Επίκαιρα Συνεντεύξεις Τεύχος #14 Πάμε αδιάβαστοι!

Monique Pinçon-Charlot: «Οι μεγαλοαστοί είναι γίγαντες με πήλινα πόδια»

«Ο μόνος μας εχθρός είναι μια μικρή ολιγαρχία. Έτσι πρέπει να την ονομάσουμε. Ολιγάρχες δεν υπάρχουν μόνο στη Ρωσία, υπάρχουν και εδώ. Ολιγαρχία είναι η μικρή κάστα που μονοπωλεί όλο τον πλούτο και όλη την εξουσία, εμπορευματοποιεί κάθε τομέα της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας και λεηλατεί όλο τον έμβιο κόσμο.»

Η Μονίκ Πενσόν-Σαρλό και ο Μισέλ Σαρλό, ζευγάρι στη ζωή και στην έρευνα, αχώριστοι ως τον θάνατο του Μισέλ το 2022, είναι ίσως οι πιο δημοφιλείς σύγχρονοι κοινωνιολόγοι στη Γαλλία. Το θέμα που τους απασχόλησε σε όλη την ερευνητική τους πορεία είναι η άρχουσα τάξη, ο τρόπος ζωής και δράσης μιας περίκλειστης κάστας ανθρώπων με την οποία ως τότε κανένας δεν είχε ασχοληθεί. Οι Πενσόν-Σαρλό είναι οι πρώτοι κοινωνιολόγοι που ρίχνουν για πρώτη φορά φως στο (ούτε καν) 1% που ακόμα και το γνωστό σύνθημα «είμαστε το 99%» αποφεύγει να κατονομάσει και να περιγράψει. 

Αφότου συνταξιοδοτήθηκαν και απελευθερώθηκαν από την υποχρέωση εχεµύθειας και εµπιστευτικότητας που επέβαλε η θέση τους στο δημόσιο, χρησιμοποίησαν κάθε είδους τρόπο ώστε τα κοινωνιολογικά τους συμπεράσματα να γίνουν προσιτά στο ευρύ κοινό, να γίνουν κτήμα του και εργαλείο στα χέρια του. Έκαναν διαλέξεις σε κομματικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, οργάνωσαν κοινωνιολογικούς περιπάτους στις ακριβές γειτονιές με ενήλικες αλλά και με παιδιά, έκαναν κόμικς, μέχρι κι ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με το εύγλωττο όνομα «Kapital». Τα δε βιβλία τους γίνονται ανάρπαστα φτάνοντας ως και τα 150.000 αντίτυπα. 

Η παρακάτω συνέντευξη, με τη Μονίκ Πενσόν-Σαρλό πλέον μόνη, πραγματοποιήθηκε σε υπαίθριο χώρο, παρουσία κοινού, τον Αύγουστο του 2023 στα πλαίσια του Θερινού Πανεπιστημίου που οργανώνει κάθε καλοκαίρι η Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν-Λικ Μελανσόν. Τις ερωτήσεις θέτει η Marlène Benquet, κοινωνιολόγος στο CNRS και συν-συντονίστρια του τμήματος κοινωνιολογίας του Institut La Boétie, του αντι-θινκ-τανκ του κόμματος. 

Πρόκειται για μια αρκετά πλήρη εισαγωγή στην πορεία και τη σκέψη των Πενσόν-Σαρλό: η Μονίκ, γεμάτη ζωντάνια και χιούμορ, μιλά για τη γνωριμία και τα πρώτα τους βήματα, για τον όχι και τόσο ρόδινο κόσμο της έρευνας, αναφέρει σε αδρές γραμμές τις παρατηρήσεις τους για την άρχουσα τάξη, τις διανθίζει με ανέκδοτα από τη συναναστροφή τους με αυτήν, και μας θυμίζει γιατί οφείλουμε να συνεχίσουμε τη μάχη. 

Μεταγραφή από το βίντεο, επιμέλεια και μετάφραση από τα γαλλικά: Μυρτώ Ράις 


O Μισέλ κι εσύ ασχοληθήκατε σε όλη σας την επαγγελματική ζωή  με το θέμα των πλούσιων οικογενειών και της άρχουσας τάξης. Πώς πήρατε αυτή την απόφαση;

Το θέμα της έρευνάς μας ήταν η απαρχή της αγάπης μας, της συνάντησής μας με τον Μισέλ το 1965 στη βιβλιοθήκη κοινωνιολογίας της Λιλ. Σπουδάζαμε και οι δύο κοινωνιολογία, ο Μισέλ μάλιστα είχε την τύχη να έχει καθηγητή τον Πιέρ Μπουρντιέ. Εκείνος ήταν γιος ενός φτωχού εργάτη από τις Αρδέννες, κι εγώ, κόρη εισαγγελέα, ανήκα στα ανώτερα μεσαία στρώματα της επαρχίας. Με εξόργιζε όμως η ταξική δικαιοσύνη που απέδιδε ο εισαγγελέας πατέρας μου. Στη βιβλιοθήκη της κοινωνιολογίας συναντήθηκαν δύο αντίθετες ταξικές νευρώσεις, κι ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος! Από την αρχή, υπήρχε μεταξύ μας σύγκλιση προς ένα κοινωνιολογικό έργο που στόχο θα είχε να δώσει σάρκα στον σκελετό της κυριαρχίας. Συμφωνούσαμε με εκείνο το κομμάτι της αριστεράς που μιλούσε για αγώνα ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο, ενάντια στον κρατικό μονοπωλιακό καπιταλισμό, παράλληλα όμως σκεφτόμασταν ότι πίσω από όλα αυτά υπάρχουν άνθρωποι, οι καπιταλιστές, και ότι αν κάποτε τα καταφέρουμε, η έρευνά μας θα αφορά τους ανθρώπους αυτούς.

Κάναμε μια πρώτη δοκιμή, στα χνάρια της εμπειρίας του Μπουρντιέ: πήγαμε στην έρημο του Μαρόκου και δουλέψαμε για δύο χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση -ο Μισέλ στο πλαίσιο της «κοινωνικής θητείας»- ενώ παράλληλα μελετούσαμε τους Καβύλες: συμμετείχαμε σε τελετές του τσαγιού και μεταφέραμε με το αυτοκινητάκι μας τους πολύ φτωχούς μαθητές στο σπίτι τους με την προϋπόθεση να απαντούν στις ερωτήσεις μας. Ύστερα ο Μισέλ κόλλησε μια πολύ σοβαρή ηπατίτιδα C, κι εγώ είχα βαρεθεί να είμαι πάντα με άνδρες, και να μην μου επιτρέπεται να τρώω με τις γυναίκες. Καλή η εθνολογία, σκέφτηκα, αλλά ακόμα καλύτερα να πάμε να δουλέψουμε στις καλές συνοικίες! Είχαμε ήδη αρχίσει να μελετάμε τις μαροκινές ελίτ, οι οποίες, μια δεκαετία μετά το τέλος του προτεκτοράτου, χρησιμοποιούσαν τη γαλλική γλώσσα ως ένα είδος νεοαποικιοκρατίας.

Αποφασίσαμε λοιπόν να επιστρέψουμε στη Γαλλία και να κάνουμε μεταπτυχιακό ώστε να μπορέσουμε να δουλέψουμε στην έρευνα. Τότε άρχισαν τα προβλήματα: είχαμε γράψει τη διπλωματική μας μαζί, και όταν πήγαμε στον Jean-Claude Passeron για να την υποστηρίξουμε, μας είπε ότι αυτό δεν γινόταν, έπρεπε να δώσουμε δύο ξεχωριστές διπλωματικές. Έτσι χωρίσαμε το κείμενο στα δύο. Πήραμε μάλιστα και τον ίδιο βαθμό, που δεν ήταν και πολύ καλός. Λίγες μέρες μετά την υποστήριξη, προσληφθήκαμε στο Centre de Sociologie Urbaine (Κέντρο Κοινωνιολογίας του Άστεως), όπου μείναμε για 37 ολόκληρα χρόνια. Ο κόσμος της έρευνας είναι τόσο ανταγωνιστικός που το να μένεις στο ίδιο εργαστήριο σε όλη σου τη ζωή, όπως και το να μένεις με τον ίδιο άντρα, είναι σπάνιο· ήμασταν οι δεινόσαυροι του πεδίου.

Ο κόσμος της έρευνας είναι πράγματι πολύ ανταγωνιστικός, πολύ ατομικιστικός, σε ενθαρρύνουν να υπογράφεις μόνος σου τα άρθρα και τα βιβλία σου, να παράγεις έργο ατομικά. Ο Μισέλ κι εσύ κάνατε έρευνα μαζί, το έργο σας είναι κοινό.

Η προϋπόθεση για να προσληφθούμε και οι δύο στο ίδιο εργαστήριο ήταν ότι δεν θα δουλεύαμε μαζί. Έτσι, από το 1970 μέχρι το 1986 δεν συνεργαστήκαμε, παρότι διαβάζαμε ο ένας τα κείμενα του άλλου, κάναμε κριτική ο ένας στον άλλο, βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο. Το κάναμε υπογείως! Το 1986, το εργαστήριό μας αποφάσισε να μετακομίσει στο IRESCO (Institut d’Etudes et de Recherches sur les Sociétés Contemporaines – Ινστιτούτο Μελετών και Ερευνών των Σύγχρονων Κοινωνιών), όπου στο ίδιο κτιριακό συγκρότημα συγκεντρώνονταν δεκάδες εργαστήρια. Από το δικό μας, ήμασταν οι μόνοι που δεν θέλαμε να μετακομίσουμε, γιατί ήμασταν πάντα καχύποπτοι απέναντι στους θεσμούς, είτε αυτοί είναι πολιτικά κόμματα και συνδικάτα, είτε αφορούν την έρευνα. Ζητήσαμε λοιπόν μια τρύπα χωρίς παράθυρα για γραφείο. Όλοι συμφώνησαν, όχι όμως και η επιθεώρηση εργασίας. Έτσι, ζητήσαμε να δουλεύουμε από το σπίτι μας -μας δινόταν αυτή η δυνατότητα-, στη Bourg-la-Reine, ένα προάστιο του Παρισιού, που μόλις είχαμε αγοράσει. Ανακοινώσαμε επίσημα στο εργαστήριό μας και στο CNRS (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών) ότι αποφασίσαμε να συνεργαστούμε και ότι θα μελετήσουμε ένα θέμα που δεν προορίζεται για την κοινωνιολογική έρευνα: την άρχουσα τάξη. 

Γιατί λες ότι το θέμα δεν προορίζεται για την κοινωνιολογική έρευνα; Σήμερα, και σε συνέχεια της δικής σας δουλειάς μεταξύ άλλων, γίνεται πολλή μελέτη επάνω στις κυρίαρχες τάξεις, στο πώς πλουτίζουν, πού ζουν. Πώς εξηγείς το γεγονός ότι την εποχή που εσείς ξεκινήσατε δεν θεωρούνταν κοινωνιολογικό θέμα, ότι το θέμα αυτό είχε μελετηθεί τόσο λίγο;

Ο πρώτος λόγος είναι ότι το CNRS, προκειμένου να σε εμποδίσει να δουλέψεις πάνω στις σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, έχει επινοήσει έναν τεμαχισμό ανά κλάδο. Αν είσαι κοινωνιολόγος, υπάγεσαι σε μια συγκεκριμένη επιτροπή, οι εθνολόγοι υπάγονται σε άλλη επιτροπή, οι ανθρωπολόγοι σε άλλη, οι οικονομολόγοι, οι πολιτικοί επιστήμονες, οι γεωγράφοι, οι ιστορικοί σε άλλες, κτλ. Ο θεσμικός αυτός τεμαχισμός έχει σχεδιαστεί για να διασφαλίσει ότι ο συσχετισμός μεταξύ πραγμάτων που δεν προβλέπεται να συσχετίζονται δεν είναι θεσμικά αποδεκτός. Στη δική μας περίπτωση, επρόκειτο για τη σκέψη ότι η κυρίαρχη κοινωνική τάξη βρίσκεται στην κορυφή όλων των τομέων της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Το δεύτερο εμπόδιο ήταν ότι, θεσμικά, μπορούσαμε να μελετήσουμε ένα τμήμα της κυρίαρχης τάξης αποσπασματικά, όπως για παράδειγμα έκανε ο Μπουρντιέ με την υψηλή ραπτική ή την εκπαίδευση, εκείνο όμως που ενδιέφερε εμάς ήταν το όλον. 

Ποιο ήταν το κίνητρό μας; Ο Μιτεράν ήρθε στην εξουσία το 1981, και το 1983 έγινε η μεγαλύτερη προδοσία που έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου: η στροφή στη λιτότητα και η ακύρωση του «κοινού προγράμματος»,[1] το οποίο είχε οδηγήσει τον Guy Rothschild και τον Bernard Arnault να φύγουν στις Ηνωμένες Πολιτείες μπροστά στη «φρίκη» των εθνικοποιήσεων ορισμένων τραπεζών και εταιρειών. Ο Μιτεράν οργάνωνε τότε τον εορτασμό της 200ης επετείου της Γαλλικής Επανάστασης και γινόταν σαφές ότι τα πράγματα δεν θα εξελίσσονταν όπως τα φανταζόμασταν. Για εμάς, η Γαλλική Επανάσταση ήταν η επανάσταση της αστικής τάξης η οποία κατέληξε να συγχωνευτεί με την αριστοκρατία, ήταν μια επανάσταση των ανθρώπων που είχαν εξουσία, που συνδέονταν με το κεφάλαιο. Η αστική τάξη ήταν πιο στενά συνδεδεμένη με το βιομηχανικό κεφάλαιο, που τότε μόλις αναπτυσσόταν, και η αριστοκρατία ήταν πιο στενά συνδεδεμένη με το ιδιοκτησιακό και με το αγροτικό κεφάλαιο. Στην ουσία, η αστική τάξη μιμήθηκε την αριστοκρατία, δημιουργώντας οικογενειακές δυναστείες. Οι δυναστείες είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο: είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ισχυροί εξασφαλίζουν τη μη εκροή του πλούτου προς τις μεσαίες τάξεις και τις λαϊκές τάξεις. Λεηλατούν τον πλούτο, νέμονται την εξουσία και τα μεταβιβάζουν από γενιά σε γενιά.

Χρησιμοποιήσαμε εξαρχής το θεωρητικό σύστημα του Μπουρντιέ, σύμφωνα με το οποίο οι κυρίαρχες τάξεις συσσωρεύουν διαφορετικές μορφές πλούτου. Το ποιος ανήκει στην κυρίαρχη τάξη δεν το ορίζουν ούτε οι κοινωνιολόγοι ούτε οι στατιστικολόγοι του INSEE (Institut National de la Statistique et des Etudes Economiques). Το αποφασίζουν οι ίδιοι οι πλούσιοι μέσα από συστήματα κοπτάτσιας, κυρίως με τους «cercles». Πάντως, μέλος τους γίνεται κανείς όταν με κοπτάτσια ενταχθεί στο Almanach de Gotha

Ο οικονομικός πλούτος είναι αναγκαία, αλλά σε καμία περίπτωση επαρκής συνθήκη. Στον οικονομικό πλούτο προστίθεται ο πολιτιστικός πλούτος (είναι ο κόσμος των Grandes écoles, των συλλεκτών, των ιδιοκτητών οίκων δημοπρασιών), ο κοινωνικός πλούτος (ένα χαρτοφυλάκιο κοινωνικών σχέσεων εντός της κοινωνικής τάξης με την οποία στο εξής θα είναι αλληλέγγυος), και τέλος, ο συμβολικός πλούτος, ο οποίος συμβολίζει όλες τις άλλες μορφές πλούτου: οι περισσότεροι είναι ψηλοί, πάντα πολύ αδύνατοι, τα «ταξικά» σώματά τους δηλώνουν την ανωτερότητά τους, οι γυναίκες δεν έχουν ποτέ φράντζα όπως έχω εγώ, έχουν σύνθετα επίθετα, επίθετα με προθέματα (de, von), τους λένε Rothschild, τους λένε Wendel, και βέβαια έχουν πύργο χαρακτηρισμένο ως ιστορικό μνημείο. 

Τείνουμε να πιστεύουμε ότι το οικονομικό κεφάλαιο είναι καθοριστικό για να θεωρηθεί κάποιος αστός, ότι το πολιτιστικό ή το κοινωνικό κεφάλαιο δεν αρκεί.

Όπως είπα το οικονομικό κεφάλαιο είναι απολύτως καθοριστική, αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση. Κάναμε ειδική έρευνα για τους νεόπλουτους, το σχετικό βιβλίο είναι το Nouveaux patrons, nouvelles dynasties (Καινούργια αφεντικά, καινούργιες δυναστείες). Μας χρηματοδότησε μια ιδιωτική επενδυτική τράπεζα και μας άνοιξε τους φακέλους των πελατών της, με τη συμφωνία της εχεμύθειας την οποία φυσικά τηρήσαμε. Συνεργαστήκαμε με 30 καινούργια αφεντικά που έκαναν κολοσσιαίες περιουσίες, και  στόχος μας ήταν να μάθουμε ποιοι από αυτούς, που ήταν πρώτη γενιά, θα έμπαιναν στο Gotha και ποιοι όχι. Και για τους 30, χωρίς καμία εξαίρεση, το μόνο κριτήριο για την ένταξή τους στο Gotha ήταν να συνδυάσουν τον τεράστιο οικονομικό τους πλούτο με άλλες μορφές πλούτου, πολιτιστικού, κοινωνικού και συμβολικού, και να τους μεταβιβάσουν στην επόμενη γενιά. Να δημιουργήσουν δηλαδή μια νέα δυναστεία. Και αυτό χρειάζεται χρόνο. Ο χρόνος διαμορφώνει τα σώματα, τις συνήθειες, τα habitus. Δεν είναι προσιτό στον πρώτο πλούσιο που σκάει μύτη!

Οι νεόπλουτοι καταφέρνουν να συνυπάρχουν με τους παλιούς πλούσιους, να κατοικούν στους ίδιους χώρους, να μοιράζονται τα ίδια habitus;

Ναι, με την πάροδο των γενεών συγχωνεύονται, όπως η αστική τάξη συγχωνεύτηκε με την αριστοκρατία. Ο Cyril Grange έχει γράψει ένα πολύ ωραίο βιβλίο[2] για τους γάμους μεταξύ ευγενών και αστών βασισμένο στο Bottin mondain,[3] όπου δείχνει ότι χρειάστηκε ολόκληρος ο 20ός αιώνας για να μπορέσουμε να κάνουμε λόγο για αριστοκρατία του χρήματος.

Στα βιβλία σας μιλάτε πολύ για τους φραγμούς που βάζει η άρχουσα τάξη προκειμένου να προστατεύεται από τις άλλες κοινωνικές τάξεις, πιθανώς και από την αμφισβήτηση και την κριτική. Στο εσωτερικό της όμως υπάρχουν φραγμοί, διαιρέσεις, εντάσεις;

Η απάντησή μου θα σας εντυπωσιάσει. Και θα μας δείξει, σε εμάς της λαϊκής και της μεσαίας τάξης, που είμαστε οι πιο πολυάριθμοι, αλλά και οι πιο διχασμένοι, πώς οι πλούσιοι μπορούν να μας βοηθήσουν να ξεπεράσουμε αυτή μας τη διαίρεση. Η άρχουσα τάξη είναι πολύ ετερογενής. Στην τελευταία κατάταξη των 500 πλουσιότερων ανθρώπων στη Γαλλία που δημοσίευσε το Challenge, ο Bernard Arnault, ο πλουσιότερος άνθρωπος αυτή τη στιγμή στη Γαλλία και στον κόσμο, είναι 864 φορές πιο πλούσιος από την οικογένεια Roche Bobois που παράγει έπιπλα πολυτελείας και βρίσκεται στην 500η θέση. Ο Bernard Arnault έχει 203 δισεκατομμύρια ευρώ και η οικογένεια Roche Bobois έχει μόλις 235 εκατομμύρια ευρώ. Αυτή είναι η βεντάλια των 500 πλουσιότερων στη Γαλλία. Παρεμπιπτόντως, με μόλις 6 ευρώ μπορείτε να πάρετε το συγκεκριμένο τεύχος του Challenge και να δείτε, σε εικόνες και άρθρα, όλες τις μορφές οικονομικού, πολιτιστικού, κοινωνικού και συμβολικού πλούτου. Πρόκειται για ένα κοινωνιολογικό διαμάντι που μπορείτε να χρησιμοποιήσετε για να ταπώσετε όσους υμνούν την ανωτερότητα των ανθρώπων αυτών. Η οικονομική τους ετερογένεια είναι λοιπόν τεράστια, δεδομένου ότι τα δικά μας εισοδήματα δεν παρουσιάζουν διαφορά της τάξης του 86.400%. Αυτή η διασπορά είναι ένας από τους δύο λόγους για τους οποίους δεν υπάρχει όριο πλούτου, ενώ αντίθετα υπάρχει όριο φτώχειας. Το ερώτημα του από πόσα και πάνω είσαι πλούσιος είναι βλακώδες (ο Φρανσουά Ολάντ έχει πει πάνω από 4.000€, άλλοι λένε πάνω από 10.000€), γιατί ο πραγματικός πλούτος των ολιγαρχών είναι το πλέγμα των τεσσάρων μορφών πλούτου που περιέγραψα. Το πλέγμα αυτό και η τεράστια διασπορά του οικονομικού πλούτου είναι οι δύο λόγοι για τους οποίους οι στατιστικολόγοι του INSEE δεν μπορούν να ορίσουν το όριο του πλούτου. 

Στο βιβλίο σας Les Ghettos du Gotha (Τα γκέτο του Gotha) γράφετε: «Αν κάπου κατά τις έρευνές μας συναντήσαμε κολεκτιβισμό, αυτό συνέβη κυρίως στις συνοικίες της άρχουσας τάξης. Παρά τις συγκρούσεις που, όπως παντού αλλού, μπορεί να υπάρχουν, ξέρουν πώς να ξεπερνούν τις διαιρέσεις ανάμεσα στα άτομα προς όφελος του συλλογικού της τάξης τους.» Μπορείτε να μας το εξηγήσετε;

Είναι τρελό αυτό που θα πω και θα γίνω επίτηδες λίγο προκλητική… Ήμασταν σίγουροι ότι τον κομμουνισμό μόνο στη βάση της κοινωνίας θα τον βρίσκαμε, στην εργατική τάξη. Όμως όχι! Τον ανακαλύψαμε στην κορυφή. Πρόκειται για ένα κομμουνισμό της πολυτέλειας και της εξουσίας, είναι όμως ένας πραγματικός κομμουνισμός. Να πώς λειτουργεί: το άτομο δομείται μέσα στις καλές συνοικίες, στις οικογενειακές δυναστείες, σε ένα καθαρόαιμο κοινωνικό μικρόκοσμο. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: ο Vincent Bolloré είναι πρόεδρος της ένωσης συνιδιοκτητών της Villa Montmorency στο 16ο διαμέρισμα του Παρισιού, το μοναδικό χρυσό γκέτο που είναι εντελώς απρόσιτο, περίκλειστο όπως άλλοτε το γκέτο των φτωχών στη Φρανκφούρτη. Ε, λοιπόν, με το που θα βάλεις το πόδι σου στην άλλη πλευρά της πύλης καταφθάνουν αμέσως οι φρουροί, είναι αδύνατον να μπεις. Ας φανταστούμε ότι αγοράζετε πολλά βιβλία μας, κάνουμε πολλά λεφτά και αποφασίζουμε να αγοράσουμε μια έπαυλη στη Villa Montmorency. Τότε ο Vincent Bolloré, ο Arnaud Lagardère, ο Alain Afflelou, ο Xavier Niel με την Delphine Arnaud, ο Nicolas Sarkozy με την Carla του, που μένουν εκεί, θα κινητοποιηθούν για να εμποδίσουν το μεσιτικό γραφείο Féau, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι, να μας πουλήσει το σπίτι. Πριν διώξουν το ανομοιογενές, βάζουν σε λειτουργία μια θετική διαδικασία συνένωσης των ομοίων ώστε πάση θυσία να αποφευχθούν τα ανάρμοστα «παντρέματα».

Οι νέοι πρέπει να μεγαλώνουν μεταξύ τους, να μαθαίνουν να αποδέχονται το ταξικό habitus που είναι πολύ ισχυρό, πολύ κωδικοποιημένο, πολύ τυποποιημένο. Το habitus του κυρίαρχου διασφαλίζει ότι ποτέ κανείς δεν θα είναι ανώτερος από τα παιδιά τους. Γι’ αυτό και πολλά σχολεία της άρχουσας τάξης χρησιμοποιούν εναλλακτικές παιδαγωγικές μεθόδους, Φρενέ, Μοντεσόρι, κλπ.: οι νέοι πρέπει να είναι υπεύθυνοι για τις σπουδές τους, υπεύθυνοι για την ανάληψη των υψηλότερων θέσεων, για να είναι οι καλύτεροι, για να είναι ανώτεροι. Το στοίχημα είναι να περάσουν από την οικονομική κυριαρχία στη συμβολική κυριαρχία.

Στο παρελθόν, ο καπιταλισμός ήταν γνήσιος, σκληρός, οι εργάτες δούλευαν στην αλυσίδα για ένα κομμάτι ψωμί, όλα ήταν βίαια. Σιγά σιγά, με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, η άρχουσα τάξη χρησιμοποίησε τις κοινωνικές επιστήμες, την κοινωνική ψυχολογία, την κοινωνιολογία, την ψυχανάλυση -ο νους μου πάει στον ανιψιό του Φρόιντ, τον Edward Bernays και το βιβλίο του Προπαγάνδα. Εξασφαλίζει έτσι ότι οι κυριαρχούμενοι αποδέχονται τη θέση τους και αναγνωρίζουν ότι οι πλούσιοι, οι κυρίαρχοι, αυτοί που έχουν τους τίτλους ιδιοκτησίας είναι πράγματι ανώτεροί τους, όπως μαρτυρούν τα σώματά τους, οι σπουδές τους, το καλό τους γούστο. Σε αυτά προστίθεται αυτό που ο Μπουρντιέ ονομάζει θεσμοποιημένη κοινωνικοποίηση, και μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά πυκνό και αόρατο ιστό, ένα δίχτυ, του οποίου η λειτουργία είναι να συντονίζει τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης. Όταν τα πράγματα παραπάνε μακριά μεταξύ τους, προσπαθούν πάντα να βρουν τρόπο να εξασφαλίσουν ότι η τάξη τους θα βγει κερδισμένη. Για να εξασφαλιστεί λοιπόν ότι η κυρίαρχη τάξη θα κερδίζει πάντα, η εσωτερική αλληλεγγύη είναι πολύ ισχυρή, κάθε άτομο υπερασπίζεται τα συμφέροντα της τάξης του, και υπάρχουν και συντονιστικά όργανα τα οποία εξομαλύνουν τις καταστάσεις. Θα καταλάβετε αμέσως τι εννοώ με το εξής παράδειγμα: το Bois de Boulogne (Δάσος της Βουλώνης) είναι ένα δημόσιο δάσος που, όπως και το Bois de Vincennes (Δάσος της Βενσέν), δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Όμως η άρχουσα τάξη εξ αρχής αποφάσισε ότι θα είναι το δικό της πάρκο, ο δικός της δημόσιος χώρος. Διαπραγματεύτηκαν λοιπόν με το Δήμο του Παρισιού να τους παραχωρηθούν χώροι για να ιδρύσουν τους «κύκλους» τους: τον κύκλο Bois de Boulogne, το πόλο, τις ιπποδρομίες, μια σειρά από εστιατόρια απρόσιτα στους πιο ταπεινούς, το Jardin d’Acclimatation που σήμερα με έναν τρόπο ανήκει στον Bernard Arnault που έχει χτίσει εκεί το Ίδρυμά Louis Vuitton. Μαζί με όλα αυτά, υπάρχουν και 20 σύλλογοι για την προστασία του Bois de Boulogne. Και υπάρχει και ένας 21ος που είναι ο σύλλογος για τον συντονισμό των συλλόγων για την προστασία του Bois de Boulogne. Να πώς λειτουργεί.

Όμως κι εμείς κάνουμε το αντίστοιχο: υπάρχει η Ανυπότακτη Γαλλία που μας συγκέντρωσε σήμερα εδώ, υπάρχουν τα άλλα κόμματα, το NPA, η Lutte Ouvrière, το Κομμουνιστικό Κόμμα, υπάρχουν συνδικάτα, υπάρχουν παντός είδους ενώσεις, παντός είδους αριστεροί κοινωνικοί φορείς, που όλα τους αμφισβητούν το καπιταλιστικό σύστημα. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς ότι μια μέρα θα μπορέσουμε να συμφωνήσουμε όλοι, είμαστε πάρα πολλοί, είμαστε διχασμένοι, μεταξύ άλλων και από το χρήμα που δεν έχω τον χρόνο να αναλύσω εδώ πώς διανέμεται ακριβώς για να μας διχάζει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι κάθε φορά που διαφωνούμε, προσφέρουμε ένα ποτήρι σαμπάνια στους κατοίκους των ακριβών συνοικιών.

Δεν έχετε γράψει βιβλίο που να αναφέρεται στο κράτος, όμως στα βιβλία σας εμφανίζονται άνθρωποι που βρίσκονται κοντά στο κράτος, που είναι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, στο δε Le président des riches (Ο πρόεδρος των πλουσίων) αναλύετε τους δεσμούς μεταξύ των κυβερνώντων και της κυρίαρχης τάξης που συσσωρεύει όλο το κεφάλαιο. Μπορείς να μας εξηγήσεις τη σχέση μεταξύ κράτους και κυρίαρχης τάξης; Το κράτος την υπερασπίζεται συστηματικά;

Υπάρχει μια ανακρίβεια στην ερώτησή σου. Δεν γίνεται να αντικειμενοποιήσουμε το κράτος. Το κράτος βρίσκεται μέσα στο κεφάλι ολονών μας. Το κράτος είναι οι ταξικές σχέσεις σε μια δεδομένη στιγμή. Σήμερα, έχουμε για Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον πρόεδρο των υπερπλούσιων που ταυτόχρονα είναι και ο «περιφρονών της Δημοκρατίας». Έχουμε ένα κράτος στην πλήρη υπηρεσία των πλουσιότερων, που γίνονται όλο και πιο πλούσιοι. Το 2000 στη Γαλλία, υπήρχαν 400.000 εκατομμυριούχοι και σήμερα οι εκατομμυριούχοι έχουν αγγίξει τα 3 εκατομμύρια. Η Γαλλία βρίσκεται στην 3η θέση, πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, όσον αφορά τον αριθμό των εκατομμυριούχων. Από το 2000 και μετά, οι πολιτικές του Ζακ Σιράκ, του Νικολά Σαρκοζί, του Φρανσουά Ολάντ και τώρα του Εμανουέλ Μακρόν επιτάχυναν σημαντικά τον νεοφιλελευθερισμό και την ταξική βία.

Στο τελευταίο σου βιβλίο, Le méprisant de la République (Ο περιφρονών της Δημοκρατίας), λες ότι ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός είναι ασυμβίβαστος με τη δημοκρατία, και ότι ο Μακρόν είναι απειλή για τη δημοκρατία. Γινόμαστε τελικά μάρτυρες ενός είδους ριζοσπαστικοποίησης των ισχυρών;

Ο καπιταλισμός γίνεται κάθε χρόνο και πιο αρπαχτικός, και κάθε νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας υιοθετεί πιο ριζοσπαστικές θέσεις από τον προκάτοχό του. Και γίνεται ακόμα ριζοσπαστικότερος με την κλιματική αλλαγή που ήρθε για να μείνει, μια προαναγγελθείσα απόλυτη καταστροφή, τις συνέπειες της οποίας υφιστάμεθα καθημερινά όλο και πιο έντονα. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Βρισκόμαστε σε μια ιστορική συγκυρία της ιστορίας της ανθρωπότητας. Αν δεν αποδειχθούμε ικανοί να αντιμετωπίσουμε από κοινού τη διαφορετικότητά μας, αν δεν καταφέρουμε να ενωθούμε και να πούμε ότι δεν θα αφήσουμε να καταστραφεί ο πλανήτης, τα πράγματα θα είναι πολύ σοβαρά. Αποκλείεται. Δεν θα το αφήσουμε να συμβεί!

Οι πολιτικές θέσεις που υπερασπίζεσαι συνδέονται με το κοινωνιολογικό σου έργο. Όταν οι ερευνητές/-τριες παίρνουν πολιτικές θέσεις συχνά κατηγορούνται ως ιδεολόγοι. Εσύ υιοθετείς μια στάση που ξεφεύγει από τον συνήθη ορισμό της αξιολογικής ουδετερότητας, λες ότι ασκείς μια κοινωνιολογία της αποκάλυψης φέρνοντας στο φως κοινωνικούς μηχανισμούς που σου επιτρέπουν να βγάζεις πολιτικά συμπεράσματα χωρίς ωστόσο να βγαίνεις έξω από την επιστήμη και να περνάς στο σύμπαν των πολιτικών πεποιθήσεων.

Το επιχείρημα της αξιολογικής ουδετερότητας χρησιμοποιείται κατά το δοκούν και συμφέρον. Αν, για παράδειγμα, είσαι κοινωνιολόγος που ειδικεύεται στην κοινωνιολογία των φτωχών και σε ταΐζει ο François Pinault ως συντάκτη του περιοδικού Le Point, τότε τηρείς την αξιολογική ουδετερότητα. Ενώ εγώ είμαι ιδεολόγος, είμαι στρατευμένη -κακή λέξη το «στρατευμένη». Αυτό προφανώς ισχύει μόνο για όσους αντιτίθενται στην κυρίαρχη ιδεολογία. Όσοι κολυμπάνε στην κυρίαρχη ιδεολογία είναι ουδέτεροι και ισχυρίζονται ότι είναι αξιολογικά ουδέτεροι. Εν πάση περιπτώσει, ο Μισέλ και εγώ ουδέποτε ισχυριστήκαμε ότι είμαστε αξιολογικά ουδέτεροι. Είμαστε άνθρωποι, είμαστε κοινωνιολόγοι, όπως και όλοι εσείς είστε σε ένα βαθμό κοινωνιολόγοι, έχουμε τις αδυναμίες μας, τις κατασκευές μας. Όταν δημοσιεύουμε ένα βιβλίο, όταν παρουσιάζουμε μια έρευνα, λέμε πάντα ποιοι είμαστε, δίνουμε τις υποθέσεις εργασίας μας, τους δείκτες που έχουμε φτιάξει, τη μέθοδό μας. 

Καθήκον του ερευνητή είναι να δημοσιεύει, όχι να κάνει τον έξυπνο στα συνέδρια, γιατί αυτοί που πληρώνουν τους μισθούς των ερευνητών του CNRS είστε εσείς. Έχουμε κάνει του κόσμου τα πράγματα για να μεταδώσουμε τα ερευνητικά μας πορίσματα στο ευρύ φάσμα των ανθρώπων που χρηματοδοτούν άμεσα ή έμμεσα το ερευνητικό μας έργο. Κάθε χρόνο, το συμβούλιο εργαζομένων της EDF [ΔΕΗ] μας καλούσε να μιλήσουμε και να οργανώσουμε παιχνίδια στις κατασκηνώσεις του, έχουμε κάνει κοινωνιολογικούς περιπάτους στις καλές γειτονιές, έχουμε κάνει κόμικς, επιτραπέζια παιχνίδια…

Στο τελευταίο μου βιβλιαράκι, Ο περιφρονών της Δημοκρατίας, έκανα ένα βήμα παραπάνω γιατί σκέφτηκα ότι όλοι μας θυμόμαστε τι ζήσαμε μαζί πριν τις καλοκαιρινές διακοπές με το κίνημα κατά της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού, και επιχείρησα να αναλύσω κοινωνιολογικά την περιφρόνηση που εκφράζει ο Εμανουέλ Μακρόν δείχνοντας ότι δεν πρόκειται για στοιχείο του χαρακτήρα του, αλλά ότι αυτή η περιφρόνηση, η αλαζονεία, οι φράσεις του όπως το περίφημο «αυτοί που δεν αξίζουν τίποτα», είναι το κερασάκι στην τούρτα της συμβολικής βίας. Λέγονται για να ολοκληρώσουν τη συντριβή, την ταπείνωση, το μούδιασμα, τον παροπλισμό. Ήθελα το βιβλίο αυτό να είναι ένα βιβλίο μετάδοσης, ένα συλλογικό βιβλίο μνήμης όλων όσων μοιραστήκαμε μαζί, ενωμένοι συνδικαλιστικά, ενωμένοι πολιτικά. Δεν ήθελα να χαθεί αυτό, αν θέλουμε να λέμε ότι δεν χάσαμε τη μάχη… γιατί θα τη συνεχίσουμε, και θα συνεχίσουμε να ενωνόμαστε, ακόμα κι αν δεν συμφωνούμε. Ο μόνος μας εχθρός είναι μια μικρή ολιγαρχία. Έτσι πρέπει να την ονομάσουμε. Ολιγάρχες δεν υπάρχουν μόνο στη Ρωσία, υπάρχουν και εδώ. Ολιγαρχία είναι η μικρή κάστα που μονοπωλεί όλο τον πλούτο και όλη την εξουσία, εμπορευματοποιεί κάθε τομέα της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας και λεηλατεί όλο τον έμβιο κόσμο.

Έχουμε την εντύπωση ότι είναι σχεδόν αδύνατο να προβάλουμε αντίσταση σε αυτή την ολιγαρχία, αισθανόμαστε μικροί, συντετριμμένοι, θεωρούμε τους αγώνες εκ των προτέρων χαμένους. Ξέρω ότι εσύ παραμένεις αισιόδοξη. Μπορείς να μοιραστείς μαζί μας την αισιοδοξία σου;

Ειλικρινά, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή! Είμαστε οι πιο πολυάριθμοι, είμαστε αυτοί που κάνουν την πραγματική οικονομία να λειτουργεί. Ας συνειδητοποιήσουμε ότι οι μεγαλοαστοί είναι γίγαντες με πήλινα πόδια. Με το που γίνεται ένα κίνημα, ετοιμάζουν βαλίτσες. Με τα κίτρινα γιλέκα, με το τωρινό κίνημα για τις συντάξεις, ή παλιότερα το 1995 με το τότε κίνημα για τις συντάξεις. Εκατομμύρια κόσμος ήταν τότε στους δρόμους. Ο Μισέλ κι εγώ ήμασταν, θυμάμαι, καλεσμένοι σε δείπνο σε ένα πανέμορφο αρχοντικό όπου ήταν μαζεμένοι πολλοί πανίσχυροι άνθρωποι. Επικρατούσε πανικός, οι βαλίτσες ήταν έτοιμες, ακριβώς όπως τον Μάη του ’68. Ξέρουν πολύ καλά ότι η αυθαιρεσία των προνομίων τους ξεσκεπάζεται. Η δουλειά μας αυτό κάνει, τους ξεσκεπάζει, γι’ αυτό και μας επιτίθενται μερικές φορές.

Το καπιταλιστικό σύστημα κρατιέται επειδή οι τίτλοι ιδιοκτησίας τους τους επιτρέπουν να εκμεταλλεύονται κάθε μορφή ζωής. Καταργήσαμε τη δουλεία, καταργήσαμε την αποικιοκρατία, ε, λοιπόν τώρα τελειώνει και ο καπιταλισμός. Πρέπει να ανοίξουμε το δρόμο για τον μετα-καπιταλισμό, για μια κοινωνία μοιράσματος. Γι’ αυτό και θέλω να με δεχθούν στην IPCC, τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή. Γιατί για την ώρα, έναν μόνο δρόμο έχουν ανοίξει: τη συνέχιση του καπιταλισμού. Οπότε και οι εκθέσεις που δημοσιεύουν είναι όλο και πιο αποθαρρυντικές. Εκείνο που θα έκανα εγώ, όχι μόνη μου εννοείται, μαζί με άλλους, είναι να εισαγάγουμε δείκτες που έχουν να κάνουν με το μοίρασμα, την αλληλεγγύη και την εγκράτεια σε μια μετα-καπιταλιστική πορεία. Προφανώς, δεν θα υπάρχει πλέον ιδιοκτησία, ούτε κερδοσκοπία. Μπορείτε να το ονομάσετε όπως θέλετε, κομμουνισμό, κοινωνία του μοιράσματος, της ανθρωπιάς, ονομάστε το όπως σας αρέσει. Πάντως θα είναι σαν την απίστευτη εκείνη στιγμή μέσα στην καραντίνα που ο ουρανός είχε πια καθαρίσει, ο κήπος μου για πρώτη φορά είχε παπαρούνες, είχε πουλιά που δεν είχα δει ποτέ πριν. Και τότε θα είναι στο χέρι των ανθρώπων της γης να επιλέξουν. Κατά τη γνώμη μου, θα επιλέξουν, νομίζω -ελπίζω- να μοιραστούν με τους άλλους ανθρώπους.

Ερωτήσεις του κοινού

Διανύουμε, κατά τη γνώμη σας, μια ιδιαίτερη φάση του ταξικού πολέμου που μαίνεται εναντίον μας; 

Η ιδέα ότι έχουμε περάσει από την ταξική πάλη στον ταξικό πόλεμο δεν είναι εντελώς δική μας. Ο Warren Buffett, ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος, είχε πει κάποια στιγμή στο CNN ότι οι πλουσιότεροι έχουν ανοίξει πόλεμο στους λαούς και τον κερδίζουν. Υιοθετήσαμε αυτή την υπόθεση εργασίας στο Le président des riches που δημοσιεύσαμε το 2010 για τον Νικολά Σαρκοζί, και δεν την εγκαταλείψαμε ποτέ. Ζούμε πράγματι έναν ταξικό πόλεμο όπου οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, έναν πόλεμο εξαιρετικά βίαιο, πόσο μάλλον που η «οικολογική μετάβαση» είναι στην πραγματικότητα μια ανασύνθεση του καπιταλιστικού συστήματος μέσα από έναν πράσινο καπιταλισμό που σε μεγάλο βαθμό είναι εις βάρος των φτωχότερων χωρών.

Πότε θα σκάσει τελικά όλο αυτό; Κάθε μέρα, τρώμε μια επιπλέον σφαλιάρα, και αυτό που με ανησυχεί είναι ότι καθόμαστε και την τρώμε…

Πότε θα σκάσει; Μα δεν είμαι προφήτης! Από εμάς εξαρτάται πότε θα σκάσει. Να θυμόμαστε όμως ότι οι δράσεις μετράνε στην πολλαπλότητα και στο άθροισμά τους. Όχι οι διαδηλώσεις από τη μια και η γενική απεργία από την άλλη. Προσθετικά λειτουργούν τα πράγματα, χωρίς ψευτοσυζητήσεις, χωρίς διαιρέσεις. Στις κινητοποιήσεις για τις συντάξεις, άκουσα αγωνιστές να λένε ότι οι διαδηλώσεις δεν δείχνουν πυγμή και ότι πρέπει να πάμε σε γενική απεργία. Το ένα δεν είναι αντίθετο του άλλου.

Γιατί θεωρείτε ότι βρισκόμαστε σήμερα σε αυτό τον λήθαργο;

Γιατί είμαστε ανίσχυροι επειδή έχουμε δάνεια, επειδή σαν καταναλωτές είμαστε παγιδευμένοι, παγιδευμένοι από τα μικροπλεονεκτήματα που μας προσφέρει το καπιταλιστικό σύστημα. Όμως προχωράμε συζητώντας, όπως τώρα εδώ, διαβάζοντας, κάνοντας ακτιβισμό, και γλεντώντας μαζί. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα συμβεί μετά τον καπιταλισμό, αυτό θα το χτίσουμε όλοι μαζί, όπως στην Παρισινή Κομμούνα, όπως στα Σοβιέτ, οι άνθρωποι από τα κάτω θα χτίσουν κάτι όμορφο, ελπίζοντας πως δεν θα καταλήξει σε μια Ματωμένη Εβδομάδα.

Οι ισχυροί έχουν ποτέ επιχειρήσει να σας απορροφήσουν;

Ναι! Όλα όσα συμβαίνουν εδώ στο Θερινό Πανεπιστήμιο της Ανυπότακτης Γαλλίας, σε αυτή τη μεγάλη γιορτή, το χρησιμοποιούν, όπως χρησιμοποιούν καθετί που συμβαίνει. Τρέφονται από την αγορά της κοινωνικής διαμαρτυρίας για να ακονίσουν την εκμετάλλευση και την ταξική κυριαρχία. Στο θέμα της φοροδιαφυγής, για παράδειγμα, ο Μισέλ κι εγώ έχουμε γράψει ένα μεγάλο βιβλίο για τη φοροδιαφυγή των πλουσιότερων· άλλοι ερευνητές έχουν επίσης μελετήσει το θέμα, οι αδελφοί Bocquet, η Eva Jolie, ο Alexis Spires. Όσο όλοι εμείς κάνουμε αποκαλύψεις, τόσο αυτοί εκλεπτύνουν τη φοροδιαφυγή. Υπήρχε το τραπεζικό απόρρητο, μετά έγινε το φορολογικό απόρρητο, μετά το απόρρητο λόγω δικαιώματος άμυνας και τώρα έφτιαξαν το επαγγελματικό απόρρητο όπου μπορεί να υπαχθεί το οτιδήποτε αν θελήσουν να σε φιμώσουν.

Όσο για εμάς, μας έσβησαν απ’ όταν δημοσιεύσαμε το Le président des riches. Καθώς είχαμε βγει στη σύνταξη, οπότε δεν δεσμευόμασταν από τίποτα, κάναμε αυτό που δεν μπορούσαμε να κάνουμε όσο ήμασταν ερευνητές στο CNRS: ενσωματώσαμε το πολιτικό και το οικονομικό πεδίο στην ανάλυσή μας, αρθρώσαμε το θεωρητικό σύστημα του Μαρξ σε εκείνο του Μπουρντιέ. Μέχρι τότε τους ενδιέφεραν πολύ τα βιβλία μας, παίρναμε βραβεία, λαμβάναμε κάθε είδους σημάδια αποδοχής, σημάδια ενός είδους κοπτάτσιας και ενός τρόπου να πουν ότι αναγνώριζαν τον εαυτό τους στην ιδέα του κομμουνισμού της πολυτέλειας και της εξουσίας που εκπροσωπεί η τάξη τους. Μας έλεγαν ότι εκείνοι το εφάρμοζαν διαισθητικά και ότι εμείς τους είχαμε προσφέρει το θεωρητικό σύστημα σε καλογραμμένη μορφή. Οι μεγαλοαστοί αναγνώριζαν ότι οι αναλύσεις μας ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα τους, ακόμα και όταν εντάξαμε την κοσμικότητα στην κινητοποίησή τους για την υπεράσπιση των ταξικών τους συμφερόντων. Αυτό έληξε όταν τα βιβλία μας άγγιξαν τους Προέδρους της Δημοκρατίας, τον Νικολά Σαρκοζί στο Ο πρόεδρος των πλούσιων, τον Φρανσουά Ολάντ στο Η βία των πλούσιων, τον Εμανουέλ Μακρόν στο Ο πρόεδρος των υπερ-πλούσιων και στο Ο περιφρονών της Δημοκρατίας.

 


Εργογραφία

Στα γαλλικά (τα πιο πρόσφατα)

Le Méprisant de la République, Paris, Éditions Textuel, 2023
Notre vie chez les riches : Mémoires d’un couple de sociologues, La Découverte/Zones, 2021
Le président des ultra-riches : Chronique du mépris de classe dans la politique d’Emmanuel Macron, La Découverte/Zones, 2019
Les prédateurs au pouvoir. Main basse sur notre avenir, Textuel, 2017
Tentative d’évasion (fiscale), Zones, 2015
Le président des riches. Enquête sur l’oligarchie dans la France de Nicolas Sarkozy, La Découverte, 2010
La violence des riches – Chronique d’une immense casse sociale, Zones, 2013
Les Ghettos du gotha. Comment la bourgeoisie défend ses espaces, Seuil, 2007

Κόμικς

Les Riches au tribunal, enquête dessinée menée avec Étienne Lécroart et Michel Pinçon, Delcourt, 2018 (διαβάστε τις πρώτες σελίδες)
Panique dans le 16e ! Une enquête sociologique et dessinée, dessins Étienne Lécroart, scénario Monique Pinçon-Charlot et Michel Pinçon, La ville brûle, 2017 (διαβάστε τις πρώτες σελίδες)
Riche, pourquoi pas toi ?, mis en bande dessinée par Marion Montaigne, Dargaud, 2013 (διαβάστε τις πρώτες σελίδες)
Pourquoi les riches sont-ils de plus en plus riches et les pauvres de plus en plus pauvres ?, illustré par Etienne Lécroart, La Ville Brûle, 2014
Επιτραπέζιο παιχνίδι: Kapital !  

 

Στα ελληνικά

Γιατί οι πλούσιοι γίνονται όλο και πλουσιότεροι και οι φτωχοί όλο και φτωχότεροι; μετάφραση Μαρία Χρίστου, Χαραμάδα, 2016 (εξαντλημένο)

Στα αγγλικά

Grand Fortunes. Dynasties and Forms of Wealth in France, Algora Publishing


Τη μετάφραση της Μυρτώς Ράις επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Μυρτώ Ράις

Μετά από σπουδές θεατρολογίας και πολλά χρόνια ζωής στο Παρίσι, η Μυρτώ Ράις επιστρέφει στην Αθήνα όπου ασχολείται κυρίως με την πολιτιστική διαμεσολάβηση: σχεδιάζει και υλοποιεί δράσεις για εφήβους και ενήλικες, είναι συνδιοργανώτρια του Φεστιβάλ Λυκαβηττού, μεταφράζει κείμενα και βιβλία που θέλει να διαβαστούν, και πρόσφατα άνοιξε το Στούντιο, έναν ευρυ-χώρο εκτός «οικονομίας», στην Πλατεία Εξαρχείων.

Σχετικά με τον συντάκτη

Αναδημοσίευση

Το περιοδικό Μarginalia σε εξαιρετικές περιπτώσεις αναδημοσιεύει κείμενα ή αποσπάσματα κειμένων μετά από συνεννόηση με τους εκδότες/τις εκδότριες και τους/τις συγγραφείς ή μεταφράστριες/μεταφραστές τους.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange