Πέρασαν 90 χρόνια από τη διατύπωση της αφοπλιστικής παραδοχής της Βιρτζίνιας Γουλφ ότι για να γράψει μια γυναίκα λογοτεχνία χρειάζεται χρήματα κι ένα δικό της δωμάτιο. Κι ωστόσο αυτή η φράση, όσες φορές κι αν αναπαρήχθη έκτοτε, συνεχίζει να απηχεί ένα παλιό γυναικείο τραγούδι που έγινε αίτημα και που ακόμη εκκρεμεί: «Πεινάνε οι ψυχές και όχι το σώμα μόνο, δώστε μας ψωμί, δώστε μας τριαντάφυλλα». Σε αυτό το στιχάκι περιγράφεται η επιθυμία των γυναικών για μια καλύτερη ζωή, των γυναικών που μιλώντας βάδιζαν από την αορατότητα στην ορατότητα.
Κάποιες δεκαετίες πριν, τo 1851, μια μαύρη σκλάβα, η Σοτζέρνερ Τρουθ (Sojourner Truth) , σε μια γυναικεία συνάντηση που έγινε στο Οχάιο, ονόμαζε την καταπίεση των αόρατων μαύρων γυναικών θέτοντας ένα ερώτημα που την καθιστούσε ορατή: «Δεν είμαι γω γυναίκα; (Αin’t I a woman?)». Μιλούσε όχι μόνο για την ανισότητα ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες αλλά και την ανισότητα ανάμεσα σε γυναίκες. Η Τρουθ έκανε όλες τις βαριές δουλειές που μπορούσε να κάνει ένας άντρας, έβλεπε τα παιδιά της να γίνονται σκλάβοι, της αρνούνταν το δικαίωμα στη μητρότητα απομακρύνοντας τα παιδιά της από αυτήν. Η Τρουθ δεν θεωρούνταν ούτε άντρας ούτε γυναίκα. Ήταν σκλάβα. Διεκδικούσε όμως να τη λένε γυναίκα. Η αντίληψη για το τι σημαίνει γυναίκα και θηλυκό σώμα από το 1851 μέχρι σήμερα άλλαξε ριζικά. Υπήρξε μια μετατόπιση για τον ορισμό του γυναικείου και θηλυκού σώματος, από τη γυναίκα στο φύλο, από την ακίνητη ουσιοκρατική αντίληψη της γυναικείας φύσης στην παραδοχή ότι το φύλο κατασκευάζεται. Το ερώτημα της Τρουθ τέθηκε πολύ νωρίς και απαντήθηκε έναν αιώνα μετά, όταν η Σιμόν ντε Μποβουάρ έλεγε πως «κάποια δεν γεννιέται γυναίκα, αλλά γίνεται».
Τα φεμινιστικά κινήματα της δεκαετίας του ’80, επηρεασμένα από τις μεταδομιστικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν στον απόηχο των κινημάτων της δεκαετίας του ’60 και του ’70, καθώς και την καθοριστική συμβολή της Τζούντιθ Μπάτλερ σχετικά με την επιτέλεση φύλου και τη διάκριση ανάμεσα στο βιολογικό και το κοινωνικό φύλο, προχώρησαν αυτή τη διαπίστωση ένα βήμα παραπέρα, αντιλαμβανόμενα το φύλο ως μια ρευστή ταυτότητα, αμφισβήτησαν την καθολικότητα της κατηγορίας φύλο και έδωσαν χώρο για την ανάδειξη των διαφορετικών γυναικείων υποκειμενικοτήτων.
Τα νέα κινήματα, συνεχίζοντας ή και ερχόμενα σε ρήξη ή αναθεωρώντας και εμπλουτίζοντας τα θεωρητικά σχήματα του παρελθόντος, μιλούν σήμερα για έναν συμπεριληπτικό φεμινισμό που δεν αντιλαμβάνεται την καταπίεση ως άθροισμα ξεχωριστών και μοναδικά βιωμένων καταπιέσεων αλλά ως μια συλλογική διαθεματική καταπίεση. Ανεξαρτήτως της μορφής και του τρόπου που βιώνεται η καταπίεση, υπάρχει ένα σημείο στο οποίο η τάξη, η φυλή και το φύλο συναντιούνται. Γι’ αυτό άλλωστε επιλέγεται ξανά η συγγενική προσφώνηση «αδερφή» στα ισπανικά hermana, θυμίζοντας το αφροαμερικάνικο sister. Σε αυτό το συμπεριληπτικό φεμινιστικό κίνημα, όλες όσες το επιθυμούν έχουν το δικαίωμα να λέγονται γυναίκες. Κυρίως όλες έχουν δικαίωμα να μιλούν και να γράφουν.
Από τότε που οι γυναίκες διατύπωσαν το αίτημα για ψωμί και τριαντάφυλλα πέρασαν 90 χρόνια, και από τότε που η Τρουθ επέμενε πως είναι και εκείνη γυναίκα, πέρασαν 168. Στο μεταξύ οι γυναίκες εισήλθαν μαζικά στην αγορά εργασίας, κι ωστόσο συνεχίζουν να είναι εκείνες που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία, την ελαστική και ανασφάλιστη εργασία, τις άνισες πληρωμές.
Μέσα σε αυτά τα χρόνια, οι γυναίκες διεκδίκησαν και κέρδισαν λόγο στον δημόσιο χώρο, κι ωστόσο συνεχίζουν να αναγνωρίζονται πρωτίστως ως νοικοκυρές, σύζυγοι και μάνες. Οι γυναίκες αμείβονται κατά 15% λιγότερο σε σχέση με τους άντρες. Οι ανασφάλιστες μητέρες υποχρεούνται να πληρώσουν από 600 έως και 1.200 ευρώ για να γεννήσουν σε δημόσιο νοσοκομείο, ενώ το κόστος για τις μετανάστριες χωρίς χαρτιά αγγίζει μέχρι και το διπλάσιο. Αντίστοιχα κοστοβόρος είναι και ο προγεννητικός έλεγχος για τις ανασφάλιστες γυναίκες. Οι γυναικολογικές εξετάσεις για νέες κάτω των 21 ετών δεν καλύπτονται από τα δημόσια ταμεία, όπως δεν καλύπτεται ούτε η εξέταση για τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV), μία από τις πρώτες αιτίες καρκίνου του τραχήλου (πηγή).
Στην Ελλάδα οι βιασμοί ξεπερνούν τους 4.500, ενώ στην Ευρώπη οι γυναικοκτονίες αποτελούν την πρώτη αιτία θανάτου για τις γυναίκες. Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, μια νέα γυναικοκτονία προστίθεται στον μακρύ και μέχρι πρόσφατα «αόρατο» κατάλογο γυναικοκτονιών στην Ελλάδα. Πρόκειται για τη δολοφονία μιας γυναίκας από τον σύζυγό της, ο οποίος στη συνέχεια αυτοκτόνησε.
Τα τελευταία χρόνια όμως υπήρξαν και κάποιες θετικές εξελίξεις που δυστυχώς έμειναν ανολοκλήρωτες υπό τον φόβο του να ονομαστούν «ακραίες». Αν και το 2015 ψηφίστηκε το σύμφωνο συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια και το 2017 αναγνωρίστηκε νομικά η ταυτότητα φύλου, συνεχίζουν να τίθενται εμπόδια που αφορούν τον γάμο, την τεκνοθεσία, την ιατροφαρμακευτικη περίθαλψη και την ελευθερία των ΛΟΑΤΚΙΑ+ ατόμων.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, την 8η Μάρτη του 2019 πραγματοποιείται στην Ελλάδα η πρώτη γυναικεία φεμινιστική απεργία, με σύνθημα «Απεργία στο σπίτι, απεργία στη δουλειά». Σωματεία και συνδικάτα, φεμινιστικές και ΛΟΑΤΚΙΑ+ συλλογικότητες βγαίνουν στους δρόμους σε ολοήμερες κινητοποιήσεις διεκδικώντας ορατότητα, αναδεικνύοντας τη διπλή εκμετάλλευση που, πλάι στις πολλαπλές διαθεματικές καταπιέσεις, υφίστανται οι γυναίκες από τη μία στη δουλειά και από την άλλη με την απλήρωτη οικιακή εργασία, απαιτώντας (επανα)νομιμοποίηση των εκτρώσεων και παλεύοντας για αυτοδιάθεση, καταγγέλλοντας τη σεξιστική βία, επιδιώκοντας να μην περάσει η αντιδραστική αναθεώρηση για τον ορισμό των βιασμών που προωθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία κλείνει τα μάτια στο φεμινιστικό αίτημα για ορισμό του βιασμού με μόνη προϋπόθεση την απουσία συναίνεσης, διαδηλώνοντας για τις νεκρές αδελφές τους και πασχίζοντας να βάλουν τέλος στις γυναικοκτονίες, διατρανώνοντας ότι καμία δεν είναι μόνη απέναντι στην εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Η πρώτη φεμινιστική απεργία στην Ελλάδα έγινε έτσι τμήμα της παγκόσμιας απεργίας γυναικών, που ξεκίνησε το 2016 στην Πολωνία, ξεδιπλώθηκε στην Ισπανία με εκατομμύρια γυναίκες στον δρόμο να λένε πως «αν σταματήσουμε εμείς, σταματάει ο κόσμος» και σήμερα δικτυώνει πάνω από 50 χώρες. Από την Τουρκία μέχρι τη Χιλή, από την Αργεντινή στην Ισπανία και από την Πολωνία ως τη Βραζιλία, την Ελλάδα και την Ιταλία, ο φεμινιστικός ξεσηκωμός επιχειρεί να αρθρώσει απάντηση στον αυταρχισμό, σε μια εκπληκτική ανάδυση μιας σύγχρονης διεθνιστικής αλληλεγγύης κι ενός αυθόρμητου συντονισμού, που ακόμη βρίσκεται μόνο στα πρώτα του βήματα. Στην Τουρκία, η πολύμηνη απεργία εργατριών στο εργοστάσιο της Flormar, ενάντια σε εκδικητικές μαζικές απολύσεις, θυμίζει ότι ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες, οι γυναίκες αψηφούν τις απαγορεύσεις και ανοίγουν δρόμους. Στην Αργεντινή, οι γυναίκες έδωσαν μια ιστορική μάχη για να κατοχυρώσουν νομικά το δικαίωμά τους στην έκτρωση, φορώντας πράσινα μαντίλια που έγραφαν «νόμιμη έκτρωση για να μην πεθάνουμε». Την ίδια στιγμή, το αργεντίνικο σύνθημα «Ούτε μία λιγότερη» γράφεται πια σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Στην Ισπανία, η απάντηση σε όσους αρνούνται να καταδικάσουν τους βιαστές είναι «Εγώ σε πιστεύω, αδερφή». Στο Ιράν, στον σταθμό ενός τρένου, σ’ ένα βαγόνι μόνο για γυναίκες, φεμινίστριες τολμούν να βγάζουν την μαντίλα και τραγουδούν για την ελευθερία πιασμένες χέρι χέρι. Στην Παλαιστίνη, οι γυναίκες διαδηλώνουν κατά μήκος του τείχους που χωρίζει τη Λωρίδα της Γάζας από την επικράτεια του Ισραήλ.
Το θηλυκό σώμα, η διεκδίκηση του χαμένου χρόνου, η εμπιστοσύνη στη γυναικεία έκκληση, η κραυγή για την υπεράσπιση της ζωής, η ανυπακοή στη ματσίλα, η δημιουργία ενός νέου λεξιλογίου, όλα αυτά αποτελούν τα στοιχεία ενός άλλου λόγου και μιας άλλης πολιτικής μεθοδολογίας, φεμινιστικής, που λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά επιμένει ότι η υπεράσπιση των ευάλωτων σωμάτων, η υπεράσπιση της ζωής αποτελούν καταστατικούς όρους μιας νέας φεμινιστικής, δημοκρατικής πολιτικής. Και ως νέος, και ριζοσπαστικός, και θυμωμένος, αυτός ο αυθάδης λόγος εισβάλλει βίαια στον δημόσιο χώρο, αμφισβητώντας τη φυσικοποιημένη καταπίεση και διαταράσσοντας την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, γιατί μόνο έτσι μπορεί να περάσει από την αορατότητα στην ορατότητα. Συγκροτούνται έτσι αυτές οι εναλλακτικές δημόσιες σφαίρες για τις οποίες μιλούσε η Νάνσι Φρέιζερ (Nancy Fraser) ήδη από το 1990, στο ιστορικό κείμενο αντιπαράθεσής της με τον Χάμπερμας (Habermas), όταν αμφισβητούσε τη δυνατότητα όλων των ανθρώπων να συνομιλήσουν «σαν να είναι ίσοι», όταν δεν είναι ίσοι.
Όμως αυτή η εισβολή των γυναικών δεν ξεκίνησε τώρα και δεν συνέβη μόνο στον δρόμο. Στο αφιέρωμα φιλοξενούνται, μεταξύ άλλων, κείμενα γυναικών πανεπιστημιακών που από νωρίς αμφισβήτησαν την κυρίαρχη αντίληψη ότι η φεμινιστική στάση δεν αποτελεί «σοβαρό», «έγκυρο», «επιστημονικό» και «αντικειμενικό» λόγο, ανοίγοντας νέους δρόμους στην πρόσληψη και παραγωγή της γνώσης. Το 1792 η Μαίρη Γούλστοουνκραφτ (Mary Wollstonecraft), μητέρα της συγγραφέα του Φρανκενστάιν ή ο σύγχρονος Προμηθέας, η οποία έγραψε ένα από τα πρώτα φεμινιστικά «εγχειρίδια», τη Διεκδίκηση των δικαιωμάτων της γυναίκας, επέμενε ότι η εκπαίδευση και η απελευθέρωση των γυναικών αποτελούν συνθήκες για μια αληθινά πολιτισμένη κοινωνία. Το 1970 η Σάρλοτ Μπράνσντον (Charlotte Brunsdon) περιέγραφε αυτή την επανάσταση των γυναικών στις ακαδημαϊκές αίθουσες του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ και στους κόλπους της ομάδας, ανάμεσά τους και ο Στιούαρτ Χολ (Stuart Hall), που δημιούργησαν το πεδίο των πολιτισμικών σπουδών, ως «τον κλέφτη μέσα στη νύχτα». Η Ντόνα Χάραγουει (Donna Haraway) το 1988 έδωσε μια πολύ καλή απάντηση στο επιχείρημα περί έλλειψης αντικειμενικότητας όσων φεμινιστριών επιστημονισσών αναδείκνυαν τις φωνές, τις ιστορίες και τις επιθυμίες των γυναικών στο ερευνητικό τους έργο κάνοντας λόγο γι’ αυτήν τη μερική και τοποθετημένη γνώση, γι’ αυτήν τη φεμινιστική οπτική γωνία που οδηγεί τελικά σε μια φεμινιστική αντικειμενικότητα. Η Έφη Αβδελά, απαντώντας στο ίδιο επιχείρημα περί έλλειψης αντικειμενικότητας από την πλευρά της ιστορικού, μιλά με σαφήνεια στο κείμενό της Το φύλο στην ιστορία: Ελληνικές αναπαραστάσεις: «Η φεμινιστική σκέψη συνέβαλε από νωρίς στην προσπάθεια να καταδειχθεί ότι δεν υπάρχει “ουδέτερη” γνώση, αλλά ότι η γνώση ενέχει σχέσεις εξουσίας: οι επιστημονικές βεβαιότητες που προβάλλονται ως οικουμενικές ή έγκυρες εκφράζουν (και εξυπηρετούν) άτομα συγκεκριμένου φύλου, κοινωνικής τάξης, φυλής ή πολιτισμικού περίγυρου […] Η σύγχρονη διαδρομή της ιστορίας των γυναικών αποδεικνύει ότι η ιστορία, η ιστοριογραφία είχε πάντα φύλο. Η ιστορία είναι πάντα κάποιου, έχει πάντοτε μια σκοπιά, ενώ αφήνει πάντα κάτι απέξω, άρα και η πιο γενική ή “συνολική” ιστορία λέει μόνο “μερικές αλήθειες”».
Αυτή η είσοδος του φεμινισμού στον δρόμο, στα αμφιθέατρα, στο σπίτι και στην εργασία έχει πάρει νέες εκρηκτικές διαστάσεις, ιδιαίτερα από το 2011 και τη συμμετοχή των γυναικών στα κινήματα των Πλατειών μέχρι σήμερα. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την επανανοηματοδότηση των προηγούμενων φεμινιστικών κυμάτων μέσα από την ανάδυση ενός σύγχρονου φεμινισμού, που ενώνει τη φωνή του με τα αδελφά κινήματα των Πλατειών και του Occupy, διεκδικεί «φεμινισμό για το 99%», φέρνει στο επίκεντρο το ερώτημα μιας φεμινιστικής ριζοσπαστικής στρατηγικής. Ο νέος φεμινισμός αμφισβητεί ότι ο καπιταλισμός υπήρξε ποτέ κάτι άλλο πέρα από πατριαρχικός, συνδέοντας έτσι τον ταξικό προσδιορισμό με τους έμφυλους και τους φυλετικούς ή τους εθνοτικούς προσδιορισμούς. Για να μην πάμε μακριά, ας θυμηθούμε πώς η εκμετάλλευση των έμμισθων οικιακών εργατριών των αρχών του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, μια εκμετάλλευση που βασίστηκε όχι μόνο στην τάξη, αλλά και στο φύλο και στην αντίθεση πόλης-υπαίθρου, συνέβαλε στη συγκρότηση της εργατικής τάξης. Σε θεωρητικό επίπεδο αυτή η συσχέτιση πατριαρχίας και καπιταλισμού τέθηκε από τον Ένγκελς ήδη από το 1881, στο βιβλίο του Η καταγωγή της ατομικής οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, στο οποίο ανέπτυξε την ιδέα ότι η πατριαρχία ήταν αποτέλεσμα της ατομικής ιδιοκτησίας και της διαδικασίας μεταβίβασης ιδιοκτησίας από πατέρα σε υιό. Αν και πολλά από τα σημεία της ανάλυσης του Ένγκελς αμφισβητήθηκαν στη συνέχεια, η συσχέτιση έμφυλης και ταξικής καταπίεσης παραμένει στην καρδιά του ζητήματος.
Σήμερα, βρισκόμαστε στ’ αλήθεια μπροστά σε μια φεμινιστική επανανοηματοδότηση της ταξικής πάλης, που σκιαγραφεί στην πράξη νέες μορφές και εκδοχές της. Μεταξύ άλλων, αυτό αποτυπώνεται και στην πρόταση των φεμινιστικών παρεμβάσεων να προχωρήσουμε σε μια νέα προσέγγιση της έννοιας της εργασίας: Να εκτείνουμε το βλέμμα των διεκδικήσεών μας και πέρα από τα όρια της παραγωγής, στη σφαίρα της αναπαραγωγής. Να αναδείξουμε πώς συνήθειες τις οποίες έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε ως πολιτικά ουδέτερες παίζουν καίριο ρόλο στον ανταγωνισμό μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Το σύνθημα «Δεν είναι φροντίδα, είναι απλήρωτη οικιακή εργασία» εικονογραφεί πώς το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται ως απλήρωτη δουλειά τις απαραίτητες για ένα «νοικοκυριό» εργασίες, ότι αυτό που αποκαλούμε «φροντίδα» συνιστά την πρόνοια για την αναπαραγωγή της εργατικής μας δύναμης ⎼με δικά μας έξοδα και κόπο βεβαίως⎼ και πώς ακόμα και οι πιο προσωπικές καθημερινές μας πρακτικές διαμορφώνουν με τρόπο άμεσο και καθοριστικό τον ταξικό συσχετισμό. Το φεμινιστικό κίνημα επιχειρεί έτσι να γκρεμίσει τα τείχη των ιδιωτικών κλειστών θυρών του οίκου και ταυτόχρονα αμφισβητεί τον καπιταλιστικό-πατριαρχικό χρόνο. Ένας νέος φεμινιστικός και ηγεμονικός λόγος αρθρώνεται. Η επίθεση στα σώματά μας δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, η φροντίδα στο σπίτι και η ευθύνη της αναπαραγωγής δεν είναι φυσικό φαινόμενο, η κλοπή του χρόνου μας αποτελεί τη μοναδική «ανωμαλία». Η γνώριμη κραυγή «Το προσωπικό είναι πολιτικό» επανεμφανίζεται με νέο τρόπο και ενώνει τα αιτήματα του παρόντος με διεκδικήσεις του παρελθόντος. Η Αλεξάνδρα Κολοντάι (Alexandra Kollontai), η πρώτη γυναίκα υπουργός στην επαναστατημένη Ρωσία, έγραφε το 1909 για την αποπομπή του τριπλού ρόλου των γυναικών ως μισθωτών εργατριών, νοικοκυρών και μητέρων. Η Αμερικανή αναρχική Έμα Γκόλτμαν (Emma Goldman) διαδήλωνε ενάντια στη μετατροπή της γυναίκας σε επαγγελματία-αυτόματο. Σήμερα, αυτές οι συζητήσεις γίνονται και πάλι κεντρικές. Μόνο που δεν εμφανίζονται ως αμιγώς «γυναικεία ζητήματα» αλλά διεκδικούν μια νέα καθολικότητα.
Ως αποτέλεσμα της διεύρυνσης του ορισμού της εργασίας προκύπτει η επανανοηματοδότηση της απεργίας από φεμινιστική σκοπιά. Και με υπό αυτό το πρίσμα, οι φεμινιστικές παρεμβάσεις επιστρέφουν ξανά στο πλαίσιο της παραγωγής με σκοπό να εμπλουτίσουν τους αγώνες των σωματείων με την οργανική συμπερίληψη των πιο πληττόμενων κομματιών όπως οι προσφύγισσες και οι μετανάστες, οι ελαστικά και επισφαλώς εργαζόμενες/-οι, οι υπενοικιασμένοι εργαζόμενοι/-ες.
Η φεμινιστική επανανοηματοδότηση του συλλογικού φαντασιακού γύρω από το τι σημαίνει εργατικό και ευρύτερα λαϊκό κίνημα έρχεται, με τη σειρά της, να ταρακουνήσει τα λιμνάζοντα νερά των συνηθισμένων αναπαραστάσεων, που αδυνατούν να περιλάβουν το μεγαλύτερο τμήμα των αγωνιζόμενων κοινωνικών ομάδων: Το κίνημα δεν είναι ένας λευκός αρρενωπός άντρας, αλλά μια πολλαπλότητα ταξικών υποκειμένων, μαύρων και λευκών εργαζομένων, προσφυγισσών, μεταναστών, ΛΟΑΤΚΙΑ+ ατόμων, ανάπηρων, νέων και γηραιότερων, άνεργων, φοιτητριών και γυναικών που απασχολούνται στα «οικιακά» που συνομιλούν και οργανώνονται σε πολλές χώρες του κόσμου, αναζητώντας ωστόσο συμμαχίες με τους άντρες.
Η φεμινιστική επανανοηματοδότηση του διεθνισμού και της διεθνιστικής αλληλεγγύης, τέλος, είναι επίσης αποτέλεσμα του συντονισμού των δράσεων επιμέρους φεμινιστικών συλλογικοτήτων από όλα τα μήκη του πλανήτη, όπου όλες οι χώρες, καθεμιά με τις δικές της ιδιαίτερες μάχες που έχει να δώσει και τις δικές της τοπικές κουλτούρες, συναντιούνται στην ταξική εκμετάλλευση και τις πολλαπλές καταπιέσεις που κάθε αγώνας αναδεικνύει.
Ο ξεσηκωμός αυτός έχει όμως σημασία και για έναν ακόμα λόγο. Συμβαίνει τη στιγμή που παραδοσιακοί πολιτικοί χώροι, όπως η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη ή το κόμμα των Δημοκρατικών στην Αμερική, διεκδικούν την ταμπέλα του φεμινισμού. Από την Ιβάνκα Τραμπ (Ivanka Trump) και τη Χίλαρι Κλίντον (Hillary Klinton) μέχρι την Μπιγιονσέ (Beyonce), από την Μπάρμπι – Φρίντα Κάλο (Frida Kahlo) μέχρι τον επαγγελματία υβριστή της ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητας Σεφερλή στον ρόλο που άλλοτε κατείχε η drag queen Divine στο Hairspray, και από τους εκπροσώπους της βιομηχανίας του θεάματος μέχρι τις προοδευτικές κυβερνήσεις, που κατά τα άλλα νομοθετούν καταπατώντας κάθε έννοια κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας των ευάλωτων ομάδων, ο φεμινισμός συνιστά σήμερα πεδίο ζέοντος ιδεολογικού και ταξικού ανταγωνισμού.
Σε αυτή τη συνθήκη το αγωνιζόμενο φεμινιστικό κίνημα καλείται να αναζητήσει ριζοσπαστικές προοπτικές, να θέσει κρίσιμες διαχωριστικές, να αγωνιστεί ενάντια στην ενσωμάτωση και να αντιπαλέψει τις φωνές που το βαφτίζουν δομικά ενσωματώσιμο. Καλείται να ανταποκριθεί στην πρόκληση να διαμορφώσει μια μάχιμη θεωρητική τοποθέτηση η οποία, ενώ θα συνδέει οργανικά τον φεμινισμό με την τάξη, την ίδια στιγμή δεν θα ξεχνά την ιδιαίτερη αυτοτέλεια του φεμινισμού και των έμφυλων διακρίσεων ως προς την τάξη. Καλείται να ξεπεράσει οικονομίστικες προσεγγίσεις και αντιλήψεις περί δευτερευουσών αντιθέσεων χωρίς να υποκύπτει σε έναν απόλυτο σχετικισμό. Καλείται να αναμετρηθεί με την ανάγκη να αναζητήσει μια σύγχρονη φεμινιστική μεθοδολογία ζωής, δηλαδή έναν φεμινιστικό τρόπο να ερμηνεύουμε, όχι μόνο ζητήματα φύλου ή σεξουαλικότητας, αλλά κάθε πτυχή αυτού του κόσμου. Καλείται να αγκαλιάσει κάθε καλλιτεχνική έκφραση που αναδύεται μέσα και πάρα την καταπίεση και εκμετάλλευση, καλείται τελικά να ορίσει πώς θα είναι ο φεμινισμός του 21ου αιώνα. Ας είμαστε όμως ακριβείς με τις λέξεις, και ας κάνουμε μια διευκρίνιση στον ορισμό: Δεν εγκαλείται, αλλά καλείται, σχεδιάζεται, γράφεται και μιλιέται από τις ίδιες τις γυναίκες.
Για τις γράφουσες και γράφοντες αυτού του αφιερώματος
«Κι εντούτοις γράφει», τιτλοφορεί ένα κείμενό της η Γαλλίδα φεμινίστρια, ποιήτρια, φιλόσοφος και μεγάλη συγγραφέας της γαλλικής γλώσσας Ελέν Σιξού (Hélène Cixous). «Η γραφή μου έχει πολλές πηγές, πολλές πνοές την εμψυχώνουν και την παρασύρουν», συνεχίζει. Γι’ αυτές τις πολλαπλές γραφές, προφορικές και γραπτές, γι’ αυτούς τους ενδιάμεσους, πολλές φορές μεταιχμιακούς και συνάμα ζωτικούς χώρους, επιθυμήσαμε να μιλήσουμε σχεδιάζοντας αυτό το αφιέρωμα και αναζητώντας πένες γυναικών και ιστορίες (α)ορατότητας, που αντιστέκονται κι «εντούτοις γράφουν» και μιλούν.
Το παρόν τεύχος συνομιλεί με τρεις γυναίκες από τον χώρο της επιστήμης και της λογοτεχνίας, την Τασούλα Βερβενιώτη, την Άντζελα Δημητρακάκη και την Ελένη Βαρίκα, αναζητώντας όψεις των γυναικών και των διεκδικήσεών τους στην ιστορία, στο μυθιστόρημα και την εργασία. Η Άνκιτσα Κακάρντιτς (Ankica Čakardić) καταγράφει τρεις ιστορικές μαρξιστικές προσεγγίσεις της θεωρίας για την κοινωνική αναπαραγωγή και φωτίζει τα ζητήματα της έμφυλης καταπίεσης και της σχέσης παραγωγής-αναπαραγωγής από τη σκοπιά της Δεύτερης Διεθνούς, του αυτονομιστικού φεμινισμού των 70s και των σύγχρονων θεωριών αντίστοιχα. Η Δήμητρα Τζανάκη σκιαγραφεί πώς το πέρασμα στον σύγχρονο καπιταλισμό έθεσε το φύλο στη δικαιοδοσία του κράτους, μέσα από την ανάδυση της ανατομίας, την ψυχιατρικοποίηση των «αποκλίσεων» και την επικράτηση της ηθικής της έμφυλης αλήθειας. H Ελένη Φουρναράκη, η Νίκη Διαλέτη και η Γλαύκη Γκότση, υπεύθυνες για την επιμέλεια του τόμου Το φύλο στην Ιστορία: Αποτιμήσεις και παραδείγματα, προχωρούν σε μια ιστορική ανασκόπηση και καταθέτουν κάποιες σκέψεις για τη συμβολή αυτού του εκδοτικού εγχειρήματος τέσσερα χρόνια μετά την έκδοσή του.
Η Μαρίνα Γαλανού, με αφορμή τη διάκριση sex-gender, που δεν υπάρχει στα ελληνικά, ιχνηλατεί τις διαδρομές κατασκευής των φύλων και περιγράφει την πολλαπλότητα των εκφάνσεών του. Η κοινωνική ανθρωπολόγος Φωτεινή Τσιμπιρίδου παρουσιάζει σκέψεις για μια εθνογραφία από το κέντρο μιας παγκόσμιας πόλης· παρακολουθώντας τη διαδρομή της Εσμεράι, μιας τρανς γυναίκας στην Ιστανμπούλ, καταγράφει την ερευνητική της περιπέτεια και γράφει για τους φεμινισμούς, την κοσμοπολιτική, την τέχνη και την ευαλωτότητα. Για τις έμφυλες ταυτότητες τα σώματα και τις επιθυμίες, τους γλωσσικούς αποκλεισμούς και λανθάνοντες σεξισμούς γράφει η Βάσια Λέκκα μελετώντας το παράδειγμα των τηλεοπτικών reality shows. Ο Δημήτρης Λένης εισέρχεται στα άδυτα της βιομηχανίας πορνό για να εντοπίσει τις συνδέσεις ανάμεσα στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, τη σεξουαλική απελευθέρωση και τον σύγχρονο οπτικό πολιτισμό και να θέσει το ερώτημα για την ύπαρξη μιας φεμινιστικής πορνογραφίας.
Στο ίδιο τεύχος, η φεμινίστρια-ακτιβίστρια Ρεμπέκα Μαρτίνες (Rebeca Martinez) μιλά για τα επιτεύγματα και τις προκλήσεις του φεμινισμού μετά την απεργία της 8ης Μάρτη στην Ισπανία, σε μια προσπάθεια να κατανοήσει πώς και γιατί το φεμινιστικό κίνημα στην Ισπανία αρθρώνει ηγεμονικό λόγο. Η Δέσποινα Παρασκευά-Βελουδογιάννη γράφει για τη γλώσσα ως πολιτική και την κουλτούρα βιασμού με αφορμή τη ζωτικής σημασίας διαμάχη γύρω από τον ορισμό των γυναικτονιών. Ο Χρίστος Μάης αναζητά τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται οι γυναικοκτονίες στα ιταλικά ΜΜΕ μέσα από την κριτική παρουσίαση του ψηφιακού προγράμματος της ερευνητικής ομάδας SMART (Social Media Research Techniques, Ερευνητικές Τεχνικές Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης): Άραγε γίνονται κι εκεί “εγκλήματα πάθους”; Και βεβαίως, γι’ άλλη μια φορά η πένα του Τάσου Αναστασίου είναι παρούσα για να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα· σήμερα μας υπενθυμίζει επίμονα μια αλήθεια που σκοτώνει.
Αναζητώντας τη σύγχρονη γυναικεία ποιητική γραφή, το παρόν τεύχος ανθολογεί τρία ποιήματα της Κατερίνας Ζησάκη, το λάθος, ο κουρασμένος άντρας κυνηγούσε τον ουρανό και χαμοστέρνας. Προδημοσιεύει επίσης απόσπασμα από το φεμινιστικό αντιφασιστικό μυθιστόρημα της Καταρίν Μπουρντέκιν (Katharine Burdekin) H νύχτα της σβάστικας, το οποίο γράφτηκε το 1937, εκδίδεται για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Nightread, και θεωρείται από τα σπουδαιότερα μεσοπολεμικά έργα επιστημονικής φαντασίας και φεμινιστικής κριτικής στον φασισμό. Παράλληλα, ο Αντώνης Γαζάκης διαβάζει το μυθιστόρημα της Ούρσουλα Λε Γκεν Οι ταφοι του Ατουάν και μιλά για τη λογοτεχνία του φανταστικού και τη θέση της γυναίκας σε αυτή. Η Ιώ Βουλγαράκη μάς μιλά για τη σκηνοθεσία του έργου Ορλάντο της Βιρτζίνια Γουλφ που ερμηνεύτηκε επί σκηνής απ’ την Αμαλία Καβάλη, καθώς και για το πώς βίωσε τη συνομιλία μεταξύ τριών γυναικείων φωνών. Ο Νίκος Βασιλόπουλος γράφει για το αποσιωπημένο γυναικείο βλέμμα στο ελληνικό σινεμά και αναρωτιέται αν τελικά μπορούν οι γυναίκες να σκηνοθετούν μεγάλες ταινίες, ενώ η Ευθυμία Γιώσα σκιαγραφεί τις γυναικείες μορφές και το θηλυκό στοιχείο στα τραγούδια του Χατζιδάκι και μας ταξιδεύει σε μελωδίες με μελαγχολικό λυρισμό, σαγήνη και ανεξαρτησία.
To κείμενο επιμελήθηκε η Δήμητρα Αλιφιεράκη.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο