Η ιδέα για το αφιέρωμα «Θρησκεία και Πολιτική» προέκυψε επειδή νιώσαμε την ανάγκη να φέρουμε σε επαφή το ελληνικό κοινό με μια συζήτηση πολύ σύγχρονη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, η οποία κρατάει από τις αρχές του 20ού αιώνα και έχει περάσει διάφορες φάσεις. Παράλληλα, θεωρούμε ότι η συζήτηση για την πολιτική θεολογία είναι μια διαρκής συζήτηση για την εκκοσμίκευση του σύγχρονου κόσμου. Η συζήτηση της εκκοσμίκευσης, του κοσμικού στοιχείου, στην ελληνική πραγματικότητα έχει πολύ συχνά περιοριστεί στο αίτημα του διαχωρισμού Εκκλησίας–Κράτους ή εμφανίζεται στο δημόσιο λόγο σε περιπτώσεις σύγκρουσης Εκκλησίας και πολιτικού προσωπικού. Παραδείγματα είναι η σύγκρουση για τις ταυτότητες το 1999, η σύγχρονη διαμάχη για τα θρησκευτικά φέτος, η αθώωση του Μητροπολίτη Αμβρόσιου για ρητορική μίσους κλπ.
Θεωρούμε ότι στην ελληνική περίπτωση έχει αναπτυχθεί μια ιδιοτυπία. Η κυρίαρχη αντίληψη θέλει την Ελλάδα να έχει μια διαρκή «ειδική σχέση» με την Ευρώπη, λόγω του ιδιαίτερου ιστορικού της υποβάθρου και, συνεπώς, τα προτάγματα της εκκοσμίκευσης τής επιβλήθηκαν με την είσοδό της στη νεωτερικότητα και τη δημιουργία εθνικού-κράτους, όχι δηλαδή όπως στη Γαλλία, που γεννήθηκαν με τον Διαφωτισμό. Η συνέχεια αυτής της σκέψης οδηγεί στο ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να εφαρμόσει σωστά την εκκοσμίκευση. Αυτό το επιχείρημα προσπαθεί να εξηγήσει γιατί η πολιτική εξουσία υποτάσσεται στην ισχύ της Εκκλησίας και στον θεσμικό ρόλο που αυτή επιχειρεί να παίζει συνεχώς. Άρα, το αίτημα, για μια ορισμένη μερίδα διανοητών, παραμένει: «να γίνουμε Ευρώπη», να έχουμε μια «Laïcité» ελληνικού τύπου.
Εμείς πιστεύουμε όντως ότι η Εκκλησία μπόρεσε να ιδιοποιηθεί την κρατική ισχύ, και για να διατηρήσει τον ρόλο της στα δημόσια πράγματα, και για να συνεχίσει να έχει κοινωνικό ρόλο. Η πολιτική εξουσία, με τη σειρά της, πολύ συχνά στηρίχθηκε στο συμβολικό κύρος της Εκκλησίας για να πετυχαίνει ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις. Η πίστη και η θρησκεία στο συλλογικό φαντασιακό έπαιξαν και παίζουν και αυτά το ρόλο τους, με τρόπο διαφορετικό από ό,τι φαντάζονται οι φιλελεύθεροι σταυροφόροι της εκκοσμίκευσης.
Εντούτοις, η εκκοσμίκευση και ο ρόλος της πίστης και της θρησκείας στο σύγχρονο κόσμο επηρέασαν πολύ την αριστερή σκέψη στις αρχές του 20ου αιώνα, και συνεχίζουν να το κάνουν ως σήμερα. Στο παρόν αφιέρωμα διερευνούμε τις έννοιες «εκκοσμίκευση», «πίστη», «θρησκεία» μέσα από τη ματιά καλεσμένων συγγραφέων, καθώς και δύο σημαντικών συνεντεύξεων.
Το κύριο θέμα του αφιερώματος αγγίζει μια συνέντευξη που δίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα: Ο θεολόγος και μαρξιστής Ρόλαντ Μπόερ [Roland Boer] μιλά στον Νίκο Βασιλόπουλο με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου και απαντά σε όλο το φάσμα των αποριών για τη σχέση θρησκείας και πολιτικής, εισφέροντας μια μη-δυτική ματιά στα πράγματα.
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, στη συνέχεια, συζητά με τον Δημοσθένη Παπαδάτο για τον αποχριστιανισμό της Δύσης και την ακροδεξιά εργαλειοποίηση του χριστιανισμού, για τη σημασία που αποδίδουν στην τήρηση των κανόνων διαφορετικά μονοθεϊστικά δόγματα, και τη στροφή των φτωχών στο χριστιανισμό. Για τον Ζουμπουλάκη, η πίστη είναι σήμερα ένα ατομικό κατόρθωμα, ιδιαίτερα εύθραυστο. Το ίδοι που παλιότερα γεννιόταν μέσα από την πρακτική, τη συμμετοχή δηλαδή στην προσευχή και την εκκλησιαστική ζωή, σήμερα είτε μετατρέπεται σε στοιχείο σκληρής ταυτότητας είτε ατονεί.
Ο Νίκος Βασιλόπουλος γράφει για το ρόλο που έπαιξε ο μεσσιανισμός σε τρεις σημαντικούς στοχαστές: τον Βάλτερ Μπένγιαμιν [Walter Benjamin], τον Έριχ Φρομ [Εrich Fromm] και τον Ερνστ Μπλοχ [Ernst Bloch]. Στους συγγραφείς αυτούς θα συναντήσουμε ιδέες όπως η διαλεκτική μεταξύ Φύσης και Ουτοπίας, ο ριζοσπαστικός ανθρωπισμός, η σύλληψη της δυναμικής διαλεκτικής σχέσης του υλισμού με τη θεολογία. Όπως γράφει ο Μπένγιαμιν στις υποσημειώσεις του κλασικού έργου του Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας»: «Η σκέψη μου συμπεριφέρεται στη θεολογία όπως το στυπόχαρτο στη μελάνη. Έχει πλήρως διαποτιστεί από αυτή. Αν ακολουθούσαμε όμως το στυπόχαρτο, τίποτα απ’ όσα γράφτηκαν δεν θα απέμενε». Έχει σημασία η παρουσίαση αυτού του ρεύματος σκέψης, πώς το ίδιο επιβίωσε στον 20ό αιώνα και πώς ξαναγύρισε στην πιο παλιά από τις μαρξιστικές ρήξεις, αυτή του Μαρξ με τον Χέγκελ, για να την ξανασυζητήσει με ενδιαφέροντα αποτελέσματα.
Συνομιλώντας με το προηγούμενο άρθρο, ο Νίκος Κατσιαούνης μας προσφέρει την έννοια του νοήματος μέσα στην ιστορία, παρουσιάζοντας την ιδέα της εσχατολογίας στην πολιτική θεολογική σκέψη, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον Καρλ Σμιτ, που θεωρείται και ο εισηγητής της έννοιας «πολιτική θεολογία». Η σημασία της εσχατολογίας είναι τεράστια, καθώς όλες οι μετέπειτα θεωρητικές συνεισφορές (και μερικές από αυτές περιλαμβάνονται και σε αυτό το αφιέρωμα) αναμετρήθηκαν με τον Σμιτ, συμφωνώντας ή διαφωνώντας μαζί του και για να τον ξεπεράσουν.
Η Θεολογία της Απελευθέρωσης δεν θα μπορούσε να λείπει από το αφιέρωμά μας. Αναδημοσιεύσουμε εδώ δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την ελληνική έκδοση του βασικού ομώνυμου του Γκουστάβο Γκουτιέρες [Gustavo Gutierez], θεμελιωτή του κινήματος της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, σε μετάφραση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Επισημαίνοντας τη διάκριση της κοινωνικής φτώχειας από τη χριστιανική φτώχεια, ο Γκουτιέρες δείχνει τη βασική ίσως αιτία που η Θεολογίας της Απελευθέρωσης ρίζωσε στις χώρες όπου εμφανίστηκε: η χριστιανική φτώχεια, που υπερασπίζεται ο ίδιος, λειτούργησε ως έμπρακτη αλληλεγγύη στους φτωχούς και διαμαρτυρία ενάντια στις αιτίες που γεννούν την κοινωνική φτώχεια.
Ο Μιχάλης Βουρεκάς μας συστήνει τη γενεαλογία του Πολιτικού Ισλάμ στη Μέση Ανατολή από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τις μέρες μας, μέσα από πρόσωπα και γεγονότα. Η θέση του είναι ότι υπάρχει συγκεκριμένη ιστορικότητα στη σχέση του Ισλάμ με την πολιτική, η σχέση αυτή δηλαδή δεν οφείλεται στην ειδική «φύση» της μουσουλμανικής θρησκείας. Το σημερινό αποτέλεσμα είναι, επίσης, αποτέλεσμα του ανισομερούς διαλόγου που έχει το Ισλάμ με τη δυτική νεωτερικότητα.
Η συμβολή του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου βασίζεται σε δύο βιβλία: τη συζήτηση περί εκκοσμίκευσης ανάμεσα στον Γιούργκεν Χάμπερμας και τον πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ´ (2004) και το βιβλίο του Μικαέλ Λεβί Ο Πόλεμος των θεών. Διαβάζοντας παράλληλα τα δυο βιβλία, ο ίδιος αναδεικνύει τα πολλαπλά δρομολόγια πίστης και αθεΐας (από τον αυταρχισμό και τον φιλελευθερισμό μέχρι την επανάσταση), τις διάφορες καμπές στη στάση της Καθολικής Εκκλησίας όσον αφορά τον καπιταλισμό και τα κινήματα αντίστασης, αλλά και μια υπόγεια αντικαπιταλιστική χριστιανική παράδοση που, στις μέρες μας, φτάνει μέχρι τους Ζαπατίστας και τον Αργεντίνο πάπα Φραγκίσκο.
Ο Νίκος Βασιλόπουλος παίρνει αφορμή από τη συζήτηση για τη μαντίλα και τη σχέση του Ισλάμ με την Ευρώπη και την εκκοσμίκευση για να μιλήσει για τις γυναίκες στο Ισλάμ και την ιδιαίτερη σχέση πίστης και πολιτικής. Η σχέση αυτή μπορεί να διασώζει χειραφετητικά μηνύματα μακριά από τη διπλή καταπίεση: μιας σκληρής πατριαρχικής μουσουλμανικής παράδοσης και ενός εξίσου καταπιεστικού καθεστώς, όπως αυτό της γαλλικής laïcité.
Αν τα παραπάνω περιγράφουν μια κάπως γενική σχέση της θρησκείας, της πίστης και της πολιτικής, με την έννοια ότι εξετάζουμε τη σχέση αυτή σε διάφορα περιβάλλοντα, για το σήμερα και για την Ελλάδα απευθυνθήκαμε σε έναν ορθόδοξο θεολόγο. Ο Θανάσης Παπαθανασίου μας τιμά με την πρωτότυπη συμβολή του ακριβώς για τη σχέση θρησκείας, πίστης και πολιτικής από μια Ορθόδοξη σκοπιά. Η χριστιανική ταυτότητα, υποστηρίζει, δεν είναι θρησκευτικότητα α λα καρτ: η πίστη προϋποθέτει μια ενεργή πρακτική, η οποία περιλαμβάνει τη δικαιοσύνη, τη συμπόνοια και την πιστότητα, ως στοιχεία για ενεργή πολιτική με σκοπό την αλλαγή του συστήματος.
Πριν όμως πάμε παραπέρα, πρέπει να ορίσουμε τι σημαίνει για εμάς εκκοσμίκευση και πώς αντιλαμβανόμαστε αυτό το ερώτημα. Η εκκοσμίκευση σημαίνει μια διαρκώς μειούμενη επιρροή της θρησκείας στον σύγχρονο κόσμο. Σημαίνει, επίσης, τον θεσμικό διαχωρισμό της θρησκείας από τη δημόσια σφαίρα και το Κράτος, και ταυτόχρονα, απουσία κυριαρχίας μιας υπερφυσικής ή ανώτερης εξουσίας. Επίσης, η εκκοσμίκευση συχνά ταυτίζεται με την «απομάγευση», όπως την όρισε ο Βέμπερ: λόγω των επαναστατικών εξελίξεων στην επιστήμη και την τεχνολογία -μέσα από την αστικοποίηση και την εκβιομηχάνιση-, η θρησκεία έχασε την κυριαρχία της. Πράγματι, όπως το έθεσε ένας βασικός θεωρητικός της εκκοσμίκευσης, ο Τσαρλς Τέιλορ [Charles Taylor], ζούμε σε μια απομαγευμένη, κοσμική εποχή (secular age) στην οποία, μαζί με την μείωση της θρησκευτικής επιρροής, υπάρχει επανατοποθέτηση του ιερού, της πνευματικότητας σε σχέση με το άτομο και την κοινωνική ζωή.
Η επανατοποθέτηση του ιερού, ορίζεται ως η δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος να επιλέγει συνεχώς θρησκευτική έκφραση καταλήγοντας σε μια θρησκευτική πίστη χωρίς βαθύτερο περιεχόμενο. Αυτό το φαινόμενο ο Taylor το ονομάζει αυτό-συντηρούμενο ανθρωπισμό και τον θεωρεί προϊόν μιας εξελικτικής πορείας διασπάσεων που έγιναν εντός του Χριστιανισμού στη Δύση. Ειδικότερα, η εκκοσμίκευση παρουσιάζεται σαν μια ευθύγραμμη, εξελικτική πορεία του Δυτικού κόσμου, η οποία γίνεται δια μέσου μιας συγκεκριμένης διαδικασίας: από τη μία υπάρχουν αυτοί που απορρίπτουν την προηγούμενη θρησκεία και από την άλλη υπάρχουν αυτοί που παραμένουν σε αυτή δεσμευόμενοι περισσότερο. Οι πρώτοι δημιουργούν κάτι νέο κοκ. Από τη Μεταρρύθμιση που απέρριψε τις πρακτικές που θεωρούσε μαγικές (όπως η Θεία Μετάληψη), μέχρι τη δημιουργία των ΗΠΑ και τον πρώτο διαχωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος για τη διασφάλιση της ατομικής θρησκευτικότητας, η πορεία είναι συνεχής και φτάνει ως τις μέρες μας. Αν αυτό συμβαίνει όντως, τότε η πίστη παίζει τον δικό της ρόλο ως δύναμη ηθικής δέσμευσης: ως εργαλείο που ωθεί τον άνθρωπο να δεσμεύεται μέχρι το σημείο να νιώσει ο ίδιος ότι το οικοδόμημα της πίστης του δεν είναι σαθρό.
Στον αντίποδα της παραπάνω αντίληψης για την εκκοσμίκευση, εμείς προτείνουμε μια κριτική ματιά. Ξεκινάμε από την παραδοχή ότι ο τρόπος που βλέπουν οι περισσότεροι την εκκοσμίκευση δεν απαντά ουσιαστικά στο ρόλο της θρησκείας στις σύγχρονες κοινωνίες. Το πρόβλημα της φιλελεύθερη θεώρησης της εκκοσμίκευσης (που ασπάζεται συχνά και η Αριστερά) είναι ότι θεωρεί την άνευ ετέρου ανώτερη από τη θρησκεία. Η θέση αυτή χρειάζεται να αποδομηθεί. Ο ανθρωπολόγος της θρησκείας Ταλάλ Άσαντ [Talal Asad] προσφέρει εδώ ένα σημαντικό επιχείρημα: εκκοσμίκευση δεν σημαίνει διαχωρισμός Εκκλησίας–Κράτους, αλλά μια νέα μορφή κανονιστικής εξουσίας, δηλαδή έναν νέο τρόπο να αναπαριστώνται οι κοινωνικές συμπεριφορές και να αναπαράγεται η γνώση της σύγχρονης κοινωνικής ζωής. Σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία η θρησκεία θα έχει ρόλο: αυτόν του χώρου που προσφέρει εναλλακτικούς τρόπους κατανόησης έξω από τα (νέα) κανονιστικά φαινόμενα.
Πρέπει να θυμίσουμε εδώ ότι η Θρησκεία, όπως η Φύση και ο Ορθός Λόγος, δεν είναι ούτε εξω-ιστορικές, ούτε παγκόσμιες έννοιες από μόνες τους. Αναδύθηκαν ως τέτοιες κατά τον Διαφωτισμό και τη συναναστροφή των Ευρωπαίων με μη-Ευρωπαίους Άλλους. Ο Διαφωτισμός όρισε ως μέτρο τον Ορθό Λόγο και έτσι δημιουργήθηκαν όλα αυτά τα συμβολικά συστήματα που μετέπειτα ονομάστηκαν «κοινή πρακτική», δηλαδή Θρησκεία. Κάπου εκεί στον 19ο αιώνα πραγματοποιείται και η εδραίωση του δίπολου που βρίσκουμε συχνά στην πολιτική θεολογία: το ιερό και το βέβηλο.
Στο αφιέρωμα αυτό, λοιπόν, ξαναθυμίζουμε ότι, πέρα από ευκολίες και κλειστά σχήματα, η αντιθετική σχέση μεταξύ Θρησκείας και Εκκοσμίκευσης, όπως και η έννοια του Ιερού, ως οργανωμένη θρησκεία, στην πραγματικότητα μεταβλήθηκαν ως τέτοιες για να περιγράψουν με οικουμενικό τρόπο την ανθρώπινη κατάσταση που ονομάστηκε «θρησκευτική εμπειρία». Παρόλα αυτά, η σύγχρονη πίστη, η Θρησκεία αλλά και η Εκκοσμίκευση είναι παιδιά της νεωτερικότητας: δεν μπορούν να αναζητηθούν με τον ίδιο τρόπο σε προνεωτερικές εποχές, ούτε ενέχουν καθολική ισχύ ως έννοιες. Το αν θα παραμείνουν ενεργές ως έννοιες και σε επόμενες εποχές της ανθρωπότητας είναι ένα ερώτημα που απαντάμε καταρχάς αρνητικά, αλλά αφήνουμε ανοιχτή μια χαραμάδα. Ποτέ δεν ξέρεις.
Προσθέστε σχόλιο