To 1976 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ατλαντίς – Μ. Πεχλιβανίδης & Σια Α.Ε.» το προτελευταίο μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή, με τον τίτλο Η εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη.[1] Όσοι κι όσες είχαν κάποια εξοικείωση με τον μυθιστορηματικό κόσμο του συγγραφέα θυμόντουσαν πως Τζων Αυλακιώτης ονομαζόταν ένας μάλλον ήσσονος σημασίας χαρακτήρας από το τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Μαρή, «Ο άνθρωπος του τρένου» (1955). Στο μυθιστόρημα του 1955, ο Τζων Αυλακιώτης ήταν ο όμορφος και κουτός εραστής της Μαρίας Λαδοπούλου, συζύγου επιχειρηματία. Στο μυθιστόρημα του 1976, ο Τζων Αυλακιώτης επανεμφανίζεται (και εξαφανίζεται) αφενός ως πολύ σημαντικός τύπος για την αναζήτηση της αιτιότητας στην ιστορία, αφετέρου ως επιχειρηματίας ο ίδιος∙ κι ούτε καν ένας συνηθισμένος επιχειρηματίας:
Ο Τζων Αυλακιώτης ήταν μια προσωπικότητα της οικονομικής ζωής της χώρας και ένα «αστέρι» της κοσμικής ζωής. Δεν ήταν μόνο ο διοικητής της «Τραπέζης της Οικονομικής Αναπτύξεως» και πρόεδρος των διοικητικών συμβουλίων δεν ξέρω πόσων άλλων εταιριών. Έλεγαν πολλά για τις ιδιαίτερες σχέσεις του με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, στις εφημερίδες είχε δημοσιευθεί η φωτογραφία του πλάι στον Μεταξά και οι δημοσιογράφοι τον είχαν δει κάμποσες φορές μετά τα μεσάνυχτα, στο σαλόνι του «Κινγκ Τζωρτζ»,[2] όπου ο πανίσχυρος υπουργός της Ασφαλείας, Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, συνήθιζε να περνά, με τη στενή του συντροφιά, τις νυχτερινές ώρες. Ο Τζων Αυλακιώτης ανήκε σε τούτη τη «στενή συντροφιά» (σελ.7).
Είναι προφανέστατο πως δεν μιλάμε για τον ασήμαντο Τζων Αυλακιώτη από τη στενή συντροφιά του Νίκου και της Μαντώς Καταλάνου, η οποία ανακαλύπτει στο ηλιόλουστο Ναύπλιο φαντάσματα της κατοχής. Πρόκειται για έναν Τζων Αυλακιώτη που ανήκει στον στενό κύκλο του Μανιαδάκη (1893–1972), απότακτου στρατιωτικού με εμπειρία στα πραξικοπήματα κι εργολάβου οικοδομών, ο οποίος αποκαταστάθηκε μετά το 1935 με τους βαθμούς του ταγματάρχη και (λίγο μετά) του αντισυνταγματάρχη, για να διοριστεί το 1936 υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας ως πρόσωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης του Ιωάννη Μεταξά.
Ο Τζων Αυλακιώτης στο μυθιστόρημα του 1976 δεν έχει καμία σχέση με τον Τζων Αυλακιώτη μιας φαινομενικά ανέμελης μεταπολεμικής εποχής∙ είναι ένα σκοτεινό πρόσωπο («λες και […] είχε φροντίσει ο ίδιος και με σύστημα να εξαφανίσει το παρελθόν του», σελ. 26), που η σιλουέτα του διαγράφεται κάτω από τα βαριά σύννεφα του επερχόμενου πολέμου («άκουσα πως έκανε γερή μπάζα με τον ισπανικό πόλεμο», σελ. 26), προνομιακός συνομιλητής μιας στυγνής δικτατορίας («ήταν όντως μια […] προσωπικότητα του καθεστώτος», σελ. 63∙ βλ. επίσης σελ. 14, 62). Από τις πρώτες κιόλας παραγράφους, τα ιστορικά στοιχεία κάθε άλλο παρά αποκλείουν τα αστυνομικά στοιχεία (και αντιστρόφως) σε τούτο το (κατά βάση) αθηναϊκό νουάρ, όπου η μετατόπιση στον χρόνο συνυφαίνεται με το μυστήριο, κατά ορισμένους από τους τρόπους του «historical whodunit» (ή «historical detective novel»).[3]
Η ρητορική χειρονομία του συγγραφέα Γιάννη Μαρή προς τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες της κειμενικής «εξαφάνισης», το όργανο μετάδοσης αυτής της ιστορίας από τη μυθοπλαστική σύλληψη της μεταξικής δικτατορίας, ο ομοδιηγητικός-εξωδιηγητικός αφηγητής που υποδέχεται τις αφηγήσεις και τις ιστορίες των άλλων χαρακτήρων λαμβάνει το ονοματεπώνυμο Κώστας Ανέστης.[4] Έχει διατυπωθεί ο ισχυρισμός πως αυτός ο κατεξοχήν ρυθμιστής της μυθιστορικότητας στην πλοκή της Εξαφάνισης του Τζων Αυλακιώτη εμπεριέχει πολλά στοιχεία από το ιστορικό πρόσωπο Γιάννης Μαρής∙ και τούτος ο ισχυρισμός φαίνεται πως δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα (λ.χ. υπήρξαν και οι δύο φοιτητές Νομικής στη Θεσσαλονίκη και άσκησαν το δημοσιογραφικό επάγγελμα). Μα και στην περίπτωση του Αυλακιώτη δεν έλειψαν οι απόπειρες άμεσων ταυτίσεων και αντιστοιχίσεων από τον αποδέκτη του θεματικού σχεδίου του Μαρή και της αφήγησης του Κώστα Ανέστη, δηλαδή από το αναγνωστικό κοινό –μάλιστα, ο πρώτος τρόπος παρουσίασης του μυθιστορήματος (σε καθημερινές συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις του συγκροτήματος Μπότση) ευνοούσε αυτού του είδους τις προσπάθειες.[5] Ο ίδιος ο δημιουργός του Αυλακιώτη μπήκε κάποια φορά στον πειρασμό να κατονομάσει ένα πλησιέστερο προς το μυθοπλαστικό δημιούργημά του πρότυπο, όπως το συνάντησε την άνοιξη του 1944 στα βουνά, όπου ήταν γραμματέας Στερεάς του εαμικού κόμματος Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ). Σύμφωνα, πάλι, με τον Γ. Α. Λεονταρίτη, ο Μαρής ανέφερε κάποιον Γερμανό κατάσκοπο, ονόματι Βίλυ Χορστ, ο οποίος συστηνόταν ως γιατρός Καρακατσάνης από την Αθήνα.[6]
Ωστόσο, η (σε τρία στάδια και «εποχές») λύση του αινίγματος της «εξαφάνισης», στο 14o, το 17o και το 18o κεφάλαιο του μυθιστορήματος, απομακρύνει πάρα πολύ τον Αυλακιώτη από εκείνον τον Χορστ∙ εξάλλου, ούτε τα χαρακτηριστικά του Αυλακιώτη ανταποκρίνονταν σε αυτά ενός κοινού γιατρού από την Αθήνα. Με πολλές διαφορές, αλλά και κάποια συστατικά στοιχεία αναλογίας, ο διοικητής της μυθοπλαστικής τράπεζας θυμίζει περισσότερο τον πρώτο υπουργό Οικονομικών της δικτατορίας και κατόπιν διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, Κωνσταντίνο Ζαβιτσιάνο (1878–1951)∙ ο επιχειρηματίας και συνομιλητής του Μανιαδάκη συγκλίνει περισσότερο με τον πολυσύνθετο μεγαλοβιομήχανο του καθεστώτος (και από το 1937 κυβερνητικό επίτροπο της ΕΟΝ), Αλέξανδρο Κανελλόπουλο (1913–1983)∙ τολμώ, μάλιστα, να πω ότι σε πολλά, από χαρακτηριολογικής και βιογραφικής άποψης, ο Τζων Αυλακιώτης, για τον οποίο «δεν υπάρχει «πλευρά»» (σελ. 26), ο «έξυπνος άνθρωπος» που «ήξερε πάντα να διαλέγει το σωστό χαρτί» (σελ. 26, 51), ο «κοσμικός […] με πολύ φροντισμένη εμφάνιση και κάπως εγγλέζικους τρόπους» (σελ. 27), ο «γοητευτικός στις συντροφιές του» (σελ. 27), ο «συγκρατημένος κι αδυσώπητος σε ό, τι είχε σχέση με τις επιχειρήσεις και τα οικονομικά του συμφέροντα» (σελ. 27), ο «διάσημος» και «κατεργάρης» (σελ. 40), ο «χαριτωμένος, κατεργάρης […], καταφερτζής, χωρίς ιερό και όσιο» (σελ. 66) προσεγγίζει εντυπωσιακά τον κοσμικό γόη, τυχοδιώκτη, αμοραλιστή, αδίστακτο και αμείλικτο Κωνσταντίνο Τσίμπα (; – 1957). Και πάλι, όμως, ο Αυλακιώτης και ο Τσίμπας[7] θα κάνουν διαφορετικές «στροφές» και θα έχουν διαφορετική κατάληξη.
Όπως ο Κώστας Ανέστης δεν ταυτίζεται με τον Γιάννη Μαρή (όσο κι αν θεωρήσουμε πως ενστερνίζεται αξίες του και συμμερίζεται ιδέες του), έτσι κι ο Αυλακιώτης δεν θα μπορούσε να είναι ταυτόσημος με κανέναν από τα τρία προηγούμενα παραδείγματα ή με άλλα ιστορικά πρόσωπα. Άλλωστε, δύο «εξομολογήσεις» του πρωτοπρόσωπου αφηγητή μπορούν να διαβαστούν και ως παρωδία της περιέργειάς μας και της επιθυμίας μας για αντιστοιχίσεις με την ιστορική καταγραφή από την «πραγματική» πραγματικότητα (ιδίως στα κρίσιμα σημεία της περιπετειώδους ενδεχομενικότητας των χαρακτήρων): ο Κώστας Ανέστης διαπιστώνει πόσο λίγο συναρμόζουν οι «εικόνες» του ανθρώπου που αναζητά: «Λες κι ο Τζων Αυλακιώτης δεν ήταν ένας, αλλά πολλοί άνθρωποι» (σελ. 27). Και, τέσσερα κεφάλαια πιο κάτω, περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα ερωτήματα των φανερών και καλυμμένων αποδεκτών του (σελ. 92). Οπωσδήποτε, κρίσιμο σημείο για την ύπαρξη του Κώστα Ανέστη αποδεικνύεται το πρωινό της 4ης Αυγούστου 1938∙ ήδη από τις πρώτες γραμμές γίνεται αντιληπτός ως εξ ορισμού απρόσβλητος (και αστείρευτος) αφηγητής, αλλά η αγωνία που προκαλείται σε συγκεκριμένα επίπεδα της δράσης μάς παρασέρνει μέχρι το να αναρωτιόμαστε μήπως δε φτάσει ζωντανός στο τέλος της ιστορίας του –σε κάποιες στιγμές η προσκόπηση υποσκελίζει την ανασκόπηση.
Εκείνο το πρωινό (ημέρα Πέμπτη στην ιστορική πραγματικότητα) το καθεστώς γιορτάζει πανηγυρικά τη δεύτερη επέτειό του, ενώ ο τέως φοιτητής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και δημοσιογράφος Κώστας Ανέστης (με μικρή θητεία στο αστυνομικό ρεπορτάζ, σελ. 28) είναι ένας άνθρωπος σε επαγγελματική και υπαρξιακή κρίση: «Πίστευα πως στα τριάντα μου χρόνια ήμουν κιόλας αποτυχημένος –και δεν νομίζω πως είχα άδικο» (σελ. 8)∙ «ήξερα πως είμαι ένας σχεδόν αποτυχημένος δημοσιογράφος με μικρή αμοιβή και όχι τακτική δουλειά» (σελ. 12)∙ «ο ρόλος μου στην εφημερίδα ήταν ασήμαντος και δεν χρειαζόταν πολλή εξυπνάδα για να καταλάβω πως η παραίτησή μου τούς γλίτωσε από τη δυσάρεστη για τον εκδότη μας ενέργεια να με απολύσει» (σελ. 27-28)∙ «καταλαβαίνετε απ’ αυτά τα λίγα πως ζούσα μια ζωή χωρίς νόημα» (σελ. 65). Για να δανειστώ, από διαφορετικά συμφραζόμενα, μια διατύπωση του Τζέιμς Ελρόι, ο αφηγητής-Εγώ ζει σε έναν κόσμο «αδιάφορα επικίνδυνο και μεταδοτικά διεφθαρμένο», τον οποίο έχει εσωτερικεύσει πια κι εκείνος με τον τρόπο του: «Δεν συμπάθησα το καθεστώς που μ’ ενοχλούσε, αλλά δεν ήμουν αγωνιστής. Ήξερα πως αυτοί οι άνθρωποι δεν έπαιζαν. Και θα είχα κάθε διάθεση να συμμορφωθώ με την απειλητική τους συμβουλή, αν δεν υπήρχε η Βάλια» (σελ. 64). «Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως ήταν το κλίμα της δικτατορίας που μ’ έπνιγε και με στέγνωνε, στο βάθος όμως το ήξερα πως έφταιγα μόνο ο ίδιος» (σελ. 65).
Πριν και, πολύ περισσότερο, μετά την εμπλοκή του στην υπόθεση της «εξαφάνισης», ο Κώστας Ανέστης αισθάνεται παντού γύρω του τον κλοιό του κατασταλτικού και του προπαγανδιστικού μηχανισμού της δικτατορίας, τις οδυνηρές συνέπειες της εναντίωσης σ’ αυτή, αλλά και τις ηθικές επιπτώσεις των συναινέσεων με αυτή: Η γενική αίσθηση («Σήμερα μπορείς να βρεθείς σ’ ένα ξερονήσι χωρίς να καταλάβεις καλά καλά πώς», σελ. 31∙ «ήξερα πως το καθεστώς τα παρακολουθεί όλα», σελ. 62). Η συστηματική σύγχυση της αλήθειας με το ψέμα («σ’ ένα καθεστώς που έχει πει τόσα ψέματα τι θα κόστιζε ένα παραπάνω;», σελ. 91). Οι «μυστικοί» του Μανιαδάκη (σελ. 59, 64). Η ασφυκτική λογοκρισία, υπό την καθοδήγηση του υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού Θεολόγου Νικολούδη (1890–1946),[8] που καταργούσε στην πράξη κάθε ελευθερία της έκφρασης και κάθε έννοια ελευθεροτυπίας («την περισσότερη ύλη μας την έδινε έτοιμη το Γραφείο Τύπου του Νικολούδη», σελ. 28). Οι άλλες «υπηρεσίες του καθεστώτος» (σελ. 63) με τον «ανθυπομοίραρχο της Ειδικής [Ασφάλειας]» και τον «υπαστυνόμο της [Γενικής] Ασφάλειας» (σελ. 61) και η ενασχόλησή τους με το παρελθόν του («κάτι συγκεντρώσεις εναντίον του Χίτλερ όταν ήσουν φοιτητής. Κάτι παρέες στη Φοιτητική Συντροφιά. Μια υπογραφή σου σ’ ένα αντιφασιστικό κείμενο», σελ. 28). Ανθρώπινοι τύποι, όπως ο πιο παλιός συντάκτης της εφημερίδας, ο τέως κομμουνιστής Στάθης Γραμμένος, που έγινε άνθρωπος της 4ης Αυγούστου και μπήκε στο περιβάλλον του Διάκου, «της “φαιάς σεβασμιότητας του καθεστώτος”, όπως τον έλεγαν», σελ. 25).[9] Ή όπως ο ένοικος του τρίτου πατώματος, επίσης «κατεργάρης πρώτης γραμμής» (σελ. 8), ο οποίος μέσα στη γελοιότητά του («υποκρίθηκα πως δεν πρόσεξα το μασκάρεμά του με τις μπότες και τη στολή») δεν έπαυε να είναι πολύ επικίνδυνος («είχε διαισθανθεί –ή μήπως πληροφορηθεί;– τα αισθήματά μου για τη δικτατορία∙ έπαιζε σ’ ένα ξέσπασμά μου, που θα του έδινε την ευκαιρία να με “καρφώσει” στην οργάνωσή του ή στην Ασφάλεια και να αποδείξει έτσι για μία ακόμα φορά την πίστη του στον «3ο Ελληνικό Πολιτισμό»» σελ. 8). Άλλωστε, ο ίδιος ο Κώστας Ανέστης ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου, στο οποίο διέμενε κάποιο στέλεχος οργάνωσης[10] του καθεστώτος (πριν από τη μετάθεσή του στη Θεσσαλονίκη) και σ’ αυτό οφειλόταν ότι το (κατά τα άλλα φτωχικό, βλ. σελ. 82) διαμέρισμα διέθετε τηλέφωνο («ήταν το μόνο τηλέφωνο σε όλο τον όροφο», σελ. 9).[11]
Όσο περισσότερο αναζητά τα ίχνη του Τζων Αυλακιώτη στο «παρόν» του 1938, αλλά και στο παρελθόν του, ο Κώστας Ανέστης εισχωρεί σ’ έναν κόσμο προσωπείων. Και, όπως πρόκειται να διαπιστώσει οδυνηρά, σε αυτή την υπόθεση προσωπείο δεν φορούν μόνο οι κακοί. Ο Κώστας Ανέστης, εκών άκων σχεδόν, γίνεται ανιχνευτής ενός πολλαπλώς επινοημένου προσώπου («ένας Αυλακιώτης που είχαν δημιουργήσει τα όσα μού είχαν πει εκείνοι που τον γνώρισαν […] ή που τον δημιούργησε η φαντασία μου, χρησιμοποιώντας, όπως ήθελε, τα όσα μου διηγήθηκαν», σελ. 91 κ.ε.). Ένα αμφίθυμο υποκατάστατο ντετέκτιβ, που σε κάθε στάδιο της έρευνάς του βρίσκει απέναντί του το κράτος της δικτατορίας και τις εσωτερικές αντινομίες της. Ο Σπυρίδων Παξινός[12] ασχολείται με τον «φάκελό» του (σελ. 30), ενώ στις 4 Σεπτεμβρίου 1938, οδηγείται από ασφαλίτες στο υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας,[13] ενώπιον του ίδιου του Μανιαδάκη: «Δεν υπάρχει καμιά εξαφάνιση, αλλά κι αν υπήρχε, αυτό είναι δική μας δουλειά και όχι δουλειά των χασομέρηδων» (σελ. 63).
Στον κόσμο του Κώστα Ανέστη δεν υπάρχει καν κάποιος οξυδερκής αστυνόμος Μπέκας για να διακινδυνεύσει το κύρος και τη θέση του. Απέναντι σε αυτό τον συντριπτικό μηχανισμό στέκει περιδεής και απολύτως υποταγμένος ο «παλαιοδημοκρατικός» αστυνόμος Λουκάς, ο οποίος δέχεται να προσφέρει στον Κώστα Ανέστη μόνο μια καλή συμβουλή: «Νεαρέ μου φίλε, εκείνο που κατάλαβα είναι πως «καίει» αυτή η δουλειά. Κι αν θέλεις τη συμβουλή ενός ανθρώπου που πολλά χρωστά στον πατέρα σου, ξέχασέ την κι εσύ. Ζούμε σε πονηρές μέρες, φιλαράκο μου» (σελ. 29).
Ούτε στον δημοσιογραφικό κόσμο μπορεί να βρει κάποια αξιόπιστη στήριξη: Όταν το Νέον Κράτος, το οποίο δεν αναγνώριζε εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη, βρεθεί προ αδιεξόδου, θα επιδιώξει να συνδέσει μ’ εκείνον το πτώμα «αγνώστου ανδρός» που έβγαλε η θάλασσα στο Σούνιο τον Ιούλιο του 1938∙ και είναι οι δημοσιογράφοι που θα αναλάβουν να διασπείρουν τη φήμη όσο γρηγορότερα γίνεται. Κάτι από τη δημοσιογραφική δεοντολογία διασώζει ο παλιός αστυνομικός συντάκτης Παυλόπουλος[14] («ίσως ο πιο παλιός του αθηναϊκού τύπου», σελ. 88), αυτό, όμως, δεν είναι αρκετό όσο κι αν κάτω «από τις δύσκολες συνθήκες της δικτατορίας, κρατούσε κάτι από την προσωπική ελευθερία του» (σελ. 128). Τελικά, επικρατεί η πλήρης καχυποψία και για τον έρωτα της ζωής του, τη Βάλια «του», με την οποία είχε χωρίσει πριν από δέκα χρόνια στη Θεσσαλονίκη∙[15] είναι εκείνη η οποία ως κυρία Αυλακιώτη του ζητάει με ένα τηλεφώνημα να βρει που είναι ο σύζυγός της, ο οποίος, κατά τα λεγόμενά της, εξαφανίστηκε στις 5 Ιουλίου 1938 ανάμεσα στην αυλή και την εξώθυρα του μεγάρου τους (σελ. 13, 20).
Εκτός από τη σπιτονοικοκυρά του, Στέλλα («χήρα αντισυνταγματάρχη, που της άφησε αυτά τα τρία διαμερίσματα στον τέταρτο όροφο»[16]), η οποία είναι ερωτευμένη μαζί του δίχως να βρίσκει μεγάλη ανταπόκριση, μοναδικός συμπαραστάτης του και άξιος εμπιστοσύνης σ’ εκείνο το λαβύρινθο προσωπείων και ψευδαισθήσεων αναδεικνύεται ο Ιορδάνης Ράμογλου. Φτωχός λογιστής και διανοούμενος (σελ. 27), ο οποίος, όμως, «διέθετε αυτή την ακτινοβολία που κάνει το ήθος του να επιβάλλεται και σ’ εκείνους που δεν έχουν «άψογο ήθος»» (σελ. 40), «οπαδός του Ζαν Ζωρές» στην Αθήνα του 1916-1917 (σελ. 45), «αναρχικός» (σελ. 60) και «επικίνδυνος κομμουνιστής» (σελ. 61), σύμφωνα με τον Μανιαδάκη, στην Αθήνα του 1938. Ο Ιορδάνης Ράμογλου πληροφορεί τον Κώστα Ανέστη (κι εμάς μαζί του) πως το όνομα Τζων Αυλακιώτης είναι δανεικό (και όχι, τελικά, μόνο από τον μεταπολεμικό εραστή της κυρίας Λαδοπούλου). Ως παιδί στη Σμύρνη του 1900 είχε γνωρίσει τον κατά τρία χρόνια μικρότερό του Γιάννη Τουφεξή (σελ. 38). Όταν ξανασυναντιούνται στην Αθήνα του 1916, εκείνος ονομάζεται ακόμα Γιάννης Τουφεξής, είναι φανατικός «κωνσταντινικός» και γερμανόφιλος, διαθέτει υψηλές γνωριμίες και διατηρεί σχέσεις με εταίρες πολυτελείας (σελ. 42 κ.ε.). Τζων Αυλακιώτης γίνεται μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την επανάσταση του Πλαστήρα (σελ. 54). «Τον είχε υιοθετήσει κάποιος συγγενής του στο εξωτερικό –Αίγυπτο, Ινδίες…» (σελ. 55).
Μετά τη νύχτα της 16ης Δεκεμβρίου 1938, ο Κώστας Ανέστης είναι τουλάχιστον σίγουρος: «Δεν πεθαίνουν οι άνθρωποι δύο φορές» (σελ. 134). Ωστόσο, χάρη στον Ράμογλου, ήξερε ήδη από τα τέλη του καλοκαιριού του ίδιου έτους και κάτι ακόμα: «Το μόνο που έβγαινε είναι πως ο Τζων Αυλακιώτης δεν «χανόταν» για πρώτη φορά» (σελ. 58). Πριν από την πρώτη «εξαφάνισή» του από την Αθήνα, ο Γιάννης Τουφεξής λογιζόταν για επίλεκτο μέλος στον μηχανισμό κατασκοπείας του βαρώνου Σενκ[17] (σελ. 43, 50) και του Γερμανού στρατιωτικού ακολούθου φον Φαλκενχάουζεν[18] (σελ. 43, 46, 52 κ.ε.). Στο κράτος της Θεσσαλονίκης, όπου βρέθηκε το 1916-1917, κάποιοι θεωρούσαν τον Γιάννη Τουφεξή «κουμάσι από τα λίγα», αλλά αναγνώριζαν πως ήταν ο έμπιστος του λοχαγού Ματιέ,[19] υπασπιστή του στρατηγού Σαράιγ και πως ο Βενιζέλος «του είχε αδυναμία» (σελ. 74-75). Η Θεσσαλονίκη στο μυθιστόρημα λειτουργεί για τον Κώστα Ανέστη ως ένα είδος «γέφυρας» με τα πρόσωπα της νιότης του, όπως και με τα προσωπεία του Τουφεξή/Αυλακιώτη.
Θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι το καλοκαίρι του 1944 (και το 17ο κεφάλαιο) για να ακούσει στο στρατηγείο των ανταρτών, στο βουνό (ανήκε, άραγε, κι εκείνος στην ΕΛΔ, όπως ο Μαρής;), ποιος θα μπορούσε να είναι ο «συγγενής» που υιοθέτησε τον Τουφεξή ως Αυλακιώτη, δια στόματος ενός Βρετανού αξιωματικού των μυστικών υπηρεσιών: «Ήταν η πρώτη φορά, μετά το ’38, που άκουσα να μιλούν […] για κάποιον που θα μπορούσε να είναι ο Τζων Αυλακιώτης» (σελ. 145). Μόνο στο 18ο κεφάλαιο, η αναπάντεχη συνάντηση με τη Βάλια στο Παρίσι του 1958 θα έριχνε φως στη σκοτεινή υπόθεση εκείνων των πέντε μηνών του 1938 –κι ίσως ούτε τώρα ολοκληρωτικά. Ο Κώστας Ανέστης του 1938 αγνοούσε, βεβαίως, ότι ο Αμερικανός πρεσβευτής Μακ Βη έγραφε κατά την ίδια περίοδο πως οι δραστηριότητες της βρετανικής[20] και της γερμανικής προπαγάνδας στην Ελλάδα ήταν πιο έντονες απ’ ό,τι την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[21] Όπως αγνοούσε ποιοι, κατά πάσα πιθανότητα, παρακολουθούσαν το αυτοκίνητο της Βάλιας Αυλακιώτη, μέχρι τη στροφή Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους[22] (σελ. 82) το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου 1938, και ποιος, παρακολουθώντας τον ίδιο, δεν θα έπαιρνε καθόλου αψήφιστα το ότι μπήκε στο μέγαρο Αυλακιώτη[23] «πηδώντας τον τοίχο», «σαν κοινός λωποδύτης» (σελ. 117) τη νύχτα της 16ης Δεκεμβρίου.
Πριν από τη νύχτα της 16ης Δεκεμβρίου είχε μεσολαβήσει η τελευταία –νυχτερινή– συνάντηση με τη Βάλια, στις 24 Νοεμβρίου μέσα στο αυτοκίνητό της, στον Φάρο Ψυχικού. Όμως, η κρισιμότερη νύχτα για τη σχέση του με τη Βάλια και για την ενίσχυση της καχυποψίας του είναι εκείνη η βροχερή νύχτα της 22ης Νοεμβρίου 1938. Μια τυχαία συνάντηση «κάπου κάτω από το τέρμα Αχαρνών» (σελ. 99, βλ. και λεζάντα της φωτογραφίας 6), καθώς ο Κώστας Ανέστης περιμένει να περάσει κάποιο ταξί χωμένος, με τη σειρά του, στην εσοχή μιας πόρτας. Η νυχτερινή παρακολούθηση «στην έρημη λαϊκή αυτή γειτονιά», ένα δίπατο σπίτι με κήπο, μια παράξενη διάρρηξη την επόμενη νύχτα στο ίδιο σπίτι (συμβάν που αποσιωπάται από τις αρχές), στην οδό Πυθίας: ο Γιάννης Μαρής τη μεταφέρει από την Άνω Κυψέλη στα Κάτω Πατήσια.
Τα μουντά πρωινά και οι νυχτερινές περιπέτειες εκείνων των περίπου πέντε μηνών, από τις 4 Αυγούστου 1938 έως τα τέλη του ίδιου έτους, οπότε ο Κώστας Ανέστης εκτοπίζεται στον Άγιο Ευστράτιο, είναι γεμάτα από συγκλονιστικές ειδήσεις, όχι μόνο της εγχώριας, αλλά και της διεθνούς πολιτικής: Μάχες στα μαντζουριανά πεδία και επιθέσεις των εθνικιστών στην Ισπανία (σελ. 20), «η εγκατάλειψη της δημοκρατικής Ισπανίας από τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, ο Χίτλερ, η Τσεχοσλοβακία, τα σύννεφα του Παγκοσμίου Πολέμου στον ορίζοντα, […] η πρόσφατη Συμφωνία του Μονάχου» (σελ. 89), ο θάνατος του Κεμάλ Ατατούρκ (σελ. 97), η ανακήρυξη του Μεταξά σε «πρώτο αγρότη»[24], βομβαρδισμός της Βαρκελώνης, αντεπίθεση των Κινέζων στην Καντόνα, πυρπόληση των συναγωγών στο Βερολίνο από τους ναζιστές (σελ. 95 κ.ε.).
Δεν λείπουν, όμως, από το πιο «πολιτικό» βιβλίο του Γιάννη Μαρή οι αναφορές και οι υπαινιγμοί στον κόσμο των θεαμάτων, στοιχείο που χαρακτηρίζει τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του μέχρι τότε: το απόγευμα της 4ης Αυγούστου 1938, η Στέλλα προτείνει στον Κώστα Ανέστη να πάνε μαζί στο θέατρο «Κατερίνα», όπου «εμφανίζεται κι ένας ηθοποιός, ο Κωνσταντάρας»[25] (σελ. 22). Μετά τις νυχτερινές περιπέτειες στην οδό Πυθίας, ο Κώστας Ανέστης συναντάει μια παρέα δημοσιογράφων να συζητούν με ενθουσιασμό για τα κατορθώματα του παλαιστή Τζιμ Λόντου και του πυγμάχου Αντώνη Χριστοφορίδη.[26] Η Βάλια Αυλακιώτη θυμίζει στον Κώστα Ανέστη (σελ. 11) τη θεωρούμενη ως ερωμένη του Γκαίμπελς, Λίντα Μπάροβα (1914–2000)∙ όχι τυχαία, αφού τον χειμώνα του 1938 είχε προβληθεί με μεγάλη επιτυχία στους αθηναϊκούς κινηματογράφους η ταινία Die Fledermaus/Η νυχτερίδα (παραγωγή του 1937), στην οποία πρωταγωνιστούσε η Τσεχοσλοβάκα ηθοποιός. Ο Κώστας Ανέστης, όμως, θυμόταν και το πρώτο ραντεβού τους, δέκα χρόνια πριν, «αρχές της άνοιξης», στον κινηματογράφο της Θεσσαλονίκης «Διονύσια», για να δουν την ταινία «Ο φοιτητής της Πράγας» με τον «Κόνραδ Φάιτ»[27] (σελ. 19).
Μπορεί να μην έγινε κατά τύχη η μνεία αυτής της ταινίας στο μυθιστόρημα «Η εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη». Ο φοιτητής της Πράγας αναλίσκεται σε ένα κυνήγι με τη σκιά του και πεθαίνει προσπαθώντας να τη δαμάσει. «Άγνωστος που δεν τον είχα συναντήσει ποτέ και είχε πιάσει τόσο τόπο στη ζωή μου» (σελ.91) –εκείνος που είχε γίνει, τελικά, η σκιά του Κώστα Ανέστη («και αυτός ο Τζων Αυλακιώτης, πρέπει να το πω, δεν μου ήταν αντιπαθής», σελ. 92). Στο Παρίσι του 18ου κεφαλαίου ο αφηγητής-Εγώ, ο κάποτε εικοσάχρονος φοιτητής, ο άλλοτε τριαντάχρονος ανιχνευτής μιας «εξαφάνισης» στους σκοτεινούς δαιδάλους του Μεσοπολέμου, διαθέτει πια διαφορετική θέση στη δημοσιογραφία και διαφορετική αποτίμηση για τον πρότερο βίο του. «Φαίνεται πως δεν είναι καλό να συναντά κανείς στα πενήντα του τα όνειρα των είκοσί του χρόνων» (σελ. 159), σκέφτεται αφήνοντας οριστικά πίσω του πια μια εντελώς ξένη Βάλια. Ωστόσο, εκείνη τη σκιά, που από το 1938 έπιασε «για χρόνια ολόκληρα» τόπο στη ζωή του, δεν μπόρεσε να τη δαμάσει. Ίσως ούτε κι εμείς να μπορούμε, όσο κι αν συλλέγουμε ψηφίδες για το πρόσωπο του Τζων Αυλακιώτη και της εποχής που τον φωτίζει και τον συσκοτίζει εν ταυτώ.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Εξαιρετική περιγραφή και χρήσιμες πληροφορίες, συνοδευόμενα από μοναδικές φωτογραφίες!!!