Η ανησυχία και οι αντιδράσεις που προκάλεσαν τα «εκπαιδευτικά» βίντεο με θέμα την Προγεννητική Αγωγή που στάλθηκαν στα γυμνάσια της χώρας πριν λίγους μήνες, δεν αναπαράγουν απλώς, όπως πολύ δίκαια ήδη εντοπίστηκε, την επικίνδυνη θεωρία του «αγέννητου παιδιού», που υποστηρίζει ότι η ζωή του βρέφους αρχίζει με τη σύλληψη, ούτε μια, δυστυχώς, «ψευδοεπιστήμη»,[1] όπως βιαστικά ειπώθηκε, αλλά μια πατριαρχική ερμηνεία που όχι τυχαία έρχεται να επανακωδικοποιήσει στις μέρες μας, μια σεξιστική αφήγηση, γύρω από την ταξινόμηση της ζωής σε «άξια» και σε «ανάξια».[2] Εξάλλου, πώς θα μπορούσε αλλιώς να δομηθεί το σχήμα περί αριστείας και νεότητας που ακούμε τα τελευταία χρόνια.
Για να επανέλθω όμως στα βίντεο, θυμίζω ότι την ίδια περίοδο, διαβάζαμε σε κεντρική ιστοσελίδα Αθηναϊκού μαιευτηρίου τον τίτλο «Το δικαίωμα να γεννηθώ υγιής» με την επεξήγηση: ότι «από τα “υλικά” -φυσικά, ψυχικά και πνευματικά- που ο σχηματιζόμενος άνθρωπος θα δεχθεί από τους γονείς την ώρα της σύλληψης και προπαντός από τη μητέρα στους εννέα μήνες της κυοφορίας, εξαρτάται η υγεία του, η ψυχική ισορροπία του, η χαρά του για τη ζωή, η ικανότητα της ψυχής του να προσφέρει και να δεχθεί την αγάπη, η νοημοσύνη, τα ταλέντα, οι χάρες, οι αρετές του, ή η έλλειψή τους», ενώ λίγες γραμμές παρακάτω, στην ίδια πάντα ιστοσελίδα, βρίσκουμε έργα όπως της Ιωάννας Μαρή με τίτλο «Ευγονία – Προγεννητική Αγωγή – H αγωγή του παιδιού αρχίζει από τη σύλληψη» (εκδ. Πύρινος Κόσμος, Αθήνα, 2004).
Ωστόσο, κανείς στις μέρες μας δεν μιλά για ευγονική, τουλάχιστον στον δημόσιο λόγο, μιας και είναι ένας όρος που έχει ταυτιστεί με τους Ναζί, τις εκτρώσεις, το ολοκαύτωμα, εν ολίγοις, με ένα απάνθρωπο παρελθόν, αδιαφορώντας εσκεμμένα, πολύ φοβάμαι, για μια άλλη όψη της ευγονικής που καλά κρατεί και στις μέρες μας και η οποία δεν είναι άλλη από μια περιοχική στερεοποίηση γύρω από το δίπτυχο άρρεν-θήλυ, φύση-πολιτισμός, γύρω από μια θεωρία περί γραμμικής εξέλιξης και προόδου, γύρω από μια θεωρία μετρήσεων, γενεαλογικών δέντρων και κυρίως της διαβεβαίωσης πως ό,τι η φύση δεν μπορεί να κάνει καλά, η επιστήμη μπορεί να το κάνει καλύτερα, ενώ σε όποια ζωή δεν καταφέρνει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, απλά της αφαιρείται το δικαίωμα στα κοινά αγαθά, κάνοντας τον Πωλ Πρεθιάδο σε πρόσφατη ομιλία του, να σημειώνει πώς «[…] Το ετεροπατριαρχικό σύστημα βλέπει τα τρανς όργανά μας σαν τα ορυχεία του Ποτοσί που τρέφουν το πατριαρχο-αποικιακό υποσυνείδητο».[3]
Το ενδιαφέρον μου παρόλα αυτά, είναι το πώς το ετεροπατριαρχικό σύστημα βλέπει την έννοια της θηλυκότητας. Ωστόσο, για να αναδείξω τι εννοώ με τον όρο «θηλυκότητα» και το πώς αυτό συνδέεται με την έννοια της ευγονικής και της Παγκόσμιας Δημοκρατίας και πώς φτάνει στις μέρες μας, θα μου επιτρέψετε να ανατρέξω στο 1861, χρονιά που δημοσιεύεται το Μητρικό Δίκαιο του Tζόχαν Τζέικομπ Μπαχόφεν [Johann Jakob Bachofen (1815-1887)], όπως μάς το δίνει ο Έριχ Φρομ.[4]
Το συγκεκριμένο έργο έρχεται μετά τις λαϊκές εξεγέρσεις του 1830 και την άνοιξη των λαών του 1848 και, σε αντίθεση προς την πατριαρχική αφήγηση της εποχής που ταξινομούσε τη ζωή σε ανθρώπινη και σε εκφυλισμένη, ιδιαίτερα μετά τη διατύπωση του Μπενεντίκτ Ογκουστάν Μορέλ [Bénédict Augustin Morel (22 November 1809 – 30 March 1873)] το 1857, ο Μπαχόφεν εντοπίζει τις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας όχι στον ανταγωνισμό και την ταξινόμηση, αλλά σε μια μητρική κουλτούρα: «Δηλαδή, μια κουλτούρα που χαρακτηρίζεται από μια έμφαση στους δεσμούς αίματος, στους δεσμούς με το έδαφος κι από μια παθητική αποδοχή όλων των φυσικών φαινομένων […]»[5] και άρα και μιας συμπερίληψης «όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, καθώς είναι όλοι παιδιά κάποιας μητέρας και καθένα τους ξεχωριστά παιδί της Μητέρας Γης». Στο πατριαρχικό σύστημα, αντιθέτως, βρίσκουμε την «έννοια του αγαπημένου γιου και μια ιεραρχική διάταξη της κοινωνίας».[6] Μια τέτοια αφήγηση, επλήττε ολοφάνερα στον πυρήνα του τον ορισμό του εκφυλισμού που έχει στηρίξει ακριβώς όλο το σχήμα προόδου στην ερμηνεία μιας απαρχής Λεβιάθαν, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι τέρας για τον άλλο και η ιεράρχηση, άρα και οι διαφορές, είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, που τελικά ταξινομείται σε ανθρώπινη και σε τερατώδη, με την τελευταία να ενσωματώνει τα κατώτερα στρώματα και τις άγριες φυλές.
Αυτό ακριβώς το αυθαίρετο αφήγημα έρχεται να πλήξει η Παρισινή Κομμούνα, εξέγερση, που όπως σημειώνει η Κριστίν Ρος (Kristin Ross),[7] ενσωμάτωνε την «επιθυμία να αντικατασταθεί η κυβέρνηση» από μια κοινοτική οργάνωση. Αυτό σήμαινε ότι συνεργούν άμεσα οι δυνάμεις και οι ικανότητες του καθενός»,[8] αλλά πρώτιστα η «βιομάζα» που μέχρι τότε είχε χαρακτηριστεί ως εκφυλισμένη και άρα ανίκανη να οργανώσει την ίδια της την ζωή, κατάφερε: την οργάνωση βρεφονηπιακών σταθμών, την καθιέρωση «της δωρεάν, εκκοσμικευμένης και υποχρεωτικής δημόσιας εκπαίδευσης», τον διαχωρισμό του κράτους από την Εκκλησία και την οργάνωση δημόσιων βιβλιοθηκών. Επίσης, καθιερώθηκε ο πολιτικός γάμος, επανεισήχθη το διαζύγιο για πρώτη φορά από το 1816, δόθηκαν ίσα δικαιώματα στα παιδιά ανεξάρτητα από το αν είχαν γεννηθεί εντός ή εκτός του γάμου και παραχωρήθηκε διατροφή σε γυναίκες που απαιτούσαν διαζύγιο, ενώ, σε επίπεδο μόρφωσης των λαϊκών στρωμάτων, δημιουργήθηκε μια «Ακαδημία της Εξέγερσης» μέσα από τις λαϊκές συνελεύσεις και τις λέσχες.
Από την άλλη πλευρά, όπως επισημαίνει η Ρος, μαύροι, γυναίκες, ξένοι και πόρνες συνυπήρξαν στα χαρακώματα. Έτσι, με το πέρας της κομμούνας, η εγκληματικότητα συνδέεται με την «μητρική ύλη» αυτών των pétroleuses.[9] Πρόκειται για όρο, που ενώ αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να συμπεριλάβει και τα δύο φύλα του λαϊκού Παρισιού που βρισκόταν στη διαδικασία της εξέγερσης, θα παγιωθεί οριστικά στην σήμανση του γυναικείου φύλου, μόλις άρχισαν να διαδίδονται οι αναφορές για τα οδοφράγματα των γυναικών – τον Μάιο του 1871.[10] Έτσι, όταν κατά τη διάρκεια του Μαΐου το Παρίσι ανακαταλαμβανόταν από τα πιστά στρατεύματα των Βερσαλλιανών, κυκλοφόρησαν φήμες ότι ήταν οι pétroleuses, με τις ατημέλητες γκρίζες μπούκλες, μέλη της κατώτερης τάξης, που διέπρατταν εμπρησμούς κατά ιδιωτικών περιουσιών και δημόσιων κτιρίων, χρησιμοποιώντας μπουκάλια γεμάτα πετρέλαιο ή παραφίνη (παρόμοια με τις σύγχρονες βόμβες μολότοφ), τις οποίες έριχναν σε παράθυρα κελαριών, σε μια σκόπιμη πράξη «κακίας» κατά της κυβέρνησης.
Πολλά παρισινά κτίρια, μεταξύ των οποίων το Hôtel de Ville και πολλά άλλα κυβερνητικά κτίρια, πυρπολήθηκαν πράγματι, αλλά στην πραγματικότητα από τους στρατιώτες της Κομμούνας. Ωστόσο, οι pétroleuses, μετατράπηκαν στον θρύλο αυτής της ανδρογυναίκας που αναστρεφόταν το μέσα της και διέλυε τα πάντα στο διάβα της. Για τις Βερσαλλίες, επίσης, οι γυναίκες που υποστήριξαν την Κομμούνα ήταν πόρνες, εξ ορισμού,[11] ενώ οι απόγονοί τους φορείς της βίας. Και αυτό ακριβώς θα επανακωδικοποιηθεί από την εγκληματολογική ανθρωπολογία. Αρκεί να θυμίσω τη μελέτη του κοινωνιολόγου Ρίτσαρντ Νταγκντέιλ [Richard L. Dugdale, (1841-1883)] με την οικογένεια Jukes στην οποία η μητέρα, Άντα Τζουκ (Ada Juke), «ολιγοφρενής, πόρνη, οινόφλυξ, αλήτης» έφερε στο φως απογόνους εγκληματίες, οι οποίοι μάλιστα κόστισαν στο κράτος, «υπέρ τα 2 ½ εκατομμύρια δολάρια»,[12] όπως θα το επαναλάβει και ο Γρηγόριος Κατσάς, καθηγητής εγκληματολογία της Παντείου, το 1954· αλλά και ο Τσέζαρε Λομπρόζο [Cesare Lombroso (1835-1909)] με την θεωρία του γεννημένου εγκληματία, του αταβισμού και ουσιαστικά τη διαβεβαίωση ότι αιτία για τη βία είναι η εκφυλισμένη-εκθηλυμένη, μια ψυχικά «ερμαφρόδιτη» ζωή.
Εν ολίγοις, οι pétroleuses είναι διαστροφή της λογικής, όπου «η ιδιότητα του σοφού εμπειρογνώμονα γιατρού και, παράλληλα, του τεχνοκράτη κοινωνικού μεταρρυθμιστή[13] και νομοθέτη καλείται ν’ αναλάβει τη θεραπεία της. Για αυτό και η επιστήμη τίθεται στις υπηρεσίες του αστικού κράτους, μετά την Παρισινή Κομμούνα, συγκεντρώνοντας τα δεδομένα αυτής της βιομάζας και των συναισθημάτων της, μιας, και όπως μας θυμίζει ο Ίμρε Λακάτος (Imre Lakatos), μέσα από αυτά τα δεδομένα η επιστήμη εδράζει την αντικειμενικότητα της: «[…] Η επιστήμη όφειλε να επιτύχει τη βεβαιότητα που δεν είχε καταφέρει να φθάσει η θεολογία […] ένας επιστήμονας, άξιος του ονόματός του, δεν επιτρεπόταν να μαντέψει, έπρεπε να αποδείξει κάθε πρόταση που έλεγε μέσα από τα δεδομένα. Αυτό ήταν το κριτήριο της επιστημονικής εντιμότητας. [Μιας και] Θεωρίες που δεν αποδεικνύονταν από τα δεδομένα θεωρούνταν ως αμαρτωλή ψευδοεπιστήμη, ως αίρεση μέσα στην επιστημονική κοινότητα».[14]
Μη μου μιλάς για Διαφωτισμό, θέλω μαγεία! Τι δεν καταλαβαίνεις;
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, o Φράνσις Γκάλτον [Francis Galton (1822-1911)], θα προτείνει τον νεολογισμό «ευγονική» το 1883, για να δηλώσει την επιστήμη της βελτίωσης της ζωής, η οποία θα αποσκοπούσε όχι μόνο στην προώθηση κατάλληλων ζευγαρωμάτων μεταξύ ατόμων υψηλής φυσικής και ηθικής ποιότητας, αλλά και στην ενθάρρυνση της μελέτης των μέσων με τα οποία οι πιο κατάλληλες φυλές-φύλο, θα μπορούσαν να επικρατήσουν γρήγορα έναντι των λιγότερο κατάλληλων. Το σχέδιο ευγονικής του Γκάλτον, καθοδηγούνταν από μια ιστορία στην οποία φαντάζεται ότι όλες οι πτυχές της ανθρώπινης ζωής μπορούν να ελεγχθούν με σκοπό την τεχνητή επιλογή σωματικά και ψυχολογικά καλύτερων ατόμων.
Η προσέγγιση αυτή θέτει τις βάσεις μιας επιστήμης που στηρίζεται στις μετρήσεις, στην παρατήρηση και στο πείραμα, ενώ περιφρονεί τους αδύναμους και αποτυχημένους, μια επιστήμη που μιλά για την επιβίωση του ισχυρότερου αναγκαστικά Δυτικού, αρρενωπού, καθώς ευελπιστεί να «κυριαρχήσει» πάνω στη φύση-θηλυκότητα και σε οποιοδήποτε σχήμα ανδρογυνισμού, αλλά και μια επιστήμη που οραματίζεται μια «νέα» θηλυκότητα και αρρενωπότητα, με το φύλο (άρρεν-θήλυ) ν’ αποτελεί τη μοναδική ευγονική λύση με στόχο την αναπαραγωγή.
Επιπλέον, η συμπερίληψη της γνώσης από τα «κάτω» είναι διαστροφή της λογικής, κάτι που επιφέρει την ίδια την «αρρενοποίηση» της γνώσης που μέσω της επιστήμης παίρνει τη μορφή μιας επιστημονικής «βελτίωσης»· «η ιδιότητα του σοφού εμπειρογνώμονα γιατρού και, παράλληλα, του τεχνοκράτη κοινωνικού μεταρρυθμιστή»[15] και νομοθέτη είναι να κατασκευάσει μια «νέα» υποκειμενικότητα. Με δυο λόγια, εφόσον η φύση δεν κάνει άλματα, είναι ζήτημα της επιστήμης η βελτίωση ακόμη και του ανθρώπινου ψυχισμού, που ξεκινά από την «αρρενοποίηση-ενηλικίωσή» του.
Με αυτό τον τρόπο προδιαγράφει τη σταθερή εμμονή του ευγονικού κινήματος στις κλίμακες μέτρησης, ενώ η επιστήμη κατέληγε να υποβάλλει τη θηλυκότητα σε ανθρωπομετρικές δοκιμασίες, συλλέγοντας ατομικά, μορφικά και ψυχικά χαρακτηριστικά με στόχο τον έλεγχο αυτής της φύσης. Κάτι που θα έχει ως συνέπεια τη σύλληψη της ιδέας του περιορισμού της αναπαραγωγής ατόμων, ομάδων, πληθυσμών, φυλών, αλλά και αυτής της ηθικής των petroleuses. Αυτό θα οδηγήσει σε έναν ευγονικό κώδικα σεξουαλικής λογικής, ακόμη και ελεύθερου έρωτα για τις αστές,[16] με στόχο την αναπαραγωγή «ωραίων» παιδιών, ενώ κάθε «κρίση» ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της λαϊκής ανήθικης μητέρας.
Έτσι, το 1911, ο Αμερικανός ευγονιστής Τσαρλς Ντάβενπορτ [(Charles Davenport, (1866-1944)], καθηγητής ζωολογίας του Πανεπιστημίου Harvard, χαρακτηρίζει τις διαφυλικές καταστάσεις ελαττωματικές και μη φυσιολογικές,[17] ενώ παράλληλα, ο Αμερικανός ψυχολόγος Χένρυ Γκοντάρντ [Henry Godard (1866-1957)] μετά τη μελέτη του γύρω από τις εγκληματικές οικογένειες, όπως οι Κάλλικακ,[18] θα καταλήξει στην ταξινόμηση των ανήθικων ανθρώπων σε τρεις κατηγορίες: ηλίθιοι, άσεμνοι και moron. Για τον Γκοντάρντ, οι moron αποτελούσαν μια σοβαρή απειλή, καθώς θεωρούσε ότι υπήρχε σχέση μεταξύ της χαμηλής νοημοσύνης και της εγκληματικής συμπεριφοράς, όπως προσπάθησε να αποδείξει στο βιβλίο του The Criminal Imbecile: An Analysis of Three Remarkable Murder Cases (1915).
Στην πραγματικότητα, δεν έκανε κάτι άλλο παρά να υπερθεματίζει τον ρόλο της ανήθικης μητέρας, όπως εξάλλου και οι ψυχαναλυτές την ίδια περίοδο, οι οποίοι κατέληγαν ότι αιτία της ήττας των ανδρών,[19] στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και της φτώχειας, της εξαθλίωσης και εν τέλει του βίου μιας μη-αξιοβίωτης ζωής που κοστίζει στο κράτος και πλήττει την πρόοδο και την εξέλιξη, δεν ήταν παρά οι ανήθικες μητέρες.[20] Έτσι, σε μια περίοδο που τα κατώτερα στρώματα αρθρώνουν όλο και περισσότερα αιτήματα σχετιζόμενα με την πρόσβαση σε κοινά αγαθά, όπως η εκπαίδευση, η ελευθερία, η ισότητα, η δικαιοσύνη και η ανθρωπομετρία, η επιστήμη ορίζει ποια ζωή είναι «άξια» να βιωθεί οδηγώντας σε μια σειρά από πειράματα πάνω σε ανθρώπους, αλλά και καταναγκαστικών στειρώσεων αυτών των θηλυκότητων και των απογόνων τους.
Στο πλαίσιο αυτό, εξάλλου, ενδεικτικά μιλώντας, έως την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι εκτρώσεις θα φτάσουν τουλάχιστον στις 20.000 στην Καλιφόρνια και στις 7.000 αντίστοιχα, στη Βιρτζίνια και στη Βόρεια Καρολίνα.[21] Αντίστοιχα, το 1928, ο χειρουργός Λέο Στάνλεϊ στις φυλακές Κουεντάν στις ΗΠΑ,[22] μετά από μια ακόμη δημόσια εκτέλεση στις φυλακές, αυτή τη φορά του φυλακισμένου Κλάρενς Κέλλυ, αφαιρεί τους όρχεις του συγκεκριμένου κατάδικου, μιας και πίστευε ότι η μητέρα του Κέλλυ ήταν μια «φθαρμένη και αξιολύπητη φιγούρα με το φτηνό παλτό της», η οποία, όπως τόσες πολλές γυναίκες, είχε, χαϊδεύοντας το γιο της, προκαλέσει «ασυνείδητα την καταστροφή» στην ζωή του.[23] Ωστόσο, ο Στάνλεϊ εξακολουθούσε να πιστεύει ότι οι όρχεις αυτής της εκθηλυμένης ζωής, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για καλό σκοπό -όταν εμφυτευτούν σε έναν άλλον άνδρα»- πράγμα και που έκανε, ενώ ο φόβος του ευνουχισμού από τις μητρικές δυνάμεις γίνεται η κυρίαρχη αφήγηση τόσο της ψυχανάλυσης όσο και της ψυχοβιολογίας.[24]
Παράλληλα, το 1922 δημιουργείται η Επιτροπή Έρευνας για τα Προβλήματα του Φύλου (Committee for Research in Problems of Sex, CRPS) που ιδρύθηκε στις ΗΠΑ στο πλαίσιο του Τμήματος Ιατρικών Επιστημών του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας με τη συνεργασία του Γραφείου Κοινωνικής Υγιεινής και την υποστήριξη του Ιδρύματος Ροκφέλερ.[25] Τα πρώτα είκοσι χρόνια της δραστηριότητας του Συμβουλίου, επιστρατεύτηκαν πίθηκοι και μαϊμούδες ως αντικείμενα μελέτης (Χάραγουει, σ. 33), ενώ οι πιο γνωστές από τις μελέτες του Συμβουλίου ήταν εκείνες που ανέλαβε μια ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον καθηγητή Ζωολογίας Άλφρεντ Κίνσεϋ [Alfred C. Kinsey (1894-1947)]. Ο Κίνσεϋ είναι αυτός που δημοσίευσε δύο εκθέσεις υπό μορφή βιβλίου για την ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά το 1948 και το 1953.
Ο στόχος του ινστιτούτου ήταν σαφέστατα ένας νέος παράγοντας της τεχνικής της ευγονικής διευθέτησης που καθήκον είχε να χαρτογραφήσει την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, για τη βελτίωση, υποτίθεται, του έθνους, ο εσωτερικός εχθρός του οποίου είναι η θηλυκότητα-μητρική αρχή των ανήθικων λαϊκών στρωμάτων, όπως της οικογένειας Κάλλικακ· ενώ ο σεξισμός εισέρχεται εντός μιας επιστήμης που στηρίζεται στις μετρήσεις, στην παρατήρηση, στο πείραμα, αλλά και σε Λόγους που έρχονται να ερμηνεύσουν την ίδια τη μνήμη, από τη μεριά της «άξιας» ζωής.
Και όμως, το κουτσομπολιό μας έσωσε
Την ίδια στιγμή, η Αντίσταση, μάς θυμίζει η Τασούλα Βερβενιώτη, δεν χτίστηκε μόνο από τις αρρενωπότητες που πήραν τα όπλα, αλλά χτίστηκε μέσα από το κουτσομπολιό, στις ουρές που σχηματίζονταν για τα συσσίτια μέσα από έναν πληθυσμό που στην πλειοψηφία του ήταν γυναίκες και παιδιά.[26] Επιπλέον, ενώ ήταν αυτές που μετέφεραν την πληροφορία όταν οι κατακτητές είχαν σφραγίσει τα ραδιόφωνα, αυτή η ιστορία παραγκωνίστηκε και μαζί με αυτή και η μνήμη. Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που οι θηλυκότητες μεταφέρουν τα νέα και καταδικάζονται για αυτό. Ειδικότερα, η Σίλβια Φεντερίτσι μάς έχει δείξει το πώς οι «φλύαρες γυναίκες», με επίκεντρο την περίπτωση του «κουτσομπολιού», στιγματίστηκαν μέσα στην ιστορία.
Η Φεντερίτσι παρουσιάζει δύο αιώνες επιθέσεων κατά των γυναικών, καθώς το κουτσομπολιό, ένας όρος που συνήθως υποδήλωνε μια στενή γυναικεία φιλία, μετατράπηκε σε σημαίνον μίας αδρανούς, κακοπροαίρετης συζήτησης και επομένως, μιας υποτιμητικής σημασίας στον όρο της φλύαρης γυναίκας. Πλέον, η φλύαρη γυναίκα γινόταν η αρχή του χάους, στον 16ο αιώνα. Κάτι που σήμαινε την επιβολή μιας υποχρεωτικής σιωπής, αλλά και ένα εργαλείο καταστροφής της γυναικείας κοινωνικότητας, όταν οι περισσότερες δραστηριότητες, ιδιαίτερα ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα, είχαν συλλογικό χαρακτήρα και οι γυναίκες σχημάτιζαν μια στενή κοινότητα και δύναμη, αλλά επίσης και έναν λόγο από τα «κάτω» με δύναμη και κύρος, ακριβώς μέσα από το κουτσομπολιό. Έτσι, ο στιγματισμός του κουτσομπολιού είναι, σύμφωνα με τη Φεντερίτσι, αναμφίβολα ένα σχέδιο που δημιουργήθηκε για να κλείσει το στόμα των γυναικών, κυρίως των κατώτερων τάξεων και κατ’ επέκταση των λαϊκών στρωμάτων, σε μια περίοδο έντονης φτωχοποίησης των μαζών και αυτό ακριβώς συναντάμε και στην περίπτωση της Αντίστασης.
Ειδικότερα, η Αντίσταση, όπως μάς την περιγράφει η Βερβενιώτη, ξεκινούσε από αυτές τις πρώτες γυναίκες που τόλμησαν να μιλήσουν για τις γειτονιές και τη δημιουργία ενός πλέγματος γυναικών που έπρεπε να αναλάβει την παροχή κοινών αγαθών, όπως η πληροφορία, η καθαριότητα, η τροφή, το νερό και η περίθαλψη. Αν όμως στον πόλεμο ακόμη και το κουτσομπολιό λειτούργησε θετικά για την Αντίσταση, ενώ η έξοδος των γυναικών στο δρόμο γίνεται ακριβώς κάτω από την ταυτότητα της Ελληνίδας, με το τέλος του Πολέμου και την ολοκλήρωση της Δίκης των ναζί γιατρών στη Νυρεμβέργη (1946-1947), η απόφαση του δικαστηρίου αφορούσε μόνο τα πειράματα στα ναζιστικά στρατόπεδα και όχι το σύνολο των «μέτρων της ναζιστικής “φυλετικής υγιεινής,” όπως το πρόγραμμα της καταναγκαστικής ευθανασίας Τ-4».[27] Αυτό θα δώσει τον χώρο σε μια ολόκληρη πατριαρχική, αποικιοκρατική, μισαναπηρική αντίληψη που έδωσε τον ιατρικό κώδικα δεοντολογίας της Νυρεμβέργης, του οποίου κεντρικό στοιχείο συνιστά η «συναίνεση των υποκειμένων για κάθε ιατρική πράξη ή πείραμα»[28] -και θα προσθέσω και για υποτέλεια μέσα από την πολλαπλότητα Λόγων που απλά αναπαρήγαγε την ταξινόμηση της ζωής σε «άξια» και σε «ανάξια» – εκθηλυμένη.
Έτσι, όταν οι ομοφυλόφιλοι οδηγήθηκαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στις φυλακές της νέας Γερμανικής Δημοκρατίας, με πρωτοβουλία της αμερικανικής κυβέρνησης και του Πανεπιστημίου John Hopkins,[29] στη Γουατεμάλα «πόρνες μετέδωσαν τη σύφιλη σε 700 περίπου τροφίμους φυλακών, στρατιώτες, φτωχούς παρίες και ψυχικά ασθενείς»,[30] προκειμένου να δοκιμαστεί η δραστικότητα φαρμακευτικών σκευασμάτων, ανάμεσα τους και η πενικιλίνη, η οποία είχε ανακαλυφθεί από το 1923,[31] ενώ εγκαθιδρύεται πάνω σε αυτά τα «πειράματα» η διάκριση της ζωής σε πόρνη (ανάξια θηλυκότητα) και σε ηθική γυναίκα (άξια Ελληνίδα), η Βερβενιώτη μάς θυμίζει: «Όπως μου είχε πει και μία γυναίκα πολύ ωραία, “Οι σύντροφοί μας, μετά τον πόλεμο μετατράπηκαν σε Έλληνες άνδρες”».[32]
Την ίδια περίοδο, ο κόκκινος Τρόμος (Lavender Scare),[33] θα οδηγήσει στο κυνήγι των κομμουνιστών/τριών, αλλά και των ομοφυλόφιλων που κατηγορούνται για αριστερό προσηλυτισμό, αλλά και σε μια ολόκληρη αφήγηση, της οποίας ο στόχος είναι ο έλεγχος με σκοπό την τεχνητή επιλογή σωματικά και ψυχολογικά καλύτερων ατόμων, κάτι που συνιστά την υπακοή στην φύση που η Δυτική επιστήμη όρισε, ταξινόμησε και ιεράρχησε, μόνο για τα δύο φύλα, με στόχο την αναπαραγωγή του «άτρωτου» όντος. Η κοινή γυναίκα, η θηλυκότητα ευρύτερα των λαϊκών στρωμάτων, γίνεται σε αυτό το κομβικό σημείο, η «ανάξια» ζωή και η αρωγός της ανομίας, της αναρχίας και της ανυπακοής εντός των κοινωνιών. Είναι σε αυτό το σημείο, για παράδειγμα, όπου ο έλληνας εγκληματολόγος Κωσταντίνος Γαρδίκας (1896-1984),[34] καθηγητής της Εγκληματολογίας και Σωφρονιστικής, από το 1930 μέχρι το 1968, θα ερμηνεύσει το έγκλημα ως αποτέλεσμα της ψυχικής ευαλωτότητας των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, με την ανήθικη θηλυκότητα των λαϊκών στρωμάτων να διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο.
Εξάλλου, μια τέτοια αφήγηση, την ίδια περίοδο, βρίσκουμε και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού· το 1964, μάς θυμίζει η ΄Αντζελα Ντέιβις, θα δει το φως η «Έκθεση του Ντάνιελ Μόινιχαν»: «[O] Μόινιχαν [κατέληξε] ότι η πηγή της καταπίεσης ήταν βαθύτερη από τις φυλετικές διακρίσεις. Με δυο λόγια ήταν η μητριαρχική δομή που προκαλούσε την ανεργία, την άθλια στέγαση, την ανεπαρκή εκπαίδευση και την υποβαθμισμένη ιατρική περίθαλψη. Έτσι, η ρίζα της καταπίεσης δεν ήταν άλλη από το «παθολογικό σύμπλεγμα» που είχε δημιουργήσει η απουσία της ανδρικής εξουσίας ανάμεσα στους μαύρους! Το επίμαχο φινάλε της Έκθεσης Μόινιχαν ήταν ένα κάλεσμα να εισαχθεί η ανδρική εξουσία (που σημαίνει βέβαια ανδρική/δυτική/λευκή πατριαρχική υπεροχή!) στη μαύρη οικογένεια και στην κοινότητα συνολικά.[35] Τέτοια συμπεράσματα, έφερναν στην επιφάνεια, ξανά, την αναγκαιότητα ενός βιοϊατρικού προγράμματος- διαπαιδαγώγησης, με στόχο μια «αρρενωπή ενηλικίωση, ενώ η «θυσία» αυτής της αρχής, υποτίθεται ότι θα ευεργετούσε ολόκληρη την ανθρωπότητα»,[36] μέσα σε μια αφήγηση που όπως επισημαίνει ο Jonathan Metzl,[37] τη δεκαετία του 1950, οι Αμερικανοί ψυχίατροι κατέληγαν ότι οι Αφροαμερικανοί σκλάβοι που το έσκασαν από τους λευκούς αφέντες τους, το έκαναν εξαιτίας μιας ψυχικής ασθένεια που ονομαζόταν δραπετομανία.[38]
Παράλληλα, στα καθ’ ημάς, ο Γεώργιος Ζουράρις, αναφερόμενος στα συμπεράσματα του Κίνσεϋ, κατέληγε ότι η αναφροδίσια γυναίκα αποτελούσε την αιτία των διαζυγίων, στο 60-70%,[39] όσον αφορά την Ελλάδα, ενώ επιπλέον, θα συμφωνούσε με τον Κίνσεϋ και τα συμπεράσματα του, καταλήγοντας στο «επιστημονικό» συμπέρασμα, ότι «ο άνδρας έχει ισχυράν ορμήν, είναι πολύγαμος εξ ιδιοσυγκρασίας τύπος, του αρέσει η ερωτική περιπέτεια και η αλλαγή».[40]
Από την Ευγονική στη Γενετική: Ζούμε Μεσοπόλεμο σου λέω
Έτσι, η ευγονική, η οποία μετονομάστηκε το 1970 σε γενετική με την ανακάλυψη της δομής της γενετικής πληροφορίας στην πολυμερική αλυσίδα του DNA, δεν μπορεί παρά ν’ αναπαράγει ένα ευγονικό καθεστώς αλήθειας. Έτσι, ενώ: «[…] γίνεται πλέον λόγος για «εξελισσόμενο γονιδίωμα […] για μια δομή με ενδιάθετη πλαστικότητα»,[41] αναγκαστικά αυτή η επιστημονική εξέλιξη, θα συναντηθεί όχι με την πλαστικότητα, αλλά, όπως υπογραμμίζει ο Κόκκινος, «με την ιστορία της ασθένειας, του κοινωνικού στίγματος, του σωματικού πόνου και της ψυχικής οδύνης»[42] και, θα προσθέσω, ενός πατριαρχικού, αποικιοκρατικού αφηγήματος της εξουσίας του ανώτερου γονιδίου-αναγκαστικά αρρενωπού. Εξάλλου, ο Ζωρζ Καγκιγιέμ [George Canguilhem] είχε προσπαθήσει να μας προφυλάξει από αυτό τον εφιάλτη, όταν μας εξηγούσε ότι η έννοια της κληρονομικότητας μας φέρνει όλο και πιο κοντά σε αξίες της Ιεράς Εξέτασης· και αυτό επανακωδικοποιείται με την ανακάλυψη του εγωιστικού γονιδίου του Ρίτσαρντ Ντόκινς, η επιβολή του πιο ισχυρού: «Ο κόσμος έτσι άρχισε να βλέπει την εξέλιξη πιο σωστά, δηλαδή ως αποτέλεσμα ενός αναπαραγωγικού εγωισμού, όπου εκείνο που έχει σημασία είναι μόνο η επιτυχία του ατόμου να μεταφέρει τα γονίδιά του στην επόμενη γενιά,» όπως μας αναφέρει ο μαθητής του βιολόγος Σχιλτζάιζεν στο πρόσφατο στα ελληνικά μεταφρασμένο έργο του.[43]
Αυτό σήμαινε για τους ειδικούς ότι πολλά χαρακτηριστικά που θεωρούμε ως «αρσενικά» μπορεί να έχουν εξελιχθεί σαν όπλα για να βοηθήσουν το μικροσκοπικό σπέρμα ενός αρσενικού. Η έννοια των ανταγωνιστικών σπερματοζωαρίων γίνεται η βασική ερμηνεία της ίδιας της αρρενωπότητας και η ερμηνεία πάνω στην οποία θα μπορούσε να δοθεί ένα σχήμα για την εξέλιξη των «αρσενικών»,[44] ενώ με όρους ιστορικοπολιτικούς, θα μπορούσε να αποδοθεί και με την αφήγηση του Robert Dallek, σε μια αξέχαστη off-the-record συνάντηση μεταξύ του Αμερικανού προέδρου Λίντον Τζόνσον (1964-1968) και σκεπτικιστών δημοσιογράφων που τον πίεζαν να εξηγήσει γιατί η Αμερική πολεμούσε ακόμα στο Βιετνάμ. Απογοητευμένος που η πολιτική του επιχειρηματολογία δεν έπειθε τους ακροατές του, ο πρόεδρος ξεκούμπωσε το παντελόνι του, έβγαλε το πέος του και είπε: «Γι’ αυτό!».[45]
Μόνο που τούτη η κυριαρχία, δεν πρέπει να ξεχνάμε, όπως υπογραμμίζει το 1976[46] ο Μισέλ Φουκώ, αμφισβητώντας τη φροϋδομαρξιστική «κατασταλτική υπόθεση»,[47] δεν μάς μιλά για καταπίεση, αλλά δίνει την αρχή της ερμηνευτικής του εαυτού ως εξέταση του εαυτού (των σκέψεων, των επιθυμιών) και της ομολογίας, γνωρίζοντας ποιος είσαι και λέγοντάς το σε άλλους, σε μια αφήγηση, που όμως, σε αυτό το πλαίσιο, «δεν υπάρχει αλήθεια για τον εαυτό μας χωρίς αυτοθυσία», αφού πρόκειται για την αποκήρυξη της εκθηλυμένης μας υποτίθεται φύσης. Αυτή είναι η απόλυτη συνθήκη, κάτι που θα επιβεβαιωθεί και με την κρίση του AIDS τη δεκαετία του 1980. Έτσι, στη δίνη του ρεϊγκανο-θατσερικού νεοφιλελευθερισμού, το AIDS έγινε η νόσος των «ομοφυλόφιλων», των «ηρωινομανών» και των «Αϊτινών», δίνοντας έτσι το έναυσμα για μια παγκόσμιας κλίμακας εκστρατεία τροποποίησης των σεξουαλικών συνηθειών του πλανήτη (που ιδιαίτερα στον αναπτυγμένο κόσμο είχαν τροποποιηθεί αισθητά μετά τα κινήματα κοινωνικής απελευθέρωσης των δεκαετιών του ’60 και του ’70). Σήμερα βέβαια γνωρίζουμε πως το AIDS είναι ένα «αιματογενώς μεταδιδόμενο νόσημα»[48] και πως τα δύο τρίτα των πασχόντων βρίσκονται στην Υποσαχάρια Αφρική. Και πως η ακραία φτώχεια, ο υποσιτισμός, η εξαθλίωση, οι τραγικές συνθήκες υγιεινής και περίθαλψης (π.χ. το μοίρασμα μιας σύριγγας για κάθε είδους ενέσεις φαρμάκων ή ο ελλιπής έλεγχος του μεταγγιζόμενου αίματος) ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος από τα 30 εκατομμύρια θανάτους που έχει προκαλέσει η νόσος από την εμφάνισή της μέχρι σήμερα.
Εξάλλου, ήταν τον Φεβρουάριο του 1998, όταν η τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μαντλίν Ολμπράιτ, δήλωνε: «Εάν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε βία, είναι επειδή είμαστε Αμερική. Είμαστε το απαραίτητο έθνος. Στεκόμαστε ψηλά και βλέπουμε πιο μακριά από άλλες χώρες στο μέλλον και έτσι βλέπουμε τον κίνδυνο εδώ για όλους μας». Για να ασκηθεί αυτή η βία, δεν υπάρχει καλύτερο μέσο από την επανακωδικοποίηση της πατριαρχίας και του ιμπεριαλισμού, κάτι που συνιστά τη δημιουργία, μέσα από Λόγους, του εκθηλυμένου εσωτερικού εχθρού.
Εκθηλυμένοι είναι όσοι έχουν μεταβάλει τη φύση τους
Το 2011, όσον αφορά την ελληνική πραγματικότητα, βρεθήκαμε εν μέσω μιας τεράστιας κρίσης όταν η χώρα μπήκε στον Μηχανισμό στήριξης, που δοκίμασε τον πληθυσμό σχετικά με την οποία αξίζει να θυμίσω κάποια κυρίαρχα συμβάντα· τον Δεκέμβριο εκείνου του έτους, ο υπουργός υγείας Ανδρέας Λοβέρδος τόνιζε «την απέλαση από τη χώρα των παράνομων ιερόδουλων, φορέων του AIDS ζήτησε ο υπουργός Υγείας. “Η μετάδοση γίνεται από την παράνομη μετανάστρια στον Έλληνα πελάτη, στην ελληνική οικογένεια,” σημείωσε»,[49] αποσιωπώντας την πραγματική αιτία εκτίναξης των κρουσμάτων που ήταν η φτωχοποίηση του πληθυσμού και οι περικοπές των φαρμακευτικών δαπανών (λ.χ., τις βελόνες για ενέσεις). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, «σε κάθε χρήστη ναρκωτικών πρέπει να αντιστοιχούν 200 σύριγγες ανά χρόνο, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή πρόληψη. Στην Ελλάδα όμως ο αριθμός αυτός ανέρχεται στις 15 για το 2011,»[50] καθώς και των λειτουργικών εξόδων του ΕΣΥ, ο Λοβέρδος εξέδωσε την Υγειονομική διάταξη 39α/2012, βασισμένη σε νόμο του 1940,[51] στιγματίζοντας τις ανήθικες σεξουαλικές επιμειξίες ανήθικων κοινών μεταναστριών γυναικών ως αιτία της εξάπλωσης της νόσου.
Επιπλέον τον Μάιο του 2011 οι πολίτες της Αθήνας έδωσαν για πρώτη φορά ραντεβού στην πλατεία Συντάγματος, και ακολούθησε, τον Ιούνιο, η μεγαλειώδης συγκέντρωση χιλιάδων πολιτών έξω από τη Βουλή, ενάντια στη μνημονιακή πολιτική της ύφεσης και τη λιτότητας. Την ίδια χρονιά, ακυρώθηκε η στρατιωτική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον χώρο των επισήμων εξαιτίας της κινητοποίησης των πολιτών.
Την περίοδο εκείνη λοιπόν εντοπίζουμε ένα άρθρο που παραπέμπει στο κίνημα και στον εκθηλυσμό του, που δεν ήταν άλλος από το ν’ αμφισβητεί την Ευρώπη και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «[…] Ο όρος «εκθήλυνση», που μπορεί να σκανδαλίζει κι άλλους, χρησιμοποιείται εδώ και με τη στενή και με τη ευρύτερη σημασία του: εκθηλυμένος είναι ένας τόπος, όταν όσοι τον κατοικούν, έχουν μεταβάλει τη φύση τους. Όμοια εκθηλυμένος είναι, όταν η άνεση –και με την πρώτη σημασία της η λέξη, από το ανίημι–, ο αισθητισμός και ποικίλη πολυτέλεια έχουν με τον καιρό απονευρώσει την περιοχή της ψυχής, στην οποία ανήκουν οι αρετές τη λιτότητας, της ευθύτητας, της ευσέβειας. Κι είναι γνωστό πως στ’ αρχαία ελληνικά α ρ ε τ ή σημαίνει κυρίως α ν δ ρ ε ί α, φρόνημα αντρίκιο. Ο ενάρετος είναι και σκληροκόκκαλος, δεν ανήκει ποτέ στην συνομοταξία των πλαδαρών και ευκάμπτων όντων, στα μαλακόστρακα […]».[52]
Είναι φανερό ότι ο αρθρογράφος δεν επιλέγει τυχαία αυτόν τον νεολογισμό, που μάλιστα αναδημοσιεύεται από επιφυλλίδα του 1962, προβαίνοντας σε αυτή την ανάλυση σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, κατηγορώντας τα κοινωνικά κινήματα, όπως το κίνημα των Αγανακτισμένων, μεταφορικά ως συνεχιστές των δυνάμεων του εκθηλυσμού και, κατά συνέπεια, ως υπεύθυνα στη διαμόρφωση της κρίσης. Έτσι, προσδίδει στο κίνημα τον χαρακτηρισμό τη εκθηλυμένης ετεροτοπίας, που επιχειρεί να εκμηδενίσει την ορθολογική αρετή, «Ευρώπη του Βορρά» και τις προσπάθειές της για πρόοδο.[53] Έτσι, η παραπομπή στον εκθηλυσμό, δηλώνει εκ των προτέρων τον τρόπο με τον οποίο η εξουσία το 2011 –«ως σύνολο θεσμών και μηχανισμών που εξασφαλίζουν την υποταγή των πολιτών σ’ ένα δοσμένο Κράτος,»[54] αποφεύγει την κριτική, παραπέμποντας σε κάτι υπεράνω κριτικής, σε κάποια εκδοχή του απείρου,» ήτοι του εκθηλυμένου τόπου, φρονήματος, γλώσσας, ηθικής όπου, σαν μια άλλη petroleuse, πάλι η μάζα θέλει να σπείρει το χάος και την καταστροφή.
Ακριβώς γι’ αυτό έχει ξεχωριστή σημασία η χρήση του εκθηλυσμού και των χαρακτηρισμών, όπως των petroleuses, σε περιόδους κρίσης, αφού στην ουσία αποτελεί ένα εργαστήριο ζύμωσης των σχέσεων εξουσίας με κομβικό στόχο τη διαιώνιση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μέσω μιας συνεχούς αναπαραγωγής λόγων βίας με στόχο τη θηλυκοκτονία-γυναικοκτονία αυτών των εκθηλυμένων «μπαχαλάκηδων». Στο πλαίσιο αυτό, θέτω και τη χρήση του όρου «μπαχαλάκηδες» από την εξουσία. Είναι σημαντική η επισήμανση από τον Παύλο Μεθενίτη, που μάς εξηγεί ότι η λέξη «μπάχαλο», που παράγει τους «μπάχαλους» ή τους «μπαχαλάκηδες», σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, είναι μια ηχομιμητική λέξη με σχηματισμό κατ’ αναλογίαν με το κρόταλο, ρόπαλο, θρύψαλο κ.λπ. Επιπλέον, το διαδικτυακό λεξικό για τον πληθυντικό, «τα μπάχαλα», πάντα σύμφωνα με τον Μεθενίτη, αναφέρει ότι είναι τα «επεισόδια, οι συγκρούσεις με την αστυνομία».[55]
Αυτοί, οι μπαχαλάκηδες, από την άλλη, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008 και τα επεισόδια στη Μαρφίν, είναι αυτές οι ανδρόγυνες-γύνανδρες αναρχικές ζωές, που αντιδρούν μόνο και μόνο για να αντιδράσουν δηλαδή, ενστικτωδώς, σαν άλλες petroleuses, ενώ δεν υπηρετούν μια συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία, αλλά αποτελούν έναν από τους κυριότερους παράγοντες της διάλυσης και της νοσηρότητας στο ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο. Με δυο λόγια, οι μπαχαλάκηδες είναι αυτή η «εκθηλυμένη θηλυκότητα» της οποίας οι αντιδράσεις πηγάζουν από ένα ακατέργαστο καταστροφικό καπρίτσιο και όχι από μια ενεργητικότητα μιας λογικής αρρενωπής συνείδησης, που εδράζεται στην πλευρά των πολιτικών ιδεών της Αστικής Δημοκρατίας.
Βαριοπούλες ή βιβλιοθήκη
Μέσα από αυτή τη λογική προτείνω πως πρέπει να ερμηνεύσουμε και αυτό που ακούσαμε πρόσφατα ως δίλημμα στο δημόσιο λόγο: βαριοπούλες ή βιβλιοθήκη, κάτω μάλιστα από το βάρος του εσωτερικού εχθρού που δεν είναι άλλος από τους «μπαχαλάκηδες» Ωστόσο, το πραγματικό δίλημμα δεν είναι βαριοπούλες ή βιβλιοθήκη, αλλά αστυνομία, και μάλιστα σε ένα αυταρχικό κράτος, ή δημόσιο Πανεπιστήμιο. Μια απάντηση υπέρ του Δημόσιου Πανεπιστημίου συνιστά ακριβώς μια αξίωση κατάργησης της ταξινόμησης σε πολίτες και σε μπαχαλάκηδες. Έτσι, αυτό που επανακωδικοποιείται μπροστά μας, δεν είναι απλώς το ότι στην περίπτωση της εισαγωγής αστυνομίας στα Πανεπιστήμια καταργείται το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου. Πιο απειλητικά, επανακωδικοποιείται η έννοια μιας πατριαρχικής-αποικιοκρατικής-ευγονικής αντίληψης, μέσα από την πρόσληψη της αστυνόμευσης ως μιας αναγκαιότητας που εμμένει ακριβώς να αποϊστορικοποιεί τις συνθήκες που δημιουργούν τις όποιες διαμαρτυρίες, την ταξινόμηση των πολιτών σε «άξιους» και σε «ανάξιους». Οι τελευταίοι μάλιστα κοστίζουν στο κράτος, κάτι που επεκτείνει την αστυνόμευση, αλλά και τον σφετερισμό των αγαθών που η «ανάξια» ζωή μπορεί να έχει πρόσβαση εκ μέρους του κράτους, πάντα στο όνομα της προόδου, μέσα από την επιβολή της σιωπής, που η βία της αστυνομίας, ως θεσμός του αστικού κράτους, καλείται να επιβάλλει.
Έτσι, αν το χαλινάρι της επίπληξης (scold’s bridle) εφαρμόστηκε στο στόμα όσων γυναικών που τολμούσαν να μην ακολουθήσουν τον δρόμο της σιωπής, κατά τον 16ο αιώνα, τότε που ο καπιταλισμός σχηματιζόταν, στις μέρες μας η δίωξη εναντίον των μπαχαλάκηδων δεν είναι παρά κομμάτι μιας δίωξης εναντίον των θηλυκοτήτων. Δηλαδή, αυτού του μητριαρχικού οράματος μιας Παγκόσμιας Δημοκρατίας, που τολμά να μην σέβεται έμφυλα, ταξικά, φυλετικά, αναπηρικά όρια, αμφισβητώντας, σαν μια άλλη petroleuse τη φαλλική, πατριαρχική, καπιταλιστική εξουσία-γνώση-λόγο. Το σιδερένιο ρύγχος, προσαρμοσμένο σε σιδερένιο πλαίσιο, περιέκλειε το κεφάλι του θύματος, ενώ ένα «χαλινάρι» γλιστρούσε στο στόμα και πιεζόταν πάνω στη γλώσσα, συχνά με ένα καρφί, ως συμπίεση, με αποτέλεσμα το θάνατο ακόμη αυτών των γυναικών.
Αντίστοιχα, σε μια εποχή σφετερισμού δημόσιων-κοινών αγαθών (υγεία, παιδεία, γνώση, αλήθεια, αλληλεγγύη), όπως αυτός ο σφετερισμός επανεπιβλήθηκε μετά τον Ιούνιο του 2020, περίοδος που δημιουργήθηκε το «The Great Reset», ο Μεγάλος Καπιταλιστικός Μετασχηματισμός, πρωτοβουλία του World Economic Forum (WEF), μέσω της Strategic Intelligence, επιχειρείται να επιβληθεί η σιωπή μέσα ακριβώς από ένα πανεπιστήμιο που αφενός γίνεται όλο και λιγότερο προσβάσιμο στα λαϊκά στρώματα και αφετέρου, καλείται ν’ αναπαράγει γνώση που θα έχει οικονομικό αντίκρισμα. Με δυο λόγια, καλείται ν’ αναπαράγει αστική, πατριαρχική, ιμπεριαλιστική, μισαναπηρική, καπιταλιστική γνώση, ενώ για να εφαρμοστεί μια τέτοια συνθήκη, αναγκαία προϋπόθεση είναι ένας σεξιστικός λόγος που έρχεται ν’ αναπαράγει τον εσωτερικό εχθρό.
Οι «μπαχαλάκηδες» καταλαμβάνουν τον χώρο του Δημόσιου Πανεπιστημίου και επομένως ακριβώς αυτόν τον χώρο μέσα από τον οποίο αναπαράγεται υποτίθεται η ψυχική διαστροφή ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα, κάτι που δήθεν καθιστά αναγκαία την αστυνομική βία και τους συνεχείς ελέγχους, ενώ ωστόσο, οι στατιστικές δεν αναδεικνύουν επ’ ουδενί ανομία εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας, σύμφωνα με τη Σοφία Βιδάλη.[56] Οι «μπαχαλάκηδες» γίνονται ωστόσο ο εσωτερικός εχθρός του κράτους, προωθώντας έναν δημόσιο λόγο-Λόγους μιας πατριαρχίας που μιλά συνεχώς για την ατομική ευθύνη αυτής της ανήθικης ενστικτώδους ζωώδους ζωής, που εντοπίζεται ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα, ενώ ως μόνη λύση προάγεται η συνεχής αστυνόμευση αυτού του ανήθικου «εκθηλυσμού» και η εγκαθίδρυση της αρετής και της αρρενωπότητας ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και μάλιστα ως μια συνειδητή ομολογία ψυχής και σάρκας, με στόχο την πρόοδο και την εξέλιξη.
Κάλλιο άνδρας, παρά να βγάλω τ’ όνομα πως μ’ έριξε μια γυναίκα
Έτσι, το κάλεσμα του Κρέοντα να συντρίψει την Αντιγόνη [και ό, τι αυτή αντιπροσωπεύει ως μητριαρχική τάξη πραγμάτων], βλέπουμε να γίνεται και το μότο της εποχής μας: «Και φύλαξε το βαθιά στην καρδιά σου, παιδί μου/ όλα μπροστά στην πατρική τη γνώμη θυσιάζονται./ Γι’ αυτό κι οι άνθρωποι εύχονται να γεννούν/πειθαρχικά παιδιά και να τα χαίρονται στο σπίτι./ Μη χάσεις το μυαλό σου για πόθο γυναίκας,/ παιδί μου· πρέπει να ξέρεις καλά/ πως γίνεται σιγά σιγά ψυχρά τ’ αγκάλιασμα,/ όταν πλαγιάζεις με κακή γυναίκα στο πλευρό σου./ Ποια μεγαλύτερη πληγή απ’ τον κακό το φίλο;/ φτύσε την ξορκισμένη σαν κατάρα/ κι ασ’ τη να πάει να βρει γαμπρό στον Άδη./[…]/ θα τη σκοτώσω/[…]/ Αν είναι να ταΐζω αντάρτες μες το σόι μου,/ χούφτες οι ξένοι,/ όποιος αυθαιρετεί, όποιος τους νόμους πατάει/ κι’ όποιος στοχάζεται τους άρχοντες να δρασκελίσει,/ μην περιμένει να του δώσουμε στεφάνι./[…] Από την αναρχία κατάρα μεγαλύτερη καμιά·[…] Η πειθαρχία σώζει τα κορμιά πολλών/ αντρών που στέκονται ορθοί και πολεμάνε./ Έτσι να διαφεντεύουμε τον νόμο και την τάξη/ κι όχι να μάς κουρσεύει μια γυναίκα./ Αν χρειαστεί, κάλλιο να με γκρεμίσει άντρας/ παρά να βγάλω τ’ όνομα πως μ’ έριξε γυναίκα.»[57]
Αυτό το αφήγημα διαχέεται και στον δημόσιο λόγο με τα βίντεο στα οποία αναφέρθηκα στην αρχή του κειμένου, αλλά και οι σχέσεις μεταξύ μας, που δεν είναι άλλες από μια πάλη επιβίωσης του αρρενωπού «εγωιστικού» γονιδίου,[58]ως μια σωματότητα, αλλά και ως ένας ψυχισμός, που καλείται να αναπαράγει υπάκουους απογόνους, συνθλίβοντας την «άλλη», αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Σε τούτη την πάλη, πρώτιστα πρέπει να ξεριζωθεί η υποτιθέμενη ηδονιστική (ανθρώπινη-εκθηλυμένη) φύση. Και στο πλαίσιο αυτής της αφήγησης που προϋποθέτει τη σιωπή, την εγκράτεια και τη δημιουργία μιας ευγονικής θηλυκότητας που έχει ενσωματώσει τον μισογυνισμό, αλλά και μια αρρενωπότητα ορθολογική και εγκρατή, τον Ιανουάριο του 2022, ο Κωνσταντίνος Τζούμας δήλωνε στην εκπομπή «Πρωινό» και τον Ισίδωρο Φίκαρη ότι: «[Έ]χει ένα δίκιο ο Μητροπολίτης Κοζάνης όσον αφορά στις φλύαρες γυναίκες. Μιλάνε πολύ σε σημείο που εκνευρίζεσαι. Πιστεύω ότι οι γυναικοκτονίες-θηλυκοκτονίες στην Ελλάδα οφείλονται σε έναν βαθμό στη φλυαρία των γυναικών. Μιλάνε ακατάπαυστα. Θα μου πεις τώρα, δεν μπορείς να γενικεύεις. Είναι αφόρητο πάντως». Εν κατακλείδι, ο καπιταλισμός θέλει τα «τα οικόσιτα ζώα του υποτακτικά και ελεγχόμενα»[59] και ίσως εδώ να πρέπει να ξαναθυμηθούμε το τραγούδι στο πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ της Jehane Noujaim «Η Πλατεία» (2013),[60] που αναφέρεται στην κατάληψη της Πλατείας Ταχρίρ και στις μέρες που οδήγησαν στην ανατροπή του Μουμπάρακ, καθώς και στο πώς άλλαζαν οι άνθρωποι από την ευφορία της πρώιμης νίκης στη δύσκολη συνειδητοποίηση των ορίων όλου αυτού του εγχειρήματος: «Πλατεία! Καμιά φορά φοβάμαι μη γίνεις απλή μνήμη/μη χάσουμε τη μεταξύ μας επαφή κι η ιδέα της εξέγερσης θολώσει/μη ξεχάσουμε όλα αυτά που έγιναν, μη γίνεις μια ακόμα ιστορία που τη διηγούμαστε/Οι ιδέες μας είναι η δύναμή μας/Η ενότητα το όπλο μας».[61]
Με τις «βαριοπούλες» λοιπόν ας επαναδιεκδικήσουμε μια από-αποικιοκρατούμενη από την πατριαρχία επιστήμη, αλλά και των σχέσεων μεταξύ μας. Ας επαναδιεκδικήσουμε τα δημόσια αγαθά: αλήθεια, γνώση, υγεία, εξουσία, συμπερίληψη, ας μην επιτρέψουμε να μάς μεταμορφώνουν σε όντα μηδενικά, ας μη μεταμορφωθούμε από σύντροφοι σε μια νύχτα σε αρρενωπότητες, διεκδικώντας την υποτέλεια της «άλλης» ως κομμάτι μιας συνειδητής ομολογίας, με στόχο υποτίθεται την εξέλιξη και την πρόοδο. Aς πλημμυρίσουν οι φωνές μας, εκατόν πενήντα ένα χρόνια μετά τους μαζικούς πυροβολισμούς και την κοινή ταφή 147 κομμουνάρων στο νότιο τείχος του νεκροταφείου Père Lachaise, για Παγκόσμια Δημοκρατία! Ας μη γίνουμε απλή μνήμη, ας μην αφήσουμε να θολώσει η μνήμη των petroleuses! Ας μην επαναλάβουμε το πατριαρχικό, αποικιοκρατικό, μισαναπηρικό αφήγημα-ταξινόμησης της ζωής σε «άξια» και σε «ανάξια». Venceremos!
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο