιθετικότητα. Ταυτόχρονα, καθώς η κυρίαρχη αντίληψη παρουσιάζει ως ταυτόσημα το φύλο και τη σεξουαλικότητα, καθιστά το σεξ πεδίο επιτέλεσης αυτής της κυριαρχίας, τόπο όπου πραγματώνεται η ουσία των φύλων. Όλο αυτό το στερεότυπο αντλεί την αξίωση της νομιμότητάς του και από τη βολική επίκληση της «φύσης» και της «βιολογίας».

Σε μια τέτοια επίκληση της φύσης και του αυταπόδεικτου χαρακτήρα της βασίζονται στην πραγματικότητα και όλες οι στερεοτυπικές αντιλήψεις γύρω από τον βιασμό και τη σεξιστική βία. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας: Η βία, σωματική και λεκτική, ο βιασμός, ακόμα και οι γυναικοκτονίες λογίζονται φυσιολογικές πρακτικές του αρσενικού. Είναι φυσιολογικές γιατί εκπορεύονται και δικαιολογούνται από την επιθετική του φύση. Η «κακιά στιγμή» δεν δηλώνει την εξαίρεση του κανόνα, όπου κάποιος κατά τα άλλα μη βίαιος άντρας ξέσπασε από το πουθενά, δηλώνει ακριβώς τη στιγμή που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη φύση του. Που σημαίνει ότι δεν έκανε κάτι κακό, αλλά απέτυχε στο να περιορίσει τον εαυτό του στο πλαίσιο το οποίο επιβάλλει ένας πολιτισμός που καταπιέζει τη φύση μας.

Αντιθέτως, παρά φύση έδρασε η γυναίκα, είτε γιατί δεν υπάκουσε είτε γιατί δεν πρόσεξε να μην ενεργοποιήσει τις σεξουαλικές ορμές του άντρα. Η επιθετικότητα και οι σεξουαλικές ορμές είναι αντικειμενικά δεδομένα και υπ’ αυτό το πρίσμα κατηγορούμενο είναι το άτομο που δεν τα αποδέχεται ή που δεν λειτουργεί όπως αυτά επιτάσσουν: There is No Alternative μπροστά στις επιταγές της φύσης.

Αυτή ακριβώς η συλλογιστική τρέφει την κουλτούρα βιασμού, την πεποίθηση δηλαδή ότι τα ηγεμονικώς αρρενωπά σώματα έχουν φύσει δικαίωμα πάνω στα μη ηγεμονικώς αρρενωπά σώματα. Αυτή ακριβώς η συλλογιστική τρέφει τις κοινοτοπίες για «οικογενειακές τραγωδίες» και για «θολωμένους από το ερωτικό πάθος», για «εγκλήματα τιμής» και «για εγκλήματα πάθους».

Πρόκειται για φράσεις, και επομένως για αντιλήψεις, που δεν απενοχοποιούν μονάχα τον θύτη, αλλά πολύ περισσότερο ρομαντικοποιούν τη σεξιστική βία. Δεν μεταθέτουν μονάχα την ευθύνη από τον θύτη στο θύμα, αλλά πολύ περισσότερο εξευγενίζουν τα κίνητρα του θύτη ως ευγενή: Το έκανε από αγάπη, από το πάθος, από την έγνοια να προστατέψει την τιμή τη δική του και της οικογένειάς του. Ο θύτης είναι μια τραγική φιγούρα, με κάτι από την αίγλη του αναπόφευκτου της αρχαίας τραγωδίας. Η ζωή του καταστράφηκε από την αγάπη. Και είναι βεβαίως η ζωή του θύτη που καταστρέφεται, γιατί εκείνος αναγκάζεται να καταστρέψει ό,τι αγαπάει. Η ζωή του θύματος είναι φυσικά εκτός κάδρου, έτσι κι αλλιώς έσφαλε, ίσως και να του άξιζε. Η αγωνία και η συμπόνια μας στρέφεται στο τραγικό πρόσωπο.

Η μη καταγγελία των περιστατικών σεξουαλικής βίας αποτυπώνει πόσο πλατιά διαδεδομένη και ηγεμονική είναι η αντίληψη ότι το θύμα είναι ο ουσιαστικός θύτης γιατί παρεμβαίνει τις γραφές της φύσης. Σε πολλές περιπτώσεις, ταυτόχρονα, φαίνεται να υπονοεί ότι στο μυαλό των θυμάτων δεν καταχωρίζονται ως σεξιστικές επιθέσεις ή ως βιασμός μια σειρά ιδιαίτερα διαδεδομένες ενδοοικογενειακές πρακτικές, όπως ο με κάθε τρόπο εξαναγκασμός στο σεξ, η σωματική ή η λεκτική και ψυχολογική βία.

Έχουμε μάθει να θεωρούμε τέτοιες πρακτικές φυσιολογικές ή συνηθισμένες. Πρόκειται για την πρόσληψη της πραγματικότητας που ορίζει ο ισχυρός, που πρώτα απ’ όλα επιβάλλει τη δική του ορατότητα έναντι της ορατότητας του θύματος, την αξία της δικής του ζωής έναντι της ασημαντότητας της ζωής του άλλου.

«Εντάξει, αλλά ας μην υπερβάλλουμε»: Η «ψύχραιμη» ματιά

Η ανάδειξη του σεξισμού ως κραταιάς κουλτούρας φαίνεται να ενοχλεί τόσο γιατί αμφισβητεί προνόμια όσο και γιατί ξεβολεύει. Μία από τις πιο διαδεδομένες αντιδράσεις ενάντια στο κύμα φεμινιστικής κριτικής και των αντίστοιχων πρακτικών που φαίνεται να ορθώνονται τα τελευταία χρόνια θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στον ισχυρισμό ότι «όλα αυτά φέρνουν τελικά τα αντίθετα αποτελέσματα».

Ο Άλμπερτ Χίρσμαν, στο βιβλίο του Η αντιδραστική ρητορική, περιγράφει το «επιχείρημα του αντίστροφου αποτελέσματος» ως μία από τις βασικές θέσεις της αντιδραστικής σκέψης διαχρονικά. Όταν διατυπώνονται προτάσεις που στοχεύουν στην άρση κάποιας αδικίας, ανισότητας ή επώδυνης κατάστασης, επιστρατεύεται το χαρτί του φόβου ότι οι προτάσεις που διατυπώνονται κινδυνεύουν να κάνουν τα πράγματα ακόμη πιο άσχημα, επομένως κρίνεται προτιμότερο να μείνουμε με το κακό, μη μας βρει το χειρότερο.

Ας σταχυολογήσουμε, επομένως τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται αντλώντας από αυτό το επιχείρημα.

Πρώτα συναντάμε τις κατηγορίες περί «αντίστροφης καταπίεσης», που υποστηρίζουν ότι η προσπάθεια να απελευθερωθούν οι γυναίκες καταλήγει να καταπιέζει τους άντρες. Ίσως είναι αρκετά φανερό ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός συνιστά απλώς μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της αντίληψης περί ισχυρής αντρικής φύσης. Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η αντίληψη ότι η απελευθέρωση των γυναικών από τη σεξιστική καταπίεση σημαίνει την καταπίεση των αντρών αν όχι με βάση την παραδοχή είναι στη φύση των αντρών να καταπιέζουν τις γυναίκες και επομένως η άρση αυτής της κατάστασης θα ήταν αρνητική για τους ίδιους;

Έπειτα έρχεται η κατηγορία ότι επιχειρείται η ποινικοποίηση της ελεύθερης έκφρασης και η επιβολή της πολιτικής ορθότητας ως δικτατορικού ελέγχου. Εδώ έχουμε μια μάλλον τρανταχτή αποτύπωση της γλώσσας ως πολιτικής, του γεγονότος δηλαδή ότι οι λέξεις ορίζονται από τον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης. Εάν ελευθερία είναι η λεκτική παρενόχληση ή η υποτίμηση της υπαλλήλου ή της συγγένισσάς σου και αν χιούμορ είναι να αναπαράγεις ρατσιστικά και σεξιστικά στερεότυπα εναντίον κοινωνικών ομάδων όπως οι γυναίκες, οι μετανάστριες, οι ανάπηροι και οι μαύροι, τότε, ναι, η απάντηση είναι η καταπίεση και ο αυτοπεριορισμός. Γιατί πολύ απλά η λεκτική προσβολή βαλλόμενων κοινωνικών ομάδων δεν συνιστά ελευθερία, αλλά άσκηση κυριαρχίας, και ως τέτοια οφείλουμε να την αντιπαλεύουμε.

Τέλος, από τον κατάλογο δεν θα μπορούσε να λείπει ότι ο υπερβάλλων ζήλος για τη σεξουαλική παρενόχληση καταλήγει να ποινικοποιεί μέχρι και το φλερτ. Εδώ έχουμε κακά νέα: Αυτός ο κίνδυνος είναι πράγματι υπαρκτός αν θεωρούμε ότι έρωτας σημαίνει ένα άτομο ενεργητικό και ένα άτομο παθητικό όπου το ένα δρα και το άλλο δέχεται, και όχι ανθρώπους που αλληλεπιδρούν με αμοιβαία βούληση και ισοτιμία, ή αν πιστεύουμε ότι φλερτ είναι η εισβολή στον χώρο ενός άλλου ατόμου το οποίο οφείλει να εκλαμβάνει την εισβολή αυτή ως ένδειξη ερωτικού ενδιαφέροντος και όχι απειλής. Άραγε, θα μπορούσαμε να φανταστούμε τη σεξουαλικότητα σαν ένα παιχνίδι ελευθερίας με ισότιμους παίκτες και παίκτριες;

Όλα αυτά τα «αντίστροφα επιχειρήματα», βέβαια, ίσως να μη διατυπώνονταν αν οι φεμινίστριες δεν ήταν τόσο υστερικές με τον σεξισμό και αν οι υπερβολές τους δεν τις οδηγούσαν να χάσουν το δίκιο τους.

«Τα ορφανά της Χίλαρι»: Η «αριστερή» κριτική

Το γεγονός ότι τέτοια «επιχειρήματα» βρίσκουν έρεισμα και σε τμήματα της αριστεράς αποτυπώνει εύγλωττα πόσο δεμένος είναι ο σεξισμός με τον τρόπο με τον οποίο έχουμε μάθει να ζούμε και να αναγνωρίζουμε τον κόσμο γύρω μας, ακόμα κι αν αυτός ο τρόπος είναι κάποτε πιο ριζοσπαστικός από άλλους. Βεβαίως, η αριστερά δεν έχει ανάγκη τα επιχειρήματα των άλλων, γιατί έχει τα δικά της, τα ολόδικά της επιχειρήματα στον αγώνα για τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Συγκεκριμένα, κρούεται ο κώδωνας του κινδύνου στις συντρόφισσες ότι ο πολλαπλασιασμός των λόγων γύρω από τη σεξουαλική παρενόχληση, τα #MeToo, οι υπερβολές περί «κουλτούρας βιασμού», «mansplaining» και «manspreading» είναι το σανό που μας ταΐζει η Χίλαρι ώστε να αποκρύψει την ταξική ιμπεριαλιστική πολιτική της.

Δυστυχώς όμως εδώ υπάρχει ένα μεθοδολογικό πρόβλημα. Πριν αναρωτηθούμε για το σανό, χρειάζεται να αναρωτηθούμε για τον γάιδαρο ή, ακόμα καλύτερα, για το άλλο προσφιλές μας ζώο, τον ελέφαντα δωματίου.

Χρειάζεται να μιλήσει η αριστερά για τον σεξισμό και την πατριαρχία ή όλα αυτά θα λυθούν όταν λύσουμε τους ταξικούς μας ανταγωνισμούς; Μήπως η ενασχόληση με τον φεμινισμό είναι προϊόν της ήττας και πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τα δευτερεύοντα για να στρωθούμε στη δουλειά με τα σοβαρά;

Ένας εύσχημος τρόπος να μην αναμετρηθούμε με το ερώτημα ενός φεμινιστικού μαρξισμού (και όχι μονάχα ενός μαρξιστικού φεμινισμού) είναι να παραδεχτούμε ότι όλα υπάγονται στην κυρίαρχη αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, επομένως επιλύοντας αυτή, επιλύονται όλες. Αυτή η παραδοχή βέβαια είναι ο βασιλικός δρόμος προς το να μην επιλύσεις ποτέ απολύτως τίποτε. Γιατί πώς εμφανίζεται η «κυρίαρχη αντίθεση» στην πραγματική ζωή, στην καθημερινότητά μας; Εμφανίζεται άραγε μόνο ως ανταγωνισμός εντός των χώρων εργασίας, ως αγώνας για μόνιμη δουλειά και αυξήσεις στους μισθούς; Μαρξίστριες φεμινίστριες ανά τον κόσμο, ήδη από το δεύτερο φεμινιστικό κύμα, περιγράφουν με ενάργεια πώς η οικιακή εργασία συμβάλλει στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και ως τούτου παίζει ενεργό ρόλο στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Επιπλέον, ξέρουμε πλέον καθαρά πώς το κεφάλαιο στην Αμερική, για παράδειγμα, χρησιμοποίησε τους δούλους και ακόμα πιο συγκεκριμένα τις μαύρες γυναίκες στην οικοδόμηση του καπιταλισμού στις ΗΠΑ, ή πώς σήμερα η ελαστική και ανασφάλιστη εργασία, που είναι κεφαλαιώδους σημασίας για πολυάριθμους τομείς «ανάπτυξης», βασίζεται κατά συντριπτική πλειονότητα στην εκμετάλλευση των γυναικών, και ιδιαίτερα των προσφυγισσών και των μεταναστριών.

Χρειάζεται η αριστερά να μιλήσει σήμερα για φεμινισμό ή πρέπει να περιμένει πρώτα να καταλαγιάσει η μέινστριμ μπόρα; Είναι μαρξιστικό να μιλάμε για φεμινισμό, φύλο και σεξουαλικότητα ή όλα αυτά εγγράφονται στο φάσμα του δικαιωματισμού και των identity politics; Είμαστε με την πολιτική ορθότητα ή δεν χωρούν αυτά σε μια λαϊκή αριστερά; Όταν το ερώτημα «ασχολείται και ο εχθρός με τον φεμινισμό, μήπως πρέπει να μας προβληματίσει;» δεν γίνεται εύκολη δικαιολογία για να απορρίψουμε τον φεμινισμό, τότε μπορούμε να συζητήσουμε το εξής: Άραγε, οι ήττες του φεμινιστικού κινήματος και η ενσωμάτωση όψεών του που επιχειρεί με επίταση σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός δεν δείχνουν είτε ότι τα φεμινιστικά αιτήματα ήταν λάθος είτε ότι η τακτική του κινήματος έσφαλλε;

Ας ξεκινήσουμε με την παραδοχή ότι η αριστερά συνεχίζει να υπολείπεται στις επεξεργασίες της ως προς το φεμινιστικό κίνημα, κυρίως στο πώς θα διαμορφώσει μια φεμινιστική επαναστατική στρατηγική αντί να περιλαμβάνει απλώς τα αιτήματα του φεμινιστικού κινήματος στο πρόγραμμά της. Ταυτόχρονα, η έμφυλη ανισότητα διατηρεί μια ιδιαίτερη σχετική αυτονομία καθώς η πατριαρχία ορίζει τις κοινωνικές σχέσεις όλων των κοινωνικών στρωμάτων: Μια αστή γυναίκα δεν υφίσταται ταξική εκμετάλλευση, αντιθέτως την ασκεί, κι ωστόσο μπορεί να υφίσταται σεξισμό και έμφυλη βία. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι λόγοι γύρω από τα δικαιώματα των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙΑ+ ατόμων πολλαπλασιάζονται ⎼ ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’60 και την είσοδο των λεγόμενων νέων κινημάτων στο προσκήνιο.

Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει μόνο ένας «φεμινισμός», αλλά πολλοί. Κάποιοι από τους οποίους είναι και ευθέως ανταγωνιστικοί προς τις διάφορες εκδοχές του μαρξιστικού φεμινισμού. Είναι ανταγωνιστικοί όταν δεν αναγνωρίζουν ότι «το φύλο» δεν είναι απλώς μια ταυτότητα αλλά επηρεάζεται, διαμορφώνεται και μετασχηματίζεται από τους παράγοντες της τάξης και της φυλής / του εθνοτικού προσδιορισμού, με τους οποίους συνεμφανίζεται αξεδιάλυτα. Είναι ανταγωνιστικοί όταν αποκλείουν τις μετανάστριες, τις προσφύγισσες, τα ΛΟΑΤΚΙΑ+ άτομα, τα ανάπηρα άτομα. Είναι ανταγωνιστικοί όταν αποσυνδέουν την πατριαρχία από τον καπιταλισμό και αρνούνται να δουν πως σήμερα δεν υπάρχει καπιταλισμός δίχως πατριαρχία, δίχως την εκμετάλλευση των έμφυλων διακρίσεων προς όφελος του κεφαλαίου δηλαδή, για παράδειγμα μέσα από την απλήρωτη οικιακή εργασία, την επισφαλή εργασία ή το trafficking, και επομένως όταν αρνούνται να δουν πώς ο καπιταλισμός επανανοηματοδοτεί την πατριαρχία ή πώς η πατριαρχία επικαθορίζει τον καπιταλισμό.

Την ίδια στιγμή, η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού περνάει και μέσα από πρακτικές ενσωμάτωσης αιτημάτων των κινημάτων. Άραγε το φεμινιστικό κίνημα είναι το μόνο κίνημα που είδε ή που βλέπει να επιχειρείται η διαστρέβλωση και η ενσωμάτωση των αιτημάτων του από την ηγεμονική πολιτική εξουσία; Αυτή η επιχείρηση, ωστόσο, δεν συνιστά λόγο απόρριψης του φεμινιστικού κινήματος, αλλά αντιθέτως ανάγκη βαθέματος και ανοίγματός του. Μια ανάγκη που εκπορεύεται ακριβώς από τον ταξικό προσανατολισμό της αριστεράς, ο οποίος θέτει στο επίκεντρο τα ίδια τα σώματά μας και την έγνοια της προστασίας και της ενδυνάμωσης των πληττόμενων κοινωνικών ομάδων· την προστασία και την ενδυνάμωση των δυνάμει δρώντων των επαναστατικών μετασχηματισμών δηλαδή.

Κριτική και αλληλεγγύη

Η ανάγκη αυτή χρειάζεται πρώτα από όλα να αρθρωθεί ως αλληλεγγύη στα θύματα της σεξιστικής βίας, ειδικά στον βαθμό που το κράτος συνιστά θεματοφύλακα της σεξιστικής βίας, όπως αποδεικνύεται από τις δεκάδες μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες η αστυνομία, ο μηχανισμός που διασφαλίζει στο κράτος το μονοπώλιο της νόμιμης βίας δηλαδή, αποθαρρύνει συστηματικά τις γυναίκες από το να καταγγείλουν τον βιασμό τους, με συχνό αποτέλεσμα την κατ’ επανάληψη κακοποίησή τους, ακόμα και τη δολοφονία τους. Αντιστοίχως, ακόμα και όταν πραγματοποιείται καταγγελία, είτε δεν αναγνωρίζεται η αυτοάμυνα στα θύματα ⎼όπως συνέβη με την Π, η οποία αμυνόμενη σκότωσε τον άντρα που επιτέθηκε στην ίδια και τη φίλη της προκειμένου να τις βιάσει⎼ είτε δεν αναγνωρίζεται βιασμός εάν το θύμα δεν φέρει εμφανή σωματικά τραύματα ⎼ σάμπως δεν είναι βιασμός όταν υπάρχει ψυχολογικός εξαναγκασμός ή όταν το θύμα δεν είναι σε θέση να παρέχει συνειδητή συναίνεση.

Και είναι ανάγκη να αρθρωθεί σήμερα, στην περίοδο που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προτείνει την αντιδραστική αναθεώρηση του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο ορίζει τον βιασμό. Είναι σήμερα η ανάγκη να μιλήσουμε για τους βιασμούς ως φαινόμενο υπαρκτό ακόμα και μέσα σε συντροφικές σχέσεις, θέτοντας ως μόνη προϋπόθεση για τον ορισμό του την απουσία συναίνεσης. Σε αυτή τη συγκυρία είναι ανάγκη να αναγνωριστεί και ο όρος «γυναικοκτονία» ως νομικός όρος, κάτι που έχει ήδη γίνει σε χώρες όπως η Γουατεμάλα και η Κολομβία.

Είναι ανάγκη να αρθρωθεί σήμερα, λοιπόν, που η ανάδυση ακροδεξιών πολιτικών μορφωμάτων και πρακτικών λειτουργεί ως καταλύτης στην απενοχοποίηση του μίσους απέναντι σε καθετί που λογίζεται διαφορετικό από το «ανώτερο» ή το «φυσιολογικό».

Και αν η κουλτούρα του βιασμού βασίζεται ακριβώς πάνω στη φυσικοποίηση των φύλων, είναι ανάγκη να αρθρωθεί σήμερα ένας φεμινισμός που θα θέτει στο επίκεντρο τον πατριαρχικό καπιταλισμό, θα συμβάλλει στην αποφυσικοποίηση της έννοιας των φύλων και θα αναδεικνύει πώς αυτά προκύπτουν ως επιτελέσεις κοινωνικών πρακτικών στη διαπλοκή τους με τους παράγοντες τάξη και φυλή / εθνοτικός προσδιορισμός.

 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Σχετικά με τον συντάκτη

Δέσποινα Παρασκευά-Βελουδογιάννη

Η Δέσποινα Παρασκευά-Βελουδογιάννη είναι επιμελήτρια εκδόσεων και υποψήφια διδακτόρισσα κοινωνικής θεωρίας. Συμμετέχει στο εκδοτικό εγχείρημα του «Εκτός Γραμμής», και έχει γράψει το βιβλίο Ο Εχθρός, το Αίμα, ο Τιμωρός: Αναλύοντας δεκατρείς λόγους του «Αρχηγού» της Χρυσής Αυγής (νήσος 2015).

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange