Οι τάφοι του Ατουάν
Ούρσουλα Λε Γκεν
μετάφραση: Λίλη Ιωαννίδου
Τρίτων, 1994 | 164 σελ.
στη Δ.
Ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας του φανταστικού,[1] είδους με ρίζες τόσο παλιές, όσο η ίδια η λογοτεχνία, θεωρήθηκε -και σε μεγάλο βαθμό ακόμη θεωρείται- από την κριτική, τους «σοβαρούς» αναγνώστες και τις ριζοσπάστριες αναλύτριες, στην καλύτερη περίπτωση παιδική ή εφηβική λογοτεχνία (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ή, στην χειρότερη, παραλογοτεχνία χωρίς κανένα βαθύτερο νόημα («λογοτεχνία φυγής»), συχνά αντιδραστικού περιεχομένου.
Η δημοφιλία της λογοτεχνίας αυτής, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, σε πλατιές αναγνωστικές μάζες, καθώς και η στενή της σχέση με την ποπ κουλτούρα, αρχικά μέσω των φτηνών λαϊκών περιοδικών και έπειτα μέσω του κινηματογράφου και της τηλεόρασης (με την τεχνολογική εξέλιξη των ειδικών εφέ να παίζει εδώ καθοριστικό ρόλο), ενίσχυαν την καχυποψία ή έστω τη συγκαταβατικότητα απέναντί της.[2]
Μέχρι τη δεκαετία του ‘60, η λογοτεχνία του φανταστικού ήταν σχεδόν αποκλειστική υπόθεση των αντρών· την έγραφαν άντρες, απευθυνόταν κατά βάση σε άντρες/αγόρια (παρότι δεν τη διάβαζαν μόνο αυτοί), είχε αρσενικούς ήρωες και αναπαρήγε πατριαρχικά μοτίβα και ιδέες. Το γυναικείο φύλο δεν απουσίαζε τελείως μεν, αλλά περιοριζόταν είτε σε παθητικό ρόλο (η παρθένα/ πριγκίπισσα/ βασίλισσα που θα σώσει ο ήρωας ή/και θα την κάνει δική του ως έπαθλο) είτε σε ρόλο βοηθού (μητέρα του ήρωα/ μάγισσα/ θεά/ ημίθεη) είτε, σπανιότερα, ήταν η βασική αντίπαλος του ήρωα.
Πρωτοπόρα στην αλλαγή αυτού του παραδείγματος θα είναι η Αμερικανίδα συγγραφέας Ούρσουλα Λε Γκεν [Ursula LeGuin][3], γεννημένη το 1929 από γονείς ψυχολόγο/συγγραφέα παιδικών βιβλίων και ανθρωπολόγο/αρχαιολόγο, και με σπουδές φιλολογίας στο Χάρβαρντ. Η Λε Γκεν ξεκινά γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 να εκδίδει έργα επιστημονικής φαντασίας που θα απαρτίσουν σταδιακά τον «Κύκλο του Χάιν» και διαδραματίζονται στο φανταστικό σύμπαν του Χάιν, ενός πλανήτη με πολύ ανεπτυγμένο τεχνολογικά πολιτισμό που έχει διασπείρει το ανθρώπινο είδος σε πλήθος πλανητών μεταξύ των οποίων και ο πλανήτης της Γης.
Το καινούριο που φέρνουν όμως αυτά τα βιβλία δεν είναι μόνο το, δίχως άλλο πολύ σημαντικό από μόνο του, γεγονός ότι τα γράφει μια γυναίκα συγγραφέας, η οποία σπάει έτσι το ανδροκρατούμενο κλαμπ των συγγραφέων του είδους· μέσα από τις καθηλωτικές ιστορίες που αφηγείται στον τόσο πειστικό φανταστικό κόσμο που έχει δημιουργήσει, η Λε Γκεν εξερευνά τις περιοχές της έμφυλης ταυτότητας, του ιμπεριαλισμού, της πολιτικής οργάνωσης, της φιλοσοφίας, της ηθικής. Με τα έργα αυτά, που βραβεύονται με τα σημαντικότερα βραβεία του είδους (Nebula & Hugo), καθιερώνεται ως μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας του 20ού αιώνα, ενώ σταδιακά η αξία της θα αναγνωριστεί και πέρα από το είδος αυτό.
Στο Αριστερό Χέρι του Σκοταδιού (1969) η ιστορία διαδραματίζεται σε έναν πλανήτη όπου το φύλο των ερμαφρόδιτων κατοίκων καθορίζεται μόνο για μερικές μέρες το μήνα, οπότε και μπορούν να αναπαραχθούν παίρνοντας είτε αρσενικό είτε θηλυκό ρόλο. Στο Η λέξη για τον κόσμο είναι Δάσος (1973), οι Γήινοι αρχίζουν να υλοτομούν τα αρχέγονα δάση ενός άλλου πλανήτη και σκλαβώνουν τους μικρόσωμους αυτόχθονες, που τελικά επαναστατούν· πρόκειται για μια σαφή αλληγορία για τον πόλεμο του Βιετνάμ και η ίδια το είχε χαρακτηρίσει ως την πιο απροκάλυπτη πολιτική δήλωση που έκανε ποτέ σε λογοτεχνικό της έργο. Στον Αναρχικό των Δύο Κόσμων (1974), το διασημότερο βιβλίο της στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό (ίσως και λόγω του ευφυούς, αλλά κάπως ελεύθερα μεταφρασμένου, ελληνικού τίτλου), διαβάζουμε, μέσα από την ιστορία του Σεβέκ, ενός μαθηματικού που έχει γεννηθεί στον πλανήτη Ανάρες, την αρτιότερη λογοτεχνική περιγραφή μιας -όχι και τόσο άρτιας, αλλά σίγουρα καλύτερης από οποιαδήποτε άλλη κοινωνία συναντάμε στο βιβλίο- αναρχικής κοινωνίας.
Ενώ όμως ήδη από τα πρώτα βιβλία του Κύκλου του Χάιν θίγονται και ζητήματα φύλου, η Λε Γκεν δεν θα γράψει βιβλίο επιστημονικής φαντασίας με γυναίκα ηρωίδα πριν το 1978 (Το μάτι του ερωδιού), όταν, ανακαλύπτοντας τη φεμινιστική λογοτεχνική κριτική, θα πάψει, όπως λέει και η ίδια, να γράφει ως «επίτιμος άνδρας» και θα αρχίσει να γράφει σαν γυναίκα. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν ήταν η πρώτη φορά που έγραφε βιβλίο στο οποίο πρωταγωνιστούσε γυναίκα.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο εκδότης των παιδικών ιστοριών της μητέρας της τής προτείνει να γράψει ένα σύντομο μυθιστόρημα για άτομα νεαρής ηλικίας [4]. Όντας πολύ εξοικειωμένη με το έργο του Τόλκιν, εγκαταλείπει προσωρινά την επιστημονική φαντασία, και γράφει, σπάζοντας άλλο ένα ταμπού που ήθελε τα βιβλία αυτά να γράφονται από άντρες για αγόρια, μια ιστορία φαντασίας που διαδραματίζεται σε ένα αμυδρά μεσαιωνικό αρχιπέλαγος, όπου η (ανδρική) μαγεία διδάσκεται σε μια σχολή (είπε κανείς κάτι για Χάρι Πότερ;) και βασίζεται στη γνώση των πραγματικών ονομάτων των πραγμάτων. Το Έπος της Γαιοθάλασσας αρχίζει να παίρνει μορφή με τον Μάγο του Αρχιπελάγους (1968), που αφηγείται την ιστορία του σκουρόχρωμου Γκεντ/Κίρκου, ενός αμαθούς γιδοβοσκού με έμφυτες μαγικές ικανότητες, ο οποίος θα γίνει ένας παντοδύναμος μάγος, αφού πρώτα παλέψει με την αλαζονεία και τον κακό του εαυτό. Πρόκειται για μια πολύ δυνατή ιστορία ενηλικίωσης (Bildungsroman) γραμμένη τόσο αριστοτεχνικά που παίρνει εξαιρετικές κριτικές και αμέσως γνωρίζει μεγάλη επιτυχία τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στη Μ. Βρετανία.
Το 1970 η Λε Γκεν εκδίδει το δεύτερο βιβλίο του Έπους της Γαιοθάλασσας, Οι τάφοι του Ατουάν, στο οποίο, προς μεγάλη έκπληξη του αναγνωστικού κοινού που είχε ενθουσιαστεί με το πρώτο της σειράς, όχι απλώς εισάγει μια γυναίκα ηρωίδα σε ένα είδος που επεφύλασσε ως τότε έναν περιφερειακό –αν όχι περιθωριακό– ρόλο στις γυναίκες, αλλά δεν εμφανίζει τον Γκεντ/Κίρκο, παρά μόνο λίγο πριν τη μέση του (και μάλιστα η πραγματική του ταυτότητα αποκαλύπτεται αρκετές σελίδες αργότερα). Η βαθιά επηρεασμένη από τον ταοϊσμό συγγραφέας γράφει εδώ την άλλη όψη του μυθιστορήματος ενηλικίωσης που έγραψε στον Μάγο, για μια πορεία γυναικείας ωρίμανσης που διαφέρει κατά πολύ από την αντίστοιχη ανδρική, υπαινισσόμενη τους διαφορετικούς κοινωνικούς ρόλους των δύο φύλων.
Η πλοκή του βιβλίου τοποθετείται στο νησί του Ατουάν, στην ανατολική άκρη του Αρχιπελάγους της Γαιοθάλασσας, που ανήκει στη βαρβαρική αυτοκρατορία των ανοιχτόχρωμων Καργκ. Στο νησί αυτό βρίσκονται οι τάφοι των Ακατανόμαστων, που λατρεύονται ως (κατα-)χθόνιες και πανίσχυρες θεότητες της Γης και τους οποίους, καθώς σιγά-σιγά παραμελούνται και παρακμάζουν, φροντίζει, μαζί με τους ναούς των βασιλόθεων που βρίσκονται στον ίδιο Τόπο, ένα αποκλειστικά γυναικείο ιερατείο με τη βοήθεια κάποιων ευνούχων.
Το μυθιστόρημα ξεκινά με την τελετή που απογυμνώνει ένα εξάχρονο κορίτσι, τη μαυρομάλλα Τενάρ, από το όνομα, το παρελθόν και την οικογένειά της, για να χριστεί «Αρχά», Φαγωμένη, ως η υποτιθέμενη μετενσάρκωση της πρωθιέρειας των Τάφων και μοναδικής κατόχου των μυστικών του Κατωτάφιου και του Λαβυρίνθου που βρίσκονται κάτω από αυτούς. Στη συνέχεια παρακολουθούμε την Αρχά να εκπαιδεύεται για τον ρόλο και τα καθήκοντά της, καθώς μεγαλώνει ανάμεσα σε λατρείες ανταγωνιστικές μεταξύ τους και μέσα σε έναν ιερατικό μικρόκοσμο γεμάτο μικροπρέπειες, αυστηρότητα και ίντριγκες, αλλά και αγάπη που παίρνει από κάποια ελάχιστα πρόσωπα.
Όταν κλείνει τα δεκατέσσερα, αναλαμβάνει τα καθήκοντά της ως πρωθιέρεια και, νομίζοντας πως πλέον είναι ανεξάρτητη, δοκιμάζει τη γεύση της εξουσίας και εξερευνά όλο και περισσότερο τους χώρους του υπόγειου «βασιλείου» της. Σε μια όμως από τις καθόδους της σε αυτόν τον κόσμο όπου επικρατεί το απόλυτο σκοτάδι, αντιλαμβάνεται την εισβολή ενός «κλέφτη», ο οποίος όχι μόνο διαπράττει την ιεροσυλία να βρεθεί αυτός, ένας άντρας, στον ιερό αυτό χώρο, όχι μόνο βεβηλώνει τον χώρο με το μαγικό του φως, αλλά, πολύ χειρότερα, δεν τιμωρείται εκείνη την ίδια στιγμή από τους Ακατανόμαστους κυρίους της. Η Αρχά κατορθώνει να εγκλωβίσει τον κλέφτη μάγο –που δεν είναι άλλος από τον Γκεντ φυσικά– στον Λαβύρινθο, έχοντας κατά νου αρχικά να τον σκοτώσει όποτε και όπως θέλει, αφού αποσπάσει τελικά κάποιες απαντήσεις από αυτόν, ασκώντας επάνω του ουσιαστικά τη μόνη δύναμη που έχει μάθει ότι διαθέτει η ίδια.
Ο Γκεντ της λέει ότι έχει έρθει για να βρει το άλλο μισό του δαχτυλιδιού του Έρεθ-Άκμπε, ενός φυλαχτού που έσπασε χρόνια πριν και είναι απαραίτητο για να υπάρξει ειρήνη στη Γαιοθάλασσα· το άλλο μισό το έχει ο ίδιος στην κατοχή του. Οι αφηγήσεις του για τον έξω κόσμο αιχμαλωτίζουν την Αρχά, η οποία τον κρατά στον Λαβύρινθο, αλλά και στη ζωή. Όταν η ιέρεια των Βασιλόθεων ανακαλύπτει την απάτη της, η Αρχά επιλέγει να εμπιστευτεί τον Γκεντ και, αφού ενώσουν τα δυο μισά του δαχτυλιδιού δραπετεύουν μαζί από τον Λαβύρινθο, που αρχίζει να καταρρέει από την οργή των Ακατανόμαστων. Τελικά, οι δυο τους φτάνουν θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα του κεντρικού βασιλείου της Γαιοθάλασσας, με την Αρχά, που ονομάζεται και πάλι Τενάρ, να έχει καταπνίξει νωρίτερα μια παρόρμηση να σκοτώσει τον Γκεντ επειδή της κατέστρεψε τη ζωή, αντιλαμβανόμενη ότι δεν έχει μείνει πια θυμός μέσα της.[5]
Η συναρπαστική αυτή ιστορία παρουσιάζεται σε τριτοπρόσωπη αφήγηση με ελεύθερο πλάγιο λόγο ο οποίος μας δίνει πρόσβαση στην οπτική γωνία και τις σκέψεις της πρωταγωνίστριας. Είναι κοινός τόπος ανάμεσα στο αναγνωστικό κοινό της σειράς ότι πρόκειται για το πιο αυτόνομο από τα πέντε μυθιστορήματα της σειράς και μπορεί να διαβαστεί ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα, αφού η ελάχιστη σχέση με το προηγούμενο (αλλά και το επόμενο) βιβλίο και τα πολύ λίγα φανταστικά στοιχεία, δίνουν μια ιστορία όπου μια αλλοτριωμένη νεαρή ηρωίδα αμφισβητεί τη θέση της στον κόσμο και βρίσκει τελικά τον εαυτό της ερχόμενη σε ρήξη με το παρελθόν και τον κοινωνικό της ρόλο. Ταυτόχρονα, αποτελεί και μια αλληγορία για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία της εποχής που γράφτηκε το βιβλίο, αλλά και την πρόταση της Λε Γκεν για την υπέρβαση των προβλημάτων στα οποία οδηγεί η αποξένωση του ατόμου: η απάντηση για εκείνη βρίσκεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και συνεργασία των δύο φύλων που δεν θα έπρεπε να βρίσκονται σε ανταγωνισμό, αλλά να συμπληρώνουν το ένα το άλλο.
Η Αρχά/Τενάρ, παρότι βρίσκεται σε μια θέση εξουσίας, μεγαλώνει όχι απλώς χωρίς να έχει κάνει καμία προσωπική επιλογή: όλη της η ζωή, από τη στιγμή που επιλέγεται ως μετενσάρκωση της πρωθιέρειας, είναι στα χέρια άλλων (ακόμη κι αν αυτές οι άλλες είναι γυναίκες, οι οποίες όμως έχουν εσωτερικεύσει πλήρως τη θέση που τους έχει επίσης επιβληθεί), κάθε της κίνηση είναι προκαθορισμένη, κάθε της ανάμνηση προγραμματισμένη (με την κυριολεκτική έννοια: οι μεγαλύτερες ιέρειες δεν την εκπαιδεύουν τόσο, όσο τη βοηθούν να θυμηθεί αυτά που ήξερε στις προηγούμενες ζωές της). Δεν χρειάζεται καν να έχουμε υπόψη μας όσα έχει δηλώσει η ίδια η Λε Γκεν σε συνέντευξή της το 2015 για να αντιληφθούμε ότι αυτή «η κατάσταση μιας γυναίκας που φαινομενικά έχει δύναμη, αλλά στην πραγματικότητα είναι απόλυτα αδύναμη, [δεν είναι παρά] ένα παράδειγμα της θέσης της γυναίκας» σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο.
Αυτό είναι που καθορίζει και τη διαφορετική πορεία της ιστορίας ενηλικίωσης που βιώνει η Αρχά σε σχέση με αυτή του Γκεντ στο πρώτο βιβλίο: ο Γκεντ από τη μια (όπως κάθε αρσενικός ήρωας σε τέτοιες ιστορίες) αγωνίζεται –ενάντια στον εαυτό του κυρίως– προκειμένου να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της κοινωνίας για τον κοινωνικό του ρόλο (και η σύγκρουση στο βιβλίο εκείνο δημιουργείται όταν ο ίδιος δείχνει μάλλον υπερβάλλοντα ζήλο σε αυτή την προσπάθεια)· η Αρχά πρέπει να συγκρουστεί με τις προσδοκίες όχι μόνο της δικής της κοινωνίας, που την θέλει να υπάρχει ως ένα απλό τελετουργικό σκεύος, αλλά ακόμη και με τις προσδοκίες του Γκεντ και της κοινωνίας του, που μπορεί να την αντιληφθεί μόνο ως μια γυναίκα-τρόπαιο σε μια πιο πολιτισμένη μεν, ανδροκρατούμενη δε, κοινωνία. Έτσι, στην περίπτωση της Αρχά η αλλαγή θα έρθει όχι όταν θα αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, αλλά όταν θα απορρίψει αυτές τις περιστάσεις.
Φυσικά, πρόκειται για μια αλλαγή που θα γίνει σταδιακά, μέσα από διαδοχικές καταβάσεις στο Κατωτάφιο και τον Λαβύρινθο του Τόπου, προφανή σύμβολα του υποσυνείδητου και του ασυνείδητου της ηρωίδας, χώροι με απόλυτο σχεδόν σκοτάδι, στους οποίους αναμετράται με φόβους, ενοχές, αμφιβολίες, την πίστη της στους Ακατανόμαστους και την απώλειά της. Καταλύτης της αλλαγής θα είναι ένας άντρας, αν και δεδομένου του είδους της μαγείας που ασκεί –γνώση των αληθινών ονομάτων των πραγμάτων–, αλλά και του τρόπου με τον οποίο κατορθώνει να σπάσει κάποιες από τις άμυνες της Αρχά –την αποκαλεί με το πρώτο της όνομα, Τενάρ– πιθανόν ο Γκεντ να μη συμβολίζει απλώς έναν άντρα, αλλά τον Λόγο, την αληθινή γλώσσα, την πραγματική γνώση, την παιδεία που απαιτούνται για να σπάσει μια γυναίκα τα δεσμά της. Σοφός, μυστηριώδης και ξένος, την βοηθά, αλλά δεν παίζει το ρόλο του σωτήρα της, δεν ακολουθεί το μοτίβο προηγούμενων παρόμοιων αφηγήσεων: η απόφαση είναι της Αρχά και η σωτηρία τους θα οφείλεται και στους δύο.
Παρ’ όλ’ αυτά, οι φεμινίστριες της εποχής που πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο, ακόμη και οι φίλες της Λε Γκεν, το ερμήνευσαν έτσι ακριβώς: ως άλλη μια ιστορία όπου ένας άντρας σώζει μια γυναίκα σε κίνδυνο. Η Λε Γκεν αντέδρασε επιμένοντας ότι χωρίς την συνεργασία και των δυο τους (χωρίς την αρμονική δηλαδή ένωση αρσενικού και θηλυκού) δεν θα σωζόταν ούτε ο ένας ούτε η άλλη. Ακόμη κι έτσι όμως, η Λε Γκεν θα παραδεχτεί αργότερα ότι στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν είχε εξερευνήσει όσο θα έπρεπε τις δυνατότητες μιας αφήγησης επικεντρωμένης σε μια γυναίκα, πράγμα που θα την οδηγήσει να επιστρέψει στη Γαιοθάλασσα σχεδόν δύο δεκαετίες μετά και να γράψει ένα βιβλίο με τη συνέχεια της ιστορίας της Τενάρ (και του Γκεντ) για το οποίο θα πει αργότερα σε μια συνέντευξή της: «μάθαινα πώς να γράφω σαν γυναίκα στο Τεχανού, και ήταν πολύ σημαντικό να το κάνω αυτό, τόσο για μένα, όσο και για λόγους ηθικής δικαιοσύνης. Είχα υπάρξει άδικη απέναντι στις γυναίκες στα [προηγούμενα] βιβλία».
Για να μην υπάρξουμε πάντως εμείς άδικοι απέναντι στους Τάφους του Ατουάν αξίζει να σημειώσουμε ότι το βιβλίο, πέρα από τη σχέση του με τον φεμινισμό και το συμβολικό βάρος που φέρει, είναι εξαιρετικά καλογραμμένο και ευκολοδιάβαστο, χωρίς τίποτα περιττό, με περιγραφές λιτές και ακριβείς, και μια γλώσσα που φανερώνει πόσο μεγάλη λογοτέχνιδα ήταν η Ούρσουλα Λε Γκεν. Μια γλώσσα που την αποδίδει μάλιστα εξαιρετικά η Λίλη Ιωαννίδου στη μετάφρασή της για τις εκδόσεις Τρίτων, με τον Μαξ Ερνστ (Max Ernst) και το ωραίο σαγρέ χαρτί στο εξώφυλλο.
Αν θέλετε να διαβάσετε fantasy και δεν ξέρετε από πού να αρχίσετε, δώστε μια ευκαιρία στο Έπος της Γαιοθάλασσας. Αν πρέπει να διαβάσετε ένα μόνο από τα βιβλία του, προτιμήστε τους Τάφους του Ατουάν.
Το κείμενο επιμελήθηκε ο Στέλιος Χρονόπουλος.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο