Τεύχος #01 Ολοκληρωτισμός και Φιλελευθερισμός

Ολοκληρωτισμός και φιλελευθερισμός

Στους καιρούς που φιλελευθερισμός και ολοκληρωτισμός στην πράξη συγκλίνουν, τι νόημα έχει να μιλάμε ακόμα για «ολοκληρωτισμό»; Και για ποιους λόγους τελικά συνεχίζουμε;
Νεοναζί, οπαδοί της alt-right και της λευκής υπεροχής (white-supremacy) παρελαύνουν με δαυλούς στο campus του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, την παραμονή της διαδήλωσής τους 'Unite the Right' στο Charlottesville, VA. (Photo by Zach D Roberts/NurPhoto via Getty Images)

Η ιδέα για το αφιέρωμα του πρώτου μας τεύχους ήταν να αναδείξουμε τις διαφορετικές χρήσεις της έννοιας του ολοκληρωτισμού από το φιλελεύθερο χώρο, διανοούμενους και πολιτικούς, ιδίως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου – κι αυτό γιατί η επιστροφή του χώρου αυτού στον «αντιολοκληρωτισμό» γίνεται τελευταία όλο και πιο συστηματική. Στην κουβέντα που είχαμε μαζί του στα τέλη Δεκέμβρη, ο ιστορικός Έντσο Τραβέρσο σημειώνει ότι, αν και προβληματική από ιστορικής σκοπιάς, η προσέγγιση της Χάνα Άρεντ για τον ολοκληρωτισμό ως «μια πρωτότυπη απόπειρα καταστροφής της πολιτικής, οικοδόμησης μιας μονολιθικής, ομογενοποιημένης κοινότητας, εξαφάνισης κάθε έννοιας πολλαπλότητας και διαίρεσης του κοινωνικού σώματος» παραμένει επίκαιρη. Με όλες τις κρίσιμες μεταξύ τους διαφορές, από τα γεγονότα στην Charlottesville των Ηνωμένων Πολιτειών και τη γενίκευση του εγκλεισμού προσφύγων και μεταναστών στην Ευρώπη ως τα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, τα τεκμήρια πληθαίνουν: φιλελευθερισμός και ολοκληρωτισμός (οι εκλογές και η αγορά, με την καταστροφή της πολιτικής, τα στρατόπεδα και την εκμηδένιση της ανθρώπινης ζωής) είναι πραγματικότητες που μάλλον συνυπάρχουν, αντί να αλληλοαποκλείονται. Στο πλαίσιο αυτό, τί νόημα έχει να μιλάμε ακόμα για ολοκληρωτισμό;

Ο ολοκληρωτισμός, ως αναλυτική κατηγορία ή/και ως πολιτικό πρόταγμα, έχει εδραιωθεί στη σύγχρονη πολιτική σκέψη· ενώ όμως λόγος γι’ αυτόν έγινε πρώτα στον μεσοπόλεμο, καταρχάς από αντιφασίστες σοσιαλιστές, η «χρυσή εποχή» του ολοκληρωτισμού ως θεωρίας ήταν τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Κι ενώ η κριτική και η αντίσταση στον ολοκληρωτισμό ήταν και παραμένει υπόθεση με ευρωπαϊκή και διεθνή εμβέλεια, είναι κρίσιμο να εντοπίσουμε τις πολλαπλές χρήσεις (και καταχρήσεις) του όρου από τις δυνάμεις του φιλελεύθερου κέντρου σε κάθε χώρα, ήδη από τα χρόνια εκείνα. Κι αυτό γιατί, από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την Ευρωπαϊκή συνείδηση και τον Ολοκληρωτισμό (2009) ως το πρόσφατο συνέδριο για τα «εγκλήματα του κομμουνισμού» στην Εσθονία, αυτή η θεσμοποιημένη εμμονή με τη μνήμη του εικοστού αιώνα κάτι σημαίνει για σήμερα – όχι για το παρελθόν.

Ο κοινός τόπος της σύγκρισης του ναζισμού με τον κομμουνισμό δεν είναι δα και καμιά καινοτομία. Οι διαφορετικές εκδοχές του φιλελεύθερου αντιολοκληρωτισμού συνέκριναν και ταύτισαν εξαρχής και συχνά «μαύρο» και «κόκκινο» φασισμό. Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου και σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ένας φιλελεύθερος αντικομμουνισμός συγκρότησε και συγκροτεί, στο όνομα της ελευθερίας, τμήματα υπηρεσιών πληροφοριών ή «προστασίας του πολιτεύματος», εκδοτικά εγχειρήματα, εκδηλώσεις και διεθνή πολιτιστικά δίκτυα, σε μια προσπάθεια να ταυτίσει τον αντικακαπιταλισμό με το έγκλημα. Παρουσιάζοντας το βιβλίο του Gilles Scott-Smith Η πολιτική μιας απολιτικής κουλτούρας και τη συζήτηση γύρω από αυτό, η Δέσποινα Λαλάκη παρακολουθεί τους τρόπους με τους οποίους το Συνέδριο για την Πολιτιστική Ελευθερία (Congress for Cultural Freedom, CCF) αποτέλεσε βασικό μηχανισμό άσκησης πολιτιστικής πολιτικής για τις ΗΠΑ, εμπλέκοντας στις άπειρες διακλαδώσεις του τη CIA, την ιδιωτική πρωτοβουλία και ένα νέο τύπο επαγγελματοποιημένων διανοουμένων και καλλιτεχνών.

Από τον μακαρθισμό μέχρι τη δική μας «ανάπηρη» μετεφυλιακή δημοκρατία· από την κήρυξη του γερμανικού ΚΚ εκτός νόμου στην Ομοσπονδιακή Γερμανία και τις διάφορες εκδοχές αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας στην Ευρώπη μετά τη δεκαετία του 1970 ως τη μεταπολιτευτική αντιαπεργιακή θωράκιση του ελληνικού κράτους (που συνεχίζει η παρούσα κυβέρνηση) ένα πλήθος εμπειριών τις τελευταίες δεκαετίες επισημαίνουν το προφανές: ο στιγματισμός και η ποινικοποίηση της κριτικής στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, στο όνομα του «αντιλαϊκισμού», του «αντιολοκληρωτισμού» και της «αντιτρομοκρατίας» θέτει στο στόχαστρο την δομική, θεωρητική και έμπρακτη, αντίθεση στον καπιταλισμό – όμως στις περιόδους κρίσης ή κλονισμού της αστικής ηγεμονίας δεν εξαιρεί τις μετριοπαθέστερες κριτικές υπεράσπισης θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών, που σήμερα τίθενται ξανά υπό αμφισβήτηση.

Ρετρό ή «εκσυχρονιστικά» φιλελεύθερος, ο σημερινός αντιολοκληρωτισμός διεκδικεί τη μνήμη για να επιβληθεί στην πολιτική. Οι πόλεμοι της μνήμης δεν αφορούν κυρίως ό,τι παρήλθε. Επί της ουσίας, εξάλλου, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως ο σταλινικός Θερμιδώρ, που εξολόθρεψε την επαναστατική φρουρά των μπολσεβίκων, και η ναζιστική δικτατορία, ήταν δυο τρένα που ξεκίνησαν από αντίθετες αφετηρίες και συναντήθηκαν μέσα στη νύχτα – για να συνεχίσουν, ωστόσο, το δρομολόγιό τους σε αντίθετες κατευθύνσεις.[1] Γι’ αυτό άλλωστε, από το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα κιόλας, πολλοί επαναστάτες κατήγγειλαν το εκφυλισμένο σοβιετικό κράτος ως «ολοκληρωτικό». Όσοι πρόλαβαν, ωστόσο, τον Ψυχρό Πόλεμο, δεν άκουσαν όλοι την προειδοποίηση του Βικτόρ Σερζ: «οι αντιδραστικοί έχουν προφανές συμφέρον να συγχέουν τον σταλινικό ολοκληρωτισμό […] με τον μπολσεβικισμό, προκειμένου να πλήξουν την εργατική τάξη, τον σοσιαλισμό, τον μαρξισμό, ακόμα και τον φιλελευθερισμό».[2]

Με τις σκέψεις αυτές ως αφετηρία, το αφιέρωμα συνεχίζεται με μια αναδρομή στα απομνημονεύματα και τις λογοτεχνικές αφηγήσεις των κομμουνιστών του Μεσοπολέμου που αναμετρήθηκαν με τον εκφυλισμό, και τελικά την αντιστροφή και την ήττα, της επαναστατικής δυναμικής του 1917–1923.

Ο Αντώνης Νταβανέλλος μας ξεναγεί σε επιλεγμένους σταθμούς της πρώιμης αντιολοκληρωτικής, δηλαδή της αντισταλινικής λογοτεχνίας, ξεκινώντας από τον Λεοπόλντ Τρέπερ της Κόκκινης Ορχήστρας, περνώντας στον Βίκτορ Σερζ και το Μάνες Σπέρμπερ, και αναζητώντας τα νήματα που συνδέουν και τους τρεις με τον Στρατή Τσίρκα και τον Άρη Αλεξάνδρου.

Ο Μπάμπης Κουρουνδής, στη συνέχεια, επανεπισκέπτεται το ωκεάνιο συναίσθημα του Ρουμπασόφ, στο Μηδέν και το Άπειρο του Άρθουρ Κέσλερ, εξηγώντας τους αντίθετους βίους του συγγραφέα με τον έγκλειστο σε στρατόπεδο Βικτόρ Σερζ. Στο ίδιο μήκος κύματος, η Τόνια Κατερίνη αναζητά ανάλογες διαδρομές στη μεταπολεμική ΕΣΣΔ, ξαναδιαβάζοντάς μας τις συγκλονιστικές Ιστορίες από την Κολιμά του Βαρλάμ Σαλάμοφ, που αν και δεινοπάθησε στα σταλινικά στρατόπεδα εργασίας, αρνήθηκε τη στρατολόγησή του από τη Δύση για τους σκοπούς του ψυχροπολεμικού αντικομμουνισμού. Η αντίστιξη με άλλους έγκλειστους, όπως ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, είναι καταφανής.

Η προσπάθεια να υπονομευτεί το επίσημο μεταπολεμικό αντιφασιστικό αφήγημα (αυτό που στηριζόταν στον ηγετικό ρόλο των κομμουνιστικών κομμάτων στην Αντίσταση και που αποτέλεσε τη βάση για την ενσωμάτωσή τους, και με τις δύο έννοιες του όρου, στις μεταπολεμικές φιλελεύθερες δημοκρατίες…), έγινε ορατή στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης μετά την κρίση της δεκαετίας του 1970· είναι την περίοδο αυτή που σταδιακά εδραιώνονται τα διάφορα ρεύματα του λεγόμενου ιστορικού αναθεωρητισμού. Στηριγμένος στη ματιά των «Λευκών» και των λογής ρώσων εμιγκρέδων στη Δύση, ο γερμανός ιστορικός Ερνστ Νόλτε διαμόρφωσε τον καμβά μιας παραδειγματικής αφήγησης ενός ευρωπαϊκού εμφυλίου «τριών γύρων»: από την αναμέτρηση μεταξύ φιλελευθερισμού και κομμουνισμού, δηλαδή της επανάστασης που διεκδικούσε το τέλος του παγκόσμιου πολέμου και της αντεπανάστασης, στον πόλεμο ανάμεσα στους συνασπισμένους φασισμούς και τη συμμαχία των φιλελεύθερων δημοκρατιών με τον κομμουνισμό και από εκεί στη μάχη των φιλελεύθερων δημοκρατιών ενάντια στον κομμουνισμό και κάθε μορφής «ολοκληρωτισμό», κοσμικό ή θρησκευτικό.

Ο πολεμικός τόνος του Νόλτε, που έγραφε στα τελευταία χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, φάνηκε να υποχωρεί κάπως σε ένα άλλο έργο, το Παρελθόν μιας Ψευδαίσθησης, του πρώην κομμουνιστή γάλλου ιστορικού Φρανσουά Φυρέ που γράφτηκε λίγο μετά την πτώση του Τείχους ως «αποχαιρετισμός» στην ιδέα του κομμουνισμού στον εικοστό αιώνα. Από την αφετηρία αυτή, ο Φυρέ ταυτίζεται τελικά με τη συντηρητική απόρριψη του «γιακωβινισμού» της Γαλλικής Επανάστασης. Και κάπως έτσι, διαμορφώνει το ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο πρόκειται να κινηθεί ο μεταψυχροπολεμικός φιλελεύθερος αντιολοκληρωτισμός. Ο Φυρέ είναι ο «πρόδρομος»: ό,τι ακολουθεί είναι μεταξύ άλλων, η κυρίαρχη σήμερα «εγκληματολογική» προσέγγιση του ιστορικού κομμουνισμού, όπως εκφράστηκε στην Μαύρη Βίβλο και στις μετέπειτα εξειδικεύσεις της, συμπεριλαμβανομένης και της πιο πρόσφατης εγχώριας αντικομμουνιστικής παραγωγής. Συνδέοντας τη συζήτηση αυτή με την πρόσφατη ιστοριογραφική παραγωγή, ο Γιάννης Σκαλιδάκης παρουσιάζει κριτικά το βιβλίο του Ίαν Κέρσοου, Στην Κόλαση των Δύο Πολέμων, Ευρώπη 1914–1949, εντοπίζοντας το αποτύπωμα του αντιολοκληρωτικού παραδείγματος στην κατηγορία των «δυναμικών δικτατοριών» του Μεσοπολέμου – αλλά και υποδεχόμενος τη συζήτηση και τις αντιθετικές χρήσεις της έννοιας του ευρωπαϊκου εμφυλίου πολέμου, από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης μέχρι τις μέρες μας, με την οποία η εγχώρια αριστερή ιστοριογραφία έχει αργήσει ή έχει αρνηθεί να συνομιλήσει.

Επιστρέφοντας στην αφετηρία μας, στον Έντσο Τραβέρσο, αντί να εγκλωβίζεται στην ιστορική εμπειρία του εικοστού αιώνα, η ματιά μας θα πρέπει να συμπεριλάβει το παρόν: τις νέες μορφές νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτισμού που πασχίζουν να κρύψουν, υπό την προβιά του αντιολοκληρωτισμού, το αποκρουστικό πρόσωπο ενός μεταβιομηχανικού ολοκληρωτικού καπιταλισμού «έναν απόλυτα πραγμοποιημένο κόσμο, όπου η αγορά γίνεται καθολικό ανθρωπολογικό πρότυπο, όλες οι ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις παίρνουν τη μορφή εμπορεύματος και οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να συλλάβουν τις σχέσεις τους έξω από τον ατομικισμό και τον ανταγωνισμό». Με αυτή την έννοια, ο καπιταλισμός δημιουργεί «ολότητες» που φέρουν εξαρχής την τάση του ολοκληρωτισμού. Η επιστροφή του φιλελεύθερου χώρου, διανοούμενων και πολιτικών, στον «αντιολοκληρωτισμό», σήμερα που τα γκουλάγκ και το Άουσβιτς είναι μακριά μας, δύσκολα κρύβει μια πολιτική σκοπιμότητα: την αναβίωση του αντικομμουνισμού,[3] την εξιλέωση των στρατοπέδων που «φιλοξενούν» μετανάστες, πρόσφυγες και υπόπτους για τρομοκρατία στις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης, και βέβαια τον συμψηφισμό των εγκλημάτων του ναζισμού. Εδώ, όμως, φτάνουμε στον πυρήνα της λαθροχειρίας του φιλελεύθερου αντιολοκληρωτικού επιχειρήματος από τον Ψυχρό Πόλεμο και μετά – σε ό,τι ο Ντομένικο Λοζούρντο ονομάζει «σοφιστεία του Τάλμον».

Το 1952, ο πολωνοεβραίος ιστορικός Γιάκομπ Τάλμον προσπαθεί να στοιχειοθετήσει την ανωτερότητα του φιλελευθερισμού έναντι της «ολοκληρωτικής δημοκρατίας» (αυτής που αντλεί τις ρίζες της από τη σκέψη του Ζ. Ζ. Ρουσσώ), συγκρίνει συστηματικά ανόμοια μεγέθη: τις διακηρύξεις αρχών από τους απολογητές με τις πραγματικές πράξεις και επιλογές των κομμουνιστών στις δραματικές ιστορικές συνθήκες (εμφύλιος, ξένες επεμβάσεις, απανθρωποποίηση από τους διαδοχικούς πολέμους και την πείνα) μέσα στις οποίες συντελέστηκαν.

Από αυτή τη σκοπιά, κοινός παρονομαστής των τριών καταληκτικών κειμένων του αφιερώματος είναι η κριτική στην αντίληψη πως ο ολοκληρωτισμός ήταν «κάποτε άλλοτε» και είναι «κάπου αλλού», μακριά από εδώ. Η τάση προς τον ολοκληρωτισμό είναι εγγενής στα φιλελεύθερα κοινοβουλευτικά καθεστώτα και ορατή σε όλες τις φάσεις τους, από τη Γαλλική Επανάσταση και εντεύθεν. Όσα συμβαίνουν τον τελευταίο χρόνο στις ΗΠΑ, μετά την εκλογή Τραμπ, δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας – πολύ περισσότερο που τα τεκταινόμενα στην πολιτική σκηνή έχουν το ισοδύναμό τους στην ακαδημαϊκή συζήτηση.

Διαβάζοντας το πρόσφατο άρθρο του καθηγητή πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Πόρτλαντ Μπρους Γκίλι [Bruce Gilley], με θέμα την υπεράσπιση της αποικιοκρατίας, η Κλεονίκη Αλεξοπούλου σημειώνει την ξαναζεσταμένη απολογία της mission civilisatrice –της «εκπολιτιστικής αποστολής» της Δύσης στον Τρίτο Κόσμο. Βλέποντας το μίνι ακαδημαïκό «σκάνδαλο» που προκάλεσε το άρθρο του Γκίλι ως σύμπτωμα της ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας του There Is No Alternative, η Αλεξοπούλου στέκεται στην ανάγκη να επικαιροποιήσουμε τις κριτικές θεωρίες του 19ου και 20ου αιώνα, στην προοπτική μιας νέας παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας. Μια τέτοια προσπάθεια, εξηγεί, θα αξιοποιεί νέα εμπειρικά δεδομένα, για να υπερβεί τον κατακερματισμό και την «ιδιωτικοποίηση» της πολιτικής, και τελικά τον «απόλυτο σχετικισμό» ή τον υποκειμενισμό των πολλαπλών ερμηνειών – τις παγίδες, δηλαδή, όπου φαίνεται να εγκλωβίζεται συχνά η μεταποικιακή θεωρία. Ο Φιλήμονας Πατσάκης, στη συνέχεια, φωτίζει και σχολιάζει τις σύγχρονες όψεις του ολοκληρωτισμού και των «καθεστώτων εξαίρεσης» που εγκαθιδρύονται σε εθνική, περιφερειακή ή παγκόσμια κλίμακα. Στο τελευταίο δε κείμενο του αφιερώματος η Έλσα Παπαγεωργίου ανατρέχει σε ένα από τα τελευταία κείμενα του γάλλου κομμουνιστή φιλοσόφου Ντανιέλ Μπενσαΐντ, θυμίζοντας πως η απόπειρα απονομιμοποίησης του ρόλου της επανάστασης ως «ατμομηχανής» της ιστορίας (η προσπάθεια στην οποία διαπρέπει ο «αντιολοκληρωτισμός») βρίσκεται στον πυρήνα της φιλελεύθερης αντι-ολοκληρωτικής φιλοσοφίας της ιστορίας. Η υπόμνηση αυτή σημαίνει και τη δυνατότητα να επανοικειοποιηθούμε την υπόθεση επανάστασης, φροντίζοντας για τη μεταβίβαση της ιστορικής εμπειρίας και της θεωρίας – με την τελευταία να μη νοείται ως «ιερό βιβλίο», αλλά ως οδηγός και εργαλείο ερμηνείας της πραγματικότητας.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Δημήτρης Κουσουρής

Ο Δημήτρης Κουσουρής δουλεύει ως ιστορικός στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Μεταξύ άλλων, έχει γράψει το βιβλίο Δίκες των Δοσιλόγων, 1944–1949 (Πόλις 2014).

Σχετικά με τον συντάκτη

Δημοσθένης Παπαδάτος

Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος εργάζεται ως μεταφραστής και διορθωτής, με ειδίκευση στην αυτοδιόρθωση. Ήταν υπεύθυνος σύνταξης της ιστοσελίδας Red Notebook και, μαζί με το Χρήστο Λάσκο, συνεπιμελητής του βιβλίου Το Όχι που έγινε Ναι (ΚΨΜ 2016). Άρθρα του δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα Αlterthess.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε