Ο Ισαάκ Ασίμοφ (Isaac Asimov, 1920–1992), Αμερικανός ρωσοεβραϊκής καταγωγής, υπήρξε μάλλον ο σημαντικότερος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας στην εποχή του. Τα έργα που τον καθιέρωσαν γράφτηκαν τη δεκαετία του 1950, ενώ στην Ελλάδα μεταφράστηκαν (όχι πάντα άρτια) στη σειρά επιστημονικής φαντασίας που ξεκίνησαν οι εκδόσεις Κάκτος από το 1976 κ.ε.[1] Παραγωγικότατος μέχρι σχεδόν τον θάνατό του, υπολογίζεται ότι έγραψε ή επιμελήθηκε πάνω από 500 βιβλία: επιστημονικής φαντασίας, αλλά και μυστηρίου, καθώς και εκλαϊκευτικά της επιστήμης, καθώς συνδύαζε τις ιδιότητες του συγγραφέα και του επιστήμονα (το 1955 έγινε καθηγητής βιοχημείας στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης).
Παρά τον ενθουσιασμό του για τις επιστημονικές ανακαλύψεις, το προφίλ του απείχε πολύ από αυτό του μονοδιάστατου ανθρώπου της «σκληρής επιστήμης». Τα ενδιαφέροντά του υπερέβαιναν το χάσμα ανάμεσα στις «δύο κουλτούρες» των θετικών και των ανθρωπιστικών επιστημών,[2] και στους τίτλους των εκλαϊκευτικών του έργων συνυπάρχουν π.χ. οι μαύρες τρύπες με τη ρωμαϊκή ιστορία. Στη σκέψη του Ασίμωφ, το φαντασιακό ενός «ορθόδοξου» φυσικού επιστήμονα, στο οποίο προεξάρχον ήταν το στοιχείο της συνεχούς προόδου και της ιστορίας ως μιας σειράς καινοτομιών, συναντιόταν με τη φιλοσοφία της ιστορίας και με έναν προβληματισμό για τους κύκλους ακμής και παρακμής των πολιτισμών. Και η συνάντηση αυτή λάμβανε χώρα σε μιαν εποχή ανόδου της κοινωνιολογίας και του κύρους της στα αμερικανικά πανεπιστήμια –καθώς και της κοινωνικής μηχανικής: από τα βιβλία που εξετάζονται εδώ, είναι στα έργα της δεκαετίας του 1950 που οι κοινωνιολόγοι αναδεικνύονταν στους κατεξοχήν τεχνικούς της εξουσίας. Έτσι ο Ασίμωφ έδωσε στην περιπέτεια της εξερεύνησης και κατάκτησης του διαστήματος, που συνέπαιρνε τον μεταπολεμικό κόσμο, ένα κοινωνικό και πολιτικό βάθος που έλειπε από τα ως τότε έργα επιστημονικής φαντασίας.
Ξαναδιάβασα πρόσφατα την «τετραλογία των ρομπότ»: μυθιστορήματα που συνδυάζουν την αστυνομική πλοκή με την επιστημονική φαντασία. Στο μέλλον η ανθρωπότητα έχει χωριστεί σε δύο διαφορετικά και αντιτιθέμενα μέρη. Οι Διαστημικοί είναι κάτοικοι των 50 πλανητών που είχαν αποικιστεί μέχρι τότε από τη Γη αλλά στην πορεία αποκόπηκαν από αυτή: πιο εξελιγμένοι τεχνολογικά, έχουν κατακτήσει υψηλά επίπεδα ευμάρειας και μακροζωίας, έχουν εξαλείψει τις αρρώστιες από τους αραιοκατοικημένους κόσμους τους και, κυρίως, κάνουν εκτεταμένη χρήση των ρομπότ για κάθε είδους εργασία. Η Γη, πάλι, χαρακτηρίζεται από υπερπληθυσμό, συνωστισμό, φοβία για τα ρομπότ (που απειλούν με μαζική «τεχνολογική ανεργία») και ένα έντονα κλειστοφοβικό περιβάλλον: οι κάτοικοι της Γης μένουν σε γιγαντιαίες υπόγειες πόλεις («σπηλιές από ατσάλι») και καταλαμβάνονται από πανικό όταν βρεθούν σε ανοιχτές επιφάνειες και μη-τεχνητό περιβάλλον. Σταδιακά όμως η κατάσταση αλλάζει, καθώς οι Γήινοι αποφασίζουν να ανοιχτούν στον έξω κόσμο και πάλι και να αποικίσουν νέους πλανήτες, ενώ οι Διαστημικοί βουλιάζουν σε μια αδράνεια που προκαλείται από την ευημερία και την απροθυμία τους να ρισκάρουν. Κεντρικός χαρακτήρας σε αυτή τη μεταστροφή είναι ο Γήινος αστυνομικός Ελάια Μπαίηλυ, ο οποίος έρχεται σε επαφή με τους Διαστημικούς μέσα από τη δουλειά του, διαλευκάνοντας εγκλήματα τόσο στον πλανήτη του όσο και σε άλλους κόσμους, σε συνεργασία με ένα ανθρωποειδές ρομπότ των Διαστημικών με το οποίο αναπτύσσει μια σχέση φιλίας.
Τα βιβλία είναι καλογραμμένα (αυτά της δεκαετίας του 1950 είναι γραμμένα με σαφώς μεγαλύτερο νεύρο), οπότε δε θα χαλάσουμε την απόλαυση της ανάγνωσής τους δίνοντας περισσότερες λεπτομέρειες για την πλοκή. Στο κείμενο αυτό θα ασχοληθούμε με μια πλευρά της ιδεολογίας που εκφράζεται στα τέσσερα μυθιστορήματα –καθώς και σε ένα πέμπτο, γραμμένο επίσης τη δεκαετία του 1950– και αφορά τη στάση του Ασίμωφ απέναντι στον καπιταλισμό και τα πολιτικά ρεύματα της εποχής του.
Από την αρχή θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι ο Ασίμωφ κάθε άλλο παρά συντηρητικός υπήρξε: έγινε ένθερμος υποστηρικτής του Δημοκρατικού κόμματος την εποχή του New Deal και παρέμεινε τέτοιος. Αντιτάχθηκε στον πόλεμο του Βιετνάμ, ενώ το όνομά του φαίνεται ότι συγκαταλεγόταν από το κομμουνιστικό κόμμα των ΗΠΑ στους καταλόγους με τους ανθρώπους που θεωρούνταν ευνοϊκά διακείμενοι. Από την άλλη, είναι σαφές ότι ο προοδευτισμός του δεν έφτανε σε επίπεδα που θα οδηγούσαν σε ριζικές ρήξεις (ήταν liberal και όχι radical, με την αμερικάνικη ορολογία), και δεν ακολούθησε τη Νέα Αριστερά της δεκαετίας του 1960 και 1970 σε αυτό που θεωρούσε «ανορθολογισμό».
Ο Ασίμωφ δεν κάνει λόγο για καπιταλισμό και κομμουνισμό, κρατική παρέμβαση και laissez-faire, δημοκρατία και δικτατορία, γυναικεία απελευθέρωση και καταπίεση μειονοτήτων. Το αποφεύγει συνειδητά, προφανώς, καθώς θέλει να αναφέρεται σε κόσμους πολύ μακρινούς χρονικά, στους οποίους λογικά τα προβλήματα θα είναι διαφορετικής φύσης από τα δικά μας. Αποφεύγει, επιπλέον, να δημιουργήσει μια δικιά του ουτοπική κοινωνία. Αυτό που προβάλλει ως όραμα που θα όφειλε να συσπειρώνει όλη την ανθρωπότητα και ως κριτήριο ορθότητας των πολιτικών απόψεων είναι η κατάκτηση του διαστήματος, η εξάπλωση του ανθρώπινου είδους σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του Σύμπαντος. Η εμμονή του στο όραμα αυτό έχει μάλλον ένα βιολογίζον υπόστρωμα ανταγωνισμού μεταξύ διαφορετικών ζωικών ειδών:[3] σε ένα από τα πιθανά μέλλοντα στο Τέλος της αιωνιότητας άλλες μορφές ζωής πρόλαβαν να γίνουν «ιδιοκτήτες» του διαστήματος πριν τους ανθρώπους. Υποψιάζεται κανείς, επίσης, την ισχύ που έχει εδώ και ένας ειδικά αμερικάνικος ιδεολογικός τόπος: η επέκταση προς τη Δύση, η υπέρβαση των frontiers, η ολοκλήρωση της κατάκτησης και του αποικισμού της αχανούς Αμερικής από τους «πολιτισμένους» Δυτικούς ανθρώπους.[4]
Είναι ενδιαφέρον ότι στην κατάκτηση του σύμπαντος ο Ασίμωφ δίνει το όνομα «Γαλαξιακή αυτοκρατορία». Δεν επεξηγεί τον όρο, ο οποίος μάλλον έχει την έννοια της κοσμοκρατορίας/κυριαρχίας και επιλέγεται για τις συνδηλώσεις μεγαλείου που έχει. Δε θεωρούμε χωρίς σημασία, πάντως, το ότι δε διστάζει να μιλήσει για «αυτοκρατορία» την εποχή αφενός των αντιαποικιακών αγώνων και της κατάρρευσης των αποικιακών αυτοκρατοριών των ευρωπαϊκών δυνάμεων, και αφετέρου της συγκρότησης μιας αμερικάνικης «αυτοκρατορίας» (βασισμένης ασφαλώς σε πιο έμμεσες μορφές κυριαρχίας και μη διεκδικούμενη ως τέτοια).[5] Συγχρόνως, βέβαια, στις Σπηλιές από ατσάλι κάνει τους Αμερικανούς αναγνώστες να μπουν στη θέση του αδύναμου που αναγκάζεται να δεχτεί την πολιτική που του υπαγορεύει ο ισχυρός, να νιώσουν την ταπείνωση που συνιστά για τους Γήινους η «πολιτική των κανονιοφόρων» των Διαστημικών.
Για την κατάκτηση απαιτούνται κατακτητές –και κίνητρα. Εδώ ο Ασίμωφ δίνει έμφαση σε δύο κυρίως παράγοντες. Αφενός ο υπερπληθυσμός της Γης, όπως και η σχετική στέρηση διαφόρων ανέσεων, θα δώσουν κίνητρα στους Γήινους να εξαπλωθούν και να εποικίσουν ξανά άλλους πλανήτες. Αφετέρου η δίψα για κέρδος είναι ένα άλλο κίνητρο, που συνδέεται με τη ζωτικότητα και την τολμηρότητα, κυρίως στα μυθιστορήματα της σειράς που γράφονται τη δεκαετία του 1980. Βεβαίως δεν βρίσκουμε ακριβώς κάτι σαν εγκώμιο στην απληστία, στο Ρομπότ και αυτοκρατορία όμως τονίζεται ότι οι Άποικοι (γήινης καταγωγής) ανταγωνιστές των Διαστημικών, με όλα τα θετικά χαρακτηριστικά που τους αποδίδονται, είναι κατά βάση έμποροι. Το εμπόριο συνδέεται ρητά με το πνεύμα της αναζήτησης, την κίνηση, την ενεργητικότητα, το ρίσκο. Αυθόρμητα ο αναγνώστης οδηγείται στο να αντιδιαστείλει αυτή τη στάση όχι μόνο με την αναζήτηση ηρεμίας και ασφάλειας από την πλευρά των Διαστημικών, αλλά και με τη φοβική αντίδραση του Γήινου πλήθους απέναντι στα ρομπότ που απειλούν να τους πάρουν τις δουλειές: από τη μια περιγράφεται η συντηρητική αναδίπλωση των losers ως προϊόν αδυναμίας και επερχόμενης ήττας, και από την άλλη εξαίρονται άνθρωποι με φιλοδοξίες και με το πνεύμα του νικητή που παίρνουν την τύχη τους στα χέρια τους διακινδυνεύοντας αλλά και κερδίζοντας∙ από τη μια, όπως θα έλεγε π.χ. ο κύριος Μπάμπης στον Σκάι, βρίσκονται οι ψυχολογικές εξαρτήσεις και οι απαιτήσεις «προστασίας» που προκαλεί ένας αντιπαραγωγικός κρατισμός/κολλεκτιβισμός, και από την άλλη η επιχειρηματικότητα.
Ένα βασικό θέμα που αναπτύσσει ο Ασίμωφ είναι τα αποτελέσματα της εκτεταμένης χρήσης της ρομποτικής εργασίας στις κοινωνίες των Διαστημικών. Τα ρομπότ έχουν αναλάβει όλες τις χειρωνακτικές δουλειές, και ενδεχομένως κι άλλες, ενώ υπηρετούν ποικιλόμορφα τους ανθρώπους στα σπίτια τους. Αυτό δημιουργεί κοινωνίες απελευθερωμένες από την έλλειψη, και εν πολλοίς από την ανάγκη για εργασία (αν και γίνεται μνεία σε επαγγέλματα όπως ρομποτολόγος, γιατρός ή κοινωνιολόγος). Αντίθετα όμως με ό,τι θα περίμενε ο εξοικειωμένος με τη μαρξιστική θεωρία αναγνώστης, ο Ασίμωφ δεν κάνει λόγο για απελευθέρωση από την εργασία ούτε μπαίνει σε μια προβληματική περί κομμουνισμού (χρήμα και συναλλαγές δεν αναφέρονται στις κοινωνίες των Διαστημικών, είναι όμως σαφές ότι υπάρχει ιδιοκτησία κι ο καθένας έχει αρκετή για να ζει ικανοποιητικά). Προτιμάει να κάνει μια κριτική στις συνέπειες της ευμάρειας: επαναλαμβάνει συχνά ότι οι Διαστημικοί δεν έχουν μάθει να προσπαθούν, είναι άνθρωποι που τους έχει χαλάσει η καλοπέραση. Απηχείται, εδώ, κατά κάποιον τρόπο η κριτική της ανερχόμενης αστικής τάξης στην αριστοκρατία, με υποβόσκουσα μια εργασιακή ηθική: όχι ότι ο Ασίμωφ αμφισβητεί το προφανές πλεονέκτημα της απαλλαγής από τις βαριές και τις άχαρες δουλειές, αντιμετωπίζει όμως τους Διαστημικούς ως μια αργόσχολη τάξη, αδρανείς και επαναπαυμένους στην άνετη ζωή τους, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να οδηγήσουν την ανθρωπότητα προς περαιτέρω πρόοδο. Τους βλέπει ως «ρομποτοκτήτες», θα λέγαμε, αν παρομοιάζαμε τα ρομπότ με δουλοπάροικους και δούλους. Ίσως εδώ υπάρχει κι ένα ακόμα προοδευτικό πρόσημο της κριτικής του, στα ιδιαίτερα αμερικάνικα συμφραζόμενα: μια κριτική στο δουλοκτητικό σύστημα των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ τον 19ο αιώνα ήταν ότι με την ύπαρξη σχετικά άφθονης και πειθήνιας εργασίας ανέστελλε την άνοδο της παραγωγικότητας και την αναζήτηση καινοτομιών που χαρακτήριζε τις βόρειες πολιτείες.[6]
Κατά δεύτερο λόγο, είναι σαφές –και θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα προφανές στον αναγνώστη της δεκαετίας του 1950– ότι στην οπτική αυτή υποβόσκει και μια κριτική στον κομμουνισμό (καθώς και στα σοσιαλδημοκρατικά κολλεκτιβιστικά σχήματα) ως καθεστώτα από τα οποία λείπει η «ιδιωτική πρωτοβουλία» και κατά συνέπεια οι πολίτες τους αποθαρρύνονται από το να παίρνουν πρωτοβουλίες γενικότερα. Ο Ασίμωφ προεκτείνει αυτή την κριτική με τρόπους που θα γίνουν κοινοί τόποι αργότερα, την «εποχή της στασιμότητας» της μπρεζνιεφικής ΕΣΣΔ και της κρίσης του μεταπολεμικού μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης των προηγμένων δυτικών χωρών τη δεκαετία του 1970: η απουσία πρωτοβουλίας προκαλεί έλλειψη δυναμισμού, από οικονομική αλλά κυρίως από γενικότερη άποψη, και τελικά οδηγεί στην παρακμή.
Απαιτείται πιο συστηματική έρευνα για να διαπιστώσει κανείς αν ο Ασίμωφ τη δεκαετία του 1950 εμφανιζόταν επικριτικός προς το New Deal και τις κεϋνσιανές πολιτικές που τον είχαν κερδίσει νωρίτερα. Σίγουρα, όμως, εκφράζει έναν έντονο προβληματισμό για τις συνέπειες που έχει η όλο και μεγαλύτερη επέκταση του κράτους και του ελέγχου που ασκεί στις κοινωνίες. Το πνεύμα του είναι μάλλον ελευθεριακό παρά φιλελεύθερο όταν περιγράφει τη δυστοπία της Γης στις Σπηλιές από ατσάλι (αλλά και στις πρώτες σελίδες του Γυμνού ήλιου): κομμάτι αυτής της δυστοπίας είναι η διάχυτη αίσθηση ότι τα άτομα είναι πιόνια στα χέρια μιας γραφειοκρατίας, με μικροπρονόμια που απονέμονται και αφαιρούνται από μια απρόσωπη εξουσία. Ο Ασίμωφ δεν φαίνεται να διαλέγεται με τις θεωρίες περί ολοκληρωτισμού, πάντως το περιβάλλον ασφυκτικού συνωστισμού των «Πόλεων» έρχεται να επιτείνει την εντύπωση της πολύ περιορισμένης ατομικής αυτονομίας. Η πολιτική ζωή στη Γη δεν περιγράφεται ιδιαίτερα, διαφαίνεται όμως ένας μεταδημοκρατικός της χαρακτήρας μέσα από το δίπολο τεχνοκρατικής εξουσίας – ανορθολογικών βίαιων ξεσπασμάτων του πλήθους. Για να διαλεχθούμε με ένα από τα άλλα κείμενα του παρόντος αφιερώματος στην επιστημονική φαντασία, οι συγγραφείς του δικαστή Ντρεντ φαίνεται να έχουν αντλήσει κάποιες ιδέες από το έργο αυτό του Ασίμωφ∙ αν όμως οι Μεγαπόλεις του Ντρεντ παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα με τις Πόλεις του Ασίμωφ, είναι σαφές ότι ο Ελάια Μπαίηλυ δεν έχει καμιά σχέση με τον αυταρχικό συνάδελφό του∙ η ελπίδα δεν έχει χαθεί.
Αν στις Σπηλιές από ατσάλι στο στόχαστρό του μπαίνει μάλλον η μιζέρια του κολλεκτιβισμού, σε ένα άλλο (ίσως το καλύτερο) μυθιστόρημα του Ασίμωφ της δεκαετίας του 1950, στο Τέλος της αιωνιότητας, η κριτική αφορά την «κοινωνική μηχανική»: την πρόθεση και την πεποίθηση ότι είναι δυνατόν να ελεγχθούν και να αλλάξουν κατά βούληση διάφορες πλευρές των κοινωνικών σέσεων από όποιον ελέγχει ένα ισχυρό κράτος. Από μια άποψη, πρόκειται για μία εκ των έσω κριτική στην κοινωνική μηχανική και στην τεχνοκρατία, καθώς η δυνατότητα ορθολογικής και επιστημονικής διαχείρισης των ανθρώπινων πραγμάτων είναι ξεκάθαρο ότι γοήτευε τον Ασίμωφ -και αποτελούσε βέβαια μια διαρκώς ανερχόμενη τάση κατά τον 20ό αιώνα. Το ερώτημα που θέτει, όμως, είναι πού μπορεί να οδηγήσει αυτός ο έλεγχος όταν ξεπεράσει κάποια όρια.
Στο Τέλος της αιωνιότητας οι άνθρωποι έχουν ανακαλύψει το ταξίδι στον χρόνο, στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον∙ κάνοντάς το αυτό μπορούν να προκαλέσουν αλλαγές οι οποίες έχουν αλυσσιδωτές επιδράσεις στους επόμενους αιώνες. Για να αποφευχθεί το χάος δημιουργήθηκε το απόλυτο εργαλείο κοινωνικής μηχανικής, η Αιωνιότητα: ένας τόπος έξω από τον χρόνο και μη επηρεαζόμενος από τις όποιες αλλαγές. Εκεί Τεχνικοί, Υπολογιστές και Κοινωνιολόγοι φροντίζουν να διατηρούν τις κοινωνίες του Χρόνου σε ισορροπία, κάνοντας τις «Ελάχιστες Αναγκαίες Αλλαγές» στην εκάστοτε Πραγματικότητα καθενός από τους χιλιάδες αιώνες ύπαρξης της ανθρωπότητας για να διορθώσουν μικρές ατέλειες. Πρόκειται για έναν μηχανισμό έξω από την κοινωνία και την ιστορία που μπορούμε να τον διαβάσει κανείς και ως αλληγορία για ένα καλόβουλο υπερ-κράτος σε ρόλο φύλακα-άγγελου που έχει τις δυνάμεις να αλλάζει ολοκληρωτικά και κατά βούληση μια κοινωνία από την οποία είναι απόλυτα διαχωρισμένο. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι αν αυτό που επιθυμούν κυρίως οι άνθρωποι είναι η ασφάλεια, και έχουν τη δυνατότητα να την πετύχουν, το αποτέλεσμα θα είναι η μετριότητα, η ακινησία, η στασιμότητα. Και σε αυτό το βιβλίο η αδιαφορία για την επέκταση της ανθρωπότητας στο διάστημα, ή πάντως η απροθυμία για ρίσκα και θυσίες για να επιτευχθεί αυτή, εμφανίζεται ως ένδειξη στασιμότητας που τελικά οδηγεί στην παρακμή.
Το σημείο, λοιπόν, στο οποίο συναντιούνται οι θέσεις που εκφράζει ο Ασίμωφ στα μυθιστορήματα που εξετάσαμε είναι η κριτική σε ό,τι εμποδίζει την εξέλιξη και ευνουχίζει τον δυναμισμό των ανθρώπινων κοινωνιών: στην υπερβολική ασφάλεια και την έλλειψη ρίσκου, στην ολοκληρωτική ικανοποίηση των αναγκών και την εξάλειψη του ανικανοποίητου ως δύναμης κίνησης της ιστορίας, στην επανάπαυση αλλά και στον υπερβολικό προγραμματισμό που σκοτώνει τις ατομικές πρωτοβουλίες και αναζητήσεις. Είναι μια κριτική που έρχεται να συναντηθεί με τη φιλελεύθερη υπεράσπιση των αρετών του καπιταλισμού απέναντι στα σοσιαλιστικά καθεστώτα.
Όταν είχα πρωτοδιαβάσει τα μυθιστορήματα του Ασίμωφ, στην εφηβεία μου, δεν μου είχαν καθόλου δημιουργηθεί τέτοιοι προβληματισμοί για την ιδεολογία τους. Ασφαλώς αυτό οφείλεται στο ότι με απασχολούσαν τότε διαφορετικά πράγματα (αν και όχι εντελώς) και είχα διαφορετικές προσλαμβάνουσες: το έργο τέχνης μιλάει με διαφορετικό τρόπο σε κάθε άνθρωπο. Οφείλεται, όμως, και στο ότι οι ιδέες που περιγράφηκαν εδώ δεν είναι πάντα σε πρώτο πλάνο στα συγκεκριμένα μυθιστορήματα, αλλά συνυπάρχουν με άλλους προβληματισμούς, π.χ. για τη φύση του χρόνου ή για τα ζητήματα που θα εγείρονταν με την εφεύρεση και ανάπτυξη των ρομπότ. Ωστόσο οι απόψεις αυτές ήταν εκεί: θεωρώ χαρακτηριστικό το ότι μία από τις λίγες απόπειρες μεταφοράς τους στον κινηματογράφο (φαίνεται ότι επίκειται η μεταφορά των Σπηλιών από Ατσάλι σε ταινία από το Χόλιγουντ) έγινε στη Σοβιετική Ένωση της περεστρόικα.[7] Το ύστερο σοβιετικό Τέλος της αιωνιότητας, νομίζω, θα έπρεπε να διαβαστεί ως μια όχι πολύ συγκαλυμμένη κριτική του υπαρκτού σοσιαλισμού, λίγο πριν επέλθει και το δικό του τέλος.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο