Κρεμόμουν από ένα μπαλκόνι στο Πάντειο και κάπνιζα στο διάλειμμα. Την προηγούμενη ώρα είχα μιλήσει για το πολιτικό σώμα και τη στιγμή εκείνη, από κάποιο φοιτητικό τραπεζάκι, ακουγόταν το «Ένα το χελιδόνι». Επίσης, λίγες μέρες πριν, μου είχαν ζητήσει να μιλήσω σε εκδήλωση για τον πατέρα μου, τον Τάσο, τη συμμετοχή του στο Πολυτεχνείο, τις συνέπειες στην ψυχή και το σώμα. Πάνω στην παρήχηση λοιπόν, «πάρθηκεν απ’ τους μάγους το σώμα του Μαγιού», πήρα να σχεδιάζω αυτό το κείμενο.
Να μιλήσω μου είχε ζητήσει ο Βαγγέλης, που είναι παλιός φίλος του πατέρα, οπότε το σκέφτηκα σοβαρά. Δεν μου είναι δύσκολο να μιλώ. Όχι πια τουλάχιστον. Νομίζω ότι γνωρίζω τι θα έλεγα στο περίπου. Ίσως ένα δικό μου «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου». Θα μιλούσε για μια «σφαίρα» που τον βρήκε τότε, κι έπειτα σιγά-σιγά αναζητούσε τον δρόμο στην καρδιά, μέχρι που τη βρήκε, με μερικές δεκαετίες καθυστέρηση. Στο τέλος όμως μέσα μου επικράτησε κάτι το απαρέγκλιτο: ο πατέρας δεν μιλούσε ποτέ. Συνεπώς, δεν θα ήθελε ούτε και τώρα να μιλήσουμε για την ατομική του περίπτωση. Αρνήθηκα άρα, αφού πρώτα θερμά ευχαρίστησα τον Βαγγέλη για την πρόταση. Ωστόσο, υποθέτω ότι δεν θα πείραζε και τόσο τον Τάσο να μιλήσω για το σώμα, τη σιωπή του, την απουσία του, τη δημοκρατία, τη σιωπή της, την απουσία της, τέτοια πράγματα, λίγο πιο αφηρημένα, σαν το σώμα του Μαγιού, σαν την Άνοιξη.
Πρέπει επίσης να αναφέρω ότι το κείμενο αυτό το γράφω όντας σε κίνηση, κάπου μεταξύ Αθήνας και Χαλκίδας, μεταξύ διαφορετικών επαγγελματικών υποχρεώσεων και ρόλων, σε ένα μεταίχμιο, περιμένοντας στον σταθμό, περιμένοντας να μπω για μάθημα. Ξεκλέβω λίγο χρόνο, δεν ξέρω αν θα το ολοκληρώσω εγκαίρως, δεν γνωρίζω αν θα το ολοκληρώσω καν. Ολοκληρώνεται όμως άραγε ποτέ αυτό το κειμενικό σώμα; Είναι άραγε ατομική υπόθεση; Ίσως αρκεί που το αφήνω σαν μια ψηφίδα σε ένα μεγάλο ψηφιδωτό, σαν ένα ακόμη κόκκινο γαρούφαλλο. Εκεί, μαζί με τα άλλα, θα πολλαπλασιάζεται.
Ένα σώμα που πολλαπλασιάζεται. Πού είχα ακούσει για πρώτη φορά αυτό το τραγούδι; Είναι βέβαιο: στην κοιλιά της μάνας μου. Πού αλλού μετά; Στον προαύλιο χώρο του Πολυτεχνείου, σε σχολικές εορτές, σε συγκεντρώσεις. Φωτεινή ανάμνηση: σε μια ανοιξιάτικη λιακάδα, το τραγουδούσαμε άνθρωποι όλων των γενεών, σύντροφοι γύρω από μια μεγάλη ξύλινη τάβλα, σώμα κι εμείς που πολλαπλασιάζεται. Σώμα στο εδώ, το τώρα, το χθες και το αύριο. Ποιο σώμα;
Ποιο είναι αυτό το σώμα που πάρθηκε; Ποιο είναι αυτό το σώμα που ανθίζοντας μυροβολάει την άβυσσο, που η ανάστασή του φτάνει μέχρι τον ίδιο τον Θεό; Ο ποιητής κινείται ανάμεσα στο τρίτο και το πρώτο πρόσωπο. Μέχρι ένα σημείο γίνεται λόγος για ένα σώμα τοποθετημένο στον μύθο, ωστόσο, από ένα σημείο και έπειτα, το σώμα αυτό παίρνει τον λόγο και ακούγεται μέσα από εκείνο η φωνή του ποιητή, αλλά και του λαού του. Αν πλαισιώσουμε ιστορικά το ποίημα, είναι γραμμένο αρχικά για την Κατοχή και συνεπώς για την εθνική ανεξαρτησία. Όμως, η πολυσημία του αφαιρετικού σώματος απλώνεται μέσα από το σκοτάδι και έτσι φτάνει στην ανοιξιάτικη τάβλα, στα τραπεζάκια της νεολαίας, στις σχολικές εορτές. Άλλωστε, κυκλοφορεί το 1959, και μελοποιείται το 1964. Η Κατοχή τελείωσε, θεωρητικά η εθνική ανεξαρτησία έχει επιτευχθεί. Η φορά του είναι λοιπόν αμφίπλευρη, αφού στεριώνει μεν τις ρίζες του στο πρόσφατο παρελθόν, ωστόσο έπεται πριν φτάσει να ταυτιστεί με τον αντιδικτατορικό αγώνα. Είναι ένα σώμα που απλώνεται σαν άρωμα στον χρόνο και στον χώρο για να αγκαλιάσει εξίσου αγώνες που οι επίσημες αφηγήσεις θα ήθελαν να κατακερματίσουν, να τους τοποθετήσουν σε απομονωμένα μνήματα, σαν σώμα πια κομματιασμένο και παγωμένο σε στιγμές ασυνεχείς, σαν τα μέλη μιας ανερμάτιστης κούκλας που είναι αδύνατον να καταλάβουμε πώς κινείται δίχως ψυχή δική της και χρειάζεται μια ψυχή ξένη, εξωτερική, να την κινήσει, να της δώσει εντολές, να αποκαταστήσει τη συνοχή της στο παρόν.
Αυτή η τεχνητή ψυχή ενός τεχνητού σώματος είναι στη νεοτερικότητα η κυριαρχία, η βούληση του κυρίαρχου για να το πούμε διαφορετικά, στην αστική της αναπαράσταση. Αλλά για τον ποιητή, το σώμα της αβύσσου δεν είναι κομματιασμένο, δεν είναι τεχνητό και δεν κινείται εξωτερικά. Πρόκειται αντιθέτως για ένα σώμα ενιαίο, για μια ροή ασταμάτητη, αυθύπαρκτη, για μια ενιαία πορεία και αφήγηση, από τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, τον εμφύλιο, τους δημοκρατικούς και κοινωνικούς αγώνες που ακολούθησαν, μέχρι τον αντιδικτατορικό αγώνα. Ενώνονται έτσι οι δύο κλασικές μορφές της πολιτικής ελευθερίας: η ανεξαρτησία με τη δημοκρατία, η εξωτερική και η εσωτερική ελευθερία του πολιτικού σώματος. Ταυτόχρονα, το πρώτο ενικό πρόσωπο επιτρέπει να διακρίνουμε το ατομικό σώμα στη συνάφειά του με το συλλογικό. Η δε ρευστότητα αυτού του σώματος, η ασάφεια των ορίων του καθώς απλώνεται στο πέλαγος δεν επιτρέπει καμία μηχανιστική οριοθέτηση, δεν επιτρέπει τη μηχανική του καθυπόταξη. Τέτοιο είναι το πολιτικό σώμα στη δημοκρατική θεωρία.
Ακόμη όμως, δεν έχουμε μιλήσει για την απουσία. Ή τις απουσίες. Εδώ το σώμα συγκροτείται και συγκροτεί ως παρουσία, αλλά και ως απουσία, ως κάτι που πάρθηκε. Ως παρουσία και ως απουσία εγκολπώνεται τους χιλιάδες απόντες και εγκαλεί τους ζωντανούς που στο παρόν και στον αιώνα δίνουν το αίμα τους. Απούσα λοιπόν, παρελθούσα, αλλά και ελευσόμενη δημοκρατία, μια υπόσχεση. Πάνω σε αυτή την υπόσχεση θεμελιώνεται ο μεσσιανικός τόνος του ποιήματος που ολοκληρώνεται με τον επικό χαρακτήρα της μουσικής σύνθεσης. Δεν έχουμε να κάνουμε με τραγούδι, αλλά με ύμνο, εθνικό και δημοκρατικό. Χωρίς ωστόσο να οδηγούμαστε εκ νέου σε ένα σώμα παγιωμένο, ομογενοποιημένο, συνεπώς εύκολα χειραγωγήσιμο: από τη χαραμάδα που ανοίγει στα απέραντα ουράνια του μέλλοντος εισάγεται και η ετερότητα, αφού αυτή είναι που επιτρέπει τη συνύπαρξη διαφορετικών γενεών και αγώνων, αγώνων που ακόμη δεν έχουν έρθει, που δεν τους φανταζόμαστε, αγώνων επερχόμενων. Ανεξάντλητα μπορεί κάθε γενιά να πάρει τη θέση της σε αυτόν τον ορίζοντα και να τον δει να απομακρύνεται. Αισθάνθηκα νωρίτερα την αμηχανία: να γράψω άραγε ότι και οι δικοί μας αγώνες ανήκουν σε αυτή την πορεία, οι δικοί μας νεκροί, οι δικές μας συγκρούσεις και θυσίες; Σταμάτησα προσωρινά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Νιώθουμε πάντοτε μικροί απέναντι στους προγόνους. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι όπως εμείς λογοδοτήσαμε έτσι θα λογοδοτήσουν και άλλοι. Όπως επίσης δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η λογοδοσία είναι δημοκρατική αξία. Θα πρέπει λοιπόν να δούμε κι εμείς τον εαυτό μας σε αυτή την πορεία από το παρελθόν στο επερχόμενο, όχι από αλαζονεία, αλλά από ταπεινοφροσύνη. Με χαμηλωμένο βλέμμα να κάνουμε το πέρασμα από το τρίτο πρόσωπο στο πρώτο: Χτιστήκαμε, ματώσαμε, θαφτήκαμε· να μυροβολούμε.
Η απουσία λοιπόν είναι από τα σημαντικότερα στοιχεία αυτού του ποιήματος: απόντες-παρόντες. Δεν είναι τυχαίο που κάθε χρόνο γίνεται με ένταση η συζήτηση για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου. Πόσοι ήταν; Πού ήταν; Μια αναζήτηση του νεκρού σώματος. Να τους μετρήσουμε. Να τους τοποθετήσουμε. Βεβαίως, αυτά έχουν τεκμηριωθεί. Μπορούμε να φωνάξουμε τα ονόματα. Να πούμε όμως κιόλας ότι θα μείνουν άπιαστοι, ότι είναι κάποιοι απ’ τους χιλιάδες, ότι το σώμα τους μυροβολάει την άβυσσο και συγκροτεί ως απουσία, την επερχόμενη δημοκρατία. Η δημοκρατία μας δεν συγκροτείται ως ένα υγιές και ρωμαλέο σώμα που ασκεί την εξουσία του, αλλά ως απουσίες μέρη μιας απουσίας. Ίσως και γι’ αυτό, βαθύτερα, οι χιλιάδες απλοί άνθρωποι που μάτωσαν στον αντιδικτατορικό αγώνα παρέμειναν έπειτα, στην πλειοψηφία τους, ανώνυμοι και σιωπηλοί. Όπως είπα, κι ο πατέρας δεν ήθελε να μιλάει πολύ. Μα και με τη σιωπή συγκροτείται η συγκροτητική μας απουσία. Αν όλοι ήθελαν να γίνουν προβεβλημένα πρόσωπα που διεκδικούν το μερίδιό τους από αυτό το σώμα που έγινε ψωμί, ψίχουλο δεν θα έμενε. Πόσο βαριά η σκιά, πόσο ασφυκτική θα ήταν αυτή η επιβλητική παρουσία. Αλλά δεν θέλησαν να γεμίσουν αυτό το κενό, θέλησαν να μεγαλώσει. Δεν θέλησαν να πουν: να, εμείς είμαστε, αυτά κάναμε, αυτά πάθαμε, εμείς είμαστε το σώμα της δημοκρατίας. Ένας λυγμός τους έκοβε και όπως ήρθαν, απήλθαν: ένα δυσβάσταχτο, αλλά αναγκαίο κενό· αναγκαίο για να πληρούται διαρκώς. Σ’ αυτό το βαθύ, σκοτεινό, σιωπηλό πηγάδι κατεβαίνουμε, από αυτό αντλούμε διαρκώς, αυτές οι απουσίες είναι που μας κινούν.
Αυτή είναι λοιπόν η ψυχή του δημοκρατικού σώματος: πίθος τετρημένος που ένυδρον καθιστά το πολυδίψιον Άργος, έργο σισύφειο χαρούμενου Σίσυφου. Ίσως γι’ αυτό κι εγώ αποφεύγω να γεμίσω τα κενά της σιωπής του Τάσου. Περνώντας ξανά στο πρώτο πρόσωπο, νομίζω ότι με συγκροτεί παρόμοια αυτή η απουσία. Μας συγκροτεί θα έλεγα, πρώτο πληθυντικό, χειραφετητικά, αυτό το πολύτιμο δυσβάσταχτο δώρο της απουσίας, ως ελεύθερους με κάθε έννοια απογόνους· και με αυτό το τέχνασμα, με αυτή τη θυσία, πλήρως, αληθώς, ελεύθερους κληρονόμους ανθρώπων που αγωνίστηκαν για την ελευθερία: σώμα Μαγιού στην άβυσσο.
Το κείμενο του Σωτήρη Σιαμανδούρα επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο