Επίκαιρα Τεύχος #14

Το δικαίωμα στο γέλιο

Η κατάκτηση του γυναικείου γέλιου είναι μια κατάληψη της εξουσίας, προειδοποιεί, αλλά και ένας αγώνας κατά της καταπίεσης: είναι η απελευθέρωση του σώματος και η ανάκτηση του δικαιώματος στην απόλαυση.
Γερμανίδες εργάτριες, 1972. Credits: Gerhard Weber / Deutsche Fotothek

Το παρακάτω άρθρο της Evelyn Erlij δημοσιεύθηκε αρχικά στο Palabra Pública, περιοδικό του Πανεπιστημίου της Χιλής, (14/05/2024). Η μετάφραση στα ελληνικά είναι του Κώστα Φωτίου.[1]


 

Οι γυναίκες χρειάστηκε να αγωνιστούν για την ισότητα όχι μόνο στον οικογενειακό, πολιτικό, νομικό και σεξουαλικό τομέα, αλλά και στον τομέα των συναισθημάτων. Το γέλιο και η ιδιότητα να κάνουν τους άλλους να γελούν ήταν μέχρι πρόσφατα προνόμιο των ανδρών. «Το γέλιο έχει διατηρήσει μια δύναμη ανατροπής και η κοινωνία δεν έπαψε ποτέ να μην εμπιστεύεται τις γυναίκες που γελούν», γράφει η Γαλλίδα ιστορικός Sabine Melchior-Bonnet, συγγραφέας του βιβλίου Το γέλιο των γυναικών: Μια ιστορία εξουσίας (La risa de las mujeres: Una historia de poder, 2023).

Μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, δεν ήταν σωστό να δείχνει κανείς τα δόντια του όταν χαμογελάει. Αυτό εξηγεί γιατί οι ζωγράφοι απεικόνιζαν κυρίως ντροπαλά, σφιγμένα χαμόγελα, μιας και κάθε περίσσεια ενθουσιασμού θεωρούνταν χυδαία. Στο έργο του Περί της Ευγενίας των Παίδων (1530), ο Έρασμος συμβούλευε «να μην ανοίγετε το στόμα για οτιδήποτε άλλο εκτός από την ικανοποίηση των βασικών βιολογικών αναγκών», και αν πρέπει να γελάσετε, παρακαλώ να το κάνετε όπως η Μόνα Λίζα: σεμνά και με ερμητικά κλειστά χείλη. Το στόμα τους άνοιγαν οι τρελοί, αυτοί που δεν είχαν κρίση, οι κακομαθημένοι, αυτοί που ήταν ανίκανοι να ελέγξουν βίαια συναισθήματα όπως ο φόβος, ο τρόμος, η οργή ή η έκσταση.  

Πολλοί ευρωπαίοι καλλιτέχνες ενημερώθηκαν για αυτά τα ζητήματα από τις Εκφράσεις των παθών της ψυχής (Les expressions des passions de l’âme, 1727), έναν κατάλογο των συναισθημάτων και των αντίστοιχων εκφράσεων του προσώπου που συνέταξε ο Charles Le Brun, ένας από τους αγαπημένους ζωγράφους του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Ο Le Brun έλεγε ότι όταν η ψυχή είναι ήρεμη, το πρόσωπο βρίσκεται σε απόλυτη ηρεμία, ενώ όταν είναι ταραγμένη και όσο πιο ακραίο είναι το πάθος, τόσο περισσότερο ανοίγει το στόμα και τόσο περισσότερο συστρέφονται οι μύες του προσώπου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα δόντια σπάνια εμφανίζονται σε πορτρέτα. Ωστόσο, στα τέλη του 18ου αιώνα, η Γαλλίδα καλλιτέχνης Élisabeth-Louise Vigée-Le Brun, συγγενής του ίδιου του Le Brun και μία από τις πιο διάσημες προσωπογράφους της εποχής, σπάει τους κανόνες της δυτικής τέχνης και ζωγραφίζει τον εαυτό της να χαμογελά με ανοιχτό στόμα μαζί με την Julie, την κόρη της.

 

«Ένα στοιχείο που αποδοκιμάζουν οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι του καλού γούστου και οι συλλέκτες, για το οποίο δεν υπάρχει προηγούμενο από την αρχαιότητα, είναι η επίδειξη των δοντιών όταν γελάμε», έγραψε ένας κριτικός που είδε τον πίνακα της Vigée-Le Brun και της κόρης της στο Σαλόνι του Λούβρου το 1787. Λόγω του πίνακα προκλήθηκε ένα «μικρό σκάνδαλο» που έφτασε μέχρι τις Βερσαλλίες, σύμφωνα με την ιστορικό Sabine Melchior-Bonnet. Στο βιβλίο Το γέλιο των γυναικών, ένα χαρούμενο και αποκαλυπτικό δοκίμιο, η Melchior-Bonnet υποστηρίζει ότι το γέλιο υπήρξε ένα είδος εκδίκησης για τις γυναίκες, οι οποίες επί αιώνες στερούνταν την πρόσβαση στην εκπαίδευση, τον λόγο και τη γραφή, και ως εκ τούτου έβλεπαν το χιούμορ ως μια μορφή ανατροπής κατά της πατριαρχικής τάξης, τουλάχιστον στη Δύση.

«Κοιτάζω αυτή τη στιγμή στον υπολογιστή μου τον υπέροχο πίνακα της Vigée-Le Brun με την κόρη της στην αγκαλιά. Το στόμα της ελαφρώς ανοιχτό, μια λεπτή λευκή γραμμή υποδηλώνει τα δόντια της. Τίποτα το προσβλητικό!», αναφέρει η Melchior-Bonnet από το Παρίσι, η οποία εργάστηκε στο διάσημο Collège de France και έχει περάσει δεκαετίες ερευνώντας την Ιστορία της Ευαισθησίας, ένα ρεύμα που εγκαινιάστηκε από τον Γάλλο ιστορικό της Σχολής των Annales, Lucien Febvre, τη δεκαετία του 1940 και το οποίο επικεντρώνεται στις διασταυρώσεις μεταξύ ιστορίας και ψυχολογίας. Το έργο της έχει επικεντρωθεί στα συναισθήματα και τη συναισθηματική ζωή, όπως η σχέση των «μεγάλων ανδρών», του Λουδοβίκου ΙΔ΄, του Ναπολέοντα, του Στάλιν, με τις μητέρες τους ή οι πολιτισμικές αλλαγές γύρω από τη διάλυση του έρωτα. Άλλα βιβλία της είναι Η ιστορία του καθρέφτη (Historia del espejo, μεταφρασμένο το 2014 από την Alianza) και Η ιστορία της μοναξιάς (Historia de la soledad, 2023).

«Στο παρελθόν, οι γυναίκες που επέτρεπαν στον εαυτό τους να γελάσει έχαναν μέρος της ομορφιάς τους ανοίγοντας διάπλατα το στόμα τους, δείχνοντας τη γλώσσα τους, επιδεικνύοντας συχνά ατελή δόντια, κάνοντας θόρυβο (που συχνά συγκρίνεται με κραυγή ζώου) και, πάνω απ’ όλα, χάνοντας τον αυτοέλεγχο», εξηγεί η συγγραφέας. Το χαμόγελο προσθέτει ομορφιά, ενώ το μεταδοτικό, ανεξέλεγκτο γέλιο είναι επικίνδυνο όταν μετατρέπεται σε νευρικό γέλιο. Αυτή η δυσπιστία για το γέλιο των γυναικών ήταν διαδεδομένη στην αριστοκρατία, στη ζωή των σαλονιών, αλλά και οι λαϊκές παροιμίες προειδοποιούσαν τις νεαρές γυναίκες ότι το ελεύθερο γέλιο τις έκανε «εύκολες». Σε γενικές γραμμές, [σε όλη την ιστορία] οι γυναίκες αναμενόταν να είναι διακριτικές και ευγενικές. Το να γελούν και το να κάνουν τους άλλους να γελούν ήταν ανδρικό προνόμιο. Το γέλιο έχει εδώ και πολύ καιρό μια έμφυλη διάσταση.

Με τη Vigée-Le Brun γεννήθηκε όχι μόνο το γυναικείο χαμόγελο, αλλά και το σύγχρονο χαμόγελο, εξηγεί ο Βρετανός ιστορικός Colin Jones στο δοκίμιό του Το χαμόγελο: Μια ιστορία (The smile: a history, 2022). Αν το δούμε από απόσταση, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι λίγα χρόνια μετά από το έργο της, άρχισαν να κυκλοφορούν στην Ευρώπη μερικά από τα πρώτα φεμινιστικά κείμενα, όπως η Διακήρυξη των δικαιωμάτων της γυναίκας, της Olympe de Gouges (1791) και η Δικαίωση των δικαιωμάτων της γυναίκας, της Mary Wollstonecraft (1792). Ωστόσο, το γέλιο, αυτός ο ανεξέλεγκτος σπασμός, θα αργούσε να γίνει κοινωνικά αποδεκτός, εν μέρει επειδή δεν ήταν εύκολο να εξαλειφθούν τα στερεότυπα της γελοιοποίησης, της τρέλας, των διαταραχών και των ελαττωμάτων που η πατριαρχική κοινωνία συνέδεε με τις γυναίκες που γελούσαν και τα οποία το θέατρο εκμεταλλευόταν από τις απαρχές του, μέσω μορφών όπως οι Βάκχες και οι Μαινάδες στην αρχαία Ελλάδα και, αργότερα, οι μάγισσες, οι κουτσομπόλες, οι πόρνες και οι ελευθεριάζουσες.

«Τον 19ο αιώνα ήταν τα καμπαρέ και ο κόσμος της ηδονής που άνοιξαν τις πόρτες τους σε γυναίκες που γελούσαν μέχρι να δείξουν τον λαιμό τους. Τα πράγματα άλλαξαν μόνο τον 20ό αιώνα. Το γέλιο μπορούσε να είναι όμορφο, “μαργαριταρένιο”, αστείο, ωστόσο δεν ήταν ανεξέλεγκτο. Για παράδειγμα, στον κινηματογράφο του Χόλιγουντ, όπου οι σταρ έμοιαζαν να γελούν ελεύθερα, το γέλιο εξακολουθούσε να είναι πολύ ελεγχόμενο», λέει η Melchior-Bonnet. Στο βιβλίο της κάνει ένα ταξίδι στη λογοτεχνία, την τέχνη, την ιατρική, το θέατρο, την πολιτική και τον κόσμο της ψυχαγωγίας για να γράψει μια ιστορία που, πάνω απ’ όλα, είναι η ιστορία «μιας σχολαστικής προσπάθειας συγκράτησης της γλώσσας του σώματος στο όνομα της ομορφιάς, της λεπτότητας και της ευγένειας, σύμφωνα με ένα χιλιόχρονο αρχέτυπο θηλυκότητας».  

Η κατάκτηση του γυναικείου γέλιου είναι μια κατάληψη της εξουσίας, προειδοποιεί, αλλά και ένας αγώνας κατά της καταπίεσης: είναι η απελευθέρωση του σώματος και η ανάκτηση του δικαιώματος στην απόλαυση.

Το 2007, ο διάσημος Άγγλος συγγραφέας Κρίστοφερ Χίτσενς τα έβαλε με τη μισή ανθρωπότητα (με το 49,6%, για την ακρίβεια, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ) σε μια στήλη που έγραφε με τη συνήθη δίψα του για πρόκληση σκανδάλου στο περιοδικό Harper’s Bazaar. «Γιατί οι γυναίκες δεν είναι αστείες;», αναρωτιόταν στον τίτλο ενός καυστικού κειμένου -βιτριολικού, για την ακρίβεια- που έμεινε στην ιστορία για τη χυδαιότητά του. Αφού η «Μητέρα Φύση» δεν φέρθηκε πολύ καλά στους άνδρες, έγραφε ο Χίτσενς, ο μόνος τρόπος για να προσελκύσουν τις γυναίκες είναι να τις κάνουν να γελάσουν, ενώ εκείνες δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα για να τους αποπλανήσουν πέρα από το να υπάρχουν. «Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι γυναίκες δεν έχουν αίσθηση του χιούμορ», γράφει, αναφέροντας ως παραδείγματα τις Αμερικανίδες συγγραφείς Dorothy Parker, Nora Ephron και Fran Lebowitz, πριν τελειώσει με μια άλλη ανοησία: «Ωστόσο, αν το καλοσκεφτούμε, οι περισσότερες από αυτές είναι σωματώδεις, λεσβίες ή Εβραίες, ή ένας συνδυασμός και των τριών».

Η στήλη αυτή έχει αναφερθεί ατελείωτες φορές όταν μιλάμε για το χιούμορ και τις γυναίκες, ίσως επειδή αντικατοπτρίζει αυτό που η Sabine Melchior-Bonnet αποκαλεί «προγονικό φόβο των ανδρών για ένα γυναικείο γέλιο που ξεχειλίζει». Ένα μονόπλευρο γέλιο μπορεί να είναι ένα χτύπημα ικανό να ταπεινώσει τον άνδρα απέναντί του. «Υπονοεί την ανωτερότητα εκείνου που γελάει και υπογραμμίζει την αντιστροφή των ρόλων», αναφέρει η συγγραφέας. Αυτό θα εξηγούσε, εν μέρει, γιατί ο πατριαρχικός, φαλλοκρατικός δυτικός πολιτισμός έχει εναντιωθεί στις γυναίκες που γελούν και έχει τοποθετήσει έναν «ιδεολογικό ζουρλομανδύα» πάνω στα σώματά τους.  

«Από την εποχή της Εύας, οι γυναίκες ήταν πάντα μάγισσες, σύμμαχοι του διαβόλου και διεφθαρμένες, που γελούν για να εξαπατούν καλύτερα τους άνδρες, να καταναλώνουν ή να σφετερίζονται τις ανδρικές πράξεις», εξηγεί η ίδια. Στο βιβλίο της αφιερώνει αρκετές σελίδες στην ανάλυση του ευρωπαϊκού ιατρικού και φιλοσοφικού λόγου που δαιμονοποίησε το γέλιο και τον 19ο αιώνα το μετέτρεψε ακόμη και σε σύμπτωμα γυναικείας υστερίας, σε αντίθεση με την υποχονδρία που συνδέεται με το ανδρικό πνεύμα.

Η Melchior-Bonnet εντοπίζει μια σειρά από «φοβισμένους άνδρες» στη δυτική λογοτεχνία, μεταξύ των οποίων ο Σταντάλ, ο Μπαλζάκ και ο Ζολά, αλλά και γυναίκες συγγραφείς που πήγαν κόντρα στο ρεύμα και χρησιμοποίησαν το χιούμορ, όπως η Christine de Pizan τον 14ο αιώνα, η Madame de Sévigné τον 17ο αιώνα, και, αργότερα, η Virginia Woolf, η Colette, η Marguerite Duras και η Nathalie Sarraute. Η Woolf, μάλιστα, αφιέρωσε ένα δοκίμιο στην Αξία του γέλιου (1905), στο οποίο έλεγε ότι το γέλιο έχει τη δύναμη να «γδύνει» τον άλλον: «μας δείχνει τα όντα όπως είναι, απογυμνωμένα από τις λάμψεις του πλούτου, της κοινωνικής θέσης και της μόρφωσης».

«Το γέλιο είναι μια μεγάλη τέχνη και ένα μεταμφιεσμένο όπλο που μπορεί να είναι ακόμη πιο χρήσιμο για τις γυναίκες, καθώς ξεκινάει με καλοσύνη και στη συνέχεια χτυπάει αιφνιδιάζοντας έναν ανυποψίαστο αντίπαλο. Ο φεμινισμός και η αυξανόμενη ισότητα των φύλων έχουν διευρύνει το πεδίο του γέλιου. Τώρα είναι η σειρά των γυναικών να το χρησιμοποιήσουν», λέει η ιστορικός. Μάλιστα, υποστηρίζει ότι η Σιμόν ντε Μποβουάρ δεν κάνει καμία αναφορά στο χιούμορ στο βιβλίο Το δεύτερο φύλο (1949), κάτι που εξακολουθεί να αποτελεί συνήθεια για τις γυναίκες που εργάζονται σε ιστορικά ανδρικούς τομείς, όπως η πολιτική ή η διανόηση. Για να σε πάρουν στα σοβαρά, πρέπει να είσαι σοβαρή γυναίκα. Στη Χιλή, αρκεί να σκεφτεί κανείς τη σκυθρωπή εικόνα της Gabriela Mistral, η οποία στην πραγματικότητα «γελούσε από τα πνευμόνια της […], ιδίως απέναντι στους αποπνικτικούς πολιτικούς και διανοούμενους», λέει ο Maximiliano Salinas στο Γέλιο της Γκαμπριέλα Μιστράλ (La risa de Gabriela Mistral, 2010).

«Το στερεότυπο για τις γυναίκες είναι ότι είναι λιγότερο αστείες. Και αυτό που δείχνουν οι περισσότερες μελέτες [σήμερα] είναι ότι, πρώτον, χρησιμοποιούν λιγότερο χιούμορ και, δεύτερον, λένε ότι θέλουν να χρησιμοποιούν λιγότερο χιούμορ», δηλώνει ο Andrés Mendiburo, Χιλιανός ακαδημαϊκός που ειδικεύεται στο θέμα, ο οποίος αναφέρεται επίσης σε έρευνες που αποδεικνύουν ότι, σε τομείς όπως η πολιτική και η εκπαίδευση, όσες κάνουν αστεία αποδοκιμάζονται. Δεν είναι και τόσο παράξενο. Τα ταμπού αρνούνται να πεθάνουν και οι αλλαγές είναι αργές, μας υπενθυμίζει η Melchior-Bonnet: «Η πολιτιστική ιστορία των γυναικών ακολουθεί τον δικό της ρυθμό, όχι από την πλευρά ενός καταστροφικού γέλιου, αλλά μάλλον από την πλευρά ενός ζωτικού, επαναστατικού σχεδίου, άρρηκτα συνδεδεμένου με τη χειραφέτηση, από τα τέλη του 19ου αιώνα. Γιατί υπάρχει ένας συγκεκριμένος και προφητικός ήχος σε αυτό το γυναικείο γέλιο, το οποίο σταδιακά απελευθερώνεται σε μια εποχή που η εξουσία της γνώσης και η πατριαρχική ιδεολογία ραγίζουν».

Στον 21ο αιώνα που οι γυναίκες έχουν γίνει ακόμη και «επαγγελματίες κωμικοί», υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος να διανυθεί (τον Φεβρουάριο, για παράδειγμα, πολλές γυναίκες κωμικοί που εμφανίστηκαν στο Φεστιβάλ της Βίνια διαμαρτυρήθηκαν στον Τύπο επειδή αμφισβητήθηκε το ταλέντο τους ή επικρίθηκε η εμφάνισή τους ή το λεξιλόγιό τους). Ίσως το δικαίωμα στο γέλιο να είναι ένας από τους φεμινιστικούς αγώνες που εκκρεμούν. «Οι οικονομικές, κοινωνικές και νομικές κατακτήσεις των γυναικών αποτελούν σημαντικές προόδους προς την ελευθερία, αλλά η ελευθερία θα παραμείνει αφηρημένη χωρίς ανεξάρτητο και σκωπτικό λόγο, χωρίς γέλιο και ειρωνεία», έγραφε ο Ζιλ Λιποβέτσκι το 1997. Το αστείο είναι ότι ξέχασε να αναφέρει ότι μια γυναίκα, η φιλόσοφος Hélène Cixous, είχε πει το ίδιο πράγμα είκοσι ένα χρόνια νωρίτερα: «Πολιτισμικά, οι γυναίκες έχουν κλάψει πολύ, αλλά μόλις τελειώσουν τα δάκρυα, αυτό που θα περισσεύει θα είναι το γέλιο. Θα είναι ξεσπάσματα, θα είναι εκχύσεις, θα είναι ένα χιούμορ που δεν θα περίμενε κανείς να βρει σε αυτές, αλλά που είναι αναμφίβολα η μεγαλύτερη δύναμή τους».  

Οι γυναίκες θα γελάσουν τελευταίες, προέβλεψε η Cixous το 1976. Και ξέρουμε όλοι πώς τελειώνει το ρητό: ότι θα γελάσουν καλύτερα.


Τη μετάφραση του Κώστα Φωτίου επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Αναδημοσίευση

Το περιοδικό Μarginalia σε εξαιρετικές περιπτώσεις αναδημοσιεύει κείμενα ή αποσπάσματα κειμένων μετά από συνεννόηση με τους εκδότες/τις εκδότριες και τους/τις συγγραφείς ή μεταφράστριες/μεταφραστές τους.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange