Υπάρχει μια δημοφιλής αντίληψη ότι η τεχνολογία είναι μια δύναμη αυτόνομη από την κοινωνία, που λειτουργεί απελευθερωτικά, αν η εξέλιξή της αφεθεί ανεπηρέαστη από πολιτικές συγκρούσεις. Η τεχνο-ντετερμινιστική αυτή αντίληψη έφτασε στο απόγειό της με την έλευση του διαδικτύου και την διάχυση της επιρροής των σύγχρονων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών σε κάθε πτυχή κοινωνικής δραστηριότητας.
Εντούτοις, σήμερα το no politica των τεχνο-ντετερμινιστών συντρίβεται κάτω από την δριμύτητα της σύγκρουσης γύρω από την εγκαθίδρυση ή την κατάργηση της αρχής της δικτυακής ουδετερότητας, που μαίνεται και από τις δύο μεριές του Ατλαντικού. Η σύγκρουση αυτή συμπυκνώνει με τον πιο γλαφυρό τρόπο στο πιο κεντρικό ζήτημα του μέλλοντος του διαδικτύου την αντιπαλότητα ανάμεσα στις δύο βασικές κοσμοθεωρήσεις περί κοινωνικής προόδου, τον νεοφιλελευθερισμό και την δημοκρατία.
Η Δικτυακή Ουδετερότητα στην Επικαιρότητα
Στις 14 Δεκεμβρίου 2017 η διορισμένη από τον Trump ηγεσία της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών των ΗΠΑ [FCC] κατάργησε την επί προεδρίας Obama από 12 Μαΐου 2015 απόφασή της, με την οποία εγκαθιδρυόταν η αρχή της δικτυακής ουδετερότητας στις υπηρεσίες παροχής πρόσβασης στο διαδίκτυο. Η κίνηση αυτή της FCC, που είχε ανακοινωθεί ήδη από τον Μάϊο, ξεσήκωσε και συνεχίζει να ξεσηκώνει ένα πρωτοφανές κύμα κοινωνικής διαμαρτυρίας, το οποίο περιλαμβάνει από εκατοντάδες start-ups, αλλά και ιντερνετικούς κολοσσούς, μέχρι τους πατέρες του διαδικτύου, τις οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και τις πλατιές μάζες των διαδικτυακών χρηστών.
Η αρχή της δικτυακής ουδετερότητας είναι μια τεχνολογική αρχή, με βάση την οποία όλα τα πακέτα δεδομένων ενός δικτύου [πρέπει να] τυγχάνουν ουδέτερης [ίσης] διαχείρισης. Ανυψωμένη στο επίπεδο του δικαίου, η αρχή αυτή επιβάλλει στους παρόχους πρόσβασης στο διαδίκτυο να μεταχειρίζονται ισότιμα την τηλεπικοινωνιακή κίνηση, που διέρχεται από τα δίκτυά τους, και να μην εισάγουν διακρίσεις ανάμεσα σε είδη περιεχομένου, τεχνολογίες, υπηρεσίες, εφαρμογές, ιστοσελίδες και συσκευές. Ως εκ τούτου, η δικαιική έκδοση της αρχής της δικτυακής ουδετερότητας καθιστά με αποτελεσματικό τρόπο τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους απλούς μεσάζοντες [mere conduits] της κοινωνίας της πληροφορίας, απαγορεύοντάς τους την δυνατότητα να μοχλεύουν στα ανώτερα επίπεδα των τεχνο-λογικών προτύπων [standards] και του περιεχομένου της επικοινωνίας την κοινωνική εξουσία, που τους παρέχει η ιδιωτική ιδιοκτησία στην υλική υποδομή του διαδικτύου.
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Ευρωπαϊκή Ένωση με τον Κανονισμό 2015/2120/ΕΕ για το Ανοικτό Διαδίκτυο έδωσε το δικό της στίγμα στο ζήτημα. Ο Κανονισμός αυτός είναι αποτέλεσμα πολλαπλών συμβιβασμών και σταθμίσεων μεταξύ των αντικρουόμενων κοινωνικών συμφερόντων, όπως αυτά διαπέρασαν τους γραφειοκρατικούς θεσμούς της Ένωσης. Έτσι, το κείμενο του Κανονισμού εγκαθιδρύει την αρχή της δικτυακής ουδετερότητας αλλά, ταυτόχρονα, και την ελευθερία των τηλεπικοινωνιακών παρόχων να παρέχουν προτεραιοποιημένες υπηρεσίες με εγγυημένη ποιότητα. Ο Κανονισμός εμπεριέχει ορισμένες γενικές δικλείδες ασφαλείας για την ρύθμιση της επίδρασης των προτεραιοποιημένων υπηρεσιών στην βασική γενική κοινωνική πρόσβαση στο διαδίκτυο, καθώς και για την διασφάλιση του ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ παρόχων διαδικτυακού περιεχομένου. Εντούτοις, όπως και σε πολλές άλλες νομοθετικές πρωτοβουλίες της ΕΕ, η εξειδίκευση των συμβιβασμών του νομοθετικού κειμένου του Κανονισμού αφήνεται σε μεγάλο βαθμό στην διακριτική ευχέρεια των κρατών-μελών. Έτσι, η ΕΕ προδιαγεγραμμένα θα μετατραπεί σε ένα μωσαϊκό διαφορετικών διαδικτύων, όπου ο βαθμός ουσιαστικής εφαρμογής της αρχής της δικτυακής ουδετερότητας θα ποικίλλει από κράτος σε κράτος ανάλογα με τους κατά τόπους συσχετισμούς δύναμης.
Η Ιστορία της Σύγκρουσης γύρω από την Δικτυακή Ουδετερότητα
Το διαδίκτυο είναι το πιο εξελιγμένο μέσο επικοινωνίας στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αυτό οφείλεται στις πολιτικές επιλογές, που έχουν εγχαραχθεί στην αρχιτεκτονική του. Συγκεκριμένα, η αρχιτεκτονική του διαδικτύου είναι εγχαραγμένη με πολιτικές επιλογές ελευθεριότητας και αποκέντρωσης της κοινωνικής εξουσίας, με τρόπο ώστε κάθε έλεγχος της επικοινωνίας να καθίσταται αδύνατος. Αυτές ακριβώς οι πολιτικές επιλογές κατέστησαν το διαδίκτυο ένα παγκόσμιο, οριζόντιο, διαδραστικό, ασύγχρονο, αποκεντρωμένο μέσο επικοινωνίας πολλών-προς-πολλούς με την προοπτική η κοινωνική του χρήση να δύναται να επιφέρει βαθιές προοδευτικές αλλαγές στην πολιτική, την οικονομία και τον πολιτισμό.
Τις δεκαετίες του ‘60-’70 το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ συγκρότησε μία ομάδα επιστημόνων με επικεφαλής τον J.C.R. Licklider και διέθεσε σε αυτήν έναν πακτωλό χρημάτων με την εντολή για την δημιουργία ενός δικτύου επικοινωνιών στρατιωτικής χρήσης, που να μπορεί να αντέξει ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα. Επηρεασμένη από το κλίμα του ψυχρού πολέμο,υ αλλά και τα νέα αριστερά κινήματα της εποχής η ομάδα αυτή δούλεψε με βάση την μη ιεραρχική κατανομή εργασίας, το μοίρασμα της γνώσης και τη συνεργατικότητα και με συνείδηση των κοινωνικών προεκτάσεων του έργου της, για να παράξει ένα οριζόντιο δίκτυο πομποδεκτών, που όμοιό του μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα. Εγχάραξε λοιπόν ως βασική τεχνολογική δομή του διαδικτύου την αρχή της “οριακότητας” [end-to-end principle], με βάση την οποία το νέο δίκτυο θα στηριζόταν σε όσο το δυνατόν πιο απλές τεχνολογικές λύσεις στους κόμβους του και θα μετέθετε πιο πολύπλοκες τεχνολογικές λύσεις σε εξοπλισμό και λογισμικό στις άκρες, δηλαδή στους τελικούς χρήστες του. Με την μαζικοποίηση του διαδικτύου τη δεκαετία του ’80 η αρχή της οριακότητας οδήγησε σε κοινωνικό επίπεδο στην εντός του δικτύου αποκέντρωση της κοινωνικής εξουσίας και στην παράκαμψη κάθε απόπειρας ελέγχου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 η έλευση του παγκόσμιου ιστού και η διασύνδεση κόμβων από όλες τις ηπείρους κατέστησε το διαδίκτυο ως το de facto παγκόσμιο δίκτυο οριζόντιας επικοινωνίας. Έτσι, από τα τέλη του ‘90 και έπειτα το διαδίκτυο εισήλθε σε ευθεία και άμεση διάδραση με τις κυρίαρχες δυνάμεις που καθορίζουν το κοινωνικό πλαίσιο. Ως αποτέλεσμα, από τότε και έπειτα εμφανίζονται στους κόλπους του έντονες τάσεις εμπορευματοποίησης και συγκεντροποίησης της πληροφορίας, της επικοινωνίας και της κοινωνικής εξουσίας, που θέτουν υπό αμφισβήτηση τις αρχικές δομικές επιλογές και τον γενικότερο χαρακτήρα του.
Η μάχη για την δικτυακή ουδετερότητα αποτελεί επιστέγασμα της εξέλιξης αυτής. Καθόλου τυχαία, εκκινεί το 2003 με ένα επιστημονικό άρθρο του καθηγητή Tim Wu, ο οποίος δίνει τον πρώτο ορισμό της και υποστηρίζει την νομική της θεμελίωση ως αναγκαία επιλογή για την διάσωση του δημόσιου χαρακτήρα του διαδικτύου. Συνδέει μάλιστα την ανάγκη θεμελίωσης της αρχής αυτής με την αρχή του κοινού μεταφορέα [common carrier principle], που καθιερώθηκε επί Ρούζβελτ στο δίκαιο τηλεπικοινωνιών των ΗΠΑ για τον περιορισμό της μονοπωλιακής εξουσίας της AT&T. Έκτοτε, αποτελεί το κορυφαίο ζήτημα αντιπαράθεσης γύρω από τη ρύθμιση της αγοράς παροχής πρόσβασης στο διαδίκτυο στη χώρα αυτή.
Το Πολιτικό Διακύβευμα της Σύγκρουσης
Η νομική αναγνώριση ή μη της δικτυακής ουδετερότητας έχει ως βασικό πολιτικό διακύβευμα την περιφρούρηση ή την αποδιάρθρωση του δημόσιου, ελεύθερου και κοινωνικού χαρακτήρα του διαδικτύου. Το διαδίκτυο έχει τον χαρακτήρα ημι-κοινού [semi-commons]. Είναι δηλαδή μία σφαίρα κοινωνικής δραστηριότητας, που αναπαράγεται τόσο μέσα από τους θεσμούς της εμπορευματικής αγοράς και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, όσο και μέσα από τις πρακτικές των κοινών [commons]. Ο συσχετισμός μεταξύ των δύο κρίνει τον χαρακτήρα του μέσου. Αυτός ο συσχετισμός είναι δυναμικό αποτέλεσμα αντίρροπων κοινωνικών δυνάμεων· από τη μία, των δυνάμεων της εμπορευματοποίησης και του κεφαλαίου και, από την άλλη, των δυνάμεων της κοινοτικοποίησης [commonification] των χρηστών του διαδικτύου. Σε σχέσεις εμπορευματοποίησης η κοινωνική διάνοια ποδηγετείται και απομυζάται από το κεφάλαιο, ενώ σε σχέσεις κοινοτικοποίησης ανταγωνίζεται το κεφάλαιο ως μια σύγχρονη κοινωνική αντιεξουσία στην κόψη της καπιταλιστικής μοντερνικότητας.
Η μάχη για την δικτυακή ουδετερότητα διαπερνά διαλεκτικά τον πόλεμο ανάμεσα στους κόσμους της εμπορευματοποίησης και της κοινοτικοποίησης. Η προτεραιοποίηση περιεχομένου, τεχνολογιών, υπηρεσιών, εφαρμογών, ιστοσελίδων και συσκευών δεν συνιστά απλώς την επισφράγιση της διογκούμενης εμπορευματοποίησης του διαδικτύου, όπως το ξέραμε, αλλά μια συγκεκριμένη εκδοχή εμπορευματοποίησης, την πιο σκληρή, που καταστρέφει ακόμη και την ίδια την πηγή του πλούτου της κοινωνίας της πληροφορίας, την κοινωνική αξία που παράγεται με βάση τα κοινά. Φέρνει έτσι σε σύγκρουση τους υπέρμαχους της ελεύθερης αγοράς όχι μόνο με τους χρήστες, αλλά και με κομμάτια του κεφαλαίου, που στηρίζουν την κερδοφορία τους στην απομύζηση της κοινωνικής αξίας του περιεχομένου, που παράγεται από χρήστες [user-generated content], καθώς και με τους ευαγγελιστές της οικονομίας των νεοφυών επιχειρήσεων, όσους τουλάχιστον απέμειναν από την υπερσυγκέντρωση των μεγαθηρίων της Silicon Valley.
Η μάχη για την δικτυακή ουδετερότητα είναι μια μάχη μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και δημοκρατίας, η οποία από την άποψη της ιδεολογίας έχει δύο επίπεδα. Στο επίπεδο της ιδεολογίας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας οι υπέρμαχοι της προτεραιοποίησης προτάσσουν το μπλακστόνιο [blackstonian] αρχέτυπο του θεσμού της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και υποστηρίζουν πως οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι, στους οποίους ανήκει η φυσική υποδομή του διαδικτύου, έχουν το απόλυτο δικαίωμα να διαχειρίζονται την υποδομή αυτή, όπως επιθυμούν, καθορίζοντας μέχρι κεραίας το είδος, αλλά και τις συνθήκες της τηλεπικοινωνιακής κίνησης, που διέρχεται από τα ιδιωτικά δίκτυά τους. Από την άλλη, οι υποστηρικτές της δικτυακής ουδετερότητας υπενθυμίζουν την κοινωνική πλαισίωση του θεσμού της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και την ανάγκη υποχώρησης του απόλυτου χαρακτήρα της για την αποτροπή καθετοποίησης της κοινωνικής εξουσίας των τηλεπικοινωνιακών μονοπωλίων δια της μόχλευσης από το επίπεδο της φυσικής υποδομής στον έλεγχο των ανώτερων επιπέδων και αγορών της λογικής υποδομής και του διαδικτυακού περιεχομένου.
Περαιτέρω, στο επίπεδο της ιδεολογίας της ελεύθερης αγοράς οι οπαδοί της προτεραιοποίησης καλούν σε αποχή από τη ρύθμιση της αγοράς των ηλεκτρονικών επικοινωνιών μέσω της εγκαθίδρυσης της αρχής με το επιχείρημα ότι η αγορά, αν αφήνεται ελεύθερη, παράγει πάντοτε τα βέλτιστα κοινωνικά αποτελέσματα. Από την άλλη, οι υποστηρικτές της ουδετερότητας προβάλλουν πως ήδη η απορρύθμιση της αγοράς έχει επιφέρει ισχυρές τάσεις συγκέντρωσης, που καταπνίγει την καινοτομία, πάνω στην οποία στηρίχθηκε το θαύμα της Silicon Valley. Στην συζήτηση παρεισφρύει μια τρίτη ιδεολογία, η επίσης νεοφιλελεύθερη ιδεολογία ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική» [There is no Alternative – TINA]. Με αφετηρία την συντηρητική αυτή ιδεολογία οι οπαδοί της προτεραιοποίησης και αποχής από τη ρύθμιση της αγοράς υποστηρίζουν πως έτσι και αλλιώς το διαδίκτυο εμπορευματοποιείται ταχύτατα. Μέχρι το 2022 εκτιμάται άλλωστε πως το 80% της διαδικτυακής κίνησης θα αφορά βίντεο, δηλαδή υπηρεσίες που χρήζουν εγγυημένης ποιότητας υπηρεσίας [quality of service]. Συνεπώς, το πεπρωμένο της προτεραιοποίησης των εμπορικών έναντι των λοιπών υπηρεσιών είναι φυγείν αδύνατο.
Από την Διακυβέρνηση του Διαδικτύου στην Αυτοδιεύθυνση της Κοινωνίας της Πληροφορίας
Οι θεσμοί επικοινωνίας πλαισιώνουν και καθορίζουν τις κοινωνικές σχέσεις. Κατά συνέπεια, ο έλεγχος της επικοινωνίας αποτελεί εργαλείο κυριάρχησης. Η αρχιτεκτονική του διαδικτύου είναι εγχαραγμένη με πολιτικές επιλογές ελευθεριότητας και αποκέντρωσης της κοινωνικής εξουσίας, με τρόπο ώστε κάθε έλεγχος της επικοινωνίας να καθίσταται αδύνατος. Η εγχάραξη αυτή δεν γράφτηκε στην πέτρα, αλλά το αν θα επιβιώσει στον χρόνο αποτελεί ζήτημα συσχετισμών και κοινωνικής επαγρύπνησης.
Η μάχη της δικτυακής ουδετερότητας αποτελεί αφορμή για την ενεργοποίηση ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων στον ευρύτερο πόλεμο για το ανοικτό διαδίκτυο. Η κοινωνία της πληροφορίας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε κοινοτικές σχέσεις παραγωγής και διανομής. Τέτοιες σχέσεις συγκροτούν σε πρωτόλειο βαθμό στο διαδίκτυο έναν ανώτερο τρόπο κοινωνικής αναπαραγωγής, που στηρίζεται στο μοίρασμα, στον συνεργατισμό, στην κοινή σώρευση πόρων, στην άμεση συμμετοχή στην επιστημονική έρευνα και στην πολιτισμική δημιουργία, καθώς και στη δημοκρατική συμμετοχή μέσα από παραγωγικές κοινότητες χρηστών. Οι πρακτικές των κοινών [commons], που ανθούν στο διαδίκτυο, είναι θεμελιώδης πηγή πλούτου ακόμη και για την ίδια την εμπορευματική πληροφορική οικονομία.
Από τη φύση της η κοινή σώρευση πόρων έχει ως πρακτική, υπό όρους, την προοπτική επέκτασης σε βάρος της εμπορευματικής αγοράς. Απέναντι στην ταχύτατη εμπορευματοποίηση του διαδικτύου αναπτύσσονται αντίρροπες πρακτικές κοινοτικοποίησης πολλών πτυχών του. Υπάρχουν λοιπόν οι προϋποθέσεις ώστε η κοινωνική διάνοια να σπάσει τα δεσμά της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των φυσικών υποδομών και τις σχέσεις μισθωτής εργασίας ή απομύζησης αξίας, που την προσδένουν στο άρμα του κεφαλαίου, μέσα από θεσμούς μη κερδοσκοπικής και κοινοτικής/συνεταιριστικής διαχείρισης.
Ο δρόμος της εμπορευματοποίησης του διαδικτύου οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ένα κάθετο, μη διαδραστικό, πλήρως ελέγξιμο και μονοδιάστατο μέσο επικοινωνίας, όπως η τηλεόραση. Ο πολλαπλασιασμός και το βάθεμα της κοινοτικοποίησης αποτελεί τον δικό μας δρόμο για ένα ελεύθερο διαδίκτυο σε μια ελεύθερη κοινωνία. Με κοινό γνώμονα και συνισταμένη την ελευθερία από την υπερσυγκέντρωση εξουσίας και τον έλεγχο των μεγαθηρίων της σύγχρονης πληροφορικής οικονομίας βαδίζουμε λοιπόν ταχύτατα από το no politica των παλιών χάκερ στη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων κοινωνικών δυνάμεων σε διαλεκτική διάδραση με τους ευρύτερους κοινωνικούς αγώνες. Και αν χάσουμε μάχες, θα κερδίσουμε τον πόλεμο.
Να μην ξεχνάμε και τα vpn (virtual private networks) που χρησιμοποιούν εδώ και χρόνια οι τράπεζες (και όχι μόνο). Επιπλέον, τα big data και το αναδυόμενο internet of things θα απαιτήσουν κι άλλους πόρους για την αποθήκευση και την μεταφορά δεδομένων. Κοντολογίς, είναι πάρα πολλά τα λεφτά…