Η αρχική μου πρόθεση ήταν να γραφτεί κάτι για τον Ρεμπώ σε αυτό το αφιέρωμα για την Κομμούνα. Τι είναι η Κομμούνα χωρίς την ποίησή της; Αλλά δεν είμαι ειδικός στον Ρεμπώ, δεν είμαι καν ειδικός στην ποίηση, για την οποία δεν υπάρχουν πιστοποιητικά εξάλλου. Ακολούθησα περίεργα κριτήρια στην αναζήτησή μου. Από την ατελείωτη βιβλιογραφία επέλεξα να διαβάσω πιο προσεκτικά ένα άρθρο του Wallace Fowlie (Γουλας Φόουλι), γιατί σκέφτηκα ότι ένας άνθρωπος που τη δουλειά του στον Ρεμπώ εκτίμησε ο Τζιμ Μόρισον, μάλλον είναι κατάλληλος οδηγός σε αυτή την περίπτωση. Δεν μας οδήγησαν οι Doors στις νεανικές μας εξεγέρσεις; Δεν είναι μια ενδιαφέρουσα ιδέα να σκεφτούμε ότι η ποίηση της Κομμούνας μας συνόδευε δίχως καν να το γνωρίζουμε; Ότι μια νύχτα σε ένα μπαρ, μέσα από τη φωνή του Τζιμ έτρεμε η φωνή του Αρθούρου; Ο Φόουλι λοιπόν, ανάμεσα στα ποιήματα που σχολιάζει ξεχωρίζει και «Τα χέρια της Ζαν-Μαρί». Διάβασα το ποίημα, ψάχνοντας πρόχειρα δεν βρήκα μια ολοκληρωμένη μετάφραση διαθέσιμη στο διαδίκτυο, και εντελώς αυθόρμητα ένιωσα την ανάγκη να το μεταφράσω για να είναι διαθέσιμο σε όλους. Και σε όλες. Άλλωστε, αυτό το αφιέρωμα του Μάργκι υπογραμμίζει τον ρόλο των γυναικών στην Κομμούνα. Τι πιο ταιριαστό λοιπόν, από ένα ποίημα του Ρεμπώ για τα χέρια των γυναικών της Κομμούνας; Και πόσο λογικό, εκ των υστέρων, ο Τζιμ να οδηγεί σε παθιασμένα χέρια.
Το πάθος και τα χέρια. Οι επιθυμίες και τα σώματα. Η σωματικότητα ενδιαφέρει κάποιους και κάποιες από εμάς σταθερά τον τελευταίο καιρό. Η διχασμένη επιθυμία, στη ρευστότητά της, πολιτική αλλά με το σωματικό της σύστοιχο, είναι διαρκές αν και παράπλευρο ερευνητικό μου ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Για να το θέσω διαφορετικά, έχω μεγάλη περιέργεια γι’ αυτό το θέμα. Δεν μπορούμε όμως να κάνουμε θεωρία στεγνά. Η περιέργεια δεν μπορεί να κλείνεται σ’ ένα μικρό κουτάκι. Μ’ έχει ξεβγάλει στον Λεοντάρη και τον Αρετίνο. Τώρα με ξέβγαλε και στα χέρια του Ρεμπώ. Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν, αυτή η μετάφραση έρχεται να προστεθεί σαν ψηφίδα σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα, που θα ήθελε να ανασύρει ξανά το σώμα, μέσα από τα ερείπια της γλώσσας, σε όλα τα επίπεδα, όπου μπορεί να βρεθεί.
Για τη μετάφραση βασίστηκα σε έναν σπουδαίο διαδικτυακό τόπο, που μας προσφέρει σχολιασμένο τον Ρεμπώ. Είναι αποτέλεσμα της υπομονετικής εικοσαετούς δουλειάς του Alain Bardel (Αλέν Μπαρντέλ). Τις εμβριθείς σημειώσεις του λεηλατώ στον εκτεταμένο σχολιασμό που κάνω στις υποσημειώσεις της μετάφρασης. Τις δικές του δυστυχώς μόνο, όπως όμως παραπέμπει σε πλήθος άλλων σχολιαστών του έργου του επαναστατημένου ποιητή. Αν δεν είχα στη διάθεσή μου όλες αυτές τις ερμηνείες για τον κάθε στίχο και την κάθε στροφή, πολλές φορές θα είχα σηκώσει τα χέρια ψηλά. Βασίστηκα λοιπόν σε αυτά τα commons για να παράξω κι εγώ κάτι διαθέσιμο σε όλους, με τους όρους των κοινών, όπως αρμόζει σε ό,τι σχετίζεται με την commούνα. Μετά έβαλα και λίγο Βάρναλη, λίγο Όμηρο, λίγο Βαγιέχο. Όλα αυτά αποτυπώνονται στα σχόλια, μαζί με εναλλακτικές ερμηνείες και κάποιες δικές μου εμμονές. Αποτελούν λοιπόν κι αυτές οργανικό μέρος αυτής της δουλειάς, που δυστυχώς δεν χώρεσε ισότιμα στους ψηφιακούς περιορισμούς και απαιτεί από τον αναγνώστη τον κόπο να κάνει ένα παραπάνω κλικ στην υποσημείωση ή να σκρολάρει σε δεύτερο χρόνο. Μαζί με τη μετάφραση παρατίθεται και το πρωτότυπο. Αυτό που βγήκε είναι σε καλό δρόμο νομίζω, αν και ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει κάπου.
Τα Χέρια της Ζαν-Μαρί[1]
Η Ζαν Μαρί έχει χέρια δυνατά,
Χέρια σκοτεινά που κατεργάστηκαν τα καλοκαίρια,
Όπως τα χέρια των νεκρών χέρια χλωμά.
– Θα μπόραγαν της Χουάνας να ειν’ έτσι τα χέρια;[2]
Μήπως να πιάσαν καφέ πούδρα
Πάνω στα στάσιμα νερά των ηδονών;
Φεγγάρια να ήπιαν στα νερά
Σε λίμνες τεχνητές γαλήνιων στιγμών;
Ουρανούς βαρβαρικούς άραγε να ρουφήξαν,
Ήσυχες πάνω σε γόνατα γητευτικά;
Πούρα μήπως εργάστηκαν[3] και στρίψαν,
Να διακινήσανε λαθραία διαμαντικά;
Στα πυρακτωμένα πόδια της Μαντόνας
Να σβήσανε λουλούδια χρυσαφιά;
Είναι το μαύρο αίμα μπελαντόνας
Που σκάει κοιμάται μέσα στη φουχτιά.[4]
Χέρια τα δίπτερα που κυνηγούν
Στα γαλανώματα[5] που βουίζουν
Κροκάτα χέρια, νέκταρ π’ αναζητούν;
Χέρια δηλητήρια που διυλίζουν;
A! Να τ’ αδράξαν ονείρατα ποια
Μες στα ποκνιάσματα[6] π’ αχούν;
Της Ασίας όνειρα νια,
Της Περσίας ή της Σαχιούν;
Τα χέρια αυτά πορτοκάλια δεν πουλήσαν
Μήτε και μαυρίσανε στα πόδια των θεών.
Τα χέρια αυτά ρουχαλάκια δεν ασπρίσαν
Αβλεφάριδων[7] μικρών βαριών παιδιών.
Αυτά δεν είναι χέρια πολυτελούς πορνείου[8]
Μήτε των πλατυμέτωπων εργατριών
Πάνω σε ξύλα που τα καίει μ’ αποφορά εργοστασίου
Ένας ήλιος βυθισμένος στο μεθύσι κατραμιών
Έχουν χέρια που υποτάσσουνε αυτές,
Που δεν κάνουνε ποτέ τους κακό,[9]
Πιο θανάσιμα κι από τις μηχανές,
Πιο δυνατά κι από άλογο σωστό!
Τρέμει και σαν καμίνι πάλλει,
Πετώντας από πάνω της τα ρίγη,
Η σάρκα τους τη Μασσαλιώτιδα που ψάλλει
Με κυρελέησον ποτέ δεν σμίγει![10]
Θα έσφιγγε γυναίκες στον λαιμό σας τη θηλιά
Άθλιες, σκόνη θα τ’ άλεθε τα χέρια σας στην πρέσα
Άριστες γυναίκες, αυτά τα χέρια σας τα αισχρά
Στα λευκάσματα και τις καρμίνες που είναι βαμμένα μέσα
Η λάμψη των ερωτικών χεριών αυτών
Το κρανίο των αμνών πώς στρίβει!
Στις πεινασμένες φάλαγγές των
Ο μέγας ήλιος αποθέτει ένα ρουμπίνι[11]
Ένα στίγμα ανθρώπων λαϊκών
Τα μαυρίζει σαν το στήθος πλούσιων γυναικών[12]
Στην πλάτη ετούτων των Χεριών
Κάθε περήφανη Εξέγερση απέθεσε ασπασμόν
Θαυμάσια, απομείνανε χλωμά
Κάτω από μέγαν ήλιο μ’ αγάπη φορτωμένο,
Απάνω σε κανόνια χάλκεα[13]
Διασχίζοντας ένα Παρίσι εξεγερμένο
Α! Κάποιες φορές, Χέρια καθαγιασμένα,
Σφιγμένη στις γροθιές σας, Χέρια όπου ριγούν
Τα χείλη μας ποτέ ξεμεθυσμένα,
Ουρλιάζει μια καδένα, οι κρίκοι στραφταλούν![14]
Και τι παράξενο τίναγμα ξαφνικά
Στην ύπαρξή μας, όταν, κάποτε, φορές,
Να σας ξανοίξουν θέλουν, Χέρια αγγελικά
Στα δάχτυλά σας κάνοντας αιμάσσουσες πληγές!
Les Mains de Jeanne-Marie
Jeanne-Marie a des mains fortes,
Mains sombres que l’été tanna,
Mains pâles comme des mains mortes.
– Sont-ce des mains de Juana ?
Ont-elles pris les crèmes brunes
Sur les mares des voluptés ?
Ont-elles trempé dans les lunes
Aux étangs de sérénités ?
Ont-elles bu des cieux barbares,
Calmes sur les genoux charmants ?
Ont-elles roulé des cigares
Ou trafiqué des diamants ?
Sur les pieds ardents des Madones
Ont-elles fané des fleurs d’or ?
C’est le sang noir des belladones
Qui dans leur paume éclate et dort.
Mains chasseresses des diptères
Dont bombinent les bleuisons
Aurorales, vers les nectaires ?
Mains décanteuses de poisons ?
Oh ! quel Rêve les a saisies
Dans les pandiculations ?
Un rêve inouï des Asies,
Des Khenghavars ou des Sions ?
— Ces mains n’ont pas vendu d’oranges,
Ni bruni sur les pieds des dieux.
Ces mains n’ont pas lavé les langes
Des lourds petits enfants sans yeux.
Ce ne sont pas mains de cousine
Ni d’ouvrières aux gros fronts
Que brûle, aux bois puant l’usine,
Un soleil ivre de goudrons.
Ce sont des ployeuses d’échines,
Des mains qui ne font jamais mal,
Plus fatales que des machines,
Plus fortes que tout un cheval!
Remuant comme des fournaises,
Et secouant tous ses frissons,
Leur chair chante des Marseillaises
Et jamais les Eleisons !
Ça serrerait vos cous, ô femmes
Mauvaises, ça broierait vos mains,
Femmes nobles, vos mains infâmes
Pleines de blancs et de carmins.
L’éclat de ces mains amoureuses
Tourne le crâne des brebis !
Dans leurs phalanges savoureuses
Le grand soleil met un rubis !
Une tache de populace
Les brunit comme un sein d’hier ;
Le dos de ces Mains est la place
Qu’en baisa tout Révolté fier !
Elles ont pâli, merveilleuses,
Au grand soleil d’amour chargé,
Sur le bronze des mitrailleuses
À travers Paris insurgé !
Ah ! quelquefois, ô Mains sacrées,
À vos poings, Mains où tremblent nos
Lèvres jamais désenivrées,
Crie une chaîne aux clairs anneaux!
Et c’est un soubresaut étrange
Dans nos êtres, quand, quelquefois,
On veut vous déhâler, Mains d’ange,
En vous faisant saigner les doigts !
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο