Πολιτικές του ψυχαναλυτή
Ρεζινάλντ Μπλανσέ
Εκκρεμές, Αθήνα 2019 | 432 σελίδες
Η σημασία της ψυχαναλυτικής θεωρίας για τη σφαιρική ερμηνεία και την εναργή ανάλυση κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων είχε ήδη αναδειχθεί από το ίδιο το έργο του Φρόυντ – ιδίως από την ανάλυση του για τη δυσφορία στον πολιτισμό, την «ψυχολογία των μαζών» και τον αναστοχασμό του θρησκευτικού φαινομένου. Η μετέπειτα ψυχαναλυτική βιβλιογραφία δεν στάθηκε, ως επί το πλείστον, στο ύψος που έθεσε ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης. Δεν έλειψαν βέβαια οι ψυχαναλυτές που διάλεξαν να τοποθετηθούν πάνω στις πολλαπλές εντάσεις του κοινωνικού δεσμού (στο πεδίο αυτό οι παρεμβάσεις του Jacques Lacan παραμένουν αξεπέραστες). Ωστόσο, η σκυτάλη πέρασε κυρίως σε κοινωνικούς επιστήμονες και πολιτικούς φιλοσόφους που επιχείρησαν να αναδείξουν την αξία της ψυχαναλυτικής οπτικής στην ερμηνεία των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων. Τόσο η λεγόμενη «φροϋδική» (Marcuse, Reich, κ.λπ.) όσο και η λεγόμενη «λακανική αριστερά» (Althusser, Jameson, Laclau, Badiou, Zizek, κ.α.) μας έχουν προσφέρει αρκετά λαμπρά παραδείγματα.
Όσο για τους ίδιους τους ψυχαναλυτές, οι περισσότεροι, αφοσιωμένοι ή και αποκλεισμένοι στην κλινική εργασία, απέφυγαν συνήθως να τοποθετηθούν πάνω σε ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Επικράτησε έτσι μια εκδοχή της ψυχανάλυσης αποστειρωμένη, μάλλον «μπαγιάτικη», βυθισμένη στην ψωροπερήφανη ασημαντότητά της. Το βιβλίο του Ρετζινάλντ Μπλανσέ (Reginald Blanchet) σπάει αυτήν την απομόνωση και έρχεται να συναντήσει έτσι, με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο, την ψυχαναλυτική πολιτική θεωρία στην πιο διαφωτιστική μορφή της. Αν μια παράδοση της ψυχανάλυσης «ενσωματώθηκε» στις νεωτερικές κουλτούρες του κοινωνικού ελέγχου, η παρέμβαση του Μπλανσέ έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι παραμένει ζωντανή και μια άλλη παράδοση που ενδιαφέρεται να παρέμβει στο κοινωνικο-πολιτικό πεδίο με όλα τα εννοιολογικά όπλα που προσφέρει το ψυχαναλυτικό οπλοστάσιο – και με ένα ήθος βαθιά δημοκρατικό και κριτικό.
Εξάλλου, όπως γίνεται εξαρχής κατανοητό, η παρεμβατικότητα αυτή δεν προϋποθέτει καν κάποια παρακινδυνευμένη μετάθεση ή και διαστρέβλωση καθώς και οι ψυχοκοινωνικές δυναμικές ενυπάρχουν ήδη στο κοινωνικο-πολιτικό πεδίο, αλλά και η πολιτική είναι ήδη παρούσα και ενεργός στη χορογραφία της ψυχαναλυτικής κλινικής. Το βιβλίο του Μπλανσέ καλύπτει με σαφήνεια αμφότερες τις παραπάνω θεματικές: «Τα κείμενα του ανά χείρας τόμου κατανέμονται σε δύο θεματικές ενότητες. Αναφέρονται, αφενός, στην ψυχανάλυση εντός της πολιτικής και, αφετέρου, στην πολιτική του ψυχαναλυτή στην καθοδήγηση της θεραπείας» (σελ. 15). Στην δεύτερη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με γραπτά ψυχαναλυτικής κλινικής, γραπτά που μας αποκαλύπτουν την «κουζίνα» του ψυχαναλυτή, δηλαδή την ψυχαναλυτική εμπειρία σε λειτουργία, όπου όμως η πολιτική είναι φυσικά πανταχού παρούσα: «Πρόκειται λοιπόν για την πολιτική νοούμενη με τη γενική έννοια της δράσης, ως ορθολογική και διαλεκτική διαδικασία που στοχεύει να επηρεάσει το πραγματικό. Η καθοδήγηση της θεραπείας οργανώνεται κατά συνέπεια ακολουθώντας μια στρατηγική (οι σκοποί της ψυχαναλυτικής θεραπείας) καθώς και τις τακτικές που την υπηρετούν (οι παρεμβάσεις του ψυχαναλυτή). Όμως στην ουσία πρόκειται για την πολιτική κατά κυριολεξία, αφού πάντα κινητοποιείται η εξουσία: η εξουσία του λόγου και της μεταβίβασης αλλά και ταυτοχρόνως η εξουσία της λίμπιντο και η ισχύς της απόλαυσης» (σελ. 15). Κάπως έτσι νομιμοποιείται το πέρασμα και στην πολιτική με την ευρύτερη έννοια, την οποία αφορά το πρώτο μέρος του τόμου: «η επιθυμία του ψυχαναλυτή αφορά επίσης την πολιτική με τη συνήθη έννοια του όρου, νοούμενη για την ακρίβεια ως επιτομή του κοινωνικού δεσμού» (σελ. 16) – και εδώ ακριβώς στο μικροσκόπιο του συγγραφέα θα μπει η «κρίση» τόσο στην ελληνική όσο και στην διεθνή-ευρωπαϊκή της διάσταση, οι ποικίλες εκφάνσεις και διαστάσεις της, από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και την παρουσία Βαρουφάκη μέχρι την δράση της ακροδεξιάς και του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Η οπτική του Μπλανσέ στο σημείο αυτό είναι ξεκάθαρη και αναζωογονητική. Ο ψυχαναλυτικός λόγος αντιπαρέρχεται κάθε «κανονικοποίηση», ακόμα και τον ολοκληρωτισμό που κομίζει ο νεοφιλελευθερισμός με το πρόσχημα κάποιας εξατομίκευσης, και προσανατολίζεται στην (σχετική πάντα) χειραφέτηση του δημοκρατικού υποκειμένου, που δεν είναι άλλο από το υποκείμενο της ψυχανάλυσης. Αντιμέτωπη με το αδύνατο πραγματικό και τα μορφώματα που παράγει η επαφή μαζί του, ο ψυχαναλυτικός λόγος παίρνει θέση: «Η πολιτική του ψυχαναλυτή ορίζεται εφεξής ως πολιτική του μη όλου. Ως εκ τούτου επιλέγει το δημοκρατικό καθεστώς. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως ο κατεξοχήν τόπος του πολιτικού, ήτοι του διχασμού. Ο διχασμός δομεί πράγματι το κοινωνικό σώμα στον βαθμό που αυτό βασίζεται στην άσκηση των ελευθεριών της κοινωνίας και του κάθε πολίτη» (σελ. 27). Προκύπτει έτσι η ανάγκη να αναλύσει κανείς εκείνες τις πολιτικές τάσεις που απωθούν ή και αποκλείουν αυτόν τον συστατικό διχασμό προβάλλοντας σκληρές φαντασιώσεις του Ενός, μιας σαγηνευτικής αλλά βαθιά προβληματικής νοσταλγίας πληρότητας και ολότητας. Πράγματι, οι αναλύσεις του Μπλανσέ για φαινόμενα όπως το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία ή ο τραμπισμός στις ΗΠΑ, κυρίως δε για την ξενοφοβική και φθονερή όρεξη για καταστροφή που ενδυμαμώνουν τέτοιες πολιτικές δυνάμεις είναι αποκαλυπτικές.
Όμως ο Μπλανσέ είναι επίσης καίριος στις αναλύσεις του για την ελληνική και την ευρωπαϊκή κρίση και για το πώς ακριβώς οι μνημονιακές πολιτικές που εφαρμόστηκαν αγνόησαν και μάλιστα ποδοπάτησαν υποκείμενα και συλλογικότητες με αποτέλεσμα μια αυξανόμενη οργή:
Το μοτίβο της λαϊκής διαμαρτυρίας δηλώνει εναργώς τη μοίρα εκείνων που υποβιβάστηκαν έτσι σε απλά στηρίγματα της κίνησης πραγματοποίησης της χρηματιστηριακής υπεραξίας, δηλαδή σε αντικείμενα υπεραπόλαυσης του Μολώχ της διεθνούς χρηματοοικονομικής τάξης. Από εκεί πηγάζει το μένος της αντίθεσης στα μέτρα λιτότητας που επιβάλλει η τρόικα. Είναι αξιοσημείωτο, πράγματι, ότι η Ευρώπη και το νόμισμά της δεν αμφισβητούνται διόλου, τουλάχιστον προς το παρόν. Η προσήλωση των Ελλήνων στην Ευρώπη και το κοινό της νόμισμα υπερισχύει της τάσης απομάκρυνσης από αυτήν. Παρομοίως, η καταγγελία δεν αφορά την αναγκαιότητα για λήψη μέτρων επανόρθωσης. Πολύ σημαντικές θυσίες έχουν ήδη γίνει, χωρίς ωστόσο να προκαλέσουν τα κύματα οργής που βλέπουμε τώρα να μεγεθύνονται από μέρα σε μέρα. Η καταγγελία αφορά τον ακραίο και εν μέρει αδιέξοδο χαρακτήρα των μέτρων, καθώς αυτά δεν επιφέρουν τα προαναγγελθέντα αποτελέσματα, και απαιτείται να ενισχύονται όλο και περισσότερο. Αυτά τα μέτρα οδηγούν πλέον στη θυσία της ίδιας της ζωής, και όχι απλώς των αγαθών και των περιουσιών. Η πολιτική ανυπακοή αφορά μια λιτότητα που έγινε αφόρητη και συνδέεται ξεκάθαρα με τη φτωχοποίηση που μαστίζει μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα μιας προσπάθειας, την οποία όλοι πρέπει να υποστηρίξουν προκειμένου να βρεθεί λύση σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Θέλει μόνο να ξεφύγει από τον Πίθο των Δαναΐδων των θυσιών που απαιτεί μια οικονομική πολιτική που προβλέπεται να διαρκέσει χωρίς να ξέρουμε πού πραγματικά οδηγεί. (σελ. 48)
Πολλά από τα κείμενα του πρώτου μέρους του βιβλίου —τα οποία γράφτηκαν μάλιστα «εν θερμώ»— ακολουθούν με θαυμαστή ψυχραιμία και διεισδυτικότητα τη χορογραφία της ελληνικής κρίσης και θα διαβαστούν εκ των υστέρων ως μια αξιόπιστη γενεαλογία των βημάτων της και των ψυχοκοινωνικών διαστάσεων της δράσης της βασικών πρωταγωνιστών. Άλλα από τα κείμενα αυτά καταγράφουν και ερμηνεύουν με ενάργεια το διεθνές διακύβευμα όπως αυτό διαμορφώθηκε στον αραβικό κόσμο, στις ΗΠΑ και αλλού. Στο επίκεντρο παραμένει πάντοτε το θεμελιακό διακύβευμα της πολιτικής:
Με αυτή την έννοια η πολιτική συνίσταται στην ερμηνεία του αδύνατου το οποίο αποτελεί το πραγματικό της, πραγματικό, για να το πούμε με τους όρους του Λακάν, που πάνω του «στηρίζεται, που συνιστά συνθήκη της και που τη δικαιολογεί». Είναι το πραγματικό της εξουσίας. Ορίζεται από μια διπλή αδυνατότητα. Είναι κατ’ αρχάς το αδύνατο του κοινωνικού δεσμού εν γένει όπως διαθλάται μέσα στην πολιτική. Ο Λακάν, όπως ξέρουμε, του έδωσε τη μαθηματική του διατύπωση: «δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση ανάμεσα στα φύλα». Όμως το ιδιαίτερο πραγματικό που χαρακτηρίζει την πολιτική είναι το αδύνατο που συνάπτεται με το γεγονός του κυβερνάν, δηλαδή με το αδύνατο να προστάζει κανείς τον κοινωνικό δεσμό. Ο Φρόυντ μαζί με την πράξη διαπαιδαγώγησης και την πράξη ανάλυσης το θεώρησε ως ένα από τα τρία αδύνατα επαγγέλματα της ανθρωπότητας. (σελ. 35).
Η διαχείριση τούτου του συστατικού αδυνάτου παίρνει διαφορετικές μορφές. Όταν μάλιστα οι μορφές αυτές διαιωνίζουν την αδικία — τη στιγμή μάλιστα που είχαν υποσχεθεί ένα «λαμπρό μέλλον» — είναι δυνατόν να προκαλέσουν ξεσπάσματα βίας και περαιτέρω κατάρρευσης του κοινωνικού δεσμού.
Είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με ένα αδιέξοδο το οποίο δύσκολα φαίνεται ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί. Από τη μία βιώνουμε την καταράκωση του δημοκρατικού κοινωνικού δεσμού, του «κοινωνικού συμβολαίου» με άλλα λόγια, το οποίο σταθεροποιούσε κάπως την κατάσταση στον μεταπολεμικό ορίζοντα εδραίωσης της φιλελεύθερης (κοινωνικά «ευαίσθητης») δημοκρατίας, η οποία διατηρούσε, λίγο πολύ, ένα σύνολο ελευθεριών θέτοντας κάποια όρια στον αχαλίνωτο και ασύδοτο καπιταλισμό. Η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα διέλυσε τη σχετική αυτή ισορροπία και οδήγησε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού στη ραγδαία καθοδική κοινωνική κινητικότητα (ιδίως στο συγκείμενο της κρίσης), στην ίδια την απώλεια των βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών τους. Τούτο προκαλεί αντιστάσεις, στις οποίες αποδίδεται συχνά το όνομα του λαϊκισμού: «Ο καπιταλισμός στη νεοφιλελεύθερη φάση του τείνει στον αυταρχισμό. Γίνεται ευρύτερα λόγος για διαδικασία ‘αποεκδημοκρατισμού’. Από αυτή την άποψη μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο περιορισμός των ελευθεριών και των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων συναρτάται με τον θυμό που εκφράζει μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Αυτό υποδεικνύει εξάλλου η αποφασιστική καταγγελία του ‘συστήματος’ από το κίνημα γνώμης, που ως εκ τούτου χαρακτηρίζεται ως λαϊκιστικό» (σελ. 30). Η λέξη αυτή έχει προφανώς καταστεί ο δείκτης —όχι πια το σημαίνον, αλλά μια φυσικοποιημένη, μυθοποιημένη εκδοχή του α λα Barthes— στον οποίο αποδίδεται το ριζικό κακό της πολιτικής και κάθε υπαρκτή αλλά και φαντασιακή κοινωνική παθολογία. Πρόκειται για ένα στρατήγημα των κατεστημένων πολιτικών δυνάμεων και των ΜΜΕ με τα οποία διαπλέκονται με σκοπό την απονομιμοποίηση κάθε κοινωνικής και πολιτικής αντίδρασης.
Είναι σαφές ότι κάθε κριτικός και δημοκρατικός λόγος οφείλει να αντισταθεί σε αυτή τη μυθοποίηση που φτάνει να αμφισβητήσει την ίδια την αρχή της «λαϊκής κυριαρχίας», το θεμέλιο της δημοκρατίας, προς όφελος της ολοκληρωτικής κυριαρχίας των αγορών. Την ίδια στιγμή οφείλει να αντισταθεί σε μια συγκεκριμένη τροπή που λαμβάνει σε συγκεκριμένες πολιτικές κουλτούρες η λαϊκιστική δυναμική. Εξοικειωμένος με την γαλλική περίπτωση, ο Μπλανσέ καταγγέλει προσφυώς την επικίνδυνη αυτή τροπή όπου ο ίδιος ο «λαός» ουσιοποιείται και γίνεται με τη σειρά του ένας άλλος δείκτης φαντασιακής πληρότητας: «Είναι το ίχνος που αφήνει η φαντασίωση και ο δείκτης της: ο λαός είναι Ένας και είναι ουσία. Η ουσία εδώ έγκειται στην ιδιαιτερότητα. Ο λαός ταυτίζεται έτσι με γνωρίσματα που θεωρούνται συνυφασμένα με την ταυτότητά του: το έθνος, η παράδοση, η κουλτούρα, η ταξική θέση, η φυλή, η εθνότητα, κλπ.» (σελ. 31).
Οφείλουμε ωστόσο, στο σημείο αυτό, να αναγνωρίσουμε ότι η αναγωγή του «λαού» στη φαντασιακή κοινότητα του έθνους, στην ξενοφοβική ράτσα, δεν εξαντλεί τον λαϊκισμό. Στην ιστορία του φαινομένου από τον αμερικανικό και τον ρωσικό λαϊκισμό του 19ου αιώνα μέχρι και τον λατινοαμερικανικό λαϊκισμό, καθώς και στην πλειοψηφία των νοτιοευρωπαϊκών λαϊκισμών που γεννήθηκαν στο πλαίσιο της κρίσης (Podemos, ΣΥΡΙΖΑ, κ.λπ.) η αναγωγή αυτή δεν είναι καθόλου κυρίαρχη και δίνει μάλλον τη θέση της σε μια συμπεριληπτική και ανοιχτή εκδοχή του «λαού» ως κενού σημαίνοντος —κατά Laclau— που ενσωματώνει όλους τους δυνητικά αποκλεισμένους (συμπεριλαμβανομένων και των μεταναστών) με σκοπό τη δημιουργία ενός διεκδικητικού πολιτικού υποκειμένου που επανεγγράφει τον απωθημένο κοινωνικό διχασμό (με τη μορφή της αυξανόμενης ανισότητας και του κοινωνικού αποκλεισμού) και είναι ενίοτε —όχι πάντοτε— ικανό να ανακόψει τη μεταδημοκρατική δυναμική που υπονομεύει τη σύγχρονη δημοκρατία. Κάπως έτσι προκύπτει η ανάγκη να διακρίνουμε ανάμεσα στους κατεξοχήν λαϊκιστικούς λόγους, όπου εκτός από το να βρίσκεται στον πυρήνα της ρηματικής συνάρθρωσης, ο «λαός» λειτουργεί πρωτίστως ως κενό σημαίνον, ως ένα σημαίνον χωρίς σημαινόμενο, και στην αναγωγή που ορθώς κατεγγέλει ο Μπλανσέ. Σε αντιδιαστολή, όταν κατεξοχήν εθνικιστικοί λόγοι χρησιμοποιούν το σημαίνον «λαός» ως δείκτη τους, αυτό είτε βρίσκεται στη περιφέρεια της αλυσίδας της σημασιοδότησης είτε, ακόμα κι όταν κατέχει μια πιο κεντρική θέση, η λαϊκιστική του κενότητα περιορίζεται σημαντικά, μέσω αναφορών στο «έθνος» ή τη «φυλή», ρηματικές μονάδες που στο λόγο της άκρας δεξιάς συχνά λειτουργούν ως φυσικοποιημένα, αυθεντικά (μυθικά) σημεία αναφοράς, ως Ντεριντιανά «υπερβατικά σημαινόμενα» που επιχειρούν να καθορίσουν τη νοηματοδότηση μια για πάντα.
Ένα είδος δημοκρατικού λαϊκισμού, επομένως, διατηρεί ανεξάληπτη «τη ρωγμή του λόγου του Κυρίου ώστε να τον εμποδίσει να ξανακλείσει μέσα από μια παρέκκλιση πολιτικού αυταρχισμού ή κοινωνικού ολοκληρωτισμού ως απάντηση στο αδύνατο του κυβερνάν» (σελ. 29). Εδώ ακριβώς συναντά το ήθος του ψυχαναλυτικού λόγου και το ίδιο το ψυχαναλυτικό ήθος: «Ο ψυχαναλυτής οφείλει έτσι να καταστεί εμπράκτως ο φρουρός του αδύνατου και του πραγματικού του» (σελ. 29).
Στο δεύτερο μέρος του τόμου, ο συγγραφέας καταπιάνεται με την εμπειρία της ψυχαναλυτικής θεραπείας και με τον χειρισμό της μεταβίβασης από τον ψυχαναλυτή. Οι θεματικές που αναλύονται είναι πολλαπλές και κυμαίνονται από τον ρόλο του ονείρου και την κλινική σημασία του βλέμματος και της εικόνας μέχρι την ομοφυλοφιλία και την ίδια την εκπαίδευση του ψυχαναλυτή. Πρόκειται για σημαντικά ζητήματα τα οποία ο Μπλανσέ αναλύει με τα εννοιολογικά όπλα της λακανικής θεωρίας καταλήγοντας σε ιδιαίτερα σημαντικά και ρηξικέλευθα συμπεράσματα. Ο αναγνώστης —ιδίως εκείνος που εμπλέκεται σε μια ψυχαναλυτική θεραπεία ή εκείνη/ος που σκέφτεται να εμπλακεί σε μία— θα εκτιμήσει ιδιαιτέρως το τμήμα αυτό που θέτει τα όρια μιας σύνθετης διαδικασίας με τρόπο ικανά διαφωτιστικό.
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή επισκόπηση ενός ζωντανού και πολυεπίπεδου βιβλίου, οφειλεί κανείς να επισημάνει εν κατακλείδι ότι πρόκειται για μια βαθιά κριτική παρέμβαση σε μια δημόσια σφαίρα από την οποία λείπουν παρόμοια εγχειρήματα. Οι θεματολογίες αιχμής με τις οποίες ασχολείται ο Μπλανσέ γίνονται αντικείμενο πραγμάτευσης αναστοχαστικής, μακριά από οποιονδήποτε αναγωγισμό. Η ψυχανάλυση αναδεικνύεται έτσι σε έναν λόγο θεμελιακό μιας δημοκρατικής κουλτούρας, με δυνατότητες παρέμβασης σημαντικές τόσο μέσα από το ντιβάνι όσο και στο ευρύτερο πλαίσιο μιας πανταχού παρούσας ψυχοκοινωνικής δυναμικής. Τέλος, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί ο όρος δυνατότητας της παρέμβασης αυτής —όσο και κάθε ουσιαστικής παρέμβασης— που δεν είναι άλλος από τη συλλογική δουλειά μέσα και έξω από τους ψυχαναλυτικούς (και άλλους) θεσμούς, η διερεύνηση και συνεχής αναζήτηση μιας (συλλογικής) αλήθειας που διαπερνά —και τελικά στηρίζει— τα επιμέρους υποκείμενα στη διαρκή και συχνά τρομακτική αναμέτρησή τους με το αδύνατο πραγματικό.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο