Στο κείμενο που ακολουθεί, ο Δημοσθένης Παπαδάτος και η Δέσποινα Λαλάκη συστήνουν το αφιέρωμα του έκτου τεύχους του Marginalia, που σχεδιάσαμε με αφορμή τα δέκα χρόνια από την κατάρρευση της Lehman Brothers. Συνοψίζοντας εφτά διαστάσεις της διαχείρισης της κρίσης υπέρ του κεφαλαίου, εξηγούν γιατί η αισιοδοξία αυτού του τελευταίου για τη σύμπλευση, στα βασικά, των ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, είναι βάσιμη. Τονίζουν πως, παρά τα σημαντικά επιτεύγματα, η απαιτητικότητα των αφεντικών συνεχίζεται. Και πως, παρά το σκηνοθετημένο θέαμα των κυβερνώντων στην Ιθάκη, όπως συμβαίνει και διεθνώς, η κρίση δεν βρίσκεται πίσω αλλά ακριβώς μπροστά μας.
Ωστόσο βλέποντας το ποτήρι μισογεμάτο μπορεί κανείς να αισιοδοξεί ότι η βασική κατεύθυνση στην οικονομία παραμένει σταθερή και δεν αλλάζει. Όπως ευφυώς έχει επισημάνει αξιόπιστος παράγων της οικονομικής ζωής, «η χώρα διαθέτει αριστερή κυβέρνηση που ασκεί φιλελεύθερη πολιτική, και εν αναμονή μια φιλελεύθερη αντιπολίτευση». Υπό αυτή την έννοια οι εμπλεκόμενοι στη λειτουργία της ιδιωτικής οικονομίας δεν έχουν παρά να αισιοδοξούν και να προετοιμάζονται για την εκμετάλλευση ευκαιριών και δυνατοτήτων που σχεδόν νομοτελειακά θα προσφέρει η έξοδος από τη μεγάλη κρίση.
Το απόσπασμα είναι από το ειδικό οικονομικό ένθετο του Βήματος (23.9.2018). Γράφτηκε ένα μήνα περίπου μετά το σκηνοθετημένο κυβερνητικό υπερθέαμα στην Ιθάκη και λίγες μέρες μετά την ομιλία του πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης· μια ομιλία που, όπως το έθετε το ρεπορτάζ των ημερών, «ικανοποίησε τους θεσμούς» με τη μετριοπάθειά της. Αξίζει να προσεχτεί ο ασυνήθιστος τόνος: η πλήρης απουσία αντιπολιτευτικής διάθεσης από τους συντάκτες – πρωτόγνωρη για μια από τις δύο κύριες αστικές εφημερίδες που βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση με την κυβέρνηση.
Η αισιοδοξία του καπιταλιστικού κόσμου στην Ελλάδα, που απηχεί το απόσπασμα θα ήταν ακατανόητη αν το βασικό, στην περίοδο που προηγήθηκε, ήταν ο υποτιθέμενος εθνικός στόχος: η μείωση του δημόσιου χρέους: Στο πρώτο τρίμηνο του 2018, το χρέος ξεπέρασε το 180% του ΑΕΠ (από το 148% του 2010), με το ΑΕΠ συρρικνωμένο κατά 25,6% σε σχέση με το 2008. Η επίδοση δεν προσφέρεται για βραβείο.
Όμως η αισιοδοξία του κόσμου της ιδιοκτησίας είναι απολύτως δικαιολογημένη. Αντανακλά την επίγνωση μιας «ιστορίας επιτυχίας», που το ελληνικό κεφάλαιο οφείλει στο Μνημόνιο και την ζωτική έκθεσή του στον διεθνή ανταγωνισμό μέσα από την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν πρόκειται για τη βελτίωση ενός ή περισσότερων οικονομικών «δεικτών», αλλά για μια άνευ προηγουμένου ισχυροποίηση του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία μέσα στην κρίση: η μέχρι σήμερα διαχείριση αυτής της τελευταίας ήταν μια πρωτοφανής προσπάθεια να ανασχεθεί η τάση πτώσης της κερδοφορίας του ελληνικού κεφαλαίου μετά το 2008.
Η προσπάθεια αυτή ήταν πετυχημένη. Στην πρώτη φάση της κρίσης, το κεφάλαιο βγαίνει απολύτως ισχυροποιημένο απέναντι στην εργασία:
* Μια πρώτη διάσταση αυτής της ισχυροποίησης είναι η αύξηση της ανεργίας και της μερικής απασχόλησης: και των δύο μαζί. Γιατί όμως η εξέλιξη αυτή συνιστά ισχυροποίηση του κεφαλαίου; Αφήνοντας πίσω ανέργους, το κεφάλαιο δεν θέτει άραγε σε κίνδυνο τη ζήτηση; Η διαχείριση της κρίσης απέδειξε ότι ο ελληνικός καπιταλισμός δεν ενδιαφέρεται πρωτίστως για την εσωτερική ζήτηση.[1] Το μείζον είναι άλλο: Η πλήρης μόνιμη απασχόληση επιτρέπει στην εργατική τάξη να προβάλλει απαιτήσεις προς το κεφάλαιο, καθώς οι εργαζόμενοι δεν φοβούνται ότι θα μείνουν άνεργοι. Ο ελληνικός καπιταλισμός, λοιπόν, επιδίωξε και πέτυχε την αύξηση της ανεργίας ως μέσο πειθάρχησης της εργασίας με το φόβο και, την ίδια στιγμή, τον περιορισμό της πλήρους απασχόλησης: Το 2011 η ανεργία ανερχόταν σε 16,5%, με τα ποσοστά μερικής και προσωρινής απασχόλησης στο 6,5% και 7,7% αντίστοιχα. Το 2017 ανήλθε «επισήμως» στο 21,1%, ενώ η μερική απασχόληση στο 9,9% και η προσωρινή στο 8,3% (ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2018: 105).
Πόσο σοβαρή είναι αυτή η αλλαγή στις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας, το δείχνει η αναλογία εργαζομένων-ανέργων: Το 2017 δούλευαν 1.870.577 άτομα· το «πραγματικό» σύνολο των ανέργων την ίδια χρονιά έφτανε τα 1.355.620 άτομα. Και μπορεί να φανταστεί κανείς, στο σημείο αυτό, ποια θα ήταν η αναλογία χωρίς την μετανάστευση από την Ελλάδα, που ως το 2016 υπολογιζόταν στα 332.000 άτομα. Δεν μιλάμε φυσικά για καπιταλισμό χωρίς εργασία· μιλάμε για άλλο πλαίσιο. Το πλαίσιο που διαμορφώνουν η άνοδος της μερικής απασχόλησης και η μείωση των μισθών
* Μια δεύτερη διάσταση της ισχυροποίησης του κεφαλαίου είναι, λοιπόν, η μείωση των μισθών. Το 2006, όταν ακόμα ο τραπεζικός δανεισμός μπορούσε να συγκαλύπτει τη συγκράτηση του εργατικού εισοδήματος και την επιβολή των «ελαστικών» σχέσεων εργασίας, η Αριστερά μιλούσε ακόμα για τη «γενιά των 700 ευρώ». Σήμερα που η κυβέρνηση αναγγέλλει την κατάργηση του «υποκατώτατου» μισθού, ο πήχυς έχει φτάσει πια στο μηνιάτικο των 300 ευρώ. Γενικότερα, το ποσοστό των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 700 ευρώ βρίσκεται πια στο 37,4% το 2017, από 13,1% που ήταν το 2009 (ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2018: 17). Δεν πρόκειται για άψυχους αριθμούς: πρόκειται για συντετριμμένες ζωές. Για μια τέλεια αδυναμία να σχεδιάσει κανείς ακόμα και το βραχυπρόθεσμο μέλλον του.
* Μία τρίτη διάσταση είναι η εξουδετέρωση των αντιστάσεων στο κεφάλαιο, μέσω της δραστικής συρρίκνωσης των συλλογικών συμβάσεων. Μεταξύ 2010-2017, οι κλαδικές συμβάσεις έχουν πραγματικά σαρωθεί σε όφελος των επιχειρησιακών, αδυνατίζοντας τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων σε κλίμακα μεγαλύτερη από αυτήν της επιχείρησης:
* Μια τέταρτη διάσταση είναι η αποεπένδυση. Η επενδυτική «απεργία» είναι μια από τις μορφές ταξικής πάλης που διεξάγει το κεφάλαιο μέσα στην κρίση: η αποεπένδυση «προστατεύει» πάγιο κεφάλαιο από την απαξίωση (από τις λειτουργίες «εκκαθάρισης» μη επαρκώς ανταγωνιστικών κεφαλαίων, που θέτει σε λειτουργία η κρίση). Η αποεπένδυση είναι, την ίδια στιγμή, η άλλη όψη της συσσώρευσης πλούτου. Η τάση αυτή αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής επιχειρηματικής κουλτούρας, «γεγονός που παρεμποδίζει την επέκταση και την ενίσχυση του παραγωγικού τομέα, π.χ. μέσω μιας ενισχυμένης επενδυτικής δραστηριότητας» (Ετήσια Έκθεση ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2018, σ. 56). Μεταξύ 2009-2013, λοιπόν, οι καθαρές συνολικές επενδύσεις στην Ελλάδα μειώνονται κατά 10% περίπου επί του καθαρού εγχώριου προϊόντος. Ο ίδιος ο ΣΕΒ υπολογίζει ότι το επενδυτικό «κενό» στην Ελλάδα, οι επενδύσεις που χρειάζονται για την επιστροφή σε μια βιώσιμη «ανάπτυξη», φτάνουν τα 100 δισ. ευρώ.
* Μια πέμπτη διάσταση είναι η φορολογία: η διαχείριση της κρίσης δούλεψε υπέρ του κεφαλαίου και εδώ. Μεταξύ 2009 και 2016, οι άμεσοι φόροι μειώθηκαν κατά 2 δισ. ευρώ (ή 11,2%), κατά κύριο λόγο από την υποχώρηση του φόρου εισοδήματος ή κερδών των επιχειρήσεων (ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2018: 37). Την ίδια στιγμή, οι έμμεσοι φόροι, αυτοί που αφορούν κυρίως τη λαϊκή κατανάλωση, αυξήθηκαν και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ: το 2017, η αναλογία έμμεσων-άμεσων φόρων ήταν 56,6% προς 43,4%, έναντι αναλογίας 54% προς 46% το 2016. Φαίνεται πως δεν είναι αρκετό. Έτσι, από το βήμα της ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε μεταξύ άλλων τη μείωση, από την 1η Ιανουαρίου 2019 και σε βάθος τετραετίας, της φορολογίας των επιχειρήσεων από 29% που είναι σήμερα, στο 25%.
* Μια έκτη διάσταση είναι η εξωφρενική παραχώρηση πλούτου σε ιδιώτες, στην Ελλάδα – αλλά και στο εξωτερικό. Καταρχάς, η τεράστια μεταφορά αξίας στις ευρωπαϊκές τράπεζες, μέσω της αποπληρωμής των ελληνικών δανείων. Αυτό είναι, για την ελληνική κοινωνία, το ιδιαίτερο αποτέλεσμα της έκθεσης του ελληνικού καπιταλισμού στην κρίση του ευρώ και στην απαιτητικότητα των ευρωπαϊκών «θεσμών», που μέσα στην κρίση, λειτουργώντας ως «ντίλερ» των τραπεζιτών, «ασφάλισαν» το χρέος προς τις τράπεζες, περνώντας το στα κράτη. Έπειτα, η ανακεφαλαιοποίηση των «συστημικών» τραπεζών (Εθνική, Πειραιώς, Eurobank, Alpha Bank) με δημόσιο χρήμα, για να παραχωρηθούν όλες τους το 2015, μόλις για 5 δισ. ευρώ, σε ιδιώτες. Τέλος, οι ιδιωτικοποιήσεις στρατηγικής σημασίας εγκαταστάσεων και υπηρεσιών, σε ποσά και με όρους εξευτελιστικούς, επιλογή που δυσκολεύει δραστικά μια αυριανή προσπάθεια παραγωγικού μετασχηματισμού σε εναλλακτική κατεύθυνση.
* Έβδομη και τελευταία διάσταση είναι, βεβαίως, τα πλεονάσματα. Όσο ήταν στην αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ τα κατήγγελλε εύλογα ως συμβόλαια ασφυκτικής λιτότητας, που διαιωνίζουν την ύφεση και αφαιρούν πόρους από τους εργαζόμενους και τους πλέον φτωχούς. Στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022, που ο Αλέξης Τσίπρας υπερασπίστηκε στην πρόσφατη ΔΕΘ, το πλεόνασμα για το 2018 προβλέπεται στο 3,56% του ΑΕΠ, το 2019 στο 3,96% και το 2022 στο ύψος- «ρεκόρ» του 5,19% του ΑΕΠ! Τις επιδόσεις αυτές ως το 2060 (!) θα βεβαιώνει ανά τρίμηνο με επισκέψεις στην Αθήνα κλιμάκιο των «θεσμών». Πρόκειται για την απόλυτη γελοιοποίηση των κυβερνητικών ισχυρισμών περί «τέλους των Μνημονίων».
Πώς επιτυγχάνονται τα πλεονάσματα; Την περίοδο 2009-2017, διαβάζουμε στη φετινή έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, «η διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών της χώρας προήλθε αποκλειστικά από την περιστολή της τάξης των 32,2 δισ. ευρώ των πρωτογενών δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης. Όσον αφορά τα δημόσια έσοδα, το ύψος τους το 2017 υπολείπεται κατά 4,69 δισ. ευρώ συγκριτικά με το 2009, παρά τις εκτεταμένες φορολογικές και εισπρακτικές παρεμβάσεις» (σ. 30). Μένουμε μόνο στις συντάξεις: παρά τις διαδοχικές μειώσεις τους επί ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ μείωσαν και αυτοί την κατώτατη σύνταξη (από τα 486 στα 392 ευρώ), με προοπτική μιας ακόμα μείωσης, για την οποία πιέζουν η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ΝΔ.
Από τη συνέχιση των επιδόσεων αυτών θα εξαρτηθεί η περίφημη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους – του χρέους που ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση θεωρούσε, εύλογα, κοινωνικά μη βιώσιμο. Χρειάζεται άραγε να το πούμε; Με όλες τις αλλαγές στο μείγμα φόρων-δαπανών που επιχειρήθηκαν μετά το 2014, οι επιδόσεις αυτές στη λιτότητα, με ορίζοντα μάλιστα το 2060, «επιδόσεις» που ήρθαν για να μείνουν, παρά τη σκηνοθετημένη αισιοδοξία της Ιθάκης, επί της ουσίας ξεπερνούν τις αντίστοιχες επιδόσεις των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων. Για να διαφοροποιηθεί από μια τόσο δεξιά πολιτική, η ΝΔ ήδη υπόσχεται προς το κεφάλαιο όλο και περισσότερα.
Η κρίση δεν τελείωσε: το κεφάλαιο θέλει περισσότερα
Από το σημείο αυτό αρχίζει στην Ελλάδα η «επόμενη μέρα», για την οποία πανηγυρίζει η κυβέρνηση. Από το σημείο αυτό, ο ελληνικός καπιταλισμός έχει κάθε λόγο να αισιοδοξεί: Σε οικονομικό επίπεδο έχει επιβάλει τις πιο εξωφρενικές απαιτήσεις. Σε πολιτικό επίπεδο, η πολιτική συγκρότηση του κόσμου της εργασίας παραμένει σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο, συγκρίσιμο μόνο με αυτό της διετίας 1989-1991. Την ίδια στιγμή, η νεοναζιστική Ακροδεξιά έχει παγιωθεί ως κοινοβουλευτική δύναμη και ένα υπολογίσιμο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας απέχει από τις εκλογές. Όμως η παρατεταμένη λιτότητα, όσο κι αν «δικαιώνεται» από τις επιδόσεις του ελληνικού καπιταλισμού στις εξαγωγές, απειλεί με νέα ύφεση. Οι τράπεζες θα χρειαστούν ακόμα περισσότερες «ενέσεις» ρευστότητας: οι οικονομικοί αναλυτές τις θεωρούν «ζόμπι». Οι επενδύσεις παραμένουν χαμηλά, στα 20 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, ενώ το 2009 έφταναν στα 44 δισ., με τη συνδρομή του δανεισμού. Όπως παντού στην Ευρώπη, οι περίφημες start-up δεν βρήκαν τα προσδοκώμενα περιθώρια κέρδους: οι καινοτομίες τους υιοθετήθηκαν γρήγορα από τους ανταγωνιστές τους, εξαφανίζοντας το συγκριτικό τους πλεονέκτημα. Πέρα από τον τουρισμό, που συμβάλλει στο 1-1,5% της νέας «ανάπτυξης» στην Ελλάδα, οι υπόλοιποι κλάδοι της καπιταλιστικής οικονομίας κινούνται ακόμα σε χαμηλά επίπεδα. Ενώ ο κόσμος της εργασίας ζει για καιρό την απουσία μέλλοντος, η απαίτηση των αφεντικών για κερδοφορία δεν θα σταματήσει εδώ. Και δεν θα σταματήσει, ιδίως γιατί η παγκόσμια κρίση, η διαρκής πύκνωση των αντιθέσεων στον διεθνή καπιταλισμό, κάνει τα μέχρι σήμερα οικονομικά επιτεύγματα επισφαλή.
O Μαρξ έλεγε ότι το όριο του κεφαλαίου είναι το κεφάλαιο. «Η βασική αιτία της σημερινής κρίσης», εξηγεί ο μαρξιστής Ρόμπερτ Μπρένερ, «είναι η εδώ και τρεις δεκαετίες σταθερά φθίνουσα ζωτικότητα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, από οικονομικό κύκλο σε οικονομικό κύκλο μέχρι σήμερα. Η μακροπρόθεσμη εξασθένιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της συνολικής ζήτησης έχουν τις ρίζες τους σε μια βαθιά παρακμή και αποτυχία ολόκληρου του συστήματος να ανακτήσει το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου».[2]Με άλλη διατύπωση: Η κρίση που ξεκίνησε το 2007-8 από τον χρηματοπιστωτικό τομέα, δεν ήταν κρίση μόνο του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά μια κρίση στον καπιταλισμό. Γι’ αυτό και συνεχίστηκε, παρά τα δισεκατομμύρια που ξόδεψαν τα κράτη για τη διάσωση των τραπεζών: παρά το γεγονός ότι τα κράτη διαχειρίστηκαν «τις συνολικές υποθέσεις του κεφαλαίου» επιβάλλοντας συνθήκες αγριότητας στην εργασία.
Η επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα, όπου εκδηλώθηκε πρώτα η παγκόσμια κρίση, ήταν μια πολιτική-ταξική επιλογή για το συνολικό κεφάλαιο: μια επιλογή που καθοδήγησε συνολικά την καπιταλιστική ανάπτυξη στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού. Προκειμένου να επεκτείνει τα κέρδη του, το κεφάλαιο αύξησε την κατανάλωση, όχι μέσω της αύξησης των μισθών, αλλά με τη χορήγηση επισφαλών δανείων (όπως για την αγορά κατοικίας) σε ανθρώπους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να τα αποπληρώσουν· μέσω του δανεισμού μπορούσε, επίσης, να απαλλάσσει από φόρους αυτούς που είχαν και έχουν μεγάλη φοροδοτική ικανότητα. Η κρίση ήρθε τη στιγμή που έγινε κατανοητό πόσο μικρό θα ήταν το ύψος του μελλοντικού εισοδήματος που μπορούσε να παραγάγει η πραγματική οικονομία, σε σχέση με τις προσδοκίες του χρηματιστικού τομέα.[3]
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να το διαπιστώσει: Δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού κολοσσού Lehman Brothers, οι αιτίες που γέννησαν την κρίση δεν έχουν εξαλειφθεί. Οι κρίσεις δεν είναι μόνιμες. Ξεσπούν όταν πληθαίνουν και γίνονται μη διαχειρίσιμες αντιθέσεις που υπάρχουν εγγενώς στον καπιταλισμό. Είναι περίοδοι «μη κανονικότητας», που προετοιμάζουν τις επόμενες «κανονικές». Είναι, ωστόσο, σαφές ότι δεν είμαστε ακόμα σε καμιά τέτοιους είδους «κανονική» περίοδο.
* Σε ό,τι αφορά την Ευρωζώνη, οι «ενέσεις» ρευστότητας από τον φτηνό δανεισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν έλυσαν το πρόβλημα. Η Ιταλία, δεύτερη πιο υπερχρεωμένη χώρα στην Ευρωζώνη μετά την Ελλάδα, ανακοίνωσε έλλειμμα πάνω από το «επιτρεπτό» στην Ευρωπαϊκή Ένωση – και η διαφαινόμενη αστάθεια εκεί δημιουργεί προβλήματα στα ελληνικά ομόλογα, απειλώντας να βάλει φρένο στην επιστροφή της Ελλάδας στον δανεισμό.
* Χώρες εκτός ευρώ, όπως η Σουηδία, βρίσκονται επίσης σε αδιέξοδο.[4] Και το ίδιο συμβαίνει με τις «αναδυόμενες» αγορές:
* Στη χώρα-ατμομηχανή της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η όξυνση των σχέσεων των ΗΠΑ με τη Ρωσία και όλους τους εμπορικούς ανταγωνιστές τους δεν είναι σημάδι υπέρβασης της κρίσης. Ακόμα χειρότερα, η όξυνση αυτή προστίθεται στην εκτόξευση των κρατικών δαπανών για εξοπλισμούς (+54 δισ. δολάρια), ήδη μέσα στον πρώτο χρόνο της κυβέρνησης Τραμπ.[5] Οι πρόσφατες αμερικανικές κυρώσεις στο Ιράν κάνουν τις ΗΠΑ τη μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγό χώρα· όμως, εκτός από το ρίσκο της ανόδου της τιμής του πετρελαίου διεθνώς, οι υποδομές των ΗΠΑ είναι οριακά ικανές για να αντεπεξέλθουν στο ρόλο αυτό.
* Σταθερά πίσω από τις ΗΠΑ, τέλος, η Κίνα αργά ή γρήγορα θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες από τη διόγκωση του δανεισμού που χρειάστηκαν οι πρωτοφανείς επενδύσεις στο δομημένο περιβάλλον, ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση του 2008.
Ο καπιταλισμός φαίνεται, για την ώρα, να μη φοβάται την Αριστερά. Όμως η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση που συνεχίζεται έχει ανοίξει σε διεθνές επίπεδο τη συζήτηση για το μέλλον: το ερώτημα αν ο ίδιος έχει, εντέλει, μέλλον.[6] Με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από την κατάρρευση της Lehman Brothers, το Μarginalia αναρωτιέται το ίδιο.
Στο αφιέρωμα του έκτου τεύχους, η Κλεονίκη Αλεξοπούλου διαβάζει το βιβλίου του Άγγλου μαρξιστή οικονομολόγου Μάικλ Ρόμπερτς και ανατρέχει στη Ναταλί Μοσκόβσκα, την Πολωνή μαρξίστρια της δεκαετίας του ’30, για να δείξει τις διαφορές της μαρξιστικής από την κεϋνσιανή και τη νεοφιλελεύθερη «ανάγνωση» της κρίσης, από τη σκοπιά της πολιτικής στρατηγικής.Στη συνέχεια, η Δέσποινα Λαλάκη επιστρέφει στην πλατεία Συντάγματος του 2011 και δείχνει την ισχύ των στερεοτύπων που, ακόμα και στα χρόνια της κρίσης, επιμένουν να βλέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση εγγυήτρια της δημοκρατίας στην Ελλάδα, προς ανταπόδοση, δήθεν, των Φώτων του Ελληνισμού.
Μελετητής του απεργιακού φαινομένου στα χρόνια των μνημονίων, ο Δημήτρης Κατσορίδας, συνεργάτης του Ινστιτούτου Ερευνών της ΓΣΕΕ, επιχειρεί μια επισκόπηση των εργατικών αγώνων μέσα στην κρίση, τονίζοντας την ανάγκη να στηριχθούν οι νέες μορφές εργατικού συνδικαλισμού που αναδύθηκαν αυτά τα τελευταία χρόνια, έξω και σε αντιπαράθεση με τις παραδοσιακές συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Στη συζήτηση για την αριστερή στρατηγική στέκεται και ο Πέτρος Σταύρου, διαβάζοντας παράλληλα τις προτάσεις των Γιάνη Βαρουφάκη και Κώστα Λαπαβίτσα, και δείχνοντας τα όρια και των δύο στην προσπάθεια να διατυπωθεί μια πραγματική εναλλακτική στη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ.
Στις δύο συνεντεύξεις του αφιερώματος, ο Δημοσθένης Παπαδάτος μιλά με τον Γερμανό κοινωνιολόγο Βόλφγκανγκ Στρεκ, που υποστηρίζει πως ο καπιταλισμός δεν θα διασώζεται για πάντα με τα κόλπα των διαχειριστών του, και ο Χρίστος Μάης συνομιλεί με τον Αλέξανδρο Κιουπκιολή για την προοπτική του αγώνα για την υπεράσπιση των κοινών. Τέλος, ο Αντώνης Γαζάκης θυμίζει σε τέσσερις γνωστούς Έλληνες μπλόγκερ (τον Sraosha, τον Οld Boy, το βυτίο, την Psilikatzoy) τα κείμενά τους όταν ξεκινούσε η κρίση και τους ζητά μια σκέψη πάνω σε αυτά, με την εκ των υστέρων σοφία.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο