Αν η μεταπολεμική περίοδος μέχρι την κρίση της δεκαετίας του ’70 είναι για τον καπιταλισμό, τουλάχιστον στις αναπτυγμένες χώρες, μια περίοδος διαρκών επιτυχιών (διαρκής ανάπτυξη, βελτίωση σε πραγματικούς όρους των συνθηκών ζωής των κατώτερων τάξεων, επιστημονική και τεχνολογική έκρηξη, καταστολή της επανάστασης στον Τρίτο Κόσμο κ.λπ.), τον τελικό θρίαμβο τον είδε η επόμενη κατάσταση, η, ας την πούμε έτσι, «νεοφιλελεύθερη» εποχή.
Εκτός από την πτώση του τείχους όμως, στην περίοδο μετά το 1989 ο καπιταλισμός έχει να επιδείξει κι άλλες χωρίς προηγούμενο επιτυχίες: ποτέ πριν αυτός δεν είχε όχι μόνο την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική κυριαρχία στο σύνολο της υφηλίου (δεν υπάρχουν πια περιοχές που να μην είναι καπιταλιστικές, έστω και με κάποιους αστερίσκους όπως η Κίνα) αλλά και την ασφυκτική ιδεολογική και πολιτιστική ηγεμονία.
Η για πρώτη φορά στην ιστορία του (μια ιστορία διαρκών πολέμων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων) σταθερή κατάσταση ειρήνης στο ιμπεριαλιστικό κέντρο (και διαρκούς πολέμου στην περιφέρεια) συνεχίστηκε και αυτή. Το κέντρο σταθεροποίησε τις πολιτικές του σε εσωτερικό και εξωτερικό με βάση την «αγία τριάδα» αστικής δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και νεοφιλελευθερισμού, όπου τα δύο πρώτα υπάγονται και καθορίζονται από το τρίτο. Κι όμως, η σύντομη αυτή περίοδος ήταν μια περίοδος διαρκούς εσωτερικής και βαθιάς αστάθειας, μια περίοδος που είναι σαφές ότι βρίσκεται κοντά στο τέλος της.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει φυσικά ούτε ποια θα είναι ούτε πότε θα έρθει η διάδοχη κατάσταση. Ελλείψει ενός συγκροτημένου αντίπαλου δέους στον καπιταλισμό, μιας αντίπαλης στρατηγικής, η ερώτηση δεν είναι αν ο καπιταλισμός θα αντικατασταθεί από κάποιο άλλο σύστημα, αλλά αν θα καταφέρει να ξαναβρεί μια σταθερή κατάσταση σαν αυτή που τελειώνει τώρα ή θα αναγκαστεί να υποστεί κάποιου είδους βαθιά συστημική και αποσταθεροποιητική μακροπρόθεσμη κρίση.
Η τρέχουσα κρίση, μια κρίση που ξεκίνησε το 2008, όχι μόνο δεν ξεπεράστηκε ποτέ, αλλά επιδεινώθηκε από την πανδημία του SARS-CoV-19. Ίσως ο πολλαπλός συνδυασμός οικονομικής κρίσης, πολιτικής αδυναμίας και ασθένειας να αποδειχθεί η αφορμή για το ξεδίπλωμα νέων αποσταθεροποιητικών δυναμικών· αν αυτές θα προκαλέσουν την ανάδυση στο μέλλον κάποιου νέου μακροπρόθεσμα σταθερού διεθνούς συστήματος μένει να το δούμε.
Στο μεταξύ, αντί να επιχειρούμε να προβλέψουμε το μέλλον (το οποίο τείνει όχι μόνο να διαρκεί πολύ αλλά και να μας εκπλήσσει στο τέλος), μπορούμε να εκτιμήσουμε τους λόγους που μας οδήγησαν ως εδώ.
Οι ιστορικές πηγές του νεοφιλελευθερισμού
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ένας όρος που καλύπτει, αν και με κάποια ασάφεια, ένα ευρύ φάσμα απόψεων για την οικονομική πολιτική σε καπιταλιστικές κοινωνίες. Από την μία έχουμε τις διαφορές με συγγενικά ρεύματα απελευθέρωσης του κεφαλαίου από τα κοινωνικά δεσμά, όπως οι «Αυστριακοί» ή οι (κάπως ακραίοι) αναρχο-καπιταλιστές. Από την άλλη έχουμε το άπλωμα των βασικών οικονομικών αρχών σε ιδεολογικά διαφορετικά μεταξύ τους ρεύματα: Από τα ακρο-δεξιά των Ρεπουμπλικάνων και τον (ομολογουμένως με ιστορικά πρωτότυπες πλευρές) ναζιστικό φιλελευθερισμό των Ευρωπαίων φασιστών (και του Κασιδιάρη), περνάμε στην απλή δεξιά των Τόριδων, στους Γερμανούς ορντολιμπεραλιστές (είτε χριστιανοδημοκράτες ή σοσιαλιστές), κατόπιν στον Μωυσή Κούλη, και από κει φτάνουμε στα αριστερά των Δημοκρατικών (ο Σάντερς ήταν οικονομικά δεξιότερος από τη Μέρκελ, το σημείο αριστερού διαχωρισμού του ήταν η δημιουργία ενός ΕΣΥ για τις ΗΠΑ, ένα σχεδόν ανατρεπτικό αίτημα στις Αμερικανικές συνθήκες), στους Βρετανούς Εργατικούς ή στον Μακρόν, και βέβαια στον ΣΥΡΙΖΑ.
Τέλος η Κίνα και η Ρωσία, αν και εξακολουθούν να κρατούν για το κράτος σημαντικούς τομείς της οικονομίας τους ενώ επίσης δεν χρησιμοποιούν όπως η δύση στη ρητορική τους τα ανθρώπινα δικαιώματα και (προφανώς στην περίπτωση της Κίνας) την αστική δημοκρατία, αναμφισβήτητα και αυτές τείνουν να ακολουθούν γενικά νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές.
Στην πραγματικότητα βέβαια, όλες αυτές οι δυνάμεις οι σκληρά αντιμαχόμενες και με τεράστιες, αγεφύρωτες πολιτικές διαφορές μεταξύ τους, που συλλήβδην τους κολλάμε την υποτιμητική ετικέτα «νεοφιλελέ», προφανώς δεν είναι όλες ίδιες – εκτός από την θεωρητική θεμελίωση των οικονομικών πολιτικών που ακολουθούν, που είναι ίδια λίγο πολύ για όλες. Η ιδεολογική τους βάση λοιπόν, δεν είναι παρά μια βασικά απλοϊκή σχηματοποίηση για το τι είναι ο άνθρωπος και πώς λειτουργούν οι ανθρώπινες κοινωνίες, ένα πλαίσιο που διαμορφώθηκε από τους λεγόμενους νεοκλασικούς οικονομολόγους στο γύρισμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα (και επομένως ούτε καν «νέο» δεν είναι). Οι νεοκλασικοί διαμόρφωσαν ένα χαλαρό «σύστημα» απόψεων απολογητικών για τον καπιταλισμό, βασικά ως αντίδραση στις τότε μεγάλες επιτυχίες του μαρξισμού και του εργατικού κινήματος.
Όμως, κάτω από το βάρος της κρίσης του ’29, του Β´ ΠΠ, της ανόδου του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, των κεϊνσιανών μορφών διαχείρισης και κρατικής παρέμβασης στην οικονομία μαζί με την πίεση από ισχυρά εργατικά κινήματα, οι απόψεις αυτές γενικά ξεχάστηκαν, για να ξαναγυρίσουν με ελάχιστες αλλαγές ή προσθήκες στο ιστορικό προσκήνιο τη δεκαετία του ’80. Ο συνδυασμός από τη μία των πολιτικών επιτυχιών στον ψυχρό πόλεμο μαζί με την εξάντληση των καυσίμων του καπιταλισμού της προηγούμενης περιόδου έκαναν το νεοφιλελευθερισμό την «χωρίς εναλλακτική» (ΤΙΝΑ) κυρίαρχη κοσμική θρησκεία.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις αντιλήψεις, δεν υπάρχουν κοινωνικές δυναμικές (τάξεις κ.λπ.), αλλά μόνο ανεξάρτητοι άνθρωποι, με ξεχωριστό χαρακτήρα και ατομικότητα (ή, αν μιλάμε για για τις αριστερές τάσεις, και ταυτότητα, φύλο, σεξουαλικό προσανατολισμό, «φυλή» κ.λπ.), οι οποίοι δρουν στο περιβάλλον της αγοράς. Η τελευταία είναι ο μοναδικός υπαρκτός κοινωνικός μηχανισμός, μαζί με την οικογένεια. Οι άνθρωποι αυτοί δρουν ανεξάρτητα ο ενας από τον άλλον και με βάση τις λογικές προσδοκίες τους (“rational expectations”) για τα οικονομικά αποτελέσματα των πράξεών τους· έχουν την ικανότητα να ποσοτικοποιούν αυτές τις προσδοκίες μέσω του αγοραίου μηχανισμού με τη βοήθεια των τιμών: οι τιμές είναι ένα αναδυόμενο (emergent), στατιστικό μέγεθος, έκφραση της υποκείμενης αλληλεπίδρασης ανεξάρτητων μεταξύ τους προσώπων. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν αυτόν τον μηχανισμό για να κάνουν εκτιμήσεις για το μέλλον κι έτσι να μεγιστοποιήσουν ατομικά την ποσότητά της ωφελιμότητας (utility)[1] που αντλούν από τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Αντίστοιχα, οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν την αγορά για να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους σε ένα win win παίγνιο. Η αγορά είναι ο τόπος έκφρασης της λογικής, αφού οι λογικές προσδοκίες των ατόμων βασίζονται στην πλήρη και σχετική με το αντικείμενο της συναλλαγής πληροφόρηση που μόνο η αγορά (με τη βοήθεια των τιμών) μπορεί να δώσει.
Υποτίθεται ότι αυτή η περιγραφή της ανθρώπινης φύσης επαναθεμελιώνει επιστημονικά τα οικονομικά στη βάση παρατηρήσιμων εμπειρικών μεγεθών όπως οι τιμές, αντίθετα με τον Μαρξισμό που χρησιμοποιεί μη παρατηρήσιμα μεγέθη, όπως η εγγενώς μη μετρήσιμη αξία, και επομένως είναι αντιεπιστημονικός (και κατά Πόππερ μη-διαψεύσιμος). Φυσικά, ο «νεο»φιλελευθερισμός δεν μας εξηγεί πώς, πότε, ποιος και πού παρατήρησε, ζύγισε ή μέτρησε ποσότητες της υποτιθέμενης εμπειρικής «ωφελιμότητας», πότε ήταν η αγορά μηχανισμός πλήρους και αντικειμενικής πληροφόρησης, και σε ποιον πλανήτη οι άνθρωποι είναι οικονομικά ρομπότ που δρουν με βάση αποκλειστικά και μόνο τις πλήρως πληροφορημένες μέσω της τιμής «λογικές προσδοκίες» τους και όχι επίσης παράλογες παραδοχές ή προσδοκίες (όπως είναι ας πούμε το ίδιο το μοντέλο των «λογικών προσδοκιών») και πού και πότε λειτούργησε αυτή η μυθική τέλεια αγορά με τον πλήρως ελεύθερο ανταγωνισμό της.
Η επαναφορά αυτών των απόψεων στο προσκήνιο έγινε μετά την κατάρρευση του μεταπολεμικού κεϊνσιανού προτύπου τη δεκαετία του ’70. Η περίοδος μεταξύ της κατάρρευσης του Bretton-Woods και της τελικής επικράτησης του Θατσερισμού χαρακτηρίστηκε από οικονομική αναταραχή: λόγω του πληθωρισμού και της χαμηλής ανάπτυξης, όχι μόνο το βιομηχανικό κεφάλαιο δυσκολευόταν να να αναπτυχθεί, αλλά επίσης τα χρηματιστήρια και γενικά το χρηματικό κεφάλαιο είχαν μεγάλες πραγματικές απώλειες των αποδόσεών τους.
Την ίδια στιγμή το εργατικό εισόδημα στο καπιταλιστικό κέντρο δεν υπέστη τις ίδιες απώλειες (αν και η ανεργία ήταν φυσικά μεγάλη πληγή). Κάτω από την πίεση των ακόμα τότε ισχυρών συνδικάτων και την εφαρμογή κεϊνσιανών πολιτικών από τις κυβερνήσεις, οι μισθοί ανέβαιναν μαζί με την παραγωγικότητα. Αυτό το δυσάρεστο για το κεφάλαιο διάλειμμα (που κορυφώθηκε με την προεδρία Κάρτερ και την τεράστια πολιτική γκάφα της πρεσβείας της Τεχεράνης) τέλειωσε με την εκλογή Ρέιγκαν. Ήδη όμως από το 1972 ο (μονεταριστής) M. Friedman και ο Ε. Phelps (βραβείο Οικονομικών Νόμπελ), όταν είχαν μαντέψει ότι θα ακολουθούσε μια περίοδος «στασιμοπληθωρισμού» (δηλαδή ταυτόχρονα υψηλή ανεργία και πληθωρισμός), είχαν θέσει τα θεμέλια της μελλοντικής μονοκρατορίας των φιλελεύθερων απόψεων.
Είναι ενδιαφέρον το πώς η νεοφιλελεύθερη φιλολογία έλυσε το πρόβλημα της ανεργίας: εφευρίσκοντας την έννοια του NAIRU (Non-Accelerating Inflation Rate of Unemployment, έννοια για της οποίας τη δημιουργία σημαντικό ρόλο έπαιξε στα νιάτα του και ο Λ. Παπαδήμος): Κάθε οικονομία υποτίθεται ότι έχει ένα «φυσικό» ποσοστό ανεργίας. Εάν προσπαθήσετε να τη μειώσετε πέρα από αυτό το «φυσικό» ποσοστό, θα έχετε (υπερ)πληθωρισμό, θα καταστραφείτε και θα έρθει και το τέλος του κόσμου. Το γεγονός ότι αυτό το φυσικό ποσοστό, το NAIRU, είναι πρακτικά αδύνατο να υπολογιστεί και επομένως είναι ένα λίγο-πολύ αυθαίρετο νούμερο, σημαίνει τελικά ότι αν έχετε ανεργία όλα είναι καλά, αρκεί να μην έχετε πληθωρισμό. Φοβερή λύση.
Παρένθεση: Το πόσο θεσμικά νεοφιλελεύθερη είναι η ΕΕ φαίνεται και από το εξής: οι Κεντρικές Τράπεζες των ΗΠΑ ή της Ιαπωνίας λχ, έχουν ως σκοπό τη σταθερότητα των τιμών και τη διατήρηση χαμηλής ανεργίας. Με βάση το καταστατικό της, η ΕΚΤ δεν είναι υποχρεωμένη όπως αυτές, να καταπολεμά την ανεργία αλλά μόνο τον πληθωρισμό. Υπονοείται εδώ το NAIRU: αν κρατήσουμε τον πληθωρισμό, η ανεργία θα είναι επίσης στο «φυσικό» της επίπεδο. Στην πραγματικότητα βέβαια, τα φληναφήματα αυτά (φληναφήματα επειδή ο πληθωρισμός δεν είναι κάτι εξωγενές στην οικονομία που να ρυθμίζεται με διατάγματα, αλλά ενδογενές χαρακτηριστικό της), αντανακλούν το φόβο του χρηματικού κεφαλαίου έναντι του πληθωρισμού. Για το χρηματιστήριο ή τις τράπεζες ο εφιάλτης δεν είναι η ανεργία. Ο εφιάλτης είναι ο πληθωρισμός που καταστρέφει το χρήμα.
Ο νεοφιλελευθερισμός και η ιδεολογία του
Η κυριαρχία λοιπόν της νεοφιλελεύθερης σκέψης δεν οφείλεται σε κάποια συνεκτικότητα της θεωρίας ή στην προβλεπτική της δύναμη. Η μόνη σωστή τους πρόβλεψη ήταν ότι ο κόσμος βάδιζε σε κρίση γύρω στο 1972, μια πρόβλεψη που ήταν κοινή γνώση εκείνη την εποχή. Από κει και μετά ξεκινάει μια μακρά σειρά από άλλου τύπου επιτυχίες:
- οι νεοφιλελεύθεροι έχουν περήφανοι «αποδείξει» το 2002 ότι στον σύγχρονο καπιταλισμό δεν υπάρχουν πλέον κρίσεις (“Great Moderation”)· μετά ήρθε η κρίση του 2008.
- Έχουν «αποδείξει» πολλές φορές (είναι ένα από τα λίγα συνεκτικά σημεία των νεοφιλελεύθερων ρευμάτων) ότι η αύξηση του κρατικού χρέους θα οδηγήσει σε πληθωρισμό· το κρατικό χρέος αυξάνεται συνεχώς στον αναπτυγμένο κόσμο μέσα στην νεοφιλελεύθερη εποχή, την ίδια στιγμή που αντί για πληθωρισμό, εδώ και σχεδόν 40 χρόνια βρισκόμαστε σε μια διαρκή αποπληθωριστική συνθήκη.
- Μας ξαναγύρισαν στον εδώ και αιώνες πεθαμένο «νόμο» του Say («η προσφορά δημιουργεί τη ζήτησή της»). Όταν η ανεργία αυξάνεται και επομένως υπάρχει άφθονη προσφορά εργασίας, ο «νόμος» προβλέπει την αύξηση της ζήτησης για εργασία και την αυτόματη μείωση της ανεργίας. Επειδή αυτό δεν συμβαίνει, η λύση τους είναι να ανεβάζουν επί τούτου το «φυσικό» επίπεδο ανεργίας, το NAIRU σε στρατοσφαιρικά επιπεδα, «αποδεικνύοντας» έτσι την ισχύ του «νόμου».
- Μας είπαν τέλος με κάθε σοβαρότητα και αυστηρότητα ότι μόνος δρόμος για την ανάπτυξη είναι η λιτότητα, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας· η αιματηρή λιτότητα που υποστήκαμε σε αυτή τη χώρα είχε ως συνέπεια μια κρίση που αποδείχτηκε η κυριολεκτικά μακρύτερη σε διάρκεια και μια από τις βαθύτερες σε ένταση κρίσεις στην ιστορία του καπιταλισμού: το ΑΕΠ της χώρας δεν έχει επανέλθει ακόμα στα επίπεδα που είχε 12 χρόνια πριν –και δεν προβλεπόταν να επανέλθει σύντομα, ήδη πριν την επιδημία. Μετά, ήρθε και αυτή, οπότε…
Η κυριαρχία δηλαδή της νεοφιλελεύθερης σκέψης είναι καθαρά αποτέλεσμα της νίκης του καπιταλισμού τα τελευταία 40 περίπου χρόνια: εφόσον δεν υπάρχει ιδεολογικό αντίπαλο δέος που να δείχνει τις λογικές «τρύπες», εφόσον δεν υπάρχει πολιτικός φορέας που να θέτει πολιτικά τα επείγοντα οικονομικά αιτήματα των κατώτερων τάξεων, ο κυρίαρχος λόγος δεν χρειάζεται να ακονίσει τα επιχειρήματά του, δεν οφείλει καμία απάντηση, καμιά ανάγκη για εμβάθυνση δεν έχει. Το επιστημονικό επιχείρημα μετατρέπεται σε αφόρητη ηθικολογία («ηθικός κίνδυνος», «πρέπει να πληρώνουμε τα χρέη μας», «χρηστή διαχείριση», πνεύμα και ηθική δηλαδή) και σε ένα είδος νεοφιλελεύθερης κυκλικής ταυτολογίας του ακραίου κέντρου: αν ο καπιταλισμός είναι η μοναδική εναλλακτική, τότε αναγκαστικά είναι σωστός και δίκαιος· αν όμως ο καπιταλισμός είναι σωστός και δίκαιος έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι είναι η μοναδική εναλλακτική. Όπερ έδει δείξαι.
Τα αποτελέσματα: οι Ρομπέν των Πλουσίων
Η περίοδος που τελειώνει τώρα χαρακτηρίστηκε από στρατηγικού χαρακτήρα αλλαγές που θα χρειάζονταν βιβλία για να περιγραφούν. Σχηματικά:
- Χτύπημα της εργασίας με ταυτόχρονη εκκαθάριση μη παραγωγικών πλέον κεφαλαίων. Εμβληματική εδώ για την διαλεκτική των δύο παραγόντων (εργασία και κεφάλαιο) η ήττα της απεργίας των ανθρακωρύχων από την κυβέρνηση Θάτσερ: οι ανθρακωρύχοι «έπρεπε» να απολυθούν (και οι επιχειρήσεις ανθρακορυχείων να κλείσουν) δεδομένου ότι ήταν πιο φτηνή η εισαγωγή άνθρακα από την Κίνα και την Αυστραλία.
- Αύξουσα σημασία των χωρών της Α. Ασίας – και ειδικά της Κίνας – ως εργαστηρίων της δύσης. Το υπερσυσσωρευμένο δυτικό κεφάλαιο βρήκε εκεί διέξοδο σε νέες περιοχές υπεραξίωσης. Η Κίνα αγορές. Η συνεργασία υπήρξε στρατηγική και μόνο τώρα φαίνεται ότι αρχίζει να σπάει.
- Μια ορισμένη αύξηση της σημασίας του χρηματοπιστωτικού τομέα και οικονομικά και ιδεολογικά. Αύξηση της ειδικής σημασίας των υπηρεσιών σε σχέση με την βιομηχανική παραγωγή.
- Συστηματική είσοδος πληροφορικής στην παραγωγή. Η σημασία των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής για την κερδοφορία αποδείχτηκε τελικά μικρότερη από όσο αφήνει να εννοηθεί ο κυρίαρχος λόγος.
- Αλλαγές στην παραγωγική αλυσίδα. Με πρωτοπόρες τις Ιαπωνικές βιομηχανίες της δεκαετίας του ’70, το Just In Time (JIT) πρότυπο παραγωγής, αντικαθιστώντας ή επεκτείνοντας τον τεϊλορ-φορντισμό, γίνεται το κυρίαρχο πρότυπο όχι μόνο βιομηχανικής παραγωγής αλλά και εργασιακών σχέσεων: οι συμβάσεις μηδενικών ωρών, όπου ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να πάει στη δουλειά τη στιγμή που θα τον καλέσουν και για όσην ώρα τον καλέσουν είναι συμβάσεις JIT. Το σύστημα υγείας όπου κλείνουμε κρεβάτια ΜΕΘ όταν δεν τα χρειαζόμαστε για να τα ανοίξουμε όταν παραστεί ανάγκη είναι JIT.
- Το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ (το ποσοστό δηλαδή που πάει σε μισθούς και κοινωνικές παροχές στους εργαζόμενους) μικραίνει με όλο και μεγαλύτερο τμήμα να το οικειοποιείται άμεσα το κεφάλαιο. Αυτό όμως σημαίνει ότι σε πραγματικούς όρους το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων μικραίνει. Η πλήρης απελευθέρωση του τραπεζικού τομέα επέτρεψε στο τραπεζικό κεφάλαιο να εκμεταλλευτεί διπλά τους εργαζόμενους δανείζοντάς τους για να καλύψουν ανάγκες που κανονικά έπρεπε να καλύπτονται είτε από το μισθό τους (στέγαση, διαρκή καταναλωτικά όπως αυτοκίνητα κλπ) είτε από το κράτος (εκπαίδευση, υγεία). Το κέρδος για το κεφάλαιο ήταν διπλό: και κερδοφορία από την ιδιωτικοποίηση λχ της παιδείας από τη μία, αλλά και κερδοφορία από τη σύναψη φοιτητικών δανείων από την άλλη.
- Επιτάχυνση της υπαγωγής της υπαίθρου στην πόλη. Πάνω από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού ζει πλέον σε πόλεις. Επειδή η οικονομική δραστηριότητα έχει μετατοπιστεί στις μεγάλες πόλεις, μετά το χωριό έρχεται σταδιακά και η σειρά των μικρών πόλεων να χάσουν τους οικονομικά ενεργούς κατοίκους τους.
- Συστηματική εκμετάλλευση αυτών των τμημάτων της κοινωνικής ιδιοκτησίας και παραγωγής που δεν είχαν γίνει ως τώρα στόχος της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Κοινοτικές γαίες (commons) και ανοιχτές περιοχές (πχ. παραλίες, δάση κλπ) που αποδοθηκαν σε εκμετάλλευση για τουρισμό, ξύλευση κλπ· αστικοί χώροι, συχνά ήδη απαξιωμένοι από προηγούμενα στάδια καπιταλιστικής ανάπτυξης, που αποδίδονται σε ένα νέο κύμα εκμετάλλευσης με εκδίωξη των κατοίκων τους (gentrification, αστική αναδόμηση)· εκμετάλλευση του «ελεύθερου» χρόνου των εργαζομένων από τις αντίστοιχες βιομηχανίες· εκπαίδευση, υγεία κλπ.
- Εκμετάλλευση του περιβαλλοντικού προβλήματος που ο ίδιος ο καπιταλισμός προκάλεσε. Το κεφάλαιο διατηρεί πάντα το δικαίωμα (έστω και κάπως περιορισμένο στις δυτικές, περιβαλλοντικά ευαίσθητες, κοινωνίες) να πετάει κάποια από τα απόβλητα της παραγωγής στο περιβάλλον, φορτώνοντας το κόστος στο κοινωνικό σύνολο. Η αξιοποίηση των σκουπιδιών, οι λιγότερο ή περισσότερο πράσινες τεχνολογίες είναι η αξιοποίηση για δεύτερη φορά εργασίας που έχει ήδη μετατραπεί μία φορά σε κέρδη.
- Σε συνάφεια με το προηγούμενο, σαρωτικές νομοθετικές αλλαγές για την κατοχύρωση της ελευθερίας του κεφαλαίου. Πνευματικά δικαιώματα· νέα χρηματιστικά, «επενδυτικά», «συνταξιοδοτικά» προϊόντα· online συναλλαγές κερδοσκοπικού χαρακτήρα· άρση περιορισμών για τις τράπεζες (πχ επιτράπηκε μια τράπεζα να είναι ταυτόχρονα επενδυτική και καταθετική) κ.λπ. Συνήθως τα προηγούμενα συνοδεύονται και από ένα ιδιαίτερα αποδοτικό και ξεκούραστο πλιάτσικο: π.χ. τέτοια ήταν η υποχρεωτική αγορά χρηματιστικών προϊόντων από συνταξιοδοτικά ταμεία, ή οι ισχυρές κυβερνητικές συστάσεις για είσοδο μικρο-«επενδυτών» στο Χρηματιστήριο της Αθήνας (και όχι μόνο) για μεταφορά πλούτου προς το κεφάλαιο. Τέτοιο είναι και μεγάλο τμήμα των κρατικών μέτρων για την αντιμετώπιση των συνεπειών του SARS-CoV-19. Η φιλολογία για «μικρότερο» κράτος και απλοποίηση των διαδικασιών στην πραγματικότητα έχει να κάνει με ένα λαβυρινθώδη νομικό ιστό προστασίας της ελευθερίας του κεφαλαίου σε βάρος της εργασίας.
- Διεθνοποίηση του κεφαλαίου. Μείωση των εμποδίων στις διεθνείς κεφαλαιακές ροές.
- Δημόσια έργα με ΣΔΙΤ. Το κράτος βασικά χρηματοδοτεί ιδιωτικές εταιρείες για την κατασκευή υποδομών και μετά τους αποδίδει το έργο για εκμετάλλευση αυξάνοντας έτσι δραματικά το τελικό κόστος για τον τελικό χρήστη.
- Αποπολιτικοποίηση της πολιτικής. Η οικονομία στο τιμόνι. Εγκατάλειψη δημοσιονομικών πολιτικών προς όφελος νομισματικών. Τις αποφάσεις που ως τώρα τις έπαιρναν οι εκλεγμένοι μηχανισμοί του κράτους (που ως εκλεγμένοι υπόκεινται σε κάποια λαϊκή πίεση) τώρα τις παίρνουν όργανα μη εκλεγμένα, αποτελούμενα από τεχνοκράτες ειδικούς: «Ανεξάρτητες» κεντρικές τράπεζες, Eurogroup κ.λπ.
- Ρητορική του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, επίθεση στις κρατικές επιχειρήσεις και ιδιωτικοποίησή τους. «Μείωση» του κράτους.
- Mείωση της φορολογίας (και εισοδήματος και κεφαλαιακών κερδών) για τα ανώτερα κλιμάκια: αυτός μάλιστα ήταν ένας από τους βασικούς πυλώνες της αύξησης της κερδοφορίας που παρατηρήθηκε στην περίοδο (δεδομένου ότι οι νέες τεχνολογίες μικρή τελικά συνεισφορά είχαν). Για παράδειγμα, η φορολογία εισοδήματος του ανώτατου κλιμακίου στις ΗΠΑ, τη χώρα δηλαδή που δίνει το παγκόσμιο παράδειγμα, από 92% το 1952 πήγε στο 50% το 1986, στο 35% το 2003. Φυσικά πολύ μεγαλύτερες είναι οι φοροαπαλλαγές για τα κέρδη από κεφάλαιο, εφόσον αυτά επανεπενδύονται, η διευκόλυνση και γιγάντωση των φορολογικών παραδείσων κ.λπ. κ.λπ.
- Αναβάθμιση του τηλεοπτικού ιδεολογικού μηχανισμού, σχετική υποβάθμιση του εκπαιδευτικού ιδεολογικού μηχανισμού με ταυτόχρονη σύνδεσή του με την παραγωγή και απόδοσή του στην κερδοφορία.
- Φυσικά μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις της περιόδου αυτής (και οργανικά συνδεδεμένη με τις υπόλοιπες εξελίξεις) ήταν η μετεξέλιξη της ΕΟΚ σε Ε.Ε., η δημιουργία της ΟΝΕ και του Ευρώ και γενικά η τάση για υπερεθνικές ολοκληρώσεις και απελευθέρωση των διεθνών ροών κεφαλαίου.
Συνοψίζοντας, το έδαφος πάνω στο οποίο βασίστηκε η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού, ως ενός γιγαντιαίου μηχανισμού έντασης της εκμετάλλευσης τόσο στο κέντρο όσο και σε ανερχόμενες χώρες της περιφέρειας ήταν η ήττα των κινημάτων της προηγούμενης περιόδου. Η επανόρθωση της κερδοφορίας του κεφαλαίου βασίστηκε σε μια τεράστια μεταφορά πλούτου από τους φτωχούς στους πλούσιους μέσω φορολογικών και άλλων μεταρρυθμίσεων. Οι όποιες παραχωρήσεις του κεφαλαίου στην εργασία που χαρακτήρισαν την προηγούμενη περίοδο άρχισαν να παίρνονται πίσω, οι μισθοί σταμάτησαν να αυξάνονται μαζί με την παραγωγικότητα της εργασίας, οι κοινωνικές παροχές και το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ μειώθηκαν.
Ο νεοφιλελευθερισμός πέθανε. Ζήτω ο νέο-νεοφιλελευθερισμός;
«Η αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση τελείωσε. […] Σε αυτή τη φάση είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα reset στην νεοφιλελεύθερη σκέψη της δεκαετίας του ’90 […]».
«Πόσα στερεότυπα δεν κατέρρευσαν αυτούς τους μήνες; Ο Ελληνας, που κάποιοι έλεγαν ότι σκέφτεται ατομικά, έγινε συνειδητό μέρος μιας συλλογικής προσπάθειας. Και το κράτος, που συχνά προκαλούσε εύλογα παράπονα, όταν χρειάστηκε έγινε ασπίδα προστασίας μας».
Είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη η άποψη ότι η επιδημία που προκάλεσε ο SARS-CoV-19 ήταν ένα μεγάλο χτύπημα για τον νεοφιλελεύθερο τρόπο του να κάνεις μπίζνες. Και αυτό όχι μόνο στην ευρεία αριστερά, η οποία βλέπει να δικαιώνεται πλήρως η μειοψηφούσα ρητορική μισού αιώνα, αλλά και στη νεοφιλελέ δεξιά. Το πρώτο παραπάνω απόσπασμα είναι από τον παγκόσμιο φάρο της νεοφιλελέ σκέψης, τους Financial Times, ενώ το δεύτερο είναι απόσπασμα συνέντευξης του (όχι σοσιαλιστή πάντως) πρωθυπουργού μας. (Όχι πάντως ότι δεν υπάρχουν και ακόμα πιο ακραίοι υπερασπιστές αυτής της ιδεολογίας που εξακολουθούν να πιστεύουν το αντίθετο.)
Οπωσδήποτε υπάρχει ένα στοιχείο αλήθειας σε όλα αυτά. Η αντίληψη ότι το κράτος οφείλει να υπάρχει μόνο σε τομείς οργάνωσης και ασφάλειας (ή ούτε καν αυτό) και να αποσυρθεί από όλους τους άλλους τομείς κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, όπως η υγεία, η παιδεία, τα ΜΜΜ κ.λπ., είναι σαφές ότι στην επιδημία αποδείχτηκε λάθος. Ούτως ή άλλως, η υγεία ακόμα και σε κανονικές εποχές είναι μια μη-κερδοφόρα δραστηριότητα, αν είναι να εφαρμοστεί σωστά: Πόσο κοστίζει μια εγχείριση; Πόσο η παραμονή σε ΜΕΘ; Μπορεί ο ιδιωτικός τομέας να εφαρμόσει πρωτοβάθμια υγεία;
Αν θέλουμε έναν υγιή πληθυσμό, τότε επειδή οι φτωχοί δεν μπορούν να πληρώσουν τις πολύ ακριβές νοσοκομειακές υπηρεσίες, αναγκαστικά θα πρέπει να καταφύγουμε στο κράτος. Αυτό ήταν και το επιχείρημα ουσιαστικά του Σάντερς, που απλώς έλεγε ότι οι Αμερικάνοι πληρώνουν την πιο ακριβή υγεία του κόσμου, έχοντας καλές (ίσως τις καλύτερες στον κόσμο) υπηρεσίες – αλλά μόνο για τους πλούσιους. Όμως η αδυναμία της ιδιωτικοποιημένης υγείας να αντιμετωπίσει στοιχειωδώς την πανδημία έγινε πασιφανής. Παράδειγμα: αν σκοπός είναι το κέρδος, δεν γίνεται να κρατάει κανείς ανοιχτές περισσότερες μονάδες ΜΕΘ από όσες ακριβώς είναι αναγκαίες κάθε στιγμή (Just In Time). Κι έτσι, όταν συμβεί κάτι το απρόσμενο…
Το παράδειγμα της υγείας, που ήταν από πριν προβληματική και με την επιδημία ξεγυμνώθηκε εντελώς, στην πραγματικότητα ισχύει για ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα. Αντίθετα με τα λεγόμενα των κυβερνητών μας, η κρίση δεν προκλήθηκε από την επιδημία. Είναι αναμφισβήτητο ότι η τελευταία ήταν ένα τεράστιο χτύπημα, αλλά η κρίση είχε ήδη ξεκινήσει από πιο πριν. Το σύστημα είχε εξαντλήσει τα καύσιμά του, ήδη από το 2008. Από την Ε.Ε. και την Ιαπωνία (και την Κορέα τελευταία), που «φυτοζωούσαν» σε σχεδόν μηδενικές ή αρνητικές τιμές για το ΑΕΠ, μέχρι τις περιφερειακές δυνάμεις (BRICS κ.λπ.), που βασισμένες σε πρότυπα εκμετάλλευσης πρώτων υλών συνέχισαν να μην μπορούν να αυξήσουν ταχύτητα ώστε να πλησιάσουν τον πρώτο κόσμο, φτάνουμε στον μεγάλο ασθενή, τις ΗΠΑ.
Οι τελευταίες είναι βυθισμένες σε μια από τις βαθύτερες κρίσεις της ιστορίας τους (την μεγαλύτερη τουλάχιστον από το 1870, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα), κρίση όχι μόνο οικονομική αλλά και πολιτική, όπως αποδεικνύει η εκλογή ενός διαταραγμένου καραγκιόζη στην προεδρία. Η άρχουσα τάξη της κορυφαίας δύναμης της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας είναι ανίκανη να διαμορφώσει στρατηγική, είναι ανίκανη να προτείνει ένα σταθερό επιτελείο σκεπτόμενων ανθρώπων για την κυβέρνηση, είναι ανίκανη να συμβιβάσει τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της, αδυνατεί να διαχειριστεί οτιδήποτε άλλο εκτος από τα συντηρητικά αντανακλαστικά των πιο οπισθοδρομικών στρωμάτων της χώρας.
Ακόμα και στο παιχνίδι των νέων τεχνολογιών, οι ΗΠΑ σε πολύ λίγους τομείς εξακολουθούν να είναι αδιαμφισβήτητος ηγέτης (όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα), ενώ μερικές από αυτές τις νέες τεχνολογίες είναι περισσότερο δημόσιες σχέσεις παρά τεχνολογία. Η χώρα θα ήταν ακόμα πιο επικίνδυνη για όλους μας, αν η διάσπαση των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων που ξεκίνησε εδώ και λίγα χρόνια, δεν την οδηγούσε επίσης σε μια αντανακλαστική αναδίπλωση στο εσωτερικό της. Οι ΗΠΑ, ευτυχώς, σταδιακά αποσύρονται από μια σειρά από μέτωπα που παλιότερα δεν θα παρέλειπαν να πυροδοτήσουν, ένα θετικό, αν και αθέλητο, χαρακτηριστικό της προεδρίας Τραμπ.
Σε όλη την περίοδο μετά την προηγούμενη κρίση (και πριν από αυτήν), οι Κεντρικές Τράπεζες, με πρώτη την FED, ακολούθησαν πολιτικές «Ποσοτικής Χαλάρωσης» (QE), δηλαδή δωρεάν χρηματοδότησης του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου (τράπεζες), που κινδύνευσαν να καταρρεύσουν. Αυτές δεν είναι, όπως έχει λεχθεί κεϊνσιανές: θα ήταν αν το κράτος ασκούσε δημοσιονομική πολιτική, αν ξεκινούσε έργα σε υποδομές, «πράσινη» ανάπτυξη, υγεία, παιδεία κ.λπ., τομείς δηλαδή που «κινδυνεύουν» να αυξήσουν έστω και λίγο το εργατικό εισόδημα. Αυτά θεωρούνται σπατάλη δημοσίου χρήματος και απορρίπτονται ασυζητητί.
Γιατί για τους νεοφιλελεύθερους, η δημοσιονομική πολιτική χρειάζεται μόνο όταν τα επιτόκια φτάνουν στο κατώτατο όριό τους (Zero Lower Bound). Οι Κεντρικές Τράπεζες αλλάζουν το επιτόκιο, και επιτυγχάνουν μηδενισμό της ανεργίας (δηλαδή όχι ακριβώς μηδενισμό, φτάνουν στο αυθαίρετο όριο του NAIRU: Η μαγεία των οικονομικών.) Αν αντί για τα παραπάνω το κράτος ξοδέψει λεφτά (άρα έχει δημοσιονομικό έλλειμμα), θα «διώξει» υποτίθεται τα ιδιωτικά κεφάλαια από τους τομείς που θα ρίξει τα λεφτά (crowding out) και τα επιτόκια θα ανέβουν.
Παρένθεση: Ο M. Friedman (ο μπαμπάς του νεοφιλελευθερισμού) είχε προτείνει στην περίπτωση μηδενισμού των επιτοκίων τα περιβόητα «λεφτά από το ελικόπτερο»: το κράτος να μοιράσει λεφτά στα νοικοκυριά. Μάλιστα πρότεινε αυτό να γίνει με τη μορφή του Βασικού Εγγυημένου Εισοδήματος (ΒΕΕ). Οι επίγονοί του σήμερα ούτε καν αυτό δεν δέχτηκαν να κάνουν, φοβισμένοι ότι ίσως έτσι τους περάσουν για λαϊκιστές, νεοκεϊνσιανούς και φιλολαϊκούς. Έτσι αποφάσισαν ότι είναι καλύτερο να φτυαρίσουν λεφτά από το ελικόπτερο, αλλά μόνο στους πλούσιους. Αυτό είναι το QE. (Το ΒΕΕ φαίνεται, αλλά δεν είναι φιλολαϊκό μέτρο.)
Ο ρητός στόχος του QE ήταν οι τράπεζες να ρίξουν τα λεφτά που παίρνουν σε δάνεια στην «πραγματική» όπως τη λένε οικονομία (λες και η άλλη είναι φανταστική), ώστε οι επιχειρήσεις με τα δάνεια αυτά να κάνουν επενδύσεις. Υποτίθεται ότι έτσι θα προσλάβουν εργάτες, αυτοί θα καταναλώσουν και έτσι θα ξαναπάρει μπροστά το σύστημα. Φυσικά τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Εφαρμόστηκε η επενδυτική στρατηγική πάρε τα λεφτά και τρέχα. Το αποτέλεσμα ήταν ανύπαρκτο στην «πραγματική» οικονομία, οι ανισότητες συνέχισαν να αυξάνονται, ο πλούτος συνέχισε να συγκεντρώνεται όλο και πιο γρήγορα σε όλο και πιο λίγους, οι υποδομές συνέχισαν να καταρρέουν στο ιμπεριαλιστικό κέντρο.
Ήδη όμως από το περασμένο φθινόπωρο ήταν προφανές και στον κυρίαρχο λόγο ότι δεδομένης της δομής που είχαν φτάσει να έχουν οι διεθνείς αγορές κεφαλαίου, ο διαχωρισμός νομισματικής (QE) και δημοσιονομικής πολιτικής, με τη δεύτερη να είναι απαγορευμένη, ήταν χωρίς κανένα νόημα και χωρίς αποτέλεσμα για το κεφάλαιο (γιατί για την εργασία προφανώς δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα). Ο μονεταρισμός (και ο νεοφιλελευθερισμός) ως ιδεολογικό υποσύνολο μιας απολογητικής του καπιταλισμού ποτέ δεν είχε πραγματική αξία ως οικονομική θεωρία, ήταν μόνο ένα μέσο πολιτικής αιτιολόγησης της διαρκούς λιτότητας που ακολούθησε το τέλος του κεϊνσιανού υποδείγματος τη δεκαετία του ’80.
Η πεποίθηση ότι τα πάντα λύνονται με νομισματικές κινήσεις, οι οποίες μάλιστα θα πρέπει να «αποστειρωθούν» ώστε να μην επηρεάσουν στο ελάχιστο τα εισοδήματα των κατώτερων τάξεων, έχει πλέον φτάσει στο ιστορικό του όριο εξάντλησης, όπως παρατήρησε και ο πρώην ΥπΟικ των ΗΠΑ, Lawrence Summers. Ή όπως σχολίασε το φθινόπωρο του 2019 ο πρόεδρος της FED του St Louis σε συγκέντρωση κεντρικών τραπεζιτών: «Χρειάζεται να ξανασκεφτούμε πλήρως την Κεντρική Τραπεζική καθώς και όλες τις αγαπημένες μας έννοιες για το τι νομίζουμε ότι κάνουμε […] Οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν μείνει με λίγο χώρο για νομισματικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας».
Το κεφάλαιο προσπαθεί να ξεπεράσει την κρίση χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που αντανακλαστικά, αυθόρμητα, χρησιμοποιεί πάντα: απολύσεις, μείωση του εργατικού κόστους, αυτοματοποίηση της παραγωγής κ.λπ. Η κατάσταση είναι τόσο περίπλοκη και η κρίση τόσο πρωτότυπη (και ίσως αποδειχτεί και τόσο βαθιά, αυτό μένει να το δούμε) που τα εργαλεία του παρελθόντος δεν αρκούν. Δεν υπάρχει άλλο «λίπος» να καεί, δηλαδή άλλος πλούτος να μεταβιβαστεί από τους φτωχούς στους πλούσιους. Δεν υπάρχει χώρος εξαγωγής της παραγωγής σε χώρες φτηνού, αλλά καταρτισμένου, εργατικού δυναμικού όπως η Κίνα (που πλέον δεν είναι καν χώρα φτηνού εργατικού δυναμικού). Δεν υπάρχουν άλλες σημαντικές κερδοφόρες δραστηριότητες να μεταβιβαστούν στον ιδιωτικό τομέα: για παράδειγμα, η Βρετανία αναγκάστηκε να επανακρατικοποιήσει τμήματα του άθλιου σιδηροδρομικού της δικτύου, η ιδιωτικοποίηση του νερού έχει υποστεί τελευταία σοβαρά πισωγυρίσματα παντού (εκτός από την Ελλάδα…),ενώ γενικότερα υπάρχει μεγάλη δυσκολία να αναπτυχθούν νέοι τομείς κερδοφορίας, ακόμα και στις λεγόμενες νέες τεχνολογίες.
Αλλά αν το κλίμα ήταν στραβό, η συγκυρία (και η επιδημία) χτύπησε μια σειρά από κομβικούς κλάδους. Το πετρέλαιο λ.χ., ούτως ή άλλως θα είχε αναγκαστικά λόγω κλίματος μια όλο και μικρότερη οικονομική σημασία στα επόμενα χρόνια· ειδικά ο τομέας του fracking, του σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ, αυτή τη στιγμή έχει καταρρεύσει και είναι πολύ δύσκολο, αν και όχι εντελώς αδύνατο, να ξαναξεκινήσει μετά την κρίση. Οι επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες δεν φαίνεται να φτάνουν για να τραβήξουν τον καπιταλισμό από το τέλμα. Οι μεταφορές και ειδικά οι αεροπορικές και ο τουρισμός δεν θα έχουν την ίδια μορφή που είχαν μέχρι πέρσι μετά τη φετινή τους κατάρρευση. Οι νέες τεχνολογίες, όταν δεν είναι απλώς απάτη χωρίς αντίκρυσμα (gig economy, uber, WeWork και διάφορες επιχειρήσεις που βασίζονται σε apps και αέρα κοπανιστό), είναι είτε πολύ «λίγες» για να έχουν πολλαπλασιαστικές ιδιότητες (π.χ. διάστημα) ή πολύ ανώριμες ακόμα.
Η εποχή μας είναι η πιο αβέβαιη εποχή εδώ και αιώνες. Όσο για τις προβλέψεις, μικρή χρησιμότητα έχουν· τίποτα δεν αποκλείεται. Δύο είναι οι μόνες βεβαιότητες αυτή τη στιγμή: η πρώτη είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός όπως τον ξέραμε έχει τελειώσει, αν και με τον αστερίσκο ότι δεν ήταν λίγες οι φωνές που ένιωσαν μεγάλη έκπληξη όταν, παρά τις προσδοκίες τους, ο νεοφιλελευθερισμός δεν κατάρρευσε το 2008. Και επομένως, η δεύτερη βεβαιότητα είναι ότι αν η πρωτοβουλία κινήσεων παραμείνει στο κεφάλαιο, αυτό που θα διαδεχτεί τον ήδη τελειωμένο νεοφιλελευθερισμό θα έχει ακόμα πιο άσχημη φάτσα από αυτόν.
Το κείμενο επιμελήθηκε ο Γιώργος Ηλιάδης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Μα τί μας λέτε; Έχετε χάσει πολλά επεισόδια της σειράς μετά το 2008
Η ΕΚΤ εδώ και μια δεκαετία, με ένα σωρό «προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης» κτλ, δεν επιχειρεί να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό αλλά τον αποπληθωρισμό. Και συγκεκριμένα, τον χαμηλό πληθωρισμό. Τον κάτω του 2 %
Όπως επίσης η Fed, η ΒοJ (η δεύτερη από ακόμη παλιότερα) κτλ
Μέχρι στιγμής, δεν πευχαίνουν και πολλά πράγματα. Αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο, αλλά επιβεβαιώνει ότι το τρωτό σημειο του οικονομικού συστήματος βρίσκεται σήμερα πολύ μακριά από εκεί όπου το εντοπίζει το άρθρο