Το αφιέρωμα για το Μακεδονικό ήρθε εκτός προγράμματος. Οι παλιότεροι από εμάς αναγκαστήκαμε να το συζητήσουμε το 1992, όταν επιστρατεύτηκαν στον δημόσιο χώρο όλοι οι μηχανισμοί των «μακεδονομάχων» που είχαν συγκροτηθεί την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Έκτοτε γράφτηκαν εκατοντάδες μελέτες, άρθρα και βιβλία για το θέμα. Το ελληνικό βέτο για το όνομα, η «προσωρινή» μη λειτουργική λύση του «FYROM» και η διαιώνιση της αντιπαράθεσης στη δημόσια σφαίρα τροφοδότησαν την επιστημονική έρευνα σε πολλαπλά πεδία, στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές. Με βάση, λοιπόν, τα πορίσματα αυτής της έρευνας, είναι πλέον σαφές πως το βασικό σύνθημα του 1992 που αναβίωσε στις φετινές διαδηλώσεις, το «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική» είναι βαθιά ανιστόρητο, δεν διαθέτει δηλαδή την παραμικρή βάση στην εμπειρία του πρόσφατου, του μακρινού ή του απώτατου παρελθόντος.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια μαζική καταφυγή –με κριτήρια περισσότερο το θυμικό και «λογικές πολιορκημένου φρουρίου», παρά τη λογική και την ιστορική γνώση– στον κοινό τόπο του ελληνικού εθνικισμού: στα περί αδιάσπαστης τρισχιλιετούς εθνικής συνέχειας. Ο μύθος αυτός καλλιεργήθηκε για δεκαετίες από σχολικά εγχειρίδια και τις λογής εκδηλώσεις πατριωτικού φολκλόρ, που υποκατέστησαν την ιστορική παιδεία του έθνους βάζοντας μύθους στη θέση της πραγματικότητας και εγκαθιδρύοντας σημαίνουσες σιωπές: για την καταστολή της σλαβογλωσσίας στην ελληνική Μακεδονία μετά το 1913, για τις αλλεπάλληλες εθνοκαθάρσεις στα χωριά των σλαβόφωνων κ.ο.κ.
Θεωρώντας λοιπόν παράδοξο να μιλούν για την ιστορία όλοι, εκτός από τους ιστορικούς, σε αντίστιξη με ένα κλίμα μαζικής τυφλής έλξης και, ταυτόχρονα, κραυγαλέας απώθησης του ιστορικού παρελθόντος, σχεδιάσαμε ένα αφιέρωμα που επαναφέρει στη συζήτηση το κεκτημένο της επιστημονικής έρευνας. Σε αυτή τη λογική, ζητήσαμε από ιστορικούς που ειδικεύονται στις αντίστοιχες περιόδους της ιστορίας ένα σύντομο σχεδίασμα των γεωγραφικών ορίων του χώρου που ονομάστηκε Μακεδονία και των πολιτιστικών, εθνοτικών και (πιο πρόσφατα) εθνικών ταυτοτήτων που συγκρότησαν οι πληθυσμοί αυτής της περιοχής σε κάθε εποχή.
Παρουσιάζοντας τι γνωρίζουμε σήμερα για την Μακεδονία της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου, ο Κώστας Βλασόπουλος εξηγεί γιατί τα ίδια τα όρια της περιοχής, κυμαινόμενα ανάλογα με τις αλλεπάλληλες φάσεις επέκτασης του μακεδονικού βασιλείου, διέφεραν από τα σύγχρονα συμβατικά όρια της όπως αναγνωρίστηκαν το 1878 στο συνέδριο του Βερολίνου. Μιλώντας, εξάλλου, για τις συλλογικές ταυτότητες, όχι σαν «υπεριστορικά φαινόμενα γραμμένα στο DNA, αλλά ως αποτελέσματα ιστορικών διαδικασιών που υπόκεινται διαρκώς σε αλλαγή και αμφισβήτηση», ο Βλασόπουλος θυμίζει πως οι Μακεδόνες μιλούσαν μεν μια ελληνική διάλεκτο και συμμετείχαν στα πανελλήνια ιερά και τους αγώνες, ωστόσο, πολλοί Έλληνες, όπως και οι ίδιοι οι Μακεδόνες μετά τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, υποστήριξαν συχνά την διαφορετικότητά τους.
Εξηγώντας γιατί η «ελληνικότητα» της αρχαίας Μακεδονίας είναι μια κατασκευή πολύ μεταγενέστερη, που ανήκει στους νεώτερους χρόνους, ο Γιάννης Στουραΐτης εκκινεί «από το γεγονός πως τα εδάφη της αποτελούν κομμάτι όχι ενός ‘βυζαντινού’ ή ελληνικού κόσμου, αλλά του ρωμαϊκού, και υφίστανται τις μεταμορφώσεις που υφίσταται κι αυτός». Τα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας ως διοικητικής περιφέρειας της αυτοκρατορίας, σημειώνει ο Στουραΐτης, δεν παύουν να μεταβάλλονται μέσα στους αιώνες. Αντίστοιχα, οι συλλογικές ταυτότητες των κατοίκων της είναι υβριδικές: μείγματα πολλαπλών τοπικών ή εθνοτικών συνειδήσεων και της κοινής αναφοράς των υπηκόων στο Ρωμαίο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Όσο για την όποια υποτιθέμενη συνείδηση συνέχειας με την αυτοκρατορία του Αλέξανδρου, καταλήγει, αυτή αφορούσε τη βιβλική αποκαλυπτική παράδοση της διαδοχής των τεσσάρων αυτοκρατοριών – και πάντως όχι κάποια εθνοτική ή εθνική ταυτότητα.
Το αφιέρωμα συνεχίζεται με τρία κείμενα που μας μεταφέρουν στην οθωμανική Μακεδονία.
Πρώτος κατά χρονολογική σειρά, ο Ηλίας Κολοβός αναλαμβάνει να μας ξεναγήσει στη Μακεδονία του 17ου αιώνα με βάση το οδοιπορικό του σημαντικότερου οθωμανού περιηγητή. Βασισμένος στα ιστορικά έργα του ισλαμικού πολιτισμού, ο Εβλιάς Τσελεμπής επιχειρεί μια επισκόπηση της ιστορικής περιοχής της Μακεδονίας, στην οποία αποτυπώνεται η αμφισημία του όρου Ρουμ (Ρωμαίοι/Ρωμιοί), αλλά και το μωσαϊκό των θρησκειών και των γλωσσών τόσο στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όσο και στην ευρύτερη περιοχή.
Αν η συγκρότηση της νεοελληνικής εθνικής ιστορίας στηρίχτηκε στο σχήμα της αδιάλλειπτης συνέχειας του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, ένα από τα πρώτα προβλήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια τέτοιου τύπου αφήγηση ήταν αυτό της ένταξης στον εθνικό χρόνο περιόδων και γεγονότων που μεσολαβούσαν από την ακμή των ελληνικών πόλεων-κρατών, στον 5ο π.Χ. αι., μέχρι την εθνική αναγέννηση του ύστερου 18ου και του πρώιμου 19ου αι. Όπως η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία χρειάστηκε να μετασχηματιστεί σε ελληνική, έτσι και το μακεδονικό βασίλειο δεν συγκροτούσε εκ των προτέρων κρίκο αυτής της κατασκευασμένης συνέχειας.
Ο Δημήτρης Σταματόπουλος, από τη δική του πλευρά, μας διαβάζει ένα βοήθημα ιστορίας για παιδιά, του δασκάλου Κωνσταντίνου Νικολάου, από το Μελένικο της Οθωμανικής Μακεδονίας. Το κείμενο, γραμμένο μεταξύ 1812 και 1815, δείχνει πόσο μακριά από την πραγματικότητα είναι το γνωστό σχήμα της αδιάσπαστης «συνέχειας» που προβάλλει στον μακεδονικό χώρο ο ελληνικός εθνικισμός: «Η σύνολη δομή του έργου», παρατηρεί ο Σταματόπουλος για το βιβλίο του Νικολάου, «βασίζεται πάνω στη βιβλική εξιστόρηση της αλληλοδιαδοχής των τεσσάρων μεγάλων μοναρχιών. Ωστόσο, για να λύσει το ζήτημα της συνέχειας, [ο ίδιος] μεταθέτει αυτό το σχήμα από το χρόνο στο χώρο, αντικαθιστώντας το σχήμα διαδοχής Ασσύριοι-Πέρσες-Μακεδόνες-Ρωμαίοι με τα τέσσερα ελληνιστικά βασίλεια που προέκυψαν μετά το θάνατο του Αλέξανδρου».
Στη συνέχεια, ο Σπύρος Καράβας, στην εισαγωγική μελέτη του στο βιβλίο Στρατιωτική Γεωγραφία της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και ιδίως των ομόρων της Ελλάδος επαρχιών, ήτοι Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Ηπείρου και Αλβανίας. Συντεταγμένη επί τη βάσει περιηγήσεων και διαφόρων άλλων πληροφοριών (1851), που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα, αποδομεί το επιχείρημα του διαρκώς αμυνόμενου ελληνικού εθνικισμού. Στο βιβλίο του λοχαγού Βασίλειου Νικολαΐδη, προϊόν της πρώτης επίσημης και μυστικής ελληνικής αποστολής στα διεκδικούμενα εδάφη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, «παρουσιάζεται το φάσμα των λαών που καλούνται να διαμελίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε επίπεδο επιχειρησιακό, όμως, ο πληθυντικός αριθμός, ‘των λαών’, μετατρέπεται σε ενικό. Γιατί οι παραπάνω λαοί δεν πρέπει να κινηθούν αυτόνομα και προς ίδιον όφελος, αλλά», όπως τονίζει ο Καράβας, «υπό την ηγεσία και καθοδήγηση του ελληνικού στρατού. Από αυτόν θα στρατολογηθούν εκόντες άκοντες, υπό τις διαταγές του θα πολεμήσουν προς εκπλήρωση των πόθων του Πανελληνίου».
Με τη σταδιακή έκλειψη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο μακεδονικός χώρος γίνεται αντικείμενο διεκδικήσεων και πεδίο όπου ξεδιπλώνεται ανταγωνιστικές εθνικές στρατηγικής. Ο Λουκιανός Χασιώτης αναφέρεται στις βλέψεις της Σερβίας, ιδίως μετά την μακεδονική εξέγερση του Ίλιντεν (1903) που οργανώθηκε από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ): την εποχή εκείνη, θυμίζει, «στάλθηκαν στα βιλαέτια Κοσόβου και Μοναστηρίου τα πρώτα σερβικά ένοπλα σώματα. Έτσι, μέχρι το 1908 οι Σέρβοι ανέπτυξαν τον δικό τους ‘Μακεδονικό Αγώνα’ για την ενίσχυση της επιρροής τους στις περιοχές της βόρειας κυρίως Μακεδονίας και με αντιπάλους πρωτίστως την αλβανική και τη βουλγαρική ένοπλη, εκπαιδευτική και προπαγανδιστική δραστηριότητα».
Τα δύο τελευταία κείμενα συμβάλλουν επίσης στην αποκάλυψη του μύθου περί «αμυνόμενου» ελληνικού εθνικισμού που δήθεν υπερασπίζεται, έναντι των έξωθεν επιβουλών, την μακραίωνη ελληνικότητα του χώρου. Ως επιστέγασμα, το κείμενο του Τάσου Κωστόπουλου αντλεί τις πηγές του από την πολύ πρόσφατη ιστορία, θυμίζοντάς μας πως ήταν μόλις το 2001, όταν η Επιτροπή Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής συζητούσε με κάθε σοβαρότητα τη δημιουργία μιας ελληνικής υγειονομικής ζώνης» με τη Γευγελή και την Οχρίδα, σε περίπτωση που οι εσωτερικές συγκρούσεις διέλυαν τη Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Η συζήτηση και η κοινή δράση με όσους και όσες βρίσκονται στην άλλη πλευρά του συνόρου που στήθηκε, μας φέρνει στο κείμενο του Μακεδόνα Άλεκ Άτεβικ, στέλεχος του κόμματος Levica («Η Αριστερά»). Διαβάζοντάς μας το κλασικό Δικαίωμα των εθνών στον αυτοπροσδιορισμό, που εκδόθηκε το 1914, ο Άλεβιτς θυμίζει τη λενινιστική κληρονομιά των «ιδιαίτερων καθηκόντων» των επαναστατών σε κάθε πλευρά του συνόρου – εξηγώντας ότι, ενώ συμβιβασμός γύρω από τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί, το όνομα δεν μπορεί και να επισκιάζει τα προβλήματα των εργαζομένων σε Ελλάδα και Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Ας το θυμίσουμε: πέρα από την ιστορία και την απώθησή της που θριαμβεύει στο Μακεδονικό, πέρα και από τους ανορθολογικούς «γεωπολιτικούς» ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους μια μισοκατεστραμμένη γειτονική χώρα συνιστά απειλή την Ελλάδα, ο ελέφαντας στο δωμάτιο είναι προφανώς το έθνος: το έθνος ως ενότητα, όπως θέλει ο ελληνικός εθνικισμός, και όχι ως σύνολο αντιτιθέμενων συμφερόντων, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό ο ελληνικός εθνικισμός είναι πρωτίστως πολιτική ιδεολογία: αν εργαλειοποιεί και απωθεί το παρελθόν, το κάνει για τους σκοπούς του σήμερα. Φυσικά, ενιαίο συμφέρον για το «έθνος» δεν υπάρχει: άλλα είναι τα συμφέροντα του «έθνους» των εργαζομένων, των ανέργων, των μεταναστών, και άλλα του έθνους των καπιταλιστών. Όμως η προβληματική αυτή θα αναπτυχθεί σε επόμενα τεύχη του Marginalia: εκεί θα φανεί εκτενέστερα το «διφορούμενο» ταυτοτήτων όπως η φυλή, το έθνος και η τάξη.
Προσθέστε σχόλιο