Το άρθρο που ακολουθεί και υπογράφει ο Marcello Musto,* Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο York στο Τορόντο, δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Jacobin στις 18 Μαρτίου 2021, ακριβώς 150 χρόνια από την έναρξη της εξέγερσης στο Παρίσι. Το κείμενο μετέφρασε από τα αγγλικά στα ελληνικά ο Ηρακλής Οικονόμου, ενώ τη μετάφραση από το ιταλικό πρωτότυπο στα αγγλικά έκανε ο Patrick Camiller. Ευχαριστούμε θερμά το περιοδικό Jacobin για την παραχώρηση της άδειας αναδημοσίευσης του κειμένου.
Σαν σήμερα το 1871, η εργατική τάξη του Παρισιού πήρε τον έλεγχο της πρωτεύουσας και εγκαθίδρυσε την Κομμούνα. Αν και κυβέρνησε για μόλις δύο μήνες, η πρώτη εργατική κυβέρνηση στον κόσμο εξακολουθεί να αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα του είδους της κοινωνίας που μπορούν να δημιουργήσουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, σύμφωνα με το δικό τους όραμα για ελευθερία και ισότητα.
Οι αστοί της Γαλλίας πάντα έπαιρναν τα πάντα. Από την επανάσταση του 1789, ήταν οι μόνοι που πλούτιζαν σε περιόδους ευημερίας, ενώ η εργατική τάξη επωμιζόταν τακτικά το βάρος των κρίσεων. Όμως, η ανακήρυξη της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας θα άνοιγε νέους ορίζοντες και θα προσέφερε μια ευκαιρία για αλλαγή πορείας. Ο Ναπολέων ο Γ΄, έχοντας ηττηθεί στη μάχη του Σεντάν, συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Πρώσους στις 4 Σεπτεμβρίου 1870. Τον επόμενο Ιανουάριο, μετά από τετράμηνη πολιορκία του Παρισιού, ο Όττο φον Μπίσμαρκ πέτυχε την παράδοση των Γάλλων και μπόρεσε να επιβάλει σκληρούς όρους στην ανακωχή που ακολούθησε.
Διεξήχθησαν εθνικές εκλογές και ο Αδόλφος Θιέρσος τοποθετήθηκε επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, με την υποστήριξη μιας μεγάλης πλειοψηφίας Νομιμοφρόνων και Ορλεανιστών. Στην πρωτεύουσα, ωστόσο, όπου η λαϊκή δυσαρέσκεια ήταν μεγαλύτερη απ’ ό,τι αλλού, οι ριζοσπαστικές ρεπουμπλικανικές και σοσιαλιστικές δυνάμεις σάρωσαν τα πάντα. Η προοπτική μιας δεξιάς κυβέρνησης που θα άφηνε άθικτες τις κοινωνικές αδικίες, θα φόρτωνε το βάρος του πολέμου στους λιγότερο εύπορους και θα επεδίωκε τον αφοπλισμό της πόλης πυροδότησε μια νέα επανάσταση στις 18 Μαρτίου. Ο Θιέρσος και ο στρατός του δεν είχαν άλλη επιλογή από το να αποσυρθούν στις Βερσαλλίες.
Αγώνας και Κυβέρνηση
Για να εξασφαλίσουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση, οι εξεγερμένοι αποφάσισαν να διεξαγάγουν αμέσως ελεύθερες εκλογές. Στις 26 Μαρτίου, η συντριπτική πλειοψηφία των Παριζιάνων (190.000 ψήφοι έναντι 40.000) ψήφισε υποψηφίους που υποστήριζαν την εξέγερση και εβδομήντα από τους ογδόντα πέντε εκλεγμένους αντιπροσώπους διακήρυξαν την υποστήριξή τους στην επανάσταση. Οι δεκαπέντε μετριοπαθείς αντιπρόσωποι του parti des maires, μιας ομάδας που περιελάμβανε τους πρώην επικεφαλής ορισμένων arrondissements, παραιτήθηκαν αμέσως και δεν συμμετείχαν στο συμβούλιο της Κομμούνας· σε αυτούς προστέθηκαν λίγο αργότερα τέσσερις Ριζοσπάστες.
Τα υπόλοιπα εξήντα έξι μέλη -που δεν ήταν πάντοτε εύκολο να ξεχωρίσουν λόγω των πολλαπλών πολιτικών συνδέσεών τους- αντιπροσώπευαν ένα ευρύ φάσμα θέσεων. Ανάμεσά τους υπήρχαν είκοσι περίπου νεο-Ιακωβίνοι ρεπουμπλικάνοι (μεταξύ των οποίων οι διάσημοι Charles Delescluze και Félix Pyat), δώδεκα οπαδοί του Ωγκύστ Μπλανκί, δεκαεπτά μέλη της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων (τόσο οι μουτουαλιστές οπαδοί του Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν όσο και οι κολεκτιβιστές που συνδέονταν με τον Καρλ Μαρξ, συχνά σε αντιπαράθεση μεταξύ τους), και μερικοί ανεξάρτητοι.
Οι περισσότεροι ηγέτες της Κομμούνας ήταν εργάτες ή αναγνωρισμένοι εκπρόσωποι της εργατικής τάξης, ενώ δεκατέσσερις προέρχονταν από την Εθνοφρουρά. Στην πραγματικότητα, ήταν η κεντρική επιτροπή της τελευταίας που έδωσε την εξουσία στα χέρια της Κομμούνας -το προοίμιο, όπως αποδείχθηκε, μιας μακράς σειράς διαφωνιών και συγκρούσεων μεταξύ των δύο σωμάτων.
Στις 28 Μαρτίου μεγάλος αριθμός πολιτών συγκεντρώθηκε στην περιοχή του Hôtel de Ville για να συμμετάσχει σε εκδηλώσεις για τον εορτασμό της νέας συνέλευσης, η οποία πλέον έλαβε επίσημα το όνομα Παρισινή Κομμούνα. Αν και δεν επεβίωσε περισσότερο από εβδομήντα δύο ημέρες, αποτέλεσε το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός στην ιστορία του εργατικού κινήματος του 19ου αιώνα, αναζωπυρώνοντας την ελπίδα σε έναν πληθυσμό εξαντλημένο από μήνες κακουχιών. Επιτροπές και ομάδες δημιουργήθηκαν στις λαϊκές συνοικίες για να υποστηρίξουν την Κομμούνα, και σε κάθε γωνιά της μητρόπολης φιλοξενήθηκαν πρωτοβουλίες για να εκφραστεί η αλληλεγγύη και να σχεδιαστεί η οικοδόμηση ενός νέου κόσμου. Η Μονμάρτη βαφτίστηκε «ακρόπολη της ελευθερίας».
Ένα από τα πιο διαδεδομένα συναισθήματα ήταν η επιθυμία του μοιράσματος με τους άλλους. Αγωνιστές και αγωνίστριες όπως η Λουίζ Μισέλ αποτέλεσαν παράδειγμα του πνεύματος της αυταπάρνησης· ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραψε γι’ αυτήν ότι «έκανε αυτό που κάνουν οι μεγάλες άγριες ψυχές. […] Δόξασε τους συντετριμμένους και τους κατατρεγμένους». Αλλά δεν ήταν η ώθηση ενός ηγέτη ή μιας χούφτας χαρισματικών μορφών που έδωσε ζωή στην Κομμούνα· το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η σαφώς συλλογική της διάσταση. Γυναίκες και άνδρες ενώθηκαν εθελοντικά για να επιδιώξουν ένα κοινό σχέδιο απελευθέρωσης. Η αυτοδιοίκηση δεν θεωρήθηκε ουτοπία. Η αυτοχειραφέτηση θεωρήθηκε ως το ουσιαστικό καθήκον.
Ο μετασχηματισμός της πολιτικής εξουσίας
Δύο από τα πρώτα διατάγματα έκτακτης ανάγκης για την ανάσχεση της ανεξέλεγκτης φτώχειας ήταν το πάγωμα της καταβολής των ενοικίων (ειπώθηκε ότι «η ιδιοκτησία πρέπει να συμμετάσχει στο μερίδιο των θυσιών που της αναλογεί») και της πώλησης αντικειμένων αξίας κάτω των είκοσι φράγκων σε ενεχυροδανειστήρια. Εννέα συλλογικές επιτροπές επρόκειτο επίσης να αντικαταστήσουν τα υπουργεία πολέμου, οικονομικών, γενικής ασφάλειας, παιδείας, διαβίωσης, εργασίας και εμπορίου, εξωτερικών σχέσεων και δημοσίων υπηρεσιών. Λίγο αργότερα, διορίστηκε ένας αντιπρόσωπος για να ηγηθεί καθενός από αυτά τα υπουργεία.
Στις 19 Απριλίου, τρεις ημέρες μετά από τις εκλογές για την πλήρωση τριάντα μίας θέσεων που έμειναν σχεδόν αμέσως κενές, η Κομμούνα υιοθέτησε μια Διακήρυξη προς τον Γαλλικό Λαό που προέβλεπε μια «απόλυτη εγγύηση της ατομικής ελευθερίας, της ελευθερίας της συνείδησης και της ελευθερίας της εργασίας» καθώς και «τη μόνιμη παρέμβαση των πολιτών στις κοινοτικές υποθέσεις». Η σύγκρουση ανάμεσα στο Παρίσι και τις Βερσαλλίες, διαβεβαίωνε η διακήρυξη, «δεν μπορεί να τερματιστεί με απατηλούς συμβιβασμούς» -ο λαός είχε το δικαίωμα και την «υποχρέωση να αγωνιστεί και να νικήσει!».
Ακόμα πιο σημαντικό από αυτό το κείμενο -μια κάπως διφορούμενη σύνθεση για να αποφευχθούν οι εντάσεις μεταξύ των διαφόρων πολιτικών τάσεων- ήταν οι συγκεκριμένες δράσεις μέσω των οποίων οι Κομμουνάροι αγωνίστηκαν για τον πλήρη μετασχηματισμό της πολιτικής εξουσίας. Μια σειρά μεταρρυθμίσεων αφορούσε όχι μόνο τις λεπτομέρειες αλλά και την ίδια τη φύση της πολιτικής διοίκησης.
Η Κομμούνα προέβλεπε την ανακλητότητα των εκλεγμένων αντιπροσώπων και τον έλεγχο της δράσης τους μέσω δεσμευτικών διαταγμάτων (αν και αυτό δεν ήταν σε καμία περίπτωση αρκετό για να διευθετήσει το πολύπλοκο ζήτημα της πολιτικής εκπροσώπησης). Οι δικαστικές αρχές και τα άλλα δημόσια αξιώματα, που επίσης υπόκειντο σε μόνιμο έλεγχο και πιθανή ανάκληση, δεν θα ανατίθεντο αυθαίρετα, όπως στο παρελθόν, αλλά θα αποφασίζονταν μετά από ανοικτό διαγωνισμό ή εκλογές.
Ο σαφής στόχος ήταν να αποτραπεί η μετατροπή της δημόσιας σφαίρας σε χώρο των επαγγελματιών πολιτικών. Οι πολιτικές αποφάσεις δεν ανατίθεντο σε μικρές ομάδες λειτουργών, αλλά έπρεπε να λαμβάνονται από τον λαό. Ο στρατός και η αστυνομία δεν θα αποτελούσαν πλέον θεσμούς αποκομμένους από το σώμα της κοινωνίας. Ο διαχωρισμός μεταξύ κράτους και εκκλησίας ήταν επίσης εκ των ων ουκ άνευ.
Το όραμα όμως της πολιτικής αλλαγής πήγαινε ακόμη πιο βαθιά. Η μεταφορά της εξουσίας στα χέρια του λαού ήταν απαραίτητη για να μειωθεί δραστικά η γραφειοκρατία. Η κοινωνική σφαίρα θα έπρεπε να υπερισχύει της πολιτικής -όπως είχε ήδη υποστηρίξει ο Ανρί ντε Σαιν- Σιμόν- έτσι ώστε η πολιτική να μην αποτελεί πλέον μια εξειδικευμένη λειτουργία, αλλά να ενσωματωθεί σταδιακά στη δραστηριότητα της κοινωνίας των πολιτών. Το κοινωνικό σώμα θα έπαιρνε έτσι πίσω λειτουργίες που είχαν μεταφερθεί στο κράτος.
Η ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος ταξικής κυριαρχίας δεν αρκούσε -έπρεπε να υπάρξει και ένα τέλος στην ταξική κυριαρχία ως τέτοια. Όλα αυτά θα εκπλήρωναν το όραμα της Κομμούνας για τη δημοκρατία ως μια ένωση ελεύθερων, πραγματικά δημοκρατικών οργανώσεων που θα προωθούσε τη χειραφέτηση όλων των συνιστωσών της. Θα κατέληγε, δηλαδή, στην αυτοδιοίκηση των παραγωγών.
Προτεραιότητα στις Κοινωνικές Μεταρρυθμίσεις
Η Κομμούνα θεωρούσε ότι η κοινωνική μεταρρύθμιση ήταν ακόμη πιο κρίσιμη από την πολιτική αλλαγή. Ήταν ο λόγος ύπαρξης της Κομμούνας, το βαρόμετρο της πίστης της στις ιδρυτικές της αρχές και το βασικό στοιχείο που τη διαφοροποιούσε από τις προηγούμενες επαναστάσεις του 1789 και του 1848. Η Κομμούνα ψήφισε μια σειρά μέτρων με σαφή ταξική χροιά.
Οι προθεσμίες για την αποπληρωμή χρεών μετατέθηκαν κατά τρία χρόνια, χωρίς καμία πρόσθετη επιβάρυνση από τόκους. Οι εξώσεις για μη καταβολή ενοικίου ανεστάλησαν και ένα διάταγμα επέτρεψε την επίταξη κενών κατοικιών για ανθρώπους που δεν είχαν στέγη. Σχεδιάστηκε η μείωση της εργάσιμης ημέρας (από τις δέκα ώρες στις οκτώ ώρες που προβλέπονταν για το μέλλον), η διαδεδομένη πρακτική της επιβολής προστίμων στους εργαζομένους απλώς και μόνο ως μέτρο μείωσης των μισθών απαγορεύτηκε επί ποινή κυρώσεων, και οι κατώτατοι μισθοί καθορίστηκαν σε αξιοπρεπή επίπεδα.
Έγινε ό,τι ήταν δυνατόν για να αυξηθούν οι προμήθειες τροφίμων και να μειωθούν οι τιμές. Απαγορεύτηκε η νυχτερινή εργασία στα αρτοποιεία και άνοιξαν πολλά δημοτικά κρεοπωλεία. Επεκτάθηκε η κοινωνική πρόνοια στα ασθενέστερα τμήματα του πληθυσμού – για παράδειγμα, ιδρύθηκαν τράπεζες τροφίμων για εγκαταλελειμμένες γυναίκες και παιδιά – και διεξήχθησαν συζητήσεις για τον τρόπο τερματισμού των διακρίσεων μεταξύ νόμιμων και νόθων παιδιών.
Όλοι οι Κομμουνάροι πίστευαν ειλικρινά ότι η εκπαίδευση ήταν απαραίτητος παράγοντας για την ατομική χειραφέτηση και για κάθε σοβαρή κοινωνική και πολιτική αλλαγή. Η φοίτηση στα σχολεία θα γινόταν δωρεάν και υποχρεωτική τόσο για τα κορίτσια όσο και για τα αγόρια, με τη θρησκευτικά εμπνευσμένη διδασκαλία να δίνει τη θέση της στην κοσμική διδασκαλία με ορθολογικές, επιστημονικές κατευθύνσεις. Ειδικά θεσπισμένες επιτροπές και οι σελίδες του Τύπου παρουσίαζαν πολλά πειστικά επιχειρήματα υπέρ της επένδυσης στην εκπαίδευση των γυναικών. Για να γίνει μια πραγματική «δημόσια υπηρεσία», η εκπαίδευση έπρεπε να προσφέρει ίσες ευκαιρίες στα «παιδιά και των δύο φύλων».
Επιπλέον, θα απαγορεύονταν οι «διακρίσεις λόγω φυλής, εθνικότητας, θρησκείας ή κοινωνικής θέσης». Οι πρώτες πρακτικές πρωτοβουλίες διαδέχθηκαν αυτές τις προόδους στη θεωρία, και σε περισσότερες από μία συνοικίες χιλιάδες παιδιά της εργατικής τάξης μπήκαν για πρώτη φορά σε σχολικά κτίρια και έλαβαν δωρεάν διδακτικό υλικό.
Η Κομμούνα υιοθέτησε επίσης μέτρα σοσιαλιστικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, καθόρισε ότι τα εργαστήρια που άφησαν πίσω τους εργοδότες που είχαν εγκαταλείψει την πόλη, με εγγυήσεις αποζημίωσης κατά την επιστροφή τους, θα έπρεπε να παραδοθούν σε συνεταιριστικές ενώσεις εργαζομένων. Τα θέατρα και τα μουσεία – ανοιχτά για όλους χωρίς χρέωση – κολεκτιβοποιήθηκαν και τέθηκαν υπό τη διαχείριση της Ομοσπονδίας Καλλιτεχνών, της οποίας προήδρευε ο ζωγράφος και ακούραστος αγωνιστής Gustave Courbet. Περίπου τριακόσιοι γλύπτες, αρχιτέκτονες, λιθογράφοι και ζωγράφοι (ανάμεσά τους και ο Εντουάρ Μανέ) συμμετείχαν σε αυτό το σώμα -ένα παράδειγμα που υιοθετήθηκε με την ίδρυση μιας άλλης «Καλλιτεχνικής Ομοσπονδίας» που συγκέντρωνε ηθοποιούς και ανθρώπους από τον κόσμο της όπερας.
Όλες αυτές οι δράσεις και οι διατάξεις εισήχθησαν σε διάστημα μόλις πενήντα τεσσάρων ημερών, σε μια πόλη που εξακολουθούσε να ταλανίζεται από τις συνέπειες του γαλλοπρωσικού πολέμου. Η Κομμούνα μπόρεσε να επιτελέσει το έργο της στη σύντομη περίοδο από τις 29 Μαρτίου μέχρι τις 21 Μαΐου, εν μέσω ηρωικής αντίστασης στις επιθέσεις των Βερσαλιανών που απαιτούσε επίσης μεγάλη δαπάνη ανθρώπινης ενέργειας και οικονομικών πόρων. Καθώς η Κομμούνα δεν είχε στη διάθεσή της μέσα καταναγκασμού, πολλά από τα διατάγματά της δεν εφαρμόστηκαν ομοιόμορφα στην τεράστια έκταση της πόλης. Ωστόσο, επέδειξε μια αξιοσημείωτη ορμή για την αναδιαμόρφωση της κοινωνίας και έδειξε τον δρόμο για δυνητικές αλλαγές.
Συλλογικός και φεμινιστικός αγώνας
Η Κομμούνα ήταν κάτι πολύ περισσότερο από τις δράσεις που ενέκρινε η νομοθετική της συνέλευση. Φιλοδοξούσε ακόμη και να επανασχεδιάσει τον αστικό χώρο. Η φιλοδοξία αυτή φάνηκε από την απόφαση να κατεδαφιστεί η στήλη Vendôme, που θεωρείτο μνημείο βαρβαρότητας και καταδικαστέο σύμβολο του πολέμου, και να εκκοσμικευτούν ορισμένοι χώροι λατρείας παραδίδοντάς τους προς χρήση από την κοινότητα.
Χάρη σε ένα εξαιρετικό επίπεδο μαζικής συμμετοχής και σε ένα σταθερό πνεύμα αμοιβαίας βοήθειας, η Κομμούνα άντεξε για όσο διάστημα άντεξε. Αξιοσημείωτο ρόλο έπαιξαν οι επαναστατικές λέσχες που δημιουργήθηκαν σχεδόν σε κάθε arrondissement. Υπήρχαν τουλάχιστον είκοσι οκτώ από αυτές, αντιπροσωπεύοντας ένα από τα πιο εύγλωττα παραδείγματα αυθόρμητης κινητοποίησης.
Ανοιχτές κάθε βράδυ, προσέφεραν στους πολίτες την ευκαιρία να συναντιούνται μετά τη δουλειά για να συζητήσουν ελεύθερα την κοινωνική και πολιτική κατάσταση, να ελέγξουν τι είχαν πετύχει οι εκπρόσωποί τους και να προτείνουν εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των καθημερινών προβλημάτων. Ήταν οριζόντιες ενώσεις, οι οποίες ευνοούσαν τη διαμόρφωση και την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, καθώς και τη δημιουργία γνήσιων χώρων αδελφοσύνης και συναδέλφωσης, όπου ο καθένας μπορούσε να εισπνεύσει τον μεθυστικό αέρα του να είναι κύριος της μοίρας του.
Αυτή η χειραφετητική πορεία δεν είχε χώρο για εθνικές διακρίσεις. Η ιδιότητα του πολίτη της Κομμούνας επεκτάθηκε σε όλους όσοι αγωνίστηκαν για την ανάπτυξή της και οι ξένοι απολάμβαναν τα ίδια κοινωνικά δικαιώματα με τους Γάλλους. Η αρχή της ισότητας ήταν εμφανής στον εξέχοντα ρόλο που διαδραμάτισαν οι τρεις χιλιάδες αλλοδαποί που δραστηριοποιήθηκαν στην Κομμούνα. Ο Leó Frankel, ένας Ούγγρος μέλος της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων, όχι μόνο εκλέχθηκε στο συμβούλιο της Κομμούνας αλλά διετέλεσε και υπουργός Εργασίας της -μία από τις βασικές θέσεις της. Ομοίως, οι Πολωνοί Jarosław Dąbrowski και Walery Wróblewski υπήρξαν διακεκριμένοι στρατηγοί στην ηγεσία της Εθνοφρουράς.
Οι γυναίκες, αν και εξακολουθούσαν να μην έχουν δικαίωμα ψήφου ή συμμετοχής στο Συμβούλιο της Κομμούνας, έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην αμφισβήτηση της κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Σε πολλές περιπτώσεις, υπερέβησαν τους κανόνες της αστικής κοινωνίας και διεκδίκησαν μια νέα ταυτότητα σε αντίθεση με τις αξίες της πατριαρχικής οικογένειας, πηγαίνοντας πέρα από την οικιακή ιδιωτικότητα και συμμετέχοντας στη δημόσια σφαίρα.
Η Ένωση Γυναικών για την Υπεράσπιση του Παρισιού και τη Φροντίδα των Τραυματιών, η προέλευση της οποίας οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην ακούραστη δραστηριότητα του μέλους της Α΄ Διεθνούς Ελισάβετ Ντμίτριεφ, συμμετείχε κεντρικά στον προσδιορισμό των στρατηγικών κοινωνικών μαχών. Οι γυναίκες πέτυχαν το κλείσιμο των αδειοδοτημένων οίκων ανοχής, κέρδισαν την ισοτιμία γυναικών και ανδρών εκπαιδευτικών, επινόησαν το σύνθημα «ίση αμοιβή για ίση εργασία», απαίτησαν ίσα δικαιώματα εντός του γάμου και την αναγνώριση των ελεύθερων συνδικάτων, και προώθησαν αποκλειστικά γυναικεία τμήματα στα εργατικά συνδικάτα.
Όταν η στρατιωτική κατάσταση επιδεινώθηκε στα μέσα Μαΐου, με τους Βερσαλλιώτες στις πύλες του Παρισιού, οι γυναίκες πήραν τα όπλα και συγκρότησαν ένα δικό τους τάγμα. Πολλές θα άφηναν την τελευταία τους πνοή στα οδοφράγματα. Η αστική προπαγάνδα τούς επιτέθηκε με άγριο τρόπο, βαφτίζοντάς τες les pétroleuses και κατηγορώντας τες ότι έβαλαν φωτιά στην πόλη κατά τη διάρκεια των οδομαχιών.
Συγκεντρωτισμός ή αποκέντρωση;
Η γνήσια δημοκρατία που επεδίωκαν να εγκαθιδρύσουν οι Κομμουνάροι ήταν ένα φιλόδοξο και δύσκολο εγχείρημα. Η λαϊκή κυριαρχία απαιτούσε τη συμμετοχή του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού πολιτών. Από τα τέλη Μαρτίου και μετά, το Παρίσι πλημμύρισε με κεντρικές επιτροπές, τοπικές υποεπιτροπές, επαναστατικές λέσχες και τάγματα στρατιωτών, που πλαισίωναν το ήδη πολύπλοκο δυοπώλιο του Συμβουλίου της Κομμούνας και της κεντρικής επιτροπής της Εθνοφρουράς.
Η τελευταία είχε διατηρήσει τον στρατιωτικό έλεγχο, λειτουργώντας συχνά ως μια αντίρροπή προς το συμβούλιο δύναμη. Αν και η άμεση συμμετοχή του πληθυσμού αποτελούσε μια ζωτική εγγύηση της δημοκρατίας, οι πολλαπλές εξουσίες που προέκυψαν έκαναν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων ιδιαίτερα δύσκολη και αυτό σήμαινε ότι η εφαρμογή των διαταγμάτων έγινε μια βασανιστική υπόθεση.
Το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ της κεντρικής εξουσίας και των τοπικών φορέων οδήγησε σε αρκετές χαοτικές, ενίοτε παραλυτικές, καταστάσεις. Η λεπτή ισορροπία χάλασε εντελώς όταν, αντιμέτωπος με την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης του πολέμου, την απειθαρχία εντός της Εθνοφρουράς και την αυξανόμενη αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, ο Jules Miot πρότεινε τη δημιουργία μιας πενταμελούς Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας, κατά το πρότυπο του δικτατορικού μοντέλου του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου το 1793.
Το μέτρο εγκρίθηκε την 1η Μαΐου, με πλειοψηφία σαράντα πέντε έναντι είκοσι τριών. Αποδείχθηκε ένα δραματικό λάθος, το οποίο σηματοδότησε την αρχή του τέλους για το νέο πολιτικό πείραμα και δίχασε την Κομμούνα σε δύο αντιμαχόμενα μπλοκ.
Το πρώτο από αυτά, αποτελούμενο από νεο-Ιακωβίνους και Μπλανκιστές, έτεινε προς τη συγκέντρωση της εξουσίας και, τελικά, προς την υπεροχή της πολιτικής έναντι της κοινωνικής διάστασης. Το δεύτερο, που περιελάμβανε την πλειοψηφία των μελών της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων, θεωρούσε την κοινωνική σφαίρα σημαντικότερη από την πολιτική. Πίστευαν ότι η διάκριση των εξουσιών ήταν απαραίτητη και επέμεναν ότι η δημοκρατία δεν πρέπει ποτέ να θέτει υπό αμφισβήτηση τις πολιτικές ελευθερίες.
Συντονισμένο από τον ακούραστο Eugène Varlin, το δεύτερο αυτό μπλοκ απέρριψε σφοδρά την αυταρχική παρέκκλιση και δεν έλαβε μέρος στις εκλογές της Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας. Κατά την άποψή του, η συγκέντρωση των εξουσιών στα χέρια λίγων ατόμων θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις θεμελιώδεις παραδοχές της Κομμούνας, καθώς οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί της δεν κατείχαν την κυριαρχία -η οποία ανήκε στον λαό- και δεν είχαν το δικαίωμα να την παραχωρήσουν σε ένα συγκεκριμένο όργανο.
Στις 21 Μαΐου, όταν η μειοψηφία πήρε και πάλι μέρος σε μια συνεδρίαση του Συμβουλίου της Κομμούνας, έγινε μια νέα προσπάθεια να υφανθεί η ενότητα στις τάξεις της. Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά.
Η Κομμούνα ως συνώνυμο της επανάστασης
Η Παρισινή Κομμούνα συντρίφτηκε βάναυσα από τα στρατεύματα των Βερσαλλιών. Κατά τη διάρκεια της semaine sanglante, της εβδομάδας της αιματοχυσίας μεταξύ 21 και 28 Μαΐου, σφαγιάστηκαν συνολικά δεκαεπτά έως εικοσιπέντε χιλιάδες πολίτες. Οι τελευταίες εχθροπραξίες έλαβαν χώρα κατά μήκος των τειχών του νεκροταφείου Père Lachaise. Ο νεαρός Αρθούρος Ρεμπώ περιέγραψε τη γαλλική πρωτεύουσα ως «μια πένθιμη, σχεδόν νεκρή πόλη». Ήταν η πιο αιματηρή σφαγή στην ιστορία της Γαλλίας.
Μόνο έξι χιλιάδες κατάφεραν να διαφύγουν στην Αγγλία, το Βέλγιο και την Ελβετία. Ο αριθμός των αιχμαλώτων που συνελήφθησαν ήταν 43.522. Εκατό από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο, μετά από συνοπτικές δίκες σε στρατοδικεία, και άλλοι 13.500 στάλθηκαν σε φυλακές ή καταναγκαστικά έργα, ή εξορίστηκαν σε απομακρυσμένες περιοχές όπως η Νέα Καληδονία. Ορισμένοι που πήγαν εκεί έγιναν αλληλέγγυοι και είχαν την ίδια μοίρα με εκείνη των Αλγερινών ηγετών της αντιαποικιακής εξέγερσης του Μοκράνι, η οποία είχε ξεσπάσει ταυτόχρονα με την Κομμούνα και επίσης πνίγηκε στο αίμα από τα γαλλικά στρατεύματα.
Το φάντασμα της Κομμούνας ενέτεινε την αντισοσιαλιστική καταστολή σε όλη την Ευρώπη. Προσπερνώντας την πρωτοφανή βία του κράτους του Θιέρσου, ο συντηρητικός και φιλελεύθερος Τύπος κατηγόρησε τους κομμουνιστές για τα χειρότερα εγκλήματα και εξέφρασε μεγάλη ανακούφιση για την αποκατάσταση της «φυσικής τάξης» και της αστικής νομιμότητας, καθώς και ικανοποίηση για τον θρίαμβο του «πολιτισμού» επί της αναρχίας.
Όσοι είχαν τολμήσει να παραβιάσουν την εξουσία και να επιτεθούν στα προνόμια της άρχουσας τάξης τιμωρήθηκαν παραδειγματικά. Οι γυναίκες αντιμετωπίστηκαν για άλλη μια φορά ως κατώτερα όντα και οι εργάτες με τα βρώμικα, σκληρά χέρια, που είχαν θρασύτατα αναλάβει να κυβερνήσουν, οδηγήθηκαν πίσω σε θέσεις για τις οποίες θεωρούνταν καταλληλότεροι.
Και όμως, η εξέγερση στο Παρίσι έδωσε δύναμη στους αγώνες των εργαζομένων και τους ώθησε σε πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Την επομένη της ήττας της, ο Eugène Pottier έγραψε αυτό που έμελλε να γίνει ο πιο διάσημος ύμνος του εργατικού κινήματος: «Στον αγώνα ενωμένοι / Κι ας μη λείψει κανείς / Ω! Νάτη, μας προσμένει / Στον κόσμο η Διεθνής!»
Το Παρίσι είχε δείξει ότι ο στόχος έπρεπε να είναι η οικοδόμηση μιας κοινωνίας ριζικά διαφορετικής από τον καπιταλισμό. Ύστερα, μπορεί «η εποχή των κερασιών» [le temps des cerises] (για να παραθέσουμε τον τίτλο του διάσημου στίχου του Κομμουνάρου Jean-Baptiste Clément) να μην επέστρεψε ποτέ για τους πρωταγωνιστές της, αλλά η Κομμούνα δεν έπαψε να ενσαρκώνει την ιδέα της κοινωνικοπολιτικής αλλαγής και την πρακτική εφαρμογή της. Έγινε συνώνυμη με την ίδια την έννοια της επανάστασης, με μια οντολογική εμπειρία της εργατικής τάξης. Στο Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, ο Καρλ Μαρξ δήλωσε ότι αυτή «η πρωτοπορία του σύγχρονου προλεταριάτου» είχε καταφέρει να «συνδέσει τους εργάτες του κόσμου με τη Γαλλία».
Η Παρισινή Κομμούνα άλλαξε τη συνείδηση των εργατών και τη συλλογική τους αντίληψη. Εκατόν πενήντα χρόνια μετά, η κόκκινη σημαία της συνεχίζει να κυματίζει και να μας υπενθυμίζει ότι μια εναλλακτική λύση είναι πάντα δυνατή. Vive la Commune!
* Ο Marcello Musto είναι ο συγγραφέας των Another Marx: Early Manuscripts to the International (2018) και The Last years of Karl Marx: An Intellectual Biography (2020). Στους τόμους που έχει επιμεληθεί περιλαμβάνεται και το The Marx Revival: Key Concepts and New Interpretations (2020). Τα γραπτά του είναι διαθέσιμα ΕΔΩ.
Τη μετάφραση του Ηρακλή Οικονόμου επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο