Το κοινωνικό κράτος ως μηχανισμός επιτήρησης και καταστολής. Η αμερικανοποίηση του ελληνικού παραδείγματος

Η εμμονή του κράτους να απωλέσει οποιοδήποτε κοινωνικό χαρακτηριστικό στον βωμό μιας κάλπικης ασφάλειας δεν φέρνει φυσικά κανενός είδους δικαιοσύνη, αλλά οξύνει διαρκώς τα περιστατικά της θεσμικής ανομίας και της κοινωνικής αδικίας.

Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσει ο μετασχηματισμός του ελληνικού κοινωνικού κράτους σε μηχανισμό επιτήρησης και καταστολής. Από την περίοδο της οικονομικής κρίσης μέχρι και σήμερα, το κράτος εκτραχύνεται, καθώς χρησιμοποιεί το μονοπώλιο της βίας που διαθέτει, για να ασκήσει μια ιδιάζουσα κοινωνική πολιτική η οποία παραπέμπει σε μια παροχή ελάχιστης διαβίωσης για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, ενώ την ίδια ώρα στιγματίζει ή ασκεί βία σε ευάλωτους ανθρώπους, όλους εκείνους δηλαδή που δεν συνάδουν με τα πρότυπα του αστυνομοκρατικού καθεστώτος που έχει εδραιωθεί.

Θα επιχειρηθεί η εξέταση της ελληνικής πορείας, η οποία ακολουθεί κατά πόδας το νεοφιλελεύθερο μοντέλο των ΗΠΑ, όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και σε ιδεολογικό, στη λογική του δόγματος Νόμος και Τάξη, πράγμα που σημαίνει ότι δίνεται προτεραιότητα σε πολιτικές που υποβαθμίζουν τις κοινωνικές δαπάνες και τα κοινωνικά δικαιώματα κάτω από τον μανδύα μιας ψευδεπίγραφης εθνικής ασφάλειας.

Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου

Το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με αποκορύφωμα το γκρέμισμα της Lehman Brothers, που σαν ορμητικό κύμα ξεκίνησε από τις ΗΠΑ το 2007, για να παρασύρει και τις ευρωπαϊκές οικονομίες στο πέρασμά του, έδωσε ένα πρόωρο τέλος στη νεοφιλελεύθερη φενάκη, εκείνη δηλαδή που εξυμνούσε το καπιταλιστικό σύστημα ως το καλύτερο που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, κάνοντας συγχρόνως ιδιαίτερη μνεία για το τέλος της Ιστορίας (Φουκουγιάμα) μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Οι τεράστιες ενέσεις κρατικού χρήματος δεν στάθηκαν ικανές να βγάλουν τον καπιταλισμό από το αδιέξοδο που του προκάλεσε η φούσκα των ακινήτων και η κολοσσιαία κατάρρευση γιγαντιαίων -ουσιαστικά όμως με πήλινα πόδια- χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ήτοι των αγορών, που υποτίθεται ότι παρά τα προβλήματά τους θα αυτορυθμίζονταν με τη βοήθεια κάποιας αόρατης χειρός ή με τις συνεχείς ανακεφαλαιοποιήσεις του τραπεζικού συστήματος.

Παρά τις γνώσεις των γκουρού του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και σε αντίθεση με τις ευνοϊκές γνωμοδοτήσεις των οίκων αξιολόγησης, η κρίση άνθισε και γέννησε τεράστια χρέη στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, με τη λιτότητα και την περικοπή των κοινωνικών δαπανών να καθίστανται η νέα δυσβάσταχτη πραγματικότητα για εκατομμύρια ανθρώπους. 

Στην Ελλάδα, έγινε μια συστηματική προσπάθεια από τα πάνω (ΜΜΕ, κυβέρνηση, ΕΕ) να ενοχοποιηθεί για την οικονομική κρίση και τα παρελκόμενα μέτρα λιτότητας ο απλός πολίτης, ο καθημερινός εργαζόμενος, που χαρακτηρίστηκε συλλήβδην ως τεμπέλης και φιλήδονος, την ίδια ώρα που οι οικονομικοί δείκτες έδειχναν το αντίθετο. Πράγματι, το ελληνικό εργατικό δυναμικό, εργαζόταν περισσότερο και με μεγαλύτερη ένταση, συγκριτικά με τα ευρωπαϊκά δυναμικά, μα διαπίστωνε δυστυχώς ότι παρά την εξαντλητική και στα όρια της εξουθένωσης, προσπάθειάς του, η ποιότητα της διαβίωσής του ολοένα και συρρικνωνόταν.

Παράλληλα, στον βωμό της κερδοφορίας του εθνικού κεφαλαίου, τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα υποχωρούσαν, με την υποαπασχόληση να ευδοκιμεί, στο όνομα της ευελιξίας και της ενεργούς κινητικότητας, σε συνθήκες ακραίας εμπορευματοποίησης και επισφάλειας. Η μακροχρόνια ανεργία στις πιο παραγωγικές ηλικίες κατισχύει, ενώ η ύπαρξη του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού, που συγκροτείται από φτωχά μεταναστευτικά στρώματα, δημιουργεί κοινωνικό αναβρασμό και καίει συθέμελα την κοινωνική συνοχή, προκαλώντας εκρήξεις ρατσισμού και ακροδεξιάς βαρβαρότητας.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις ακολουθούν κατά γράμμα την ευρωπαϊκή ατζέντα, με την τεχνοκρατική πολιτική να διαμορφώνει μια σκληρή καθημερινότητα για τον λαϊκό πληθυσμό. Οι κοινωνικές δαπάνες μειώνονται γοργά, ενώ ακόμα και η ίδια η ιδιότητα του πολίτη διαρρηγνύεται, αφήνοντας πίσω της βαθιές ρωγμές στον κοινωνικό δεσμό της χώρας.

Στα σκοτεινά χρόνια των μνημονιακών πολιτικών, η μαύρη εργασία βρίσκεται στο επίκεντρο των προβλημάτων, η παραοικονομία γιγαντώνεται, ενώ οι μισθοί πείνας και η αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών, γεννούν όχι μόνο την κατάρρευση της μεσαίας τάξης, αλλά και τη φτωχοποίηση ολοένα και μεγαλύτερου ποσοστού του πληθυσμού.

Το χρέος εργαλειοποιείται, αποτελώντας μια τεχνική διαχείρισης των μαζών, με τις κυβερνήσεις να το χρησιμοποιούν επιδέξια για να τρομοκρατήσουν τα πλήθη, να αποσπάσουν την κοινωνική συναίνεση στις ακραίες πολιτικές τους, αλλά και να αμβλύνουν τις όποιες δυναμικές αντιστάσεις.

Σε ένα περιβάλλον αποστέρησης, μεγάλες ομάδες του πληθυσμού περιθωριοποιούνται και αποκλείονται, με την πρόσβασή τους στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη να καθίσταται αδύνατη. Σε μια τέτοια οικονομία, οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται ως επαίτες και υπεύθυνοι των δεινών τους, άξιοι μόνο για καταστολή, στιγματισμό και ενοχοποίηση. Ο λαός αντιμετωπίζεται δηλαδή ως ο εσωτερικός εχθρός που διασαλεύει την ασφάλεια και την τάξη των πιο προνομιούχων ομάδων.

Στην Ελλάδα, ο χρεωμένος άνθρωπος αναδεικνύεται σε μια νέα οντότητα, βολική για το κυρίαρχο σύστημα, πίσω από το οποίο κρύβεται σε κοινή θέα, η λεηλασία των δημόσιων ταμείων, η υποχώρηση των κοινωνικών κατακτήσεων, η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η αγοραία εξύφανση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με το εμπορικό δίκαιο στο πεδίο της απασχόλησης.

Η χώρα και οι κάτοικοί της μετατράπηκαν συνειδητά σε μια αποικία μη βιώσιμου χρέους, με το κοινωνικό κράτος να εκφυλίζεται σε ένα ελάχιστο δίχτυ προστασίας των πλέον ευάλωτων, με τα δικαιώματα να εκπίπτουν σε χρέη που τα κουβαλούν και θα τα κουβαλούν μαζί τους γενιές και γενιές εξαθλιωμένων από τη γέννηση μέχρι και τον θάνατό τους.

Το χρέος κατασκευάζει τον ιδανικό ιδεότυπο του πολίτη για την καθεστηκυία τάξη, εκείνου που δεν έχει παρόν και μέλλον, εκείνου που είναι υποχρεωμένος να υποχωρεί στις απαιτήσεις του κεφαλαίου και να δέχεται την οποιαδήποτε έκπτωση στη ζωή του, με αντάλλαγμα μερικά ψίχουλα από τα κέρδη των ισχυρών (trickle down economics), ίσα-ίσα για να διαβιεί μέρα με τη μέρα.

Τα χρόνια της λιτότητας σηματοδοτούν την όξυνση των ταξικών ανισοτήτων, την υποχώρηση των συλλογικών διεκδικήσεων και την εξατομίκευση των κοινωνικών κινδύνων, με ανθρώπους ψυχικά καταρρακωμένους και ανήμπορους να βάλουν φρένο στην επέλαση της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας.

Η πανδημία των ανισοτήτων και τα καθεστώτα εξαίρεσης

Χαρακτηριστικό παράδειγμα εξαίρεσης είναι η πανδημική κρίση, όπου η κατάσταση έκτακτης ανάγκης μετατρέπεται σε ένα φυσιολογικό μοντέλο διακυβέρνησης. Η εξαίρεση αυτή ωστόσο δεν είναι αντίθετη από τον κυρίαρχο τρόπο οργάνωσης των κοινωνιών, καθώς όχι μόνο δεν αμφισβητεί τον καπιταλισμό και το δίκαιο των αγορών, αντίθετα μάλιστα τον επιβεβαιώνει ως ένα ακόμα ενδημικό φαινόμενο που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό του, διευρύνοντας τα όρια της επικυριαρχίας του.

Η ικανότητα του καπιταλισμού να ενσωματώνει στο οπλοστάσιό του ακόμα και τις πανδημίες για να ενισχύει τη δυναμική του, είναι εμφανής, βρίσκοντας έτσι την ευκαιρία να περιορίσει τη συνταγματική ελευθερία των ανθρώπων, να απορρυθμίσει την υφιστάμενη κανονικότητα, όπως επίσης και να διαρρήξει το κεκτημένο κοινωνικό συμβόλαιο.

Στο διαμορφωμένο καθεστώς εξαίρεσης, η κυριαρχία, ως η υλική εκφορά των εκάστοτε κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών δύναμης, έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στα σώματα των κυριαρχούμενων, παρακάμπτοντας πολλές φορές το νομικό πλαίσιο, ως αδήριτη αναγκαιότητα μπροστά στον υγειονομικό κίνδυνο, προκειμένου να επιβάλει μια νέα πραγματικότητα, αυτή του πολέμου με τον αόρατο εχθρό, όπου στο βωμό της μάχης τα πάντα επιτρέπονται, ακόμα και η αποστέρηση των πιο ζωτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Το καθεστώς κυριαρχίας εξουσιάζει δεσποτικά τους πολίτες του, οι οποίοι μοιρολατρικά αποδέχονται τον εκφυλισμό των ελευθεριών τους, στο όνομα της ασφάλειας. Στο συγκεκριμένο αποπνικτικό πλαίσιο, οι άνθρωποι μετατρέπονται εκούσια σε δεσμώτες, εκχωρώντας τις ζωές τους στο ίδιο το σύστημα που τους χαλιναγωγεί βάναυσα.

Με την εξάπλωση της πανδημίας COVID-19 στην Ελλάδα το 2020, έγινε αντιληπτό ότι στον καπιταλισμό ενδημεί δομικά η ανισότητα, όχι μόνο στην αναδιανομή των πόρων, αλλά και στην κατανομή ισότιμων ευκαιριών στη ζωή και στον θάνατο, με τα φτωχότερα στρώματα να πλήττονται σφοδρότερα, ελέω της υποβαθμισμένης ταξικής τους θέσης.

Ο κορονοϊός εκδημοκράτισε τον θάνατο, με τις κυβερνητικές αρχές να τον χρησιμοποιούν ως όπλο για την επέκταση των δημοσιονομικών τους πολιτικών, την ίδια ώρα που δημιουργούσαν τις στέρεες εκείνες βάσεις, που εξέθεταν στην κοινωνία το μικρόβιο του κοινωνικού αυτοματισμού, κατηγορώντας ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού ως υγειονομική απειλή, παρακάμπτοντας έτσι την ανάληψη της ευθύνης για την αδυναμία αντιμετώπισης του φαινομένου και την υιοθέτηση αποτελεσματικών εργαλείων δράσης και προστασίας των κατοίκων της χώρας.

Την περίοδο αυτή η κρατική εξουσία ασκεί κατά κύριο λόγο το κυριαρχικό της δικαίωμα στην θνητότητα των ανθρώπων, διαχωρίζοντας τις ζωές σε εκείνες που αξίζουν να σωθούν και στις υπόλοιπες που στερούνται οποιουδήποτε νοήματος σωτηρίας, ορίζοντας δηλαδή ανισότιμα το δικαίωμα στη ζωή και στον θάνατο.

Κατά τον Ακίλε Μπέμπε, το Κράτος σε χρόνους έκτακτης ανάγκης όπως αυτοί της πανδημίας, βρίσκει την ευκαιρία να μετασχηματιστεί, χωρίς χρονοτριβή, σε ένα καθεστώς μόνιμης εξαίρεσης, διαφεντεύοντας με τις «νεκροπολιτικές» του τα σώματα των ανθρώπων, προάγοντας συγχρόνως τον στιγματισμό και κατ’ επέκταση τον ρατσισμό, μεταθέτοντας τις αποτυχίες του στους πλέον ευάλωτους πληθυσμούς, όπως είναι οι πρόσφυγες, οι τοξικοεξαρτημένοι ή οι άστεγοι, δημιουργώντας αποδιοπομπαίους τράγους, πάνω στους οποίους εγγράφεται η εικόνα του Εχθρού, του απειλητικού Άλλου, ο μύθος του «βάρβαρου» που επιβουλεύεται την υγεία των νομοταγών πολιτών.

Ο Φουκώ επίσης, χρησιμοποιώντας τον όρο «βιοεξουσία, είχε αντιληφθεί δεκαετίες νωρίτερα», ότι η εξουσία, σε περιόδους κρίσης, προάγει τον φυλετικό και κοινωνικό ρατσισμό, περιθωριοποιώντας τις ανθρώπινες υπάρξεις, χωρίς συστολή, επιτρέποντας στον κρατικό μηχανισμό να βιαιοπραγεί, ακόμα και θανάσιμα, ενάντια σε όλους εκείνους που δεν συμμορφώνονται στις αυταρχικές επιταγές του.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, ότι για το κυρίαρχο σύστημα, η πανδημία πήρε τις διαστάσεις μιας ατέρμονης πολεμικής σύρραξης με έναν αόρατο εχθρό, καθώς με αυτό τον τρόπο απέκτησε το πρόσχημα να επεμβαίνει πολιτικά στα σώματα των ανθρώπων, υιοθετώντας μια κατασταλτική λογική, ολιστικής ρύθμισης, της ίδιας της θνητότητας. Ο νεοφιλελευθερισμός μετατράπηκε γοργά σε έναν «νεκροφιλελευθερισμό», διαμελίζοντας τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής, αφήνοντας πίσω του, ένα κατακερματισμένο σύνολο ατόμων, στιγματισμένων οντοτήτων, των «ενόχων» του περιθωρίου που τους αξίζει ο θάνατος για τα δεινά που υποτίθεται ότι προκάλεσαν στην υπόλοιπη, «κανονική» κοινότητα.

Οι νεκροπολιτικές αντιμετώπισης του COVID-19 όπως είναι φυσιολογικό άφησαν πολλαπλά τραύματα και στη ψυχική υγεία, με εκατομμύρια ανθρώπους παγκόσμια να ζουν διαρκώς σε μια τρομώδη κατάσταση, παρόμοια με εκείνη που θα βίωναν στο πεδίο μιας θανατηφόρας μάχης.

Ομοίως, στην Ελλάδα η ψυχική υγιεινή του πληθυσμού επιδεινώθηκε, κάτι αναμενόμενο σε ένα θνησιγενές καθεστώς, πολιτικά ανίκανο να διαχειριστεί την πολεμική -όπως το ίδιο την ονόμασε- επιδημιολογική κρίση, μέσα στην οποία ο θάνατος κανονικοποιήθηκε και η ανθρώπινη ζωή -των φτωχότερων πάντα- ευτελίστηκε περαιτέρω.

Η αδύνατη διαβίωση των κοινών θνητών, των λαϊκών τάξεων δηλαδή, σε συνθήκες διαρκούς εγκλεισμού, στα ασφυκτικά σύγχρονα αστικά κέντρα, η αναγκαστική συνύπαρξη ζωντανών και νεκρών στα περιχαρακωμένα όρια, μιας αποκλεισμένης από τον υπόλοιπο κόσμο Αθήνας (η μεγαλούπολη της Αθήνας, μιας και συγκεντρώνει περίπου τον μισό πληθυσμό της Ελλάδας, χρησιμοποιείται εδώ ως ένα κράτος εν κράτει), μόνο επιβάρυναν τον ψυχικό πόνο, προκαλώντας επιπρόσθετους θανάτους, οι οποίοι θα μπορούσαν να αποφευχθούν, εάν η πολιτική Αρχή της χώρας δεν είχε εκπέσει στο θλιβερό επίπεδο της τρομοϋστερίας, ικανοποιώντας μονάχα τις καιροσκοπικές της επιδιώξεις.

Στα χρόνια της κατίσχυσης του ιού, με τις εκατόμβες των νεκρών, το σύνολο των Ελλήνων, με το να είναι αναγκασμένοι να βλέπουν τους συμπολίτες τους, να πεθαίνουν ο ένας πάνω στον άλλο, ανήμποροι σε έναν κόσμο θανάτου, δίχως ασφαλείς αποστάσεις, διαπίστωσαν ότι η ζωή τους στερείται νοήματος, την ίδια ώρα μάλιστα που τα κέρδη των ολίγων αυξάνονταν με καταιγιστικούς ρυθμούς.

Η δυστυχία επομένως αποδεικνύεται άνιση, με τα επώδυνα φορτία της να βαραίνουν τις πλάτες ενός χρόνια χειμαζόμενου λαού. 

Ο νεοφιλελεύθερος μετασχηματισμός του κοινωνικού κράτους

Μία από τις βαρύτερες συνέπειες της μεγάλης ύφεσης, ήταν η εξαΰλωση του κοινωνικού κράτους, υποβαθμίζοντάς το σε πολλές χώρες σε έναν οριακό θεσμό παροχής ελάχιστης παρέμβασης για την προστασία των πιο ευάλωτων πληθυσμών.

Ήδη, από τη δεκαετία του 1970, με τις πετρελαϊκές κρίσεις, οι επικριτές των γενναιόδωρων κρατικών παροχών, κατέκριναν το Κράτος της Χρυσής Περιόδου (1945-75) ως δαπανηρό και αναποτελεσματικό. Η Κεϋνσιανή Συναίνεση, πάνω στην οποία ρυθμίστηκε το μεταπολεμικό κράτος ευημερίας (ιδεοτυπικά και με διαφορές από χώρα σε χώρα), στηρίχτηκε στην αντίληψη ότι η κρατική παρέμβαση στην οικονομία, με σημαντική αναδιανομή των πόρων από πάνω προς τα κάτω, σε συνδυασμό με την ισχυροποίηση του θεσμού της πλήρους απασχόλησης και την ουσιαστική εφαρμογή της ιδιότητας του πολίτη, θα ωφελούσε το σύνολο της κοινωνίας, αποσπώντας τη συναίνεση των κοινωνικών εταίρων, με στόχο την αποφυγή ακραίων καταστάσεων της μακροοικονομικής ανισορροπίας, όπως είναι η φτώχεια και η ανεργία.

Η θεσμική κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων (Marshall), θα ωφελούσε την ενεργή συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, προσφέροντάς τους καθολική πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, συμβάλλοντας έτσι στην ποιοτική απόλαυση της ζωής, αλλά και σε μία ταξική ανακωχή μεταξύ των διαφόρων ομάδων πίεσης, προς όφελος της αστικής δημοκρατίας εντός του καπιταλισμού.

Ωστόσο, μια σειρά γεγονότων, όπως η πολιτική αποδυνάμωση της σοσιαλδημοκρατίας, η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και η παγίωση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, οδήγησαν σε ριζικές αλλαγές σε αξιακό και ιδεολογικό επίπεδο, σε μια αναδιάρθρωση του κοινωνικοπολιτικού παραδείγματος και τελικά στη μετάβαση από το Κεϋνσιανό μοντέλο ευημερίας σε αυτό του νεοφιλελεύθερου προτύπου.

Στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς ευημερίας, η κρατική παρέμβαση κρίνεται ότι παραβιάζει την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς σε ένα μεταβιομηχανικό και διεθνοποιημένο οικονομοκεντρικό περιβάλλον, όπου η κινητικότητα του κεφαλαίου δεν γνωρίζει εδαφικούς περιορισμούς, γι΄αυτό και αφήνεται να προσφέρει ένα ελάχιστο δίχτυ ασφάλειας για τους ασθενέστερους, ενώ κύριος στόχος του νέου μοντέλου είναι η αντιμετώπιση του πληθωρισμού, μέσω της ευελιξίας και της πολιτικής της ενεργούς κινητικότητας των πολιτών στο πεδίο της απασχόλησης.

Κύριο μέλημα των νέων συσχετισμών δυνάμεων είναι ο περιορισμός των κοινωνικών δαπανών, η αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας, η εξατομίκευση της ευημερίας, αλλά και η κοινωνικοποίηση του πλέγματος των κινδύνων (ανεργία, κοινωνική ασφάλιση, γήρας), που επαφίενται στην εμπορευματοποίηση της εργασίας και στην ατομική καταξίωση των ανθρώπων.

Στο συγκεκριμένο αγοραίο πλαίσιο, η ιδιότητα του πολίτη αποκτά οικονομική διάσταση, ενώ τα κοινωνικά δικαιώματα ανα-εμπορευματοποιούνται, σε μια λογική ατομικής ευθύνης του πολίτη που αντικαθιστά την κρατική ευθύνη, εκφυλίζοντάς τα σε υπολειμματικού χαρακτήρα κεφαλαιοποιητικά δικαιώματα κοινωνικών ελαχίστων για την προστασία των πιο φτωχών, όσων βρίσκονται εκτός των τειχών της συμμετοχής στα κοινά, συνδέοντας έτσι την καθολική πρόσβαση σε πόρους και υπηρεσίες μονάχα με όσους βρίσκονται ήδη εντός της αγοράς εργασίας.

Από το 2008 παρατηρείται μια νομιμοποίηση του υπολειμματικού μοντέλου «ευημερίας» (Νότιο ή Βαλκανικό κοινωνικό κράτος όπως είναι και το ελληνικό), με την κρατική παρέμβαση να εμφανίζεται προς όφελος του κεφαλαίου, με τον καθημερινό πολίτη να αρκείται σε μια επισφαλή διαβίωση που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον μισθό του, μέσα σε ένα κλίμα έντονου ανταγωνισμού και φόβου, ελέω της μεγάλης εργοδοτικής δύναμης, αλλά και της υποβάθμισης των δικαιωμάτων του στον χώρο της εργασίας.

Ο πολίτης αντιμετωπίζεται ως καταναλωτής αγαθών και υπηρεσιών, που με δική του ευθύνη αξιοποιεί τις εμπορευματοποιημένες δυνατότητες που του προσφέρει το σύστημα. Ο ενεργός πολίτης στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς, είναι μια ασταθής οντότητα που άγεται και φέρεται σύμφωνα με τις τάσεις της αγοράς, είναι μία υποκειμενικότητα που έχει δικαίωμα νόμιμης διαμονής σε μια γεωγραφική επικράτεια, αλλά διαθέτει περιορισμένα δικαιώματα πολιτικής συμμετοχής και ευημερίας (έννοια του “denizen”, κατά τον Turner).

Ζει σε μια κοινωνία διακινδύνευσης (Beck), σε έναν κόσμο άκρατου καταναλωτισμού και υποχώρησης του συλλογικού οράματος, όπου το εμπόρευμα συχνά είναι ο ίδιος. Περιβάλλεται από μια αποπνικτική ιδεολογία ατομικής ευθύνης, όπου οι ανισότητες θεωρούνται φυσιολογικές και επιθυμητές, από ένα προνοιακό σύστημα, με «ανθρώπινο» προσωπείο που αποκλείει και ενσωματώνει στις τάξεις του μόνο όσους επιβιώνουν στις αρένες του οικονομικού ανταγωνισμού και της κοινωνικής εξαθλίωσης.

Η Αυτοκρατορία της Επιτήρησης

«Βασικός εχθρός κάθε κυβέρνησης είναι ο λαός της», έγραφε ο σημαντικός στοχαστής Νόαμ Τσόμσκι, έχοντας στον νου του τη δυστοπική πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στις ΗΠΑ, ειδικά μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους το 2001.

Μαζί με την εξαγωγή της «προληπτικής» πολεμικής πολιτικής σε Αφγανιστάν και Ιράκ, οι ΗΠΑ, με την αρωγή των μεγάλων ΜΜΕ, δημιούργησαν ένα ασφυκτικό καθεστώς ελέγχου και παρακολούθησης του πληθυσμού τους, μέσα στο οποίο όλοι οι πολίτες μετατρέπονται δυνητικά σε παραβάτες του νόμου, αποτελώντας απειλή για την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.

Ο κίνδυνος διασάλευσης της κοινωνικής ειρήνης, χρησιμοποιείται στρατηγικά στην προσπάθεια των Αρχών να ελέγξουν το εσωτερικό της χώρας, με την τρομοϋστερία να γίνεται το νούμερο ένα θέμα στα δελτία ειδήσεων. Η εθνική ασφάλεια είναι το διακύβευμα γύρω από την οποία οικοδομείται η αυτοκρατορία της επιτήρησης.

Η νομοθεσία αυστηροποιείται (ψηφίζεται ο τρομονόμος Patriot Act το 2001 και μερικά χρόνια αργότερα ο Freedom Act), με την τρομοκρατία να γίνεται η αφορμή σύλληψης χιλιάδων ανθρώπων (χαρακτηριστική περίπτωση είναι η σύλληψη και η κακοποίηση του ιδρυτή των WikiLeaks, Τζούλιαν Ασάνζ), οι οποίοι φυλακίζονται και βασανίζονται (χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ το Γκουαντάναμο, η κουβανική πόλη που ελέγχεται από τις ΗΠΑ και χρησιμοποιείται σαν ένα στρατόπεδο φυλάκισης και βαναυσότητας, πέρα από την επίσημη νομική εποπτεία των συνταγματικών ανθρώπινων δικαιωμάτων), ως επικίνδυνοι για το αμερικανικό έθνος, μα ουσιαστικά ως αποδιοπομπαίοι τράγοι (οι οποίοι κατασκευάζονται από τους μειονοτικούς, μαύρους και λατινοαμερικάνικους πληθυσμούς), οι εχθροί που ρίχνονται στην πυρά για να φτιασιδώσουν την ανασφάλεια των ΗΠΑ ως μιας τρωτής υπερδύναμης που αγκομαχά να διατηρήσει τα σκήπτρα της εξουσίας της σε πλανητικό επίπεδο.

Τα ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα, το ίδιο το σύστημα δικαιοσύνης εκφυλίζονται σε σημείο τραγικό, με τις πρακτικές σύλληψης και ανάκρισης των κατασταλτικών υπηρεσιών να είναι τόσο βάναυσες που να παραπέμπουν ευθέως σε κρατική τρομοκρατία. Σε ένα τέτοιο έκτακτο καθεστώς δεν υπάρχουν αθώοι, παρά εν δυνάμει εγκληματίες, οι οποίοι καταστέλλονται άμεσα, πριν προλάβουν να θέσουν με τις «κακοποιητικές» πράξεις τους σε κίνδυνο το αμερικανικό σύστημα.

Τα δεινά της οικονομικής ύφεσης, η λαϊκή δυσαρέσκεια και οι πιθανές κοινωνικές αναταραχές, δίνουν το πάτημα στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ, να υιοθετήσουν εξυπνότερες και αποτελεσματικότερες τεχνικές πειθαναγκασμού, να συνδυάσουν δηλαδή τη σωματική καταστολή των tasers με την εκτεταμένη παρακολούθηση της καθημερινότητας των ανθρώπων, με τη βοήθεια της αναδυόμενης τεχνολογίας των κατασκοπευτικών αλγορίθμων, της πληροφορικής και του ελεγχόμενου διαδικτύου.

Η αρχιτεκτονική της κατασκοπευτικής βιομηχανίας σχηματίζεται με τη συνέργεια των κρατικών υπηρεσιών ασφάλειας (NSA,CIA,FBI), των εταιρειών τηλεπικοινωνίας, του στρατιωτικού συμπλέγματος και των πανίσχυρων εταιρειών τεχνολογικής αιχμής, της GAFAM (Google, Amazon, Facebook, Apple, Microsoft), μια συμμαχία που δημιουργεί το πανοπτικό καθεστώς, μέσα στο οποίο οι πάντες φακελώνονται, κατασκοπεύονται και ποδηγετούνται.

Μέσα σε ένα τεχνολογικό σύμπαν ραγδαίων εξελίξεων, όπως αυτές που πραγματοποιούνται στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης, οι καθημερινοί άνθρωποι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τις μεταβολές που συντελούνται γύρω τους, την ώρα που η ψυχική νοσηρότητα αυξάνεται, με το άτομο να κλείνεται στον εαυτό του, μακριά από οποιοδήποτε συλλογικό όραμα και διεκδίκηση.

Η εξάρτηση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πέρα από τις συναισθηματικές πληγές που αφήνει στη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, επιτρέπει και στα ολιγοπώλια της πληροφόρησης, να συλλέγουν δεδομένα από τις συνήθειες και τις επιθυμίες των χρηστών, να σκαλίζουν με τη βοήθεια των αλγορίθμων (δηλαδή, ουσιαστικά, του δικτύου ερευνητών, μαθηματικών, στατιστικολόγων που επεξεργάζονται τα μαύρα κουτιά των δεδομένων) τη ζωή των ανυποψίαστων υποκειμένων, πουλώντας αργότερα τις πληροφορίες σε διαφημιστικές εταιρείες, αλλά και στην ίδια την κυβέρνηση.

Η παρακολούθηση στην εποχή του διαδικτύου, είναι άυλη, πανταχού παρούσα (με τη συνδρομή των δορυφόρων του προγράμματος Echelon -του πλανητικού δικτύου κατασκοπείας και υποκλοπών- και των drones), με το κυριότερο χαρακτηριστικό της να είναι ότι γίνεται με πρωτοβουλία των ίδιων των θυμάτων της, τα οποία την τροφοδοτούν συνεχώς με τις σκέψεις και τους φόβους τους.

Η αμερικανική πραγματικότητα μετασχηματίζεται από μια κοινωνία πληροφορημένη σε αυτή των εκούσιων πληροφοριοδοτών, στα όρια της οποίας οι άνθρωποι αυτοπειθαρχούνται κάτω από τον διαρκή φόβο ότι βρίσκονται υπό συνεχή επιτήρηση από έναν αόρατο τεχνολογικό μηχανισμό κατασκοπείας και υποκλοπής των προσωπικών τους ευαίσθητων στιγμών.

Ο κρατικός έλεγχος της σκέψης σηματοδοτεί το τέλος της ιδιωτικής σφαίρας, με το ιδιωτικό στοιχείο, δηλαδή το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, να εκλαμβάνεται ως μια «ανωμαλία» στην εποχή του διαδικτύου, επιβεβαιώνοντας τη διορατική σκέψη της Χάνα Άρεντ, η οποία είχε προειδοποιήσει έγκαιρα για τον κίνδυνο της ανελευθερίας και του ολοκληρωτικού δεσποτισμού που έχουν να αντιμετωπίσουν οι κοινωνίες εκείνες στις οποίες η διάκριση ανάμεσα στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα είναι θολή.

Ο συσχετισμός δυνάμεων στις ΗΠΑ, κινείται ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και των πανίσχυρων ιδιοκτητών της GAFAM, των σύγχρονων τεχνοφεουδαρχών, όπως είναι ο Ίλον Μασκ, που ασκούν την εξουσία τους σχεδόν σε ισότιμη βάση με το κράτος, εξυπηρετώντας όμως από κοινού την αμερικανική εξωτερική πολιτική.

Στην Ελλάδα, το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων πολιτικών, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών και χιλιάδων απλών πολιτών, δεν κατάφερε να προκαλέσει τα απαραίτητα ρήγματα στην πολιτική εξουσία, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να αποδεικνύεται εξόχως ανθεκτική και να κερδίζει ξανά και ξανά στις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις σε εθνικό και αυτοδιοικητικό επίπεδο, εκμεταλλευόμενη τον κατακερματισμό των προοδευτικών αντιπολιτευτικών κομμάτων, τη συντηρητική στροφή της κοινωνίας και τους συσχετισμούς δυνάμεων που έχουν στον πυρήνα τους τον οικονομικό παράγοντα.

Η σύμπραξη της Ελλάδας με το Ισραήλ (ζωτικού συμμάχου των ΗΠΑ), σε επίπεδο κατασκοπευτικής τεχνογνωσίας, με την αγορά λογισμικών παρακολούθησης τύπου Predator, όπλων καταστολής και εξοπλιστικών προγραμμάτων, σε συνδυασμό με τη μανία συγκεντρωτισμού των ΜΜΕ (λίστα Πέτσα) και της ΕΥΠ υπό τον Πρωθυπουργό, τη φίμωση της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας και την θεσμική εκτροπή (Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου που παρακάμπτουν το κοινοβούλιο) στο όνομα των επάλληλων κρίσεων (οικονομική ύφεση, πανδημία, Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία), έχουν καλλιεργήσει έναν διάχυτο φόβο στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, η οποία μοιρολατρικά αναμένει τον Μεσσία που θα την βγάλει από το τέλμα (η επιτομή του σοκ είναι η μεγάλη αποδοχή που έλαβε ο εφοπλιστής Στέφανος Κασσελάκης, στην προσπάθειά του να αλώσει τον ΣΥΡΙΖΑ, στόχο που τελικά πέτυχε, αναλαμβάνοντας, έστω και πρόσκαιρα, την προεδρία του).

Πέρα από το ηθικό και ιδεολογικό ζήτημα της συνέργειας της χώρας με ένα κράτος που δολοφονεί κατά χιλιάδες τους Παλαιστινίους, μετατρέποντας τη Γάζα σε ένα απέραντο νεκροταφείο παιδιών και γυναικών, υπάρχει και το πρακτικό κομμάτι, η σημασία που έχει για την καθημερινότητα των Ελλήνων, να βλέπουν την ιδιωτική τους ζωή να παραβιάζεται, να εμπορευματοποιείται και να χαλιναγωγείται, σύμφωνα με τις ανάγκες της πολιτικής, μιντιακής και επιχειρηματικής ελίτ.

Η ελληνική κοινωνία, μια μικρογραφία της αμερικανικής, διαπιστώνει ότι η ελευθερία του προσωπικού βίου δεν είναι δεδομένη, με τη σταδιακή υποχώρηση των κεκτημένων να οικοδομείται στρατηγικά στη λογική του οργουελιανού Μεγάλου Αδελφού, καταπατώντας έτσι οποιαδήποτε φωνή που αμφισβητεί την κυρίαρχη νόρμα.

Με τους θεσμούς να παραπαίουν, την πολιτική σε απαξίωση, τα αγαθά της ελευθερίας και της προσβασιμότητας στην πληροφορία περιορίζονται ολοένα και περισσότερο από τις κρατικές οντότητες και τους κολοσσιαίους τεχνολογικούς συμμάχους τους. Το διαδίκτυο έχει μετατραπεί από ένα δημοκρατικό πεδίο κοινωνικής αφύπνισης και ενημέρωσης σε ένα καθοδηγούμενο μοντέλο μαζικού ελέγχου.

Σε ένα καθεστώς πλανητικής κατασκοπείας (ακόμα και ηγέτες κρατών δεν είναι απρόσβλητοι από το πανοπτικό βλέμμα του Big Brother, όπως έγινε σαφές με τις υποθέσεις παρακολούθησης πολιτικών αρχόντων σε Γαλλία και Γερμανία στο πρόσφατο παρελθόν) είναι αδήριτη ανάγκη οι δημοκρατικές κοινωνίες να σπάσουν τα δεσμά της υποταγής και του φόβου, διεκδικώντας ξανά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που έχουν κατακτήσει μέσω των πολυετών αγώνων τους.

Στον άυλο κόσμο των συλλογικών μορφωμάτων με τις τεχνολογίες αιχμής (οι εταιρείες της GAFAM ιδωμένες ως οιονεί κράτη στον κυβερνοχώρο) και την αλαζονεία των ιδιοκτητών τους, οι οποίοι φέρονται ως μικροί θεοί των κατασκευασμένων πληροφοριών (fake news) και της ψηφιοποίησης της ζωής, καθίσταται αναγκαίο οι πολίτες να ξαναβρούν εκείνα τα εργαλεία που θα αμφισβητήσουν συθέμελα την παγκόσμια αυτοκρατορία της επιτήρησης, μέσω της επανοικειοποίησης του ίντερνετ και των λοιπών ψηφιακών μέσων, για να εκδημοκρατίσουν και πάλι την κοινωνική ζωή.

Αυταρχισμός, ρεμούλα και καταστολή: τα εγγενή χαρακτηριστικά του σύγχρονου κράτους

Η εποχή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων στηρίζεται στην ιδιωτικοποίηση των πάντων, στην υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών και αγαθών, στην πρόσδεση της ανθρώπινης ζωής με τις αγορές και την ακραία εμπορευματοποίηση.

Οι ΗΠΑ αποτελούν τη Μέκκα του νεοφιλελεύθερου ιδεώδους, με την κρατική πρόνοια να εξαντλείται στην προστασία των πλέον ευάλωτων, με τις κρατικές πολιτικές να είναι συνυφασμένες με τη διαφύλαξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και περιουσίας ως υπέρτατη αξία, θεώρηση που ευνοεί τα πιο προνομιούχα τμήματα του πληθυσμού.

Το ισχνό αμερικανικό κοινωνικό κράτος είναι επίσης διαμορφωμένο γύρω από τον φυλετικό παράγοντα, ο οποίος καθορίζει την υποστήριξη ή την μη παροχή κοινωνικών υπηρεσιών για την εξασφάλιση ενός μίνιμουμ επιπέδου ευημερίας, δημιουργώντας αναπόφευκτα κοινωνικές πολιτικές διάκρισης και ρατσισμού.

Οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, ωστόσο ο λαός της υποφέρει από τις ίδιες κοινωνικές παθογένειες που μαστίζουν και πιο αδύναμα οικονομικά κράτη. Τα φαινόμενα της έλλειψης στέγασης, της ανεργίας, της φτώχειας, της υπολειμματικής πρόσβασης σε υγειονομικές υπηρεσίες, η εντατικοποίηση των εργασιακών συνθηκών, είναι μερικές μόνο από τις βαρύτατες συνέπειες που βιώνουν οι κάτοικοι του ισχυρότερου κράτους στον κόσμο.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα που αναδεικνύουν την ευθραυστότητα της καθημερινής διαβίωσης, η οποία με τη σειρά της σχηματίζει ένα επισφαλές παρόν και ένα αβέβαιο μέλλον, είναι ο τομέας της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, καθώς και εκείνος της κοινωνικής ασφάλισης.

Στις ΗΠΑ κατοικοεδρεύουν μερικοί από τους μεγαλύτερους φαρμακευτικούς κολοσσούς, όπως και αρκετές τιτάνιες ασφαλιστικές εταιρείες, όμως οι Αμερικανοί παρουσιάζουν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανθρώπων που δεν αναζητούν ιατρική βοήθεια, ακόμα και όταν τη χρειάζονται. Το αμερικάνικο σύστημα υγείας θεωρείται ως το πλησιέστερο και πλέον αντιπροσωπευτικό του ελεύθερου-ιδιωτικού μοντέλου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ασθενείς, αλλά και τους επαγγελματίες υγείας.

Οι Αμερικανοί δεν διαθέτουν καθολικό πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης. Αντίθετα, η ασφάλιση της υγείας τους στηρίζεται σε ένα ιδιωτικό σύστημα ασφάλισης, μέσω των εργοδοτών, δηλαδή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αγορά της εργασίας. Οι επιχειρήσεις, πέραν των μισθών, προσφέρουν στους εργαζόμενους, περισσότερο ή λιγότερο, προνομιακά πακέτα ασφάλισης, ωστόσο ακόμα και αυτή η αγοραία δυνατότητα δεν είναι πάντα δεδομένη.

Ταυτόχρονα, υφίστανται πολιτειακά και ομοσπονδιακά προγράμματα τα οποία χρηματοδοτούνται από τη φορολόγηση των πολιτών, με το πιο περιώνυμο ανάμεσά τους, να είναι το Obamacare που εισήχθη το 2010 από τον Μπαράκ Ομπάμα, προσφέροντας πρόσβαση στην υγεία σε χαμηλόμισθους που δεν δικαιούνταν ασφάλιση απόρων.

Ωστόσο, αυτή η ομοσπονδιακή νομοθεσία εφαρμόζεται από την κάθε πολιτεία σε διαφορετικό βαθμό και εύρος, με διαφορετικά κριτήρια για τους ωφελούμενους. Ένα παράδειγμα που τονίζει τον αναποτελεσματικό και κατακερματισμένο χαρακτήρα του βορειοαμερικανικού συστήματος, είναι η απόφαση του Αμερικανικού Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο το 2012 αποφάσισε ότι η κάθε πολιτεία έχει δικαίωμα να επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμόζει την επέκταση του δικαιώματος ασφάλισης που επιτρέπει το Obamacare. Το αποτέλεσμα ήταν σε ορισμένες πολιτείες να δημιουργηθεί ένα τεράστιο κενό: ορισμένοι άνθρωποι ήταν πολύ φτωχοί για να συμπεριληφθούν στο Obamacare, αλλά όχι αρκετά φτωχοί ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τις πολιτείες για να εισαχθούν στο Medicaid (κυβερνητικό πρόγραμμα επιδοματικής πολιτικής).

Το ιδιωτικοποιημένο σύστημα υγείας και ασφάλισης των ΗΠΑ είναι πανάκριβο, με τον ελεύθερο ανταγωνισμό της αγοράς να πετυχαίνει μονάχα στην υπερχρέωση των απλών ανθρώπων, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις, καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στην υγεία τους και στην κάλυψη του χρέους των στεγαστικών τους δανείων. Γεννιούνται έτσι στρατιές απόκληρων και υπερχρεωμένων νοικοκυριών, σε συνθήκες υψηλής θνησιμότητας και νοσηρότητας, με τη φιλανθρωπία να μην αρκεί για να μπει φρένο στην παγίωση της εξαθλίωσης ως μια αναντίρρητη κανονικότητα.

Σε ένα τέτοιο οδυνηρό περιβάλλον, με τις πολυεθνικές των ιατροφαρμακευτικών και ασφαλιστικών εταιρειών να λειτουργούν ως ιδιωτικά καρτέλ εκμετάλλευσης του ανθρώπινου πόνου, αυξάνοντας σε δυσθεώρητα ύψη την κερδοφορία τους, οι συνέπειες για την κοινωνική συνοχή είναι καταστροφικές. Ο κοινωνικός αναβρασμός είναι έντονος, με την αμερικανική ακροδεξιά να οξύνει τις δράσεις της, ακολουθώντας πιστά φονταμενταλιστικές προσωπικότητες, όπως αυτή του Τραμπ, ο οποίος κινδυνολογεί ασυστόλως για την δήθεν αντικατάσταση της λευκής φυλής από τους μειονοτικούς, μεταναστευτικούς πληθυσμούς που θα αλλοιώσουν την παραδοσιακή αμερικανική κουλτούρα και θα αμφισβητήσουν την πολιτική και οικονομική ηγεμονία των Wasps (White, Agglosaxon and Protestant – Λευκοί, Αγγλοσάξονες, Προτεστάντες).

Η άμυνα του συστήματος απέναντι στα κινήματα αμφισβήτησης, είναι ο έλεγχος της πληροφορίας και της σκέψης. Η αστυνομοκρατία ανθεί, με την καταστολή να περιορίζει τις ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα, με την κρατική βία να αφαιρεί κάθε χρόνο πολλές ζωές -κυρίως μαύρων (πχ. περίπτωση Τζορτζ Φλόιντ που οδήγησε στο κίνημα Black Lives Matters) και λατινοαμερικάνων, προάγοντας μαζί με την βαναυσότητα και τον ρατσισμό, τον θάνατο και το ξεκλήρισμα ολόκληρων φυλετικών ομάδων (το 2022 μόνο, με κυβέρνηση Δημοκρατικών κι όχι του ρατσιστή Ντόναλντ Τραμπ, οι ΗΠΑ είδαν αύξηση των δολοφονιών από αστυνομικούς, με το Mapping Police Violence να καταγράφει 1176 θανάτους, περισσότερους από 3 ανά ημέρα ή σχεδόν 100 ανά μήνα. Το 24% των δολοφονημένων ήταν Αφροαμερικανοί, οι οποίοι όμως αποτελούν μόλις το 13% περίπου του συνολικού πληθυσμού).

Γνωρίζοντας ότι το ρατσιστικό φαινόμενο σχετίζεται με το ταξικό ζήτημα, οι ένστολοι εντολοδόχοι του αμερικανικού κράτους εκπαιδεύονται στην καταστολή (με τη συνεισφορά του Ισραήλ) των φτωχοποιημένων ομάδων του πληθυσμού, προστατεύοντας έτσι από τη λαϊκή οργή τις ελίτ που υπηρετούν. Η έκρυθμη κατάσταση εκτραχύνεται, όταν οι καθημερινοί άνθρωποι της βιοπάλης, οι περιθωριοποιημένοι μαύροι και οι αποκλεισμένοι από το σύστημα, φτωχοί, διαπιστώνουν ότι όχι μόνο ξυλοκοπούνται και θανατώνονται με την παραμικρή αφορμή, από τα όργανα της Τάξης, αλλά και στιγματίζονται από τα ΜΜΕ, ως οι αποκλειστικοί ένοχοι της δυστυχίας τους.

Στην Ελλάδα, η αμερικανοποίηση του κοινωνικού μοντέλου συνεχίζεται, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη ζωή των πολιτών της χώρας. Η πλήρης ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας φαντάζει αναπόφευκτη, όπως και η εμπορευματοποίηση βασικών υπηρεσιών και αγαθών (ζωτικό κοινωνικό θέμα η αποτροπή της ιδιωτικοποίησης του νερού), κάτι που ήδη συμβαίνει και οξύνεται περαιτέρω από την παρούσα κυβερνητική ιδεοληψία, στα πεδία της εργασίας (επιδείνωση των συνθηκών, εντατικοποίηση και ευελιξία της απασχόλησης, ανασφάλιστη εργασία), της παιδείας (ουσιαστική κατάργηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, που ανοίγει τον δρόμο στα ιδιωτικά πανεπιστημιακά ιδρύματα), της υγείας (κατάρρευση του ΕΣΥ, ιδιοποίηση της ιατρικής φροντίδας), της κοινωνικής ασφάλισης (μετάβαση από την συλλογική προστασία στην εξατομικευμένη, και από την αναδιανεμητική λειτουργία στην κεφαλαιοποιητική).

Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ενδημούν σε ένα παρηκμασμένο πολιτειακό σύστημα, με τα ακροδεξιά μορφώματα να ισχυροποιούνται, με τους κατοίκους της χώρας να είναι καταβεβλημένοι από την πολυετή μνημονιακή λιτότητα και την απογοήτευση που τους προκάλεσε η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, την ώρα που η κοινωνική δικαιοσύνη είναι απούσα.

Το σύμπλεγμα της εγχώριας εξουσίας βλέπει τα κέρδη του να μεγεθύνονται, παρά τις πολλαπλές κρίσεις που πλήττουν τους καπιταλιστικούς κόσμους, ενώ για την προστασία των συμφερόντων της, εκτός από την ενοχοποίηση του λαού, μιμείται και το αμερικανικό δόγμα «τάξη και ασφάλεια».

Την ίδια ώρα το κοινωνικό κράτος, με την εγγενή αναποτελεσματικότητα που το χαρακτηρίζει, αποκλείει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού από τις υπηρεσίες του, στιγματίζει και συμβάλλει στη ανατροφοδότηση της νεοφασιστικής μισαλλοδοξίας, με τη βοήθεια της μιντιακής υπεροχής που χαίρει το κυρίαρχο σύστημα, αλλά και με την εξάσκηση πρακτικών καταστολής, πάνω στα σώματα των ανθρώπων, από τα όργανα του Νόμου.

Το ελληνικό κράτος, για την υποστήριξη των αυταρχικών επιδιώξεών του, είτε αυτές περιλαμβάνουν τις ιδιωτικοποιήσεις είτε την εξυπηρέτηση επιχειρηματικών συμφερόντων, χρησιμοποιεί την κρατική βία για να επιβάλει την θέλησή του πάνω στο κοινωνικό σώμα, το οποίο και φέρει πολλαπλά τραύματα, ελλείψει ισχυρών κοινωνικών κινημάτων και με τα συνδικάτα αποσαθρωμένα.

Η αστυνομική βία είναι έντονη, με τις απολήξεις της να πλήττουν καθημερινούς ανθρώπους (ενδεικτικές περιπτώσεις ξυλοδαρμού οικογένειας Ινδαρέ στα Εξάρχεια, θανάσιμος ξυλοδαρμός του Κώστα Μανιουδάκη στην Κρήτη), ευσυνείδητους πολίτες που αγωνίζονται και διεκδικούν υπέρ του συλλογικού συμφέροντος (περίπτωση θανάσιμου ξυλοδαρμού του Βασίλη Μάγγου στον Βόλο), αλλά και να δολοφονούν νεαρούς Ρομά (περιπτώσεις Σαμπάνη, Φραγκούλη, Μιχαλόπουλου) για μικροπαραβάσεις, προβάλλοντας τον ρατσισμό που διέπει το ελληνικό κράτος με τον πιο αποκρουστικό τρόπο.

Η εμμονή του κράτους να απωλέσει οποιοδήποτε κοινωνικό χαρακτηριστικό στον βωμό μιας κάλπικης ασφάλειας δεν φέρνει φυσικά κανενός είδους δικαιοσύνη, αλλά οξύνει διαρκώς τα περιστατικά της θεσμικής ανομίας και της κοινωνικής αδικίας.

Πρόσφυγες φυλακίζονται αδίκως ή επαναπροωθούνται (εκατοντάδες είναι οι δίκες του λεγόμενου δεκαλέπτου, όπου πρόσφυγες κατηγορούνται ως διακινητές και κλείνονται σε φυλακές χωρίς ιδιαίτερη νομική υποστήριξη), τοξικοεξαρτημένοι, ακτιβιστές του προοδευτικού και αναρχικού χώρου κακοποιούνται από ομάδες ένστολων (ομάδες ΜΑΤ, ΔΙΑΣ, ΟΠΚΕ), ομοφυλόφιλοι και νεαρές γυναίκες δέχονται σεξιστικές επιθέσεις (ακόμα και στον χώρο ενός Αστυνομικού Τμήματος), κινηματικές πορείες διαλύονται βιαίως.

Επιπρόσθετα, το πολυδιαφημισμένο κράτος ασφάλειας (φαινόμενο της Copaganda, της συγκάλυψης και του εξωραϊσμού των αστυνομικών παραβάσεων και αυθαιρεσιών από τα ΜΜΕ), καταρρέει, μετά τη δημοσιοποίηση πληθώρας άλλων εγκληματικών περιπτώσεων, στις οποίες εμπλέκονται ακόμα και υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΛΑΣ, είτε αυτές αφορούν τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και προστασίας σε νυχτερινά μαγαζιά μαφιόζων και οίκους ανοχής είτε τη σωματεμπορία και το λαθρεμπόριο όπλων, ενώ δεν είναι και λίγα τα περιστατικά αστυνομικών να δολοφονούν ή να κακοποιούν μέλη της οικογένειάς τους.

Η εμπλοκή αξιωματικών της αστυνομίας στη δίκη της Greek Police Mafia δείχνει ότι το πρόβλημα είναι δομικό, συστημικό, και πηγάζει από τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο έχει γαλουχηθεί και εκπαιδευτεί ένα ολόκληρο τμήμα του κρατικού μηχανισμού, που δεν είναι άλλος από την ταξική ποινικοποίηση των φτωχότερων, των διαφορετικών και των ξένων για την προάσπιση και την διαιώνιση της καθεστηκυίας άρχουσας τάξης, της ελληνικής πολιτικής και επιχειρηματικής σκηνής -και όχι φυσικά η διαφύλαξη της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Μια δημοκρατική κοινωνία έχει την αξίωση να μην κινδυνεύει από την ίδια της την αστυνομία. Κανένας άνθρωπος δεν θα έπρεπε να φοβάται ότι θα υποστεί βία, κακομεταχείριση ή αυθαίρετη αντιμετώπιση από αυτούς στους οποίους έχει αναθέσει την προστασία του, με τον λαό να καλείται να αναζητήσει τους τρόπους εκείνους που θα τον διαφυλάξουν από τη βάρβαρη κρατική αρπάγη.

Η αναγκαιότητα της αλληλεγγύης

Οι υποκειμενικότητες της εποχής του αχαλιναγώγητου κεφαλαίου (το ανώτερο 1% της άρχουσας τάξης έχει πλούτη που ξεπερνούν τα εισοδήματα του 99% του παγκόσμιου πληθυσμού, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις ΗΠΑ, όπου οι πλουσιότεροι είδαν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται κατά 50 τρις την περίοδο μεταξύ 1975 και 2018), της τεχνητής νοημοσύνης και του καπιταλισμού του μονοπωλίου των μεγάλων εταιρειών, είναι οι σπαταλημένες ζωές, τα ανθρώπινα «απορρίμματα» για τα οποία διαβάζει κανείς στα βιβλία του Μπάουμαν.

Είναι οι άνθρωποι που αναζητούν το δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή ζωή, σε έναν αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο, με τις πολεμικές συρράξεις να επιβουλεύονται το δικαίωμα αυτό, με τις οικονομικές και πανδημικές κρίσεις να βάζουν φρένο σε οποιοδήποτε κοινωνικό όραμα.

Οι άνθρωποι κατακλύζονται από ντροπή και ενοχές, εξαιτίας της επικρατούσας αγοραίας αντίληψης που συνδέει την ευτυχία με το επαγγελματικό κύρος, την ευζωία με το μέγεθος του πορτοφολιού. Απογοητευμένοι, πολλές φορές στρέφονται στις εξαρτήσεις. Γίνονται τα αντικείμενα της καταστολής ενός αυταρχικού κράτους, οι αποκλίνοντες που χρήζουν συμμόρφωσης από την αστυνομική, δικαστική και ψυχιατρική εξουσία.

Για τους πολλούς δημιουργείται ένα ζοφερό τοπίο εν μέσω της βάρβαρης κατάρρευσης του ΕΣΥ με το κλείσιμο νοσοκομείων και την υποστελέχωση στη λογική του κόστους-οφέλους, της ιδιωτικοποίησης της σωματικής και ψυχικής υγιεινής, της έλλειψης φτηνών φαρμάκων, της υποβάθμισης της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης, της απεμπόλησης της δημόσιας περιουσίας, της καταβαράθρωσης των ζωτικών υπηρεσιών και υποδομών, της ραγδαίας συρρίκνωσης των εισοδημάτων προς τέρψη των ενεργειακών καρτέλ και του χρηματιστηρίου ενέργειας, των ανακεφαλαιοποιήσεων των τραπεζών την ώρα που χιλιάδες χάνουν τα σπίτια τους σε πλειστηριασμούς, με τους servicers να αξιοποιούν τη διαχείριση των κόκκινων δανείων για να κερδοσκοπούν ασυστόλως, της υποχώρησης των κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως αυτό της ιδιοκατοίκησης που συνδυάζεται με την έλλειψη μέριμνας για την κοινωνική κατοικία, της ακροδεξιάς ανόδου με την απαξίωση της θεσμικής πολιτικής, των κρατικών παρακολουθήσεων, της αστυνομικής βίας ως υποκατάστατου της έλλειψης κοινωνικής μέριμνας.

Έρευνες έχουν αναδείξει το γεγονός ότι οι κοινωνικές επενδύσεις διασφαλίζουν την ανθρώπινη ευημερία ακόμα και σε συνθήκες πολλαπλών κρίσεων, και είναι αποτελεσματικότερες και λιγότερο δαπανηρές από τις πολιτικές λιτότητας που υιοθετούνται από τους διεθνείς μηχανισμούς (ΔΝΤ, ΕΕ, Παγκόσμια Τράπεζα) άκριτα. Είναι μονόδρομος λοιπόν η σύναψη σχέσεων αλληλεγγύης μεταξύ των  πολιτών, που από τα κάτω θα αναδημιουργήσουν τις συνθήκες εκείνες που αξίζουν για τους ίδιους και τους κατατρεγμένους συνανθρώπους τους, που θα απαιτήσουν ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος για όλους, που θα πιέσουν για μια δικαιότερη κοινωνία, που θα βάλουν ανάχωμα στην ατιμωρησία των Αρχών, που τελικά θα συνδιαμορφώσουν μια πραγματικά δημοκρατική πολιτεία.

 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Νεκροπολιτική. Α. Μπέμπε. Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2020.
Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου. Μ. Λατσαράτο. Αλεξάνδρεια, 2014.
Κρίση, φόβος και διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Χ. Πουλόπουλος. Τόπος, 2014.
Κρίση και Κοινωνική πολιτική. Συλλογικό. Τόπος, 2018.
Πολιτικές ζωής και θανάτου. Ν. Στάκλερ και Σ. Μπάσου. Ψυχογιός, 2014.
Η αυτοκρατορία της επιτήρησης. Ι. Ραμονέτ. Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2017.
Προπαγάνδα και παραπληροφόρηση, Α. Χατζηστεφάνου. Τόπος, 2022.
Κατάσταση εξαίρεσης. Χ. Μιάμης. Γράφημα, 2023.
Κοινωνική πολιτική, αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός και πανδημία. Συλλογικό (Επιμελητές: Α. Καψάλης, Β. Κουμαριανός, Ν. Κουραχάνης). Τόπος, 2022.

 


ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Η εποχή των τεράτων


https://www.capital.gr/bloomberg-view/3457461/giati-den-uparxei-stis-ipa-kratos-pronoias-tupou-europis-o-rolos-ton-fuletikon-diakriseon/

Κοινωνικό κράτος στην Αμερική


https://www.in.gr/2021/12/16/world/ipa-oi-ftoxoi-plironoun-akriva-tin-elleipsi-dorean-prosvasis- stin-ygeia/

Έρευνα – Το χειρότερο σύστημα υγείας διαθέτουν οι ΗΠΑ


https://mera25.gr/systhmata-ygeias/
https://www.komep.gr/m-article/e6ab8e97-ff2b-11e9-95d7-3ed1504937da/
https://tvxs.gr/news/kosmos/ptoxeyeis-epeidi-arrostises-neofileleythero-paradeigma-ton-ipa/
https://tvxs.gr/news/kosmos/foititika-daneia-stis-ipa-ekei-opoy-oi-spoydes-ginontai-thilia-gia- mia-zoi/
https://tvxs.gr/news/kosmos/idiotikopoiisi-neroy-katastrofiko-paradeigma-ton-ipa/

Θέλουμε αλήθεια «να γίνουμε σαν Αμερικάνοι» στην Υγεία;


https://www.efsyn.gr/ellada/koinonia/416738_astynomikoi-ektos-ypiresias-se-rolo-mprabon- stis-exoseis

«Μία κρατική δολοφονία»: Ο γιος του Κώστα Μανιουδάκη αποκαλύπτει όσα η αστυνομία θα ήθελε να μην μάθουμε (vid)


https://www.news247.gr/ellada/kikloma-kokainis-fotografies-ntokoumenta-apo-tin-emploki- tou- limenikou/?utm_source=Sport24&utm_medium=BestofNetwork_home&utm_campaign=24MediaW idget&utm_term=Pos1
https://www.imerodromos.gr/eisai-gunaika-sthn-ellada-kai-pas-se-astunomiko-tmhma-kalh- tuchh/
https://www.efsyn.gr/ellada/dikaiosyni/414584_giati-oi-sfaires-ton-astynomikon-briskoyn- panta-ta-paidia-roma

Αστυνομική βία… made in Israel


https://www.rizospastis.gr/story.do?id=10925124
https://thepressproject.gr/ena-syntomo-istoriko-tis-stratiotikopoiisis-tis-el-as-apo-to-mera25- katargisi-ton-mat-drasi-kai-di-as/

ΗΠΑ: Η αστυνομική βία είναι κατά κύριο λόγο ζήτημα ταξικό


https://www.theguardian.com/us-news/2023/jan/06/us-police-killings-record-number-2022
https://mappingpoliceviolence.us/

Why Do the Police Exist?

Greek Police Mafia: Οργανωμένο έγκλημα από νόμο καμωμένο

Πώς η υπόθεση της 12χρονης συνδέεται με τη Greek Police Mafia

Predator Files: Η Αθήνα κόμβος των υποκλοπών της Intellexa


https://govwatch.gr/finds/ypothesi-oikogeneias-indare-oi-kataggelies-gia-paranomes-energeies- astynomikon-organon-kai-i-exelixi-tis-ypothesis/

Ζήτημα υπέρμετρης αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας κατά τον θάνατο 17χρονου Ρομά στη Βοιωτία

Θανατηφόρα βία από αστυνομικό κατά παράβαση της νομοθεσίας


https://themanifoldfiles.org/gr/unscrupulous-protect/?posts&sortBy=last_updated
https://www.businessinsider.com/wealthiest-1-percent-stole-50-trillion-working-americans- what-means-2020-9


Το κείμενο του Αβραάμ Γεφυρόπουλου επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Σχετικά με τον συντάκτη

Αβραάμ Γεφυρόπουλος

Ο Αβραάμ Γεφυρόπουλο παρακολουθεί το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Κοινωνικής Πολιτικής, στο Πάντειο. Κατά καιρούς έχει αρθρογραφήσει για ζητήματα κοινωνικού ενδιαφέροντος, κριτικές ταινιών, ενώ συνεντεύξεις του με πρόσωπα από τη δημόσια σφαίρα, έχουν επίσης φιλοξενηθεί σε εναλλακτικά μέσα λόγου και άποψης. Στον ελεύθερο χρόνο του, αφιερώνεται στη συγγραφική δραστηριότητα.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange